Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Μπλόκα της ζωής/ part 1

Για πρώτη φορά στη ζωή της, ένιωσε ξανά εκείνο το αίσθημα πνιξίματος και φόβου, αναμεμειγμένο με τύψεις. Θεωρούσε τον εαυτό της δειλό. Η Ανδριανή, διακινδύνευε τη ζωή της καθημερινά, ως μία πράξη αντίστασης απέναντι σε όλη αυτή την αδικία. Η ίδια τι έκανε; Τίποτε. Και σαν να μην ήταν αρκετό αυτό, ένας με τη στολή του θανάτου, τολμούσε να της αφήσει μηνύματα. Εμφανώς και δεν θα πήγαινε. Θα ήταν όχι κατάπτυστη μετά, αλλά προδότρια. Μία προδότρια της πατρίδας, της οικογένειας, των ιδεών. Πώς θα κοιτούσε στα μάτια τη φίλη της, τον πατέρα ή τους θείους της; Για λίγο αποσύρθηκε στο δωμάτιό της, με την αιώνια λιτή επίπλωση. Υπήρχαν βράδια που ο Κάσπαρ έμενε μαζί με τους θείους και τα ξαδέρφια του. Ο Σάββας όποτε μπορούσε, ξεγλιστρούσε και εκείνος προς τα κει. Του άρεσε η Δάφνη και η Αφροδίτη χαιρόταν για εκείνον. Τον αγαπούσε πολύ, ήταν ένα εξαιρετικό παιδί και φίλος, ωστόσο ποτέ της δεν τον είχε δει ερωτικά. Ο έρωτας για εκείνη διαλύθηκε, το βράδυ που κάποιος αποφάσισε να κακοποιήσει το σώμα και την ψυχή της. Δεν ήξερε τι σήμαινε να κάνει έρωτα με κάποιον. Σχεδόν δεν μπορούσε να πλάσει την εικόνα στο μυαλό της, να είναι εκτεθειμένη και ευάλωτη μπροστά σε έναν άνδρα. Ο Φίλιμπερτ ήταν ο πρώτος που της ράγισε ένα τείχος. Η όμορφη συμπεριφορά του και η γλυκιά του αύρα, την έκανε να νιώθει άνετα και γαλήνια. Εν αντιθέσει, ο αδερφός του της προκαλούσε μία παράξενη τρικυμία.

Είχε βρει το σημείωμά του, μα είχε επιλέξει να το αγνοήσει. Τίποτε άλλο δεν της έλειπε τώρα. Να την ενοχλεί ένας θανατοφορεμένος, ένας σκιώδης άνδρας, ένας δολοφόνος, υπεύθυνος για τον χαμό εν ψυχρώ πατριωτών της χώρας της. Είχε μετανιώσει που του έδωσε τη ζωγραφιά. Ήταν μία στιγμή εξωπραγματική, ιδιαίτερα αξιόλογη για να χαραχτεί ως σχέδιο, ώστε να μείνει αποτυπωμένη για πάντα. Ο κήπος τα απογεύματα αποτελούσε ησυχαστήριο αν ήξερες να κρύβεσαι στις σωστές γωνιές. Τώρα πια μήτε εκεί δεν μπορούσε να πάει. Δεν ήθελε να τον συναντήσει. Για την ακρίβεια κάθε φορά που τον έβλεπε αισθανόταν θυμό και δεν ήξερε για ποιον από όλους τους λόγους. Υπήρχε ο εμφανής, η ταυτότητά του. Θυμόταν το πόδι του το πρησμένο. Θα έπρεπε να πονά πολύ. Ήταν ελαφρώς παραμορφωμένο, με μία κλίση προς τα μέσα και αυτό αποτελούσε τον λόγο τραυματισμού του κάθε φορά που φορούσε παπούτσια. Είχαν περάσει μερικές μέρες από τότε που βρήκε το σημείωμα. Ήθελε να κατέβε κάνοντας τη βόλτα της όσο ήταν ακόμη μέρα. Πήρε τα λιγοστά της σύνεργα και κίνησε προς τα εκεί αργά. Είχε ζέστη και ευτυχώς φυσούσε ελάχιστα. Το δέρμα της λαμπύριζε στον ήλιο εξαιτίας του ιδρώτα.

Ο Άρτουρ από την άλλη δεν είχε επιτρέψει στον εαυτό του να νιώσει άσχημα. Εκτός από το γεγονός πως ήταν συνηθισμένος στην απόρριψη, δεν είχε αφεθεί να παρασυρθεί από κανένα συναίσθημα, ούτε καν συμπάθειας. Στην ουσία επιθυμούσε απλώς να της ζητήσει μία με δύο ζωγραφιές για τις μέρες που κυριολεκτικά οι συνθήκες θα το απαιτούσαν. Παρόλα αυτά η κοπέλα είχε επιλέξει να τον αγνοήσει. Αυτό τον είχε ελαφρώς εκνευρίσει, μα δεν την αδικούσε. Τον φοβόταν και ήταν ξεκάθαρο. Επίσης, ήταν επικίνδυνο για την κοινωνία. Ο αδερφός του το είχε σκεφτεί. Είχε σκεφτεί πως δεν επιθυμούσε να την εκθέσει και είχε κάνει πίσω. Ξαφνικά, μία παράξενη απορία σκαρφάλωσε αδέξια στο μυαλό του.

΄΄Πως ήταν δυνατόν ο έρωτας να έκανε πίσω;΄΄

Βρέθηκε για πολλοστή φορά στο ίδιο σημείο. Δεν το άλλαζε με τίποτε. Εκείνη η γλυκιά, μεθυστική μυρωδιά σε συνδυασμό με την ησυχία και τις λεπτές, στραφταλιστές ηλιαχτίδες που πάλευαν να χωθούν στις πυκνές φυλλωσιές των γιασεμιών, δημιουργούσαν έναν ιδεατό Παράδεισο. Πήγαινε πάντοτε εκεί, σκεπτόμενος την φρικτή πρόταση που του είχε γίνει. Αναστέναξε, μα γυρνώντας το βλέμμα του, είδε μία γνώριμη φιγούρα να διασχίζει στα γρήγορα τον τόπο και να τον προσπερνά με το βλέμμα κατεβασμένο. Ήταν εκείνη. Αρχικά δεν την πλησίασε, μα η διάθεσή του είχε αλλάξει. Είχε γίνει λίγο πιο εύθυμη. Η κοπέλα τον είχε αγνοήσει. Εκείνος είχε έρθει προετοιμασμένος. Επέλεγε να μη φορά στολές όταν επισκεπτόταν τον κήπο. Προτιμούσε να αναμειγνύεται με το πλήθος παρόλο που η εμφάνισή του ξεχώριζε. Έμεινε να την κοιτάζει από απόσταση. Τι ήταν αυτό πια που τον σταματούσε; Όταν συνειδητοποίησε τον λόγο, σάστισε. Ντρεπόταν. Πόσες ευκαιρίες θα είχε ωστόσο σαν τη σημερινή; Με τρόπο σηκώθηκε. Καταπίνοντας κάθε αναστολή, έφτασε δίπλα της.

«Με αγνόησες» της είπε κοφτά. Η σπαστή ελληνική προφορά, είχε κάπως βελτιωθεί χάρη στον αδερφό του.

«Δεν θα μπορούσα να το δεχτώ, κύριε. Λυπάμαι και με συγχωρείτε» πρόφερε ήρεμα.

«Δεν είχα σκοπούς περίεργους, απλώς ήθελα μία εξυπηρέτηση. Μιας που μπορείς να ζωγραφίσεις, επιθυμούσα απλά να έχω ακόμη ένα με δύο σχέδια. Ήταν ανάγκη»

«Τι σχέδια κύριε;»

«Σαν το προηγούμενο που μου έδωσες»

«Αυτό είναι αδύνατον» του απάντησε σκληρά. Ταρακουνήθηκε σαν να μην είχε ακούσει καλά.

«Γιατί; Αφού μπορείς να...»

«Η ευτυχία εκείνη δεν μπορεί να απεικονιστεί στο σχέδιό μου. Ήταν μία αληθινή στιγμή σας, που κράτησε δευτερόλεπτα γιατί ήταν αυθεντική. Συνήθως δεν είστε έτσι»

«Μπορώ να πάρω την ίδια έκφραση»

«Δεν θα είναι το ίδιο. Σας παρακαλώ, μην επιμένετε»

«Έχεις δίκιο. Ήταν ηλίθιο από μέρους μου, να σου ζητήσω το οτιδήποτε, πόσο μάλλον να ζωγραφίσεις μία ανύπαρκτη ευτυχία»

«Μπορείτε να ανακαλέσετε κάτι ευχάριστο. Τουλάχιστον, αυτό θα σας βοηθήσει»

«Δεν έχω τίποτε να σκεφτώ» απάντησε σκληρά. Είχε αρχίσει να εκνευρίζεται.

«Δεν μπορεί. Έχετε ορισμένα χρόνια στην πλάτη σας. Έστω και μία στιγμή θα...»

«Είπα δεν έχω! Σταμάτα πια! Σταμάτα να επιμένεις! Μία χάρη σου ζήτησα και το έκανες ολόκληρο θέμα. Τι θες; Να σε αναγκάσω; Μπορώ! Ξέρεις ποιος είμαι και τι είμαι...μην με προκαλείς»

Το είχε μετανιώσει την ίδια στιγμή, αλλά δεν είχε κατορθώσει να συγκρατήσει τα νεύρα του. Πρώτη φορά είχε ζητήσει χάρη και είχε βρεθεί να απολογείται γι' αυτήν σαν να ήταν μαθητούδι που το είχαν μαλώσει. Όταν την είδε να σκοτεινιάζει και να μαζεύει τα πράγματά της τρέμοντας, της άρπαξε τον καρπό.

«Αφήστε με να πάω σπίτι. Υπόσχομαι να μην με ξαναδείτε ποτέ» ψιθύρισε βουρκωμένη.

«Εσένα» πέταξε στα ξαφνικά.

«Εμένα; Δεν σας καταλαβαίνω»

«Έχω να ανακαλέσω κάτι ευχάριστο, το μοναδικό ευχάριστο. Εσένα. Όταν σε είδα σήμερα, χάρηκα....» κόμπιασε. Η αμηχανία ξεκίνησε να κάνει την εμφάνισή της. Ένα ηφαίστειο συναισθημάτων ήταν έτοιμο να εκραγεί. Θετικά και αρνητικά, όλα μπερδεμένα. Όσο την έβλεπε να μην απαντά, τόσο χειρότερα ένιωθε «Σου προκαλώ τρομερή δυστυχία. Αυτό κάποτε μου θυμίζει πρόσωπα δικών μου ανθρώπων. Τους προκαλούσα την ίδια»

Η Αφροδίτη ύψωσε με εγκράτεια τα μάτια της.

«Το έχετε αναφέρει στο παρελθόν...για την μητέρα σας»

«Δεν με ήθελε η μητέρα μου, γιατί....γιατί δεν βάδιζα καλά όπως σου έχω πει.Το βλέπεις και μόνη σου. Έχω ένα πόδι παραμορφωμένο. Με μεγάλωσε η γιαγιά μου, όμως και εκείνη την έκανα δυστυχισμένη για τον ίδιο λόγο. Όταν έψαξα για τον Φίλιμπερτ και όταν τελικά τον βρήκα, διέκρινα στο βλέμμα του δυστυχία στην αρχή εξαιτίας της θέσης μου στην Γκεστάπο και τώρα...διακρίνω το ίδιο και σε εσένα»

Τι του συνέβαινε; Είχε ανοίξει συζήτηση ολόκληρη για να απολογηθεί πάλι.

«Ήταν οι ίδιοι μάλλον δυστυχισμένοι από πριν. Δεν φταίτε. Όσο για εμένα, μη δίνετε σημασία. Δεν έχω γενικά σημασία δηλαδή, πόσο μάλλον για εσάς»

«Δεν θέλησες να ακούσεις αυτό που σου είπα. Πως είσαι η μόνη ευχάριστη εικόνα που μπορώ να ανακαλέσω, ίσως σε συνδυασμό με αυτά τα λουλούδια»

«Γιατί;»

«Γιατί...δεν έχεις κακή ψυχή και συνδύασα την εικόνα σου με τον κήπο»

«Κρατήστε την εικόνα και την αίσθηση του κήπου»

«Δεν μπορεί να με ακούσει όμως. Εσύ με ακούς. Τελοσπάντων, δεν χρειάζεται να φύγεις.Θα φύγω εγώ. Έχω το σχέδιό σου. Η εικόνα μου στο περιβάλλον αυτό είναι μία παρηγοριά» έκανε παύση «Δεν είμαι ο άνδρας αυτός που ζωγράφισες. Θα μπορούσα ίσως να είχα γίνει, μα αυτό το τρένο το έχασα χρόνια πριν»

Πράγματι έφυγε. Η Αφροδίτη κοίταξε τον ουρανό και προσπάθησε να μαντέψει την ώρα. Είχε συνάντηση με τον Στέφανο και έπειτα με την Ανδριανή. Έπιασε τον εαυτό της να τρέμει. Σχεδόν ήθελε να κλάψει. Ανάθεμα! Δεν έπρεπε να του προκαλεί ευφορία. Δεν ήταν σωστό αυτό και ειλικρινά ευχόταν να σταματούσαν τα πράγματα ως εκεί. Γυρνώντας στο σπίτι, βρήκε τον Στέφανο. Είχε χάσει την αλλοτινή του λάμψη. Το θέμα της Ανδριανής, τον απασχολούσε.

«Ξάδερφε, όλα καλά;»

«Από εσένα δεν θα κρυφτώ. Όχι, δεν είναι. Σκέψου πως περίμενα τη φίλη σου και κοπέλα μου, πριν από περίπου δέκα λεπτά και δεν έχει φανεί ακόμη. Αυτό και μόνο με αναστατώνει, με κάνει να φοβάμαι με όλα αυτά που μπλέχτηκε»

«Ησύχασε. Εντάξει, η δουλειά της ίσως την καθυστέρησε. Ξέρεις πως είναι αυτά στα νοσοκομεία»

«Και αν υπάρχει προδότης; Και αν την έπιασαν; Θεέ μου, δεν ξέρω πλέον τι να σκεφτώ και αυτό με καθιστά νευρικό»

Η αλήθεια ήταν πως και η ίδια αισθανόταν μία ανασφάλεια. Δεν είχε ιδέα μήτε εκείνη, μήτε ο Στέφανος πως οι Γερμανοί ετοιμάζονταν για έφοδο στα νοσοκομεία, εναντίον των αναπήρων πολέμου και των τραυματιών, πάντοτε έχοντας στο πλάι τους, τους δωσίλογους. Το ένστικτό του, του έλεγε πως έπρεπε να πάει εκεί οπωσδήποτε. Φτάνοντας στο Λαϊκό, προσπάθησε να την αναζητήσει, όταν κατόρθωσε τελικά να την εντοπίσει. Ξεφύσησε ανακουφισμένος.

«Στέφανε; Τι κάνεις εδώ; Το ξέρω πως άργησα λίγο, αλλά είχαμε δουλειά. Αν δεν φροντίσουμε εμείς αυτούς τους ανθρώπους, ποιος θα το κάνει στη θέση μας;»

«Ανησύχησα δεν στο κρύβω. Εντάξει, αν δεν τελειώνεις τη δουλειά, θα φύγω, αλλιώς μπορούμε να επιστρέψουμε μαζί ως το σπίτι μου»

Ακούστηκαν φωνές που έρχονταν απέξω. Μαζί με την Ανδριανή, κινήθηκαν ως ένα παράθυρο, μόνο για να ανακαλύψουν πως το νοσοκομείο ήταν περικυκλωμένο.

«Τι γυρεύουν αυτοί; Ανδριανή, μπορεί να έχουν έρθει για ανθρώπους σαν εσένα που...που ξέρεις! Πάμε να φύγουμε, έλα!» την άρπαξε από το χέρι, όταν μέσα σε λίγα λεπτά, άκουσαν κραυγές και οι Γερμανοί είχαν ξεχυθεί στους θαλάμους των ασθενών. Έβριζαν με μανία, χτυπούσαν τους ακρωτηριασμένους και τους παραπληγικούς που αδυνατούσαν να κουνηθούν. Αυτό που συνέβαινε, ήταν μία τρέλα. Κάποιος μέσα από το νοσοκομείο ή και έξω είχε προδώσει. Ο νους του Στέφανου, πήγαινε στον Κυριάκο. Δεν θα ησύχαζε, αν δεν έπαιρνε εκδίκηση από εκείνη την παρέα που τόσο ζήλευε. Καθώς πριν από πολλά χρόνια, ήταν φίλος με τον Στέφανο, ο οποίος τον έδιωξε για χάρη του Σάββα και μίας σειράς επεισοδίων, όπως του κύριου Τσιριγώτη. Η Ανδριανή έβλεπε πίσω της να πετούν τους τραυματίες από τα κρεβάτια τους, να τους αρπάζουν τα τεχνητά μέλη και να τους χτυπούν με αυτά, δίχως να επιτρέπουν στις νοσοκόμες να επέμβουν. Την τελευταία στιγμή, ο Στέφανος έκρυψε σε μία ντουλάπα την Ανδριανή παρακαλώντας την να μείνει μέσα.

«Όχι! Στέφανε μη!»

«Μείνε εδώ και μην κουνηθείς!» της φώναξε όταν δέχτηκε ένα χτύπημα στο κεφάλι με τον υποκόπανο ενός όπλου.

Βρισιές ακολούθησαν στα γερμανικά, εκείνος πάλεψε να αντισταθεί, μα τρεις στρατιώτες τον τραβούσαν έξω μαζί τους. Όπως το είχε μαντέψει, ο Κυριάκος μειδιούσε.

«Εσένα στα έχω μαζεμένα παλιοσίχαμα! Ας με αφήσουν ελεύθερο να παλέψω μαζί σου δίχως όπλα!»

«Τη σκυλίτσα σου ήρθα να αρπάξω μέσα σε όλα, αλλά κατά πώς φάνηκε μάλλον έλειπε. Θα πας και εσύ μαζί με τα υπόλοιπα παλικάρια, τους δήθεν αντιστασιακούς!»

Βρέθηκε πεταμένος σε ένα φορτηγό, μαζί με ακόμη δύο κοπέλες και έναν νεαρό ανάπηρο, άνθρωπο που είχε δώσει τα πάντα όπως και ο ίδιος στο ελληνοαλβανικό μέτωπο. Οι κοπέλες ήταν αγκαλιασμένες από τον τρόμο, μα δάκρυ δεν είχε στάξει.

«Θα μας πάνε για εκτέλεση. Δεν τη γλιτώνουμε, αλλά δεν με νοιάζει. Με ρώτησαν για άλλους πατριώτες, αλλά δεν έδωσα κανένα όνομα. Με ξυλοκόπησαν, μου πήραν το τεχνητό μέλος»

Το φορτηγό ξεκινούσε, μα ο Στέφανος είχε έναν άσσο και όχι ακριβώς στο μανίκι. Αυτό που αντιλήφθηκε ωστόσο με τρόμο ήταν πως αποτελούσε στόχο και πως ίσως θα έπρεπε για λίγο να απομακρυνθεί από τους δικούς του. Η σκέψη του έτρεξε στην Ανδριανή. Έπρεπε να προσέχει. Δεν μπορούσαν πια να μένουν στην παλιά τους γειτονιά. Το μικρό σουγιαδάκι έλαμψε στην παλάμη του.

«Σύντροφε, μπράβο» του είπε η μία κοπέλα.

«Δεν είμαι ακριβώς ΄΄σύντροφος΄΄ με αυτήν την έννοια, αλλά μπορώ να γίνω δικός σας προσωρινός σε μία φυγή. Ελπίζω να τα καταφέρω και με λένε Στέφανο. Είναι το κανονικό μου όνομα, δεν έχει χρειαστεί να δημιουργήσω ένα άλλο»

«Με λένε Άρη» συστήθηκε ο νεαρός που του έλειπε το δεξί του πόδι.

«Άρη αν όλα πάνε καλά, θα σε κουβαλήσω εγώ μέχρι να βρούμε ένα ασφαλές σημείο, εντάξει;»

«Σε ευχαριστώ» ψέλλισε εκείνος.

Πάνω σε μία απότομη στροφή, κάπου στην Ακαδημίας πια, ο Στέφανος πάλεψε να ανοίξει την πόρτα και το πέτυχε. Με τον Άρη στην πλάτη και παρά το βάρος, πήδηξε στο κενό και πίσω του οι κοπέλες. Ξεκίνησε να τρέχει με όση δύναμη του απέμενε. Ευτυχώς δεν ακούστηκε κανένας πυροβολισμός.

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro