Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Καιροί Άλικοι και Εβένινοι/ part 1

        ΄΄ Κανείς δεν γεννιέται δολοφόνος, μα υπό τις κατάλληλες συνθήκες μπορεί να γίνει΄΄

Κοίταξε για πρώτη φορά τους τοίχους του διαμερίσματός της και ένιωσε να πνίγεται.Το Βερολίνο θαρρείς και είχε παραδοθεί σε μία ομιχλώδη ατμόσφαιρα, μία αίσθηση θανάτου και φόβου. Το έβλεπε μέρα με τη μέρα να χάνει το ανθρώπινο πρόσωπό του, να γίνεται χαώδες και άτεγκτο, παραδομένο σε δολοφόνους, κωφούς πολίτες και θύματα. Η Ελένη πάντοτε προσπαθούσε να κοιτάζει τη θετική πλευρά της ζωής και την ίδια θετικότητα είχε παλέψει να μεταλαμπαδεύσει και στα αγόρια της, τον Φιλ και τον Κάσπαρ. Τους σκεφτόταν κάθε μέρα. Υπήρχαν στιγμές που μονάχη της έκλαιγε απαρηγόρητη βαστώντας μία παλαιά εικόνα της Παναγίας, μοναδικό κειμήλιο της πατρίδας της, προτού βρεθεί εκεί. Αυτός ο πόλεμος έμοιαζε με μία ασυγκράτητη πύρινη λαίλαπα. Κανένας δεν θα έβγαινε ζωντανός. Και αυτά τα παιδιά που τα είχε μεγαλώσει, τι θα απογίνονταν; Κανείς δεν θα τους ήθελε μήτε εκεί, μήτε πουθενά. Ήξερε πόσο διψούσε ο Φιλ για μία οικογένεια. Πάντοτε ήθελε να ανήκει κάπου. Και ο Κάσπαρ; Στην ουσία, η αληθινή του ταυτότητα δεν είχε πατρίδα. Πουθενά σχεδόν στον κόσμο δεν μπορούσε να σταθεί.

Τα γερασμένα της μάτια έριξαν μία ματιά στο παράθυρο. Ήταν νωρίς το πρωί και το ρολόι της ιστορίας έδειχνε 10 Ιανουαρίου του 43. Μία μουντάδα επικρατούσε, μία καταχνιά. Φωνές διέκοψαν τους μαύρους της συλλογισμούς. Κατευθύνθηκε στο παράθυρο, μόνο για να παρατηρήσει βαν της αστυνομίας, να τρέχουν σαν τρελά στο στενό της. Έπειτα, τους είδε σταματημένους στην είσοδο ενός κτηρίου. Εκεί έμενε μία ηλικιωμένη γειτόνισσά της, Εβραία στην καταγωγή. Οι ένστολοι εισήλθαν και δέκα λεπτά αργότερα, την είδε με τις πιτζάμες ακόμη, να σέρνεται με το ζόρι έξω και να πετιέται με φόρα στο φορτηγάκι. Ούτε καν το φτωχικό της πανωφόρι δεν είχε προλάβει να φορέσει. Η Ελένη ταράχτηκε ακόμη περισσότερο. Δεν ήταν ευκολόπιστη. Ήξερε πού θα κατέληγε η γυναίκα. Ένας άνθρωπος μοναχικός και εκείνη, που κανέναν δεν είχε πειράξει. Ξεκίνησε να τρέμει. Το ένστικτό της, της ψιθύριζε πως έρχονταν καιροί πιο σκοτεινοί. Ένας ακόμη νεαρός της γείτονας τις προηγούμενες μέρες, είχε αυτοκτονήσει με βαρβιτουρικό Veronal. Ήταν παράξενος ο κόσμος τότε. Συνδύαζε αντικρουόμενες αισθήσεις και εικόνες. Στρατόπεδο, συρματόπλεγμα, καράβια, καρδιές, δέντρα, σύννεφα, στολές των Ες-Ες, κρεματόρια, ουρλιαχτά, παιδιά, γέλια, πείνα, ξυρισμένα κεφάλια, βαλίτσες, ξεχασμένα κρίνα.

Ξεχασμένα ήταν επίσης και τα καλά και ανέμελα χρόνια για όλη την παρέα στην Ελλάδα. Οι δύο οικογένειες παρέμεναν δεμένες όσο μπορούσαν. Οι πατεράδες και ο Στέφανος δούλευαν τα πρωινά και η Δέσποινα έκανε τον σταυρό της που ο γιος της δεν είχε μπλέξει με την Αντίσταση. Ίσως να ακουγόταν εγωιστικό μα δεν επιθυμούσε οι πόλεμοι να της στερήσουν και τον γιο. Της στέρησαν την πατρίδα της, τους γονείς και τα πεθερικά της. Το παιδί της δεν θα το έδινε σε κανέναν. Ευτυχώς για εκείνη, ο νεαρός έπλεε στα δικά της νερά. Μονάχα που τώρα ήταν μαραζωμένος, καθώς η σχέση του με την Ανδριανή περνούσε από λογής-λογής σκαμπανεβάσματα. Εκείνος κατέληγε να της φωνάζει καθώς ανησυχούσε για την ακεραιότητά της, μα τίποτε δεν φαινόταν να της αλλάζει γνώμη. Για άλλη μία φορά, η ξαδέρφη του θα γινόταν το απάγκιο και ο αιώνιος ακροατής του. Σκεφτόταν πως και εκείνη τελευταία δεν ήταν ιδιαιτέρως εύθυμη. Κάτι την ταλάνιζε, μα είχε το κακό να μην ανοίγεται εύκολα. Ακόμη και ως έφηβη, ήταν πάντα ντροπαλή και σπάνια μοιραζόταν τις σκέψεις της. Έφταιγε ίσως και το γεγονός πως ήταν άνδρας. Με την Ανδριανή είχαν ελαφρώς χαθεί, καθώς κρυβόταν μαζί με μέλη της αντίστασης. Παραλίγο να είχε χρειαστεί να το πράξει και ο ίδιος έπειτα από τη θεαματική του φυγή, κάτι που διαδόθηκε ανάμεσα στα μέλη και φυσικά, έφτασε μέχρι και στα αφτιά του Μανώλη, ο οποίος ενδόμυχα εκτιμούσε μεν τον Στέφανο, μα θα επιθυμούσε δε και μεγαλύτερη, ενεργότερη συμμετοχή. Αν υπήρχε ένα μελανό σημείο, ήταν η σχέση του με τους δύο αξιωματικούς. Δεν γνώριζε μέχρι ποιο σημείο έφτανε, μήτε τι γύρευε κάποτε στο ναζιστικό σπίτι. Ήταν και ο λόγος που είχε βάλει πλώρη τα σχέδιά του. Εκείνο το χειμωνιάτικο απόγευμα, ο νεαρός κατευθυνόταν στο σπίτι του θείου του. Η Αφροδίτη ήταν στο δωμάτιό της, ενώ ο Κάσπαρ είχε μετακομίσει μαζί του, μιας που ο μικρός Λευτέρης μεγάλωνε και θα χρειάζονταν το δωμάτιο για δικό του.

Καθόταν στο παράθυρό της, μελαγχολική. Ήθελε τόσο πολύ να αλληλογραφήσει με τη φίλη της, όπως έκαναν πάντα τα παλαιότερα χρόνια. Ήθελε τόσα να της πει, να τα βγάλει από μέσα της, να μην αποτελούν βάρος. Εκείνο το απόγευμα, το θυμόταν ακόμη. Δύο αδέρφια, το καθένα με τη δική του ιστορία, την είχαν αποχαιρετήσει βλέποντας το μέλλον ζοφερό. Μία σχέση δεν θα οδηγούσε πουθενά, παρά μονάχα σε προβλήματα. Είχε ακούσει για μία κοπέλα από άλλη συνοικία, πως είχε μείνει έγκυος από Γερμανό στρατιώτη, ο οποίος την είχε παρατήσει τελικά ενώ κατέληξε να το χάνει λίγο αργότερα. Κανείς δεν ήταν βέβαιος αν η αποβολή ήταν τυχαία, ή είχε προκληθεί. Η κοπέλα και η μάνα της, είχαν μπει στο κοινωνικό περιθώριο. Ως και ο ιερέας θα αρνιόταν να βαφτίσει έναν ΄΄κακό΄΄ σπόρο. Πού θα οδηγούσε επομένως μία τέτοια αγάπη; Στην κοινωνική κατακραυγή, στην απομόνωση και τον θάνατο.

Η αποκάλυψη όμως της σημασίας εκείνης της λέξης από τον Φιλ, της είχε ματώσει την ψυχή. Όλες εκείνες λοιπόν τις φορές που την είχε αποκαλέσει με αυτήν την γερμανική τρυφερότητα, στα ελληνικά σήμαινε αγάπη μου. Αντί η αποκάλυψη όμως να την ελευθερώσει, την εγκλώβισε περισσότερο. Είχε πιστέψει κάποτε πως στο πρόσωπο του Φιλ είχε βρει κάτι διαφορετικό. Και ήταν. Ένας άνδρας τρυφερός, αλλιώτικος. Εκείνη την ημέρα όμως, τη στιγμή που τον αγκάλιαζε, από το μυαλό της διαρκώς περνούσαν εικόνες του αδερφού του. Ήταν λάθος, μα δεν μπορούσε να τις αποδιώξει. Συνεχώς, αναπαριστούσε νοητά το βράδυ, όταν άπλωσε το χέρι του ζητώντας ευγενικά να χαϊδέψει το δικό της. Έπειτα, όσο τρομακτικός και αν ήθελε από άμυνα να μοιάζει, στα δικά της μάτια ήταν ένας αδύναμος και σπασμένος νεαρός άνδρας, που στεκόταν απέναντί της με το πουκάμισο μισάνοιχτο, που απολάμβανε λίγη μυρωδιά από τα γιασεμιά και που το κεφάλι του είχε χαραχθεί από μία άσχημη ουλή, στο πίσω μέρος, όπου σε ένα σημείο τα μαλλιά δεν είχαν φυτρώσει ποτέ ξανά.

Τον είχε σκεφτεί παιδί να τον χτυπούν και έπειτα ξανά πάλι η ουλή ερχόταν στο μυαλό της, μαζί με την επιθυμία να τον αγκαλιάσει σφιχτά και να του πει, πως ο κόσμος δεν αποτελούνταν μονάχα από βία. Ναι, εκείνη την είχε γνωρίσει σε μία ακραία μορφή, σε μία νύχτα φρίκης. Όμως, κλείνοντας τα μάτια της, έχοντας προσπαθήσει να αυτοθεραπευτεί, έβλεπε και την αγκαλιά του πατέρα της, τη γλύκα του θείου της και τη λατρεία του ξαδέρφου της. Υπήρχαν και αυτοί οι άνδρες. Στο κορμί του Άρτουρ όμως κανείς δεν είχε χαρίσει ούτε μισό χάδι, ούτε καν από οίκτο. Δεν του το είχε ομολογήσει, μα η ουλή στο κεφάλι του την είχε πληγώσει βαθιά. Τον κοιτούσε στα μάτια και πουθενά δεν διέκρινε τη χαρά. Γι' αυτό ήταν τόσο πολύτιμη η στιγμή που τον είχε ζωγραφίσει μέσα στα γιασεμιά. Γιατί ίσως ήταν και η μοναδική ξέγνοιαστη. Η μοναδική κατά την οποία το μέτωπό του δεν αυλακωνόταν από την κατήφεια, από τη δυστυχία ή τον θυμό.

΄΄Άραγε ποιος λόγος οδήγησε εκείνον τον μοναχό να γίνει βιαστής;΄΄ ήταν η πρώτη της σκέψη ΄΄ Άραγε ποιοι λόγοι απέτρεψαν τον Άρτουρ να απαρνηθεί κάθε ανθρωπιά; Αυτό και αν ήταν παράξενο, αυτό και αν ήταν κατόρθωμα΄΄

Όλοι αυτοί οι λόγοι, την οδήγησαν να σφίξει στην αγκαλιά της τον Φίλιμπερτ, επιτρέποντάς του να απιθώσει ένα φιλί στο μέτωπό της. Ήταν παράξενο, μα δεν της είπε τίποτε άλλο. Δεν της ζήτησε κάποια απάντηση και η ίδια δεν ζήτησε καμία εξήγηση. Όλα είχαν ειπωθεί με τις σιωπές και τα μάτια. Της χαμογέλασε θλιμμένα και έφυγε. Από εκείνο το απόγευμα δεν τον είχε ξαναδεί, ούτε είχε ρωτήσει τον Κάσπαρ. Φυσικά, δεν είχε δει ούτε τον Άρτουρ. Έμοιαζαν να αποφεύγουν και οι τρεις με δεξιότητα οποιαδήποτε συνάντηση. Φυσικά δεν είχε επιστρέψει στον κήπο ξανά. Ίσως να τον έβρισκε στο γνωστό σημείο που αγαπούσε. Ήταν όμως χειμώνας και τα γιασεμιά αποδυναμώνονταν. Όπως είχε αποδυναμώσει ο πόλεμος την αγάπη, την ανθρωπιά και την ηθική. Η σκέψη της πέταξε μακριά από τις παρελθοντικές στιγμές, στη θέα ενός μαραζωμένου Στέφανου.

«Ω, ωραία σε πετυχαίνω και εσένα» προσπάθησε να τον πειράξει.

«Ευχαριστώ, επίσης» τη σκούντησε ενώ καθόταν δίπλα της βαρύς.

«Εγώ το πρόβλημά σου, το γνωρίζω. Ονομάζεται Ανδριανή και προτού μου σχολιάσεις οτιδήποτε, να σου πω, πως σε καταλαβαίνω»

«Δεν θα υπερασπιστείς τη φίλη σου;»

«Ας πούμε, όχι. Την καταλαβαίνω όμως και εκείνη. Η Ανδριανή ήταν πάντα ελεύθερο πνεύμα, όπως υπήρξα και εγώ.Ίσως αν δεν μου τύχαινε τότε....Ίσως να ήμουν και εγώ σαν εκείνη. Να μην είχα σπάσει και να είχα τη δύναμη να αγωνιστώ για τα όνειρά μας, την ελευθερία και το μέλλον μας. Ίσως κάποτε και να την θαυμάζω»

«Εγώ όμως τη θέλω δίπλα μου. Της το έχω πει χιλιάδες φορές! Είδες τι συνέβη τότε. Την είχαν πάει στη Γκεστάπο. Αν δεν ήταν ο αχώνευτος αδερφός του πρώην γείτονά μας και συγκάτοικου δικού σου, θα ήταν τώρα σπασμένη στο ξύλο ή και νεκρή. Παρόλα αυτά δεν έβαλε μυαλό. Κουράστηκα! Ορισμένες φορές, νιώθω σαν να παλεύω μόνος μου ή σαν να είμαι...δεν ξέρω. Όλος αυτός ο δυναμισμός και η ορμητικότητα, όλες οι φορές που έχει τσακωθεί μαζί μου λέγοντάς μου πως δεν κάνω τίποτε, πως ίσως καταβάθος και να τους συμπαθώ, με κάνουν να νιώθω λιγότερο άνδρας. Σαν να έπρεπε να αποδείξω με το ζόρι, όπως στον σύντροφο Μανώλη, κάποια πίστη. Με πονά αυτό. Επιθυμώ να είμαι απλά ο αναθεματισμένος εαυτός μου!»

Η Αφροδίτη τον αγκάλιασε.

«Έχουμε φτάσει στο σημείο που όλοι απαιτούν από εμάς να πάρουμε κάποια θέση. Νομίζω όμως πως στην ουσία έχουμε πάρει και οι δύο, απλώς κανείς δεν θέλει να το δει. Είμαστε με το μέρος της αγάπης και της ζωής»

Τον είδε να χαμογελά και τα καστανά του μάτια να φωτίζονται.

«Γι' αυτό είσαι καλλιτέχνης. Ξέρεις να εκφράζεσαι τόσο όμορφα και πάνω από όλα να καταλαβαίνεις και τους άλλους. Εμένα πλέον είμαι βέβαιος πως με διαβάζεις με απόλυτη ευκολία. Σε διαβάζω όμως λιγάκι και εγώ. Θέλεις να μου πεις τι σε βασανίζει; Δεν θα σε κρίνω και αν και είμαι άνδρας, δεν θέλω να φοβάσαι να μου εκφράσεις τα συναισθήματά σου. Δεν θέλω ποτέ ξανά να σε δω να κλείνεσαι στον εαυτό σου»

Τον κοίταξε με κατανόηση, μα δυσκολεύτηκε να ομολογήσει.

«Δεν είναι τόσο εύκολο. Εδώ καλά-καλά δεν το έχω συνειδητοποιήσει ούτε εγώ ή μάλλον, δεν έχω επιτρέψει στον εαυτό μου να το κάνει»

Ο Στέφανος στένεψε παιχνιδιάρικα τα μάτια του.

«Σου αρέσει κάποιος απαγορευμένος;» την ρώτησε. Το πρόσωπό της κοκκίνισε ολόκληρο. «Εντάξει, το κατάλαβα. Άκου. Όλο αυτό, θα είναι αδιέξοδο. Δεν είμαι τρελός. Γνωρίζω πως δεν είναι όλοι τους τέρατα, μα είναι οι κατακτητές και η κοινωνία δεν θα το επιτρέψει. Εδώ, θα πρέπει η καρδιά σου να κάνει πίσω γιατί πολύ φοβάμαι πως δεν έχουν επουλωθεί τα τραύματα και ένα τέτοιο εγχείρημα, αν πάει στραβά, που θα πάει, θα σε καταστρέψει πρώτα εσένα και έπειτα εμάς»

«Το γνωρίζω Στέφανε. Γι' αυτό έκανα πίσω»

«Το έχω καταλάβει. Δεν εμφανίστηκε ποτέ ξανά εδώ. Τώρα αντιλαμβάνομαι τον λόγο. Όπως και να έχει, θέλω να ξέρεις πως θα έχεις τη στήριξή μου σε ό,τι χρειαστείς. Είμαι ο βράχος σου, πάντα θα είμαι. Όταν κάποτε ελευθερωθούμε και κατορθώσουμε να δημιουργήσουμε οικογένεια, θα ήθελα και τα παιδιά μας να μεγαλώσουν μαζί. Είμαι βέβαιος πως ο Θεός σου φυλά μία όμορφη ζωή. Έχε πίστη μόνο»

Τον φίλησε τρυφερά στο μάγουλο. Τα μάτια της είχαν υγρανθεί. Τον χάιδεψε τρυφερά ενώ τον είδε να σηκώνεται και αργά να αναχωρεί. Λίγο παρακάτω όμως, τον καρτερούσε μία δυσάρεστη έκπληξη.


Kαλώς σας ξαναβρήκα! Χθες επέστρεψα και η γραφή μου έλειψε. Καλό φθινόπωρο να έχουμε!

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro