Η τελευταία πράξη
΄΄Το πρόσωπό του δεν το θυμάμαι πια, μόνο τις αστραφτερές του μπότες. Όταν άκουγα τον χτύπο τους, σερνόμουν στο ξυλοκρέβατο, ζάρωνα σε μία γωνία και έκλεινα τα μάτια΄΄
Απόσπασμα μαρτυρίας για τον ντόκτορ Γιόζεφ Μένγκελε από το Άουσβιτς
Ο Μένγκελε είχε σπουδάσει, ότι ακριβώς και ο Άρτουρ. Ιατρική και ανθρωπολογία, με τη διαφορά πως ο δεύτερος δεν είχε ολοκληρώσει τις σπουδές του. Από το Βερολίνο, ο Άρτουρ είχε ειδοποιηθεί πως θα μεταφερόταν πιθανότατα στο Άουσβιτς. Ο Άγγελος του Θανάτου, έψαχνε βοηθούς για τα φρικτά του πειράματα. Ο νεαρός δεν μπορούσε με τίποτε να βγάλει από το μυαλό του αυτήν την προοπτική. Τον στοίχειωνε τα βράδια, τον απέτρεπε από το να κοιμηθεί ή να βρει τη γαλήνη. Σαν σκεφτόταν το σκηνικό της Αφροδίτης και του Λευτέρη που κοιμούνταν γαλήνια σπίτι του, ανατρίχιαζε. Το ίδιο ακριβώς σκηνικό, θα μπορούσε να εξελίσσεται σε ένα άλλο μέρος. Στο Άουσβιτς. Εκεί θα άρπαζαν τον Λευτέρη με τη βία και αν δεν τον σκότωναν απευθείας, τότε θα τον χρησιμοποιούσαν για κάθε αρρωστημένο πείραμα. Θυμόταν τη πτυχιακή εργασία του Μένγκελε, τα συμπεράσματα από τη μορφολογική εξέταση της κάτω γνάθου τεσσάρων φυλών. Ο ανθρώπινος οργανισμός ίδιος ήταν και κακά τα ψέματα, ο Άρτουρ ήξερε πως αν δεν είχε προσπαθήσει πολύ, ίσως γινόταν ακόμη ένα πείραμα για έναν Μένγκελε. Ήταν ο άχρηστος άριος σπόρος που κρατούσε πίσω τη Γερμανία σε όλα τα επίπεδα. Επιτέλους! Μόνο ένας διεστραμμένος πίστευε σε ανώτερες φυλές. Στο μυαλό του ήρθε ο Χίμλερ. Άσχημος, κοντός, τίποτε που να μοιάζει με ξανθό, εύσωμο και ψηλό πολεμιστή. Αυτός ο άνθρωπος, είχε το θράσος να μιλά για ανωτερότητα. Κάτι έπρεπε να κάνει. Ήθελε να γλιτώσει από το Άουσβιτς ή αν πήγαινε, να εφάρμοζε την ιατρική όπως της έπρεπε. Με ποιον τρόπο, δεν είχε ιδέα. Όμως είχε βιώσει τον πόνο. Το θαυματουργό ήταν να μάθει να τον απαλύνει και όχι να δημιουργεί περισσότερο. Γιατί στην Ελλάδα, του είχαν ελάχιστα απαλύνει τον δικό του. Η Αφροδίτη δεν είχε φύγει, δεν τον είχε εγκαταλείψει όταν τον είδε να αυτοτραυματίζεται. Νοιάστηκε. Αυτό τον έκανε να καταλάβει πως υπήρχαν άνθρωποι εκεί έξω, που δεν τον έκριναν για το στρεβλό του περπάτημα. Πώς λοιπόν ένας ψυχικά άρρωστος Μένγκελε ξεχώριζε ανθρώπους; Με ποιο δικαίωμα και ποιο κριτήριο;
Στην Γκεστάπο επικρατούσε μία αναταραχή. Ο ένας ταγματασφαλίτης που πρόσεχε το σπίτι της εβραϊκής οικογένειας, βρέθηκε νεκρός μέσα σε ένα κουρείο. Κανείς δεν πρόλαβε να δει τον υπεύθυνο. Ο Χέλμουτ φαινόταν νευρικός και ο ίδιος προτίμησε απλώς να μείνει ένας αθέατος παρατηρητής. Δεν έπρεπε να κινήσει καμία υποψία. Ήδη τίποτε από όλα αυτά δεν του άρεσε. O αδερφός του βρισκόταν μαζί με τον Κάσπαρ στο γνωστό κτήριο στο κέντρο της Αθήνας. Από το πρωί, ο Μπρούνο ανέφερε σε άλλους πως ο ένας ταγματασφαλίτης, ο οποίος φυλούσε το σπίτι εκείνο του γιατρού, είχε βρεθεί νεκρός. Έρευνες είχαν ξεκινήσει και σκόπευαν σύντομα να το ψάξουν.
«Αυτό δεν είναι καλό» είπε ο Φιλ στον Κάσπαρ «Έχω την εντύπωση πως οι δικοί σου έχουν μπει στο μάτι της αντίστασης. Αν τους θεωρούν συμμάχους της Γκεστάπο...»
«Δεν θέλω να χαθούν άλλοι από την οικογένειά μου! Φοβάμαι. Ήδη....»
«Ήδη οι δικοί μου έκαναν κακό σε εσάς και έμεινες ορφανός. Πόσο λυπάμαι Κάσπ. Έπρεπε να το είχαμε συζητήσει νωρίτερα, αλλά θαρρώ πως δεν έβρισκα το κουράγιο. Ένιωθα τύψεις κατά κάποιον τρόπο και ας γνώριζα πως δεν ήταν δική μου ευθύνη»
«Πράγματι δεν ήταν δική σου ευθύνη. Πώς θα μπορούσε άλλωστε; Λοιπόν, τι κάνει η Ελένη; Μου έλειψε»
«Της ζήτησα να εγκαταλείψει το Βερολίνο» πρόφερε εκείνος σοβαρός.
«Και να πάει πού;»
Ο Φίλιμπερτ ξεφύσησε.
«Άκουσε. Τα πράγματα για εμάς δεν πάνε καλά. Ήδη ακούγονται αρνητικά πράγματα για το Στάλινγκραντ. Το Κόμμα κλαίει την έκτη στρατιά του Πάουλους και ας μην γνωρίζουμε ακόμη την τελική έκβαση. Αντιλαμβάνεσαι πως ένα πράγμα σημαίνει αυτό. Πανωλεθρία. Οι Ρώσοι έχουν πετύχει ήδη μία νίκη και θα ξεκινήσουν να κινούνται αντίστροφα. Πολύ φοβάμαι πως αντί εμείς να φτάσουμε στη Μόσχα, θα έρθουν εκείνοι στο Βερολίνο. Επομένως δεν μπορούσα να την αφήσω εκτεθειμένη. Τη συμβούλεψα να πάει σε μία φίλη της στην Αυστρία»
«Έκανες καλά» χαμογέλασε αμήχανα ο Κάσπαρ «Η Ελένη είναι ο μόνος άνθρωπος που δεν ανήκει στη Γερμανία και που εξακολουθεί να μας αγαπά γι' αυτό που είμαστε. Ορισμένες φορές σκέφτομαι πως ίσως την έχουμε απογοητεύσει. Θέλω να πω, είμαστε κατακτητές της χώρας της. Οφείλαμε να σταθούμε απέναντι σε αυτό»
«Θέλαμε απλώς να ζήσουμε με κάποιον τρόπο, δίχως να γίνουμε στόχος» πάλεψε να δώσει μία εξήγηση ο Φιλ.
«Σκοτώσαμε Πολωνούς στρατιώτες που απλώς πολεμούσαν για την πατρίδα τους. Αυτό ήταν άδικο. Εμείς δεν πολεμούσαμε για τη δική μας πατρίδα, αλλά για να κατακτήσουμε τη δική τους. Πιο πολύ εγώ που είμαι Εβραίος, όφειλα να σταθώ διαφορετικά στους...ομοίους μου»
«Ο Γιάεν ζει. Έτσι νομίζω» του είπε στα ξαφνικά.
«Μα πώς...»
«Η Ελένη μου έδωσε ένα γράμμα. Ήταν δικό του και το βρήκε στα ερείπια του εβραϊκού ορφανοτροφείου. Μέσα έγραφε πως είχε κατορθώσει να γλιτώσει από τις γλώσσες της πυρκαγιάς. Πλέον το ένστικτό μου, μου λέει πως ίσως κρύβεται. Είναι ζωντανός όμως! Πρέπει να είναι!»
«Ίσως κατορθώσουμε να τον βρούμε. Ποιος ξέρει; Τα γράμματα ωστόσο, όσο κατά λάθος και αν πέφτουν στα δικά σου χέρια, σε οδηγούν σε κάποιο φωτεινό μονοπάτι»
«Έτσι φαίνεται. Θα ήθελα να τον βρω. Θέλω να τον βρω. Μου έχει λείψει»
«Έχει πίστη και ίσως τα καταφέρουμε»
Για λίγο έμειναν σιωπηλοί, όταν άκουσαν έντονες συζητήσεις. Ο Φίλιμπερτ βγήκε από το γραφείο του, για να αντικρίσει το παγωμένο πρόσωπο του Μπρούνο.
«Τι συμβαίνει;» τον ρώτησε εξίσου παγωμένα.
«Συμβαίνει πως τοποθετώντας πρόσωπο-κλειδί, ντόπιο ρουφιάνο, μάθαμε πως οι δήθεν αντιστασιακοί φάγανε το άλλο το ψοφίμι που φυλούσε το σπίτι. Παρακολουθούσε όμως τις κινήσεις τους και να είσαι βέβαιος πως θα επέμβουμε εγκαίρως» τελείωσε, αφήνοντάς τον να αναρωτιέται τι θα συνέβαινε από εδώ και πέρα.
Τις ίδιες φυσικά σκέψεις, έκανε και ο Στέφανος, σαν άκουσε την ανακοίνωση της Αφροδίτης. Η κοπέλα του εμπιστεύθηκε πως θα πήγαινε και θα βοηθούσε όσο μπορούσε τις εβραϊκές οικογένειες. Κάτι τέτοιο τον φόβιζε. Μπορεί οι ένοικοι να είχαν τις καλύτερες προθέσεις, ωστόσο ο διπλός τους ρόλος ήταν επικίνδυνος.
«Συμφωνώ μαζί σου και χαίρομαι ειλικρινά που αποφάσισες να μη μπλεχτείς με κανέναν. Ωστόσο, αυτός ο σύντροφος Μανώλης, επιθυμεί λέει να μιλήσει στον πατέρα των κοριτσιών. Ειλικρινά δεν γνωρίζω το λόγο. Την Παρασκευή μου ζήτησε να τον συνοδέψω ως εκεί, καθώς εμένα με γνωρίζει. Φοβάμαι όμως. Δεν του έχω εμπιστοσύνη»
Η Αφροδίτη τον άκουσε με πολύ προσοχή.
«Εντάξει. Μπορεί να θέλει πράγματι να του μιλήσει. Εκείνος δεν ήταν που σου χάρισε φαγητό όταν το είχαμε ανάγκη;»
«Ναι, αλλά με αντάλλαγμα να διορθώνω κάτι άρθρα. Εντάξει, δεν με σκότωσαν κιόλας και ξέρω πως εκείνος πάλεψε να καταπολεμήσει τους μαυραγορίτες. Μα, αυτός ο άνθρωπος έχει και σκοτάδι μέσα του. Δεν μπορώ να το εξηγήσω αλλιώς. Είναι πονηρός και δεν του έχω καμία εμπιστοσύνη. Θέλω να προσέχεις»
«Εντάξει» του απάντησε εκείνη με κατανόηση.
Για την ώρα θα όδευε ως το σπίτι, το οποίο μάλιστα προς μεγάλη της έκπληξη ήταν αφύλαχτο. Ακόμη τα νέα της δολοφονίας του ενός ταγματασφαλίτη δεν είχαν κυκλοφορήσει και έτσι η Αφροδίτη αρχικά ένιωσε ανακούφιση που δεν βρήκε εκείνους τους σκοτεινούς άνδρες να καιροφυλαχτούν κρυμμένοι πίσω από τα δέντρα. Στο σπίτι βρισκόταν η κυρία Χάνα, η μητέρα, ενώ ο Γιόζεφ απουσίαζε. Τα κορίτσια, πάντοτε φροντισμένα έπιναν λίγο τσάι και φυσικά πρόσφεραν αμέσως γλύκισμα στην Αφροδίτη που το αποδέχτηκε ντροπαλά. Ήταν πανέμορφες. Τα ξανθά τους μαλλιά, ευχή και κατάρα για έναν τόπο σαν την Ελλάδα, γλιστρούσαν κυματιστά στους ώμους τους. Η Αφροδίτη έμεινε να τις χαζεύει, χαιρετώντας παράλληλα και τη μητέρα του Σάββα. Από τη στιγμή που είχε ξεκινήσει να εργάζεται για εκείνους, το κορμί της από ισχνό, είχε εκ νέου αποκτήσει τις πολυπόθητες, γυναικείες καμπύλες. Ο γιος της εμφανιζόταν νωρίς το απόγευμα για να τη συνοδέψει με ασφάλεια ως το σπίτι. Οι κοπέλες της μίλησαν ανοιχτά για το έργο τους. Εξάλλου ήξεραν πως από την παρέα δεν θα ξέφευγε ούτε μισή κουβέντα.Για αρχή είχε αναλάβει να εμψυχώνει τις οικογένειες και τα παιδιά που κρύβονταν στο υπόγειο, μέχρι να θεωρούνταν ασφαλές να φύγουν. Η Αννελί την πήρε παράμερα και της είπε πως τα τρένα για τη μεταφορά των Εβραίων από τη Θεσσαλονίκη, σύντομα θα ξεκινούσαν.
«Αυτοί οι άνθρωποι δεν έχουν ιδέα πού βαδίζουν. Δεν ξέρουν πως ο τερματικός σταθμός θα είναι και το τέλος της ζωής τους. Ο κόσμος δεν γνωρίζει πολλά γι' αυτό και μάλιστα ο Πρόεδρος των Πρωτοδικών και προϊστάμενος του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, επιθυμεί να βοηθήσει και εκείνος στη σωτηρία, έστω παιδιών. Γνωριζόμαστε. Λαμβάνουμε καθημερινά ειδοποιήσεις για την κατάσταση. Δεν ξέρω τι να πω. Όλο αυτό με τρομάζει. Η ανθρωπότητα με τρομάζει. Παράλληλα όμως, οι δύσκολοι καιροί δεν αναδεικνύουν μόνο τα τέρατα, αλλά και τα φωτεινά παραδείγματα που αποτελούν εξαίρεση. Ευχαριστούμε που είσαι εδώ»
«Δεν θα μπορούσα να βρίσκομαι αλλού. Αυτό για εμένα είναι μία μορφή αντίστασης στην απανθρωπιά»
Η Αννελί την κοίταξε κυριολεκτικά θαυμάζοντάς την.
«Έχεις μία υπέροχη ψυχή»
«Ίσως απλώς να γνωρίζω τι σημαίνει να σου στερούν τα όνειρα και απλώς να επιθυμώ να τα χαρίσω απλόχερα σε όσους περισσότερους μπορώ»
Ο κόσμος όλος βρισκόταν σε πόλεμο. Από τη μία άκρη στην άλλη, ο ουρανός ξερνούσε φωτιά και ατσάλι, η γη δεν σήκωνε καμία ανθρώπινη ύπαρξη. Η Αφροδίτη όμως από εκείνη τη στιγμή αποφάσισε πως θα βοηθούσε με όλη της την ψυχή. Το μεσημέρι καθώς βρισκόταν στο σαλόνι, άκουσε το κουδούνι και είδε τον Σάββα να εισέρχεται. Για λίγο κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και θα ορκιζόταν πως είδε ένα ελαφρύ κοκκίνισμα να βάφει το πρόσωπό του.
«Καλησπέρα» του είπε σχεδόν άηχα.
«Δεν περίμενα να σε δω εδώ. Η αλήθεια είναι πως ένιωσα μία ασφάλεια όταν είδα πως καμία περίεργη φάτσα δεν φυλά πια το σπίτι. Από την άλλη μου κάνει εντύπωση» προσπάθησε να μαζέψει το κουράγιο του «Είσαι καλά εσύ; Ο πατέρας σου;»
«Είναι καλά. Επέστρεψε σπίτι. Εσένα πάλι σε βλέπω σκεφτικό»
«Είναι που μίλησα με τον Στέφανο και μου ανέφερε πως κάποιος έχει βάλει στόχο το σπίτι. Αν οι Γερμανοί δεν γνωρίζουν την αλήθεια για όσους εργάζονται εδώ, τότε ποιος είναι;»
Η Αφροδίτη δίστασε.
«Δεν νομίζω πως τους έβαλαν στόχο. Απλώς κάποιος θέλει να μιλήσει στον κύριο Γιόζεφ, αυτό είναι όλο»
«Ποιος;»
«Ε, ο Μανώλης που έχει το καφενείο»
«Μα, γιατί;» ρωτούσε απανωτά ο Σάββας.
«Μπορεί να υπάρχει ανάγκη»
Ο Σάββας δεν ήξερε αν έπρεπε να καθησυχαστεί. Ωστόσο, στη θέα της Χάβα ή αλλιώς Δάφνης, ένιωσε καλύτερα. Η στιγμή φάνηκε ίσως αμήχανη, αλλά ένα χαμόγελο της Αφροδίτης τους έβγαλε όλους από τη δύσκολη θέση. Το κρύο ήταν τσουχτερό και φεύγοντας, η μητέρα του Σάββα χάρισε στην Αφροδίτη ένα πλεκτό κασκόλ σε χρώμα κεραμιδί. Την ευχαρίστησε μέσα από την καρδιά της και για λίγο σκέφτηκε τη δική της μητέρα. Της έλειπε. Το κενό υπήρχε. Έπρεπε όμως να προχωρήσει μπροστά ελπίζοντας. Σε τί δεν ήξερε. Ίσως εκείνη η μικροσκοπική εικονίτσα της Παναγίας που είχε στο δωμάτιό της να της έδινε κουράγιο και εκείνο το παραθυράκι ελπίδας που τόσο αποζητούσε. Γιατί μέλλον δεν διέκρινε. Δεν ήξερε από πού να πιαστεί. Πολλά τα συναισθήματα και απέφευγε να τα σκαλίσει. Την τρόμαζαν. Την τρόμαζε η παραδοχή ορισμένων σκοτεινών σημείων. Ο μουντός ουρανός δεν βοηθούσε. Δεν ταίριαζε στη χώρα της. Εισερχόμενη, ο γιος της την αγκάλιασε. Είχε ψηλώσει πολύ, από μωρό γινόταν αγοράκι. Ίσως να ήταν το φωτεινό σημείο τελικά, κόντρα στις μελανές σελίδες της ζωής της. Ο πατέρας της ανάρρωνε, το σπίτι είχε τακτοποιηθεί και οι δυο τους απέφυγαν να συζητήσουν όσα είχαν λάβει χώρα εκείνο το βράδυ. Η Αφροδίτη έσπευσε απλώς να του ομολογήσει πως είχε βρει τον δικό της σκοπό, τη δική της μορφή αντίστασης στη τρέλα της απανθρωπιάς.
Ο πατέρας της φάνηκε ελαφρώς κουρασμένος, και παράλληλα φοβισμένος. Παρόλα αυτά την κάλεσε να καθίσει δίπλα του στο μοναδικό μικρό τραπέζι του σαλονιού.
«Καθώς σε είχα πάντα μία, από μικρό κορίτσι αγαπούσα να σε κακομαθαίνω και από την άλλη φοβόμουν μήπως κάτι πάθεις. Η ζωή μου δίδαξε πως οι κίνδυνοι πάντα ελλοχεύουν και πως δυστυχώς δεν μπορώ να βρίσκομαι παντού για να σε προστατέψω» κάπου εκεί έκανε παύση «Ανάθεμα! Ακόμη και αν βρίσκομαι δεν μπορώ» συγκινήθηκε.
Η Αφροδίτη τον αγκάλιασε σφιχτά.
«Ήταν τρεις και είχαν όπλα. Δεν μπορούσες να κάνεις κάτι»
«Οι πατεράδες είναι ήρωες υποτίθεται. Έπρεπε να μπορώ τα πάντα»
«Έχεις ήδη κάνει πολλά. Ο Λευτέρης παρά τις δυσκολίες, είναι ένα δυναμικό και σχετικά χαρούμενο παιδί» του χαμογέλασε.
«Πλέον, ορισμένα πρωινά, με ακολουθεί και στη δουλειά όπως ξέρεις. Του αρέσει»
«Του αρέσει όντως να μαθαίνει»
Χαμογέλασαν. Αυτή τη συζήτηση την είχαν ανάγκη. Η Αφροδίτη φωτίστηκε κοιτώντας τον γιο της. Ήταν περήφανη και ευγνώμων που δεν είχε μοιάσει στο κτήνος που είχε ασελγήσει στο κορμί της.
——————-
Ο Στέφανος το επόμενο πρωί,ετοιμαζόταν για τη δουλειά, όταν βγαίνοντας, είδε το σύντροφο Μανώλη να πλησιάζει. Οι γονείς του πίστευαν πως ήταν καλός άνθρωπος, πατριώτης. Δεν είχαν καμία ένδειξη για το αντίθετο και ούτε υπήρχε ακριβής αλήθεια. Γιατί ήταν πράγματι, μα τα μέσα που χρησιμοποιούσε, ίσως και να αφαιρούσαν λίγη από τη λάμψη αυτού του πατριωτισμού.
«Μπορώ να σου μιλήσω μετά τη δουλειά;» τον ρώτησε ευγενικά και ο Στέφανος δέχτηκε
Μόλις τον έχασε από το οπτικό του πεδίο, έτρεξε ευθύς στο πλάι του πατέρα του «Πήγαινε εσύ στη δουλειά και έρχομαι. Δε θα αργήσω» του ανακοίνωσε και κατευθύνθηκε στον πιο κοντινό, υπαίθριο τηλεφωνικό θάλαμο.
Έχοντας ένα νόμισμα, ένιωσε τυχερός που είχε κατορθώσει να μάθει το τηλέφωνο του σπιτιού των Εβραίων, ρωτώντας στα κλεφτά τη μητέρα του Σάββα. Με την αγωνία να τον κατακλύζει, άφησε το τηλέφωνο να χτυπήσει πολλές φορές. Κανείς δεν απάντησε και ένας κόμπος στάθηκε στο λαιμό του. Δίχως καθυστέρηση, ξεκίνησε να τρέχει προς το σπίτι. Ευχόταν μονάχα να μην είχε συμβεί κάτι. Τα πόδια του είχαν βγάλει φτερά, το στόμα του παρέμενε μισάνοιχτο, προκειμένου να ρουφήξει την κατάλληλη ποσότητα οξυγόνου, με αποτέλεσμα τα πνευμόνια του να μπουκώσουν με τον κρύο αέρα. Φτάνοντας στο στενό, είδε πως τα φώτα όλα ήταν σβηστά και ένα βάρος σηκώθηκε από το στήθος του. Ήταν Παρασκευή και η οικογένεια έλειπε. Θα ξεγελούσε τον Μανώλη, θα δεχόταν δήθεν να χτυπήσει το κουδούνι και όταν κανείς δεν θα απαντούσε θα του ζητούσε να μην τον ενοχλήσουν ξανά. Ήταν έτοιμος να φύγει, όταν είδε τον Φίλιμπερτ να του φωνάζει να περιμένει.
«Έχω καιρό να σε δω» ακούστηκε η φωνή του νεαρού αξιωματικού «Ευτυχώς είναι νωρίς και δεν υπάρχουν αδιάκριτα βλέμματα. Είσαι καλά;»
Ο Στέφανος του χαμογέλασε.
«Είμαι καλά. Έχω και εγώ καιρό να σε δω» κοίταξε το σπίτι «Άκου, εσένα θα στο πω γιατί...τελοσπάντων σου έχω μία κάποια εμπιστοσύνη. Σήμερα, θέλω να προσέχεις το σπίτι»
«Γιατί; Όλοι λείπουν»
«Πάλι καλά. Αυτός ο Μανώλης, θέλει να μιλήσει στον θείο του Κάσπαρ. Δεν ξέρω γιατί. Μου ζήτησε να χτυπήσω το κουδούνι δήθεν, επειδή με ξέρουν. Δεν ήθελα. Με στρίμωξε»
«Αν δεν κάνω λάθος έφυγαν για μερικές μέρες. Επομένως μην ανησυχείς. Θα το έχω στο μυαλό μου, ευχαριστώ που μου το είπες» για λίγο δίστασε.
«Ρώτα με» πρόφερε ο Στέφανος «Ξέρω πως θέλεις»
Ο Φιλ κοκκίνισε.
«Δεν σε πειράζει;»
«Ίσως. Όμως ξέρω πως φέρθηκες σωστά ως τώρα. Λυπάμαι που ήρθαν έτσι τα πράγματα. Σε μία άλλη ζωή, ίσως τα πάντα να ήταν πιθανά»
«Ίσως. Επομένως γνωρίζεις την ερώτηση. Είναι καλά;» πρόφερε ο Γερμανός αξιωματικός περίλυπα.
«Είναι. Καλημέρα»
Οι δρόμοι τους χωρίστηκαν και ίσως ο Στέφανος να πήγαινε πιο ανάλαφρος στη δουλειά, αν το ένστικτο δεν εξακολουθούσε να τον προειδοποιεί. Τι στην ευχή ήταν όμως εκείνο που δεν θα πήγαινε καλά; Αποφάσισε να το αγνοήσει. Με την Ανδριανή, τα πράγματα ήταν καλύτερα, τώρα η οικογένεια ήταν ασφαλής, επομένως, πού βρισκόταν το κενό σε όλο αυτό; Συνεχίζοντας τη δουλειά του ως το μεσημέρι, ήταν βέβαιος πως θα τον καρτερούσε κοντά στο σπίτι ο Μανώλης. Δεν είχε πέσει έξω. Πράγματι, μόλις έφτασαν, τον πήρε παράμερα ζητώντας του να τηρήσει τη συμφωνία. Δέχτηκε μειδιώντας, βέβαιος πως όλα καλά θα πήγαιναν. Σαν είδε τον Λευτέρη στο παράθυρο να τον χαιρετά, το κάλεσε για λίγο έξω.
«Γειά σου θείε»
Με το ένα του χέρι, χάιδεψε το παιδικό κεφαλάκι.
«Γειά σου μεγάλε. Πού είναι η μαμά;»
«Λείπει»
«Πού πήγε;» ρώτησε ξανά ο Στέφανος.
«Δεν είμαι σίγουρος. Σε κάτι φίλες είπε»
Ένιωσε την καρδιά του να χάνει ένα χτύπο. Αυτό δεν ήταν λογικό. Ποιες φίλες;
«Σύντροφε Στέφανε, περιμένω» μειδίασε ο Μανώλης και ο νεαρός έριξε μία άηχη κατάρα.
Την ίδια στιγμή που αυτοί κατευθύνονταν στο αρχοντικό, το ίδιο έπρατταν και δύο άνδρες της Γκεστάπο. Από την άλλη, καθώς ο Φιλ είχε ειδοποιηθεί από νωρίς, είχε αποφασίσει να παρακολουθεί το σπίτι ενώ ο Κάσπαρ ήταν στη δουλειά. Προς μεγάλη του έκπληξη είδε πως η οικογένεια επέστρεψε και μία ώρα αργότερα, ο Σάββας και η Αφροδίτη, είχαν πάει εκεί επίσκεψη, συνοδεύοντας τη μητέρα του, καθώς ένιωθαν μεγαλύτερη άνεση, εξαιτίας της απουσίας των ταγματασφαλιτών. Όταν είδε και τον Στέφανο να πλησιάζει με τον Μανώλη, τα μάτια του στένεψαν. Κάτι δεν πήγαινε καλά. Φτάνοντας στο κατώφλι ο Στέφανος πάγωσε Άκουσε γνωστές φωνές. Με το σάλιο να κατεβαίνει δύσκολα, στράφηκε αργά προς το μέρος του Μανώλη.
«Δεν θα το κάνω» του απάντησε κοφτά, όταν ο άνδρας τον ανάγκασε να στραφεί ξανά μπροστά. Ένιωσε ένα ψυχρό, μεταλλικό αντικείμενο να κολλά πάνω του.
«Δεν θα πας πουθενά» του ψιθύρισε και χτύπησε εκείνος το κουδούνι.
Ευθύς άνοιξε η μητέρα του Σάββα καλωσορίζοντας τον Στέφανο και τον άνδρα πίσω του.
«Θα μπορούσα να μιλήσω με τον κύριο Γιόζεφ;» ρώτησε ευγενικά και εκείνη δέχτηκε.
Τη στιγμή που απομακρυνόταν, ο Στέφανος του όρμησε, προκειμένου να αρπάξει το όπλο. Ο Μανώλης τινάχτηκε πίσω ξεγλιστρώντας. Ο πρώτος πυροβολισμός που ακούστηκε, βρήκε τον Γιόζεφ στη καρδιά. Ο άνδρας δεν θα σταματούσε αν δεν πετύχαινε τον στόχο του. Φυσικά δεν θα ήταν μόνος. Οι δικοί του παρακολουθούσαν στενά το σπίτι για μήνες. Ήξεραν τις συνήθειες όλων. Κραυγές ακούστηκαν, όταν η μητέρα των κοριτσιών έτρεξε στον άνδρα της, με τον Στέφανο να της ουρλιάζει να φύγει και τη σφαίρα να τη βρίσκει ίσια στο κρανίο.
«Σταμάτα! Τι σκατά κάνεις! Είναι ήρωες αυτοί οι άνθρωποι!» τσίριζε μέσα στην απελπισία του ο Στέφανος, όταν άκουσε ξανά πυροβολισμό και ένας πίδακας άλικος τινάχτηκε από το μέτωπο του Μανώλη που αργά κατέρρεε σαν χαλασμένη μαριονέτα. Το κρανίο του χτύπησε στο πάτωμα, ο Φίλιμπερτ τρελαμένος, έχοντας πυροβολήσει τον Μανώλη, μπήκε μέσα στο σπίτι παλεύοντας να στηρίξει τον Στέφανο, ο οποίος από το σοκ είχε κρεμαστεί στα χέρια του βαριανασαίνοντας.
«Είναι εδώ εκείνη...Η Αφροδίτη....» ψέλλισε.
Απάντηση δεν πρόλαβε να πάρει. Η επόμενη σφαίρα, του έκλεψε την ανάσα για πάντα. Ο Στέφανος γούρλωσε τα μάτια, όταν είδε τον Φίλιμπερτ να καταρρέει μπροστά του. Πάλεψε να τον συγκρατήσει. Όλο το βάρος έπεσε πάνω του.
«Όχι... όχι...» ήθελε να κάνει εμετό. Βάλθηκε να τον ταρακουνά. Δάκρυα πήγαν να ξεπηδήσουν μα τα συγκράτησε. Η ταραχή του βοηθούσε. Του έτρωγε το πένθος, το έθαβε «Φιλ όχι...»
Έκανε εμετό. Ώρα τον συγκρατούσε. Δεν άντεξε. Ζούσε μία τρέλα. Και έφταιγε! Γιατί στο ανάθεμα δεν είχε πνίξει τον Μανώλη; Γιατί; Ήταν δειλός. Ίσως η Ανδριανή είχε δίκιο. Αν το είχε κάνει τίποτε δεν θα συνέβαινε. Μισούσε τον εαυτό του μα δεν είχε χρόνο για σκέψεις! Θα το έκανε άλλη στιγμή όταν θα αφηνόταν να βυθιστεί στις αναμνήσεις του δράματος που ζούσε.
Οι κραυγές για βοήθεια, κατέβασαν την Αφροδίτη που είχε παλέψει να κρυφτεί με τις κοπέλες στα δωμάτια.
«Στέφανε!»ούρλιαξε και όλα έγιναν γρήγορα.
Στη θέα της σφαγής, η Αφροδίτη ξέσπασε σε λυγμούς. Όπου και να κοιτούσε, έβλεπε πτώματα και ένα πάτωμα γεμάτο αίματα. Άλικες κουκίδες είχαν πιτσιλίσει και τους τοίχους. Τα δύο κορίτσια, έτρεξαν προς τη μεριά των γονιών τους. Ακόμη ένας συνεργάτης του Μανώλη ήταν μέσα, μονάχα που πλέον ακούγονταν ικεσίες.
«Είμαστε Εβραίοι της Γερμανίας, βοηθούσαμε οικογένειες, αφήστε μας να φύγουμε...» έκλαιγε η Δάφνη.
Η Αφροδίτη δίπλα της,ούρλιαζε και χτυπιόταν στην αγκαλιά του Στέφανου. Το χέρι της σύρθηκε τρέμοντας προς το μέρος του Φιλ.
«Όχι...όχι δεν χάθηκε....Στέφανε; Δεν χάθηκε...πες μου...»
«Κορίτσι μου εγώ....Λυπάμαι μικρή μου»
«Όχι....Γιατί; Γιατί;»
Πολλά θα ήταν τα γιατί. Μα ποτέ δεν θα υπήρχε απάντηση. Στο έγκλημα και το μίσος ποτέ δεν υπήρχε λογική. Ο ασκός είχε ανοίξει, το αίμα έρεε ποτάμι. Οι καρδιές ράγιζαν. Η αναπνοή κοβόταν. Δεν υπήρχε άλλο κουράγιο στον πόνο. Ήταν δυσβάσταχτος. Πτώματα. Ο τόπος της αλλοτινής ελπίδας, πλέον μύριζε θάνατο. Είχε μία άσχημη μυρωδιά ο θάνατος και αίσθηση. Σου έκοβε τα φτερά.
«Πρέπει να φύγουμε! Θα πεθάνουμε όλοι στο τέλος!»της είπε, όταν είδαν μία γνώριμη φιγούρα, σκληρή και αποφασισμένη να ανεβαίνει από το υπόγειο.
Όλη εκείνη την ώρα, ο Σάββας βοηθούσε μία τελευταία οικογένεια να δραπετεύσει. Οι πυροβολισμοί τον έκαναν να βιαστεί, ενώ όταν είδε τη μάνα του να τρέχει αλλόφρων, βρήκε τρόπο να τη φυγαδεύσει από την πίσω πόρτα. Ο ίδιος θα έμενε. Τώρα θα μετάνιωνε οποιοσδήποτε απειλούσε δικό του πρόσωπο. Στο άκουσμα των απανωτών πυροβολισμών, με τρόπο σύρθηκε και άρπαξε το όπλο από τα χέρια του νεκρού Μανώλη. Η ατμόσφαιρα μύριζε αίμα και εκείνος σημάδεψε τον σύντροφο του Μανώλη. Η Αφροδίτη είχε παγώσει. Τη στιγμή που πυροβολούσε και που άκουγε το κορμί να βρίσκει την επαφή με το πάτωμα, οι άνδρες με τη στολή της Γκεστάπο είχαν μπει. Μονάχα που γνώριζαν την αλήθεια. Ένας ρουφιάνος το είχε σφυρίξει πως οι δήθεν Γερμανοί άριας καταγωγής, ήταν Εβραίοι. Ο Στέφανος, άρπαξε την Αφροδίτη, που παρέμενε ίδια νεκρή, με τα άκρα μουδιασμένα σχεδόν από το σοκ και το παραλήρημα. Ο Χέλμουτ, ο Μπρούνο και ακόμη ένας της Γκεστάπο τους σημάδεψαν με τα όπλα.
«Σάββα πέτα το όπλο...κινδυνεύουμε» τραύλισε ο Στέφανος όταν ο Χέλμουτ πυροβόλησε και αυτόν.
Έπεσε πίσω, το κεφάλι του χτύπησε σε τρία σκαλιά.
«Στέφανε!» ούρλιαξε η Αφροδίτη.
«Αυτήν την πουτάνα θα τη πάρω εγώ» ακούστηκε η φωνή του Χέλμουτ «Τις Εβραίες ταχτοποιείστε τις καθώς και αυτόν τον άνδρα. Θα κάνουν λίαν συντόμως ένα ταξιδάκι. Πώς στο ανάθεμα μας ξέφυγαν; Σκότωσαν και έναν δικό μας. Γαμώτο! Σκατοεβραίοι!» ούρλιαξε ο Χέλμουτ όταν αντίκρυσε πως το πτώμα ήταν του Φιλ.
«Και αυτός προδότης ήταν. Δεν χάσαμε κανέναν αξιόλογο» πετάχτηκε ο Μπρούνο.
«Γι' αυτό έχωσα τον κουτσό τον αδερφό του. Ήθελε να έρθει, αλλά δεν πρόλαβε. Πάρτε αυτές!»
Έδωσε τη διαταγή, πετώντας και τον Σάββα μαζί. Η Αφροδίτη ούρλιαζε ώσπου να της κοπεί η ανάσα. Πάλευε να δαγκώσει ή να κλωτσήσει.
«Να σας πάρει ο διάολος! Σκοτώστε με! Δεν μου αφήσατε τίποτε! Σκοτώστε με γιατί θα τρελαθώ! Στέφανε!» ούρλιαξε ξανά για να νιώσει ένα δυνατό χαστούκι. Την επόμενη στιγμή, την έσυραν σε ένα φορτηγό μαζί με την Αννελί και τη Χάβα. Ο Χέλμουτ μειδίασε με την ολοκλήρωση της αποστολής όταν έπεσε επάνω σε έναν εξαγριωμένο Άρτουρ.
«Τι συνέβη εδώ; Γιατί με καθυστέρησες;» του ούρλιαξε.Τα μάτια του σάρωσαν λαίμαργα τον χώρο όταν τον εντόπισε. Εντόπισε το κορμί του Φίλιμπερτ. Ζάρωσε. Ο εμετός απειλούσε να ξεχυθεί. «Φίλ; Γιατί στο ανάθεμα τον κοιτάτε; Γιατί δεν κάνετε κάτι;» τσίριξε ξανά.
«Λυπούμαστε. Αυτοί όλοι ήταν Εβραίοι και μας ξεγέλασαν. Έπεσε ηρωικά ανάμεσα σε αυτούς και τους σιχαμένους της αντίστασης. Τους μαζέψαμε όμως αλλά πήραμε και ένα λάφυρο επιπλέον. Μία Ελληνίδα που βοηθούσε» απάντησε ο Χέλμουτ ψυχρά και ο Άρτουρ θόλωσε. Μιλούσαν για την Αφροδίτη.
«Είσαι ένας προδότης» σίριξε σαν φίδι στον Χέλμουτ που ξαφνιάστηκε «Έστησες ενέδρα»
«Μα, ήταν Εβραίοι»
«Σκάσε! Μιλώ για τον αδερφό μου! Επίτηδες με καθυστέρησες! Αν δεν ήσουν εσύ, θα ζούσε!»
«Τι ανοησίες λες;»
«Πες μία τελευταία λέξη διάολε! Ικέτεψε για τη ζωή σου! Κουτσό με αποκαλούσες, αλλά αυτό πάει πολύ! Να πας στο διάολο!» του φύτεψε τη σφαίρα στο κεφάλι και ο άλλος άνδρας δεν είπε λέξη. Ο Μπρούνο είχε φύγει με τους αιχμαλώτους «Θα δικαιολογήσω εγώ τον ψόφο του!» κοίταξε τον άλλο «Πάρε δρόμο τώρα!» τον διέταξε και εξαφανίστηκε.
Η αδρεναλίνη κόπασε. Στο σπίτι έπεσε μία άγρια σιωπή. Οι ψυχές είχαν φύγει. Ο Άρτουρ γονάτισε δίπλα στον Φιλ και τον πήρε αγκαλιά κλαίγοντας. Μονολογούσε ώρες με το κορμί του να κινείται μπρος και πίσω. Όταν δεν πήρε απάντηση καμία, όπως ήταν φυσικό, κοίταξε το όπλο που είχε στα χέρια του. Τα δάκρυά του το ξέπλεναν μάταια. Τρέμοντας το κόλλησε στον κρόταφό του, όταν σκέφτηκε εκείνη για δευτερόλεπτα και ελάχιστες καλές στιγμές. Ήταν αιχμάλωτη, έπρεπε να τη βρει. Είχε μισό λόγο να ζήσει. Εκείνος ο ελαττωματικός, ο κουτσός, ο ανίκανος. Ο αδερφός του την αγαπούσε. Ήταν κομμάτι του και εκείνη.
«Φίλιμπερτ...»ψέλλισε. Τα χείλη του έτρεμαν «Γιατί....Τώρα σε βρήκα...πάλι μόνος...Πάντα» τίποτε δεν έβγαζε νόημα.
Σήκωσε το σώμα του αδερφού του κλαίγοντας και παραπατώντας ακόμη πιο έντονα, βγήκε έξω στο αυτοκίνητο. Κάθισε στη θέση του οδηγού. Αδύνατον. Τα μάτια του θόλωσαν, το κεφάλι του έγειρε μπροστά. Μέσα του πάλευαν δυνάμεις. Φωνές που ούρλιαζαν από τη μία πως ήταν ανίκανος και από την άλλη ζωγράφιζαν το χαμόγελό του. Είχε άραγε σωτηρία; Την ήθελε ακόμη; Είχε κάποια σημασία; Το χέρι του κράτησε το παγωμένο του αδερφού του. Δεν πρόσεξε μία φιγούρα καμπουριαστή που σερνόταν προς το μέρος του. Ο Στέφανος ζούσε. Η οργή του κόχλαζε. Τον είχαν χτυπήσει, αλλά όχι θανάσιμα. Είχε για λίγο παραδοθεί στις σκιές εκεί που τα πράγματα ήταν καλύτερα από το σήμερα, το τώρα. Άκουγε φωνές, οι πυροβολισμοί συνεχίζονταν, μα εκείνος βυθιζόταν. Μέχρι που κάποιος νοητά του πρόσφερε το χέρι. Κάποιος που έμοιαζε με τον Φιλ. Ήταν θολή η εικόνα του και ο Φίλιμπερτ, το τελευταίο χέρι βοηθείας που του δόθηκε. ΄΄Σήκω΄΄ του ψέλλιζε ΄΄Πρέπει να το κάνεις. Σε χρειάζονται΄΄ Τραυματισμένος, σύρθηκε μέχρι έξω στα μουλωχτά. Δεν θα άφηνε κανέναν να του πάρει μακριά την Αφροδίτη. Όχι. Στο ανάθεμα όλα! Τόσο καιρό σταματούσε την Ανδριανή. Τόσο καιρό μάλλον δεν έβλεπε. Πίστευε στον απλό άνθρωπο, όχι στον επαναστάτη. Αχ, η Ανδριανή, ο θείος, ο Λευτέρης, οι δικοί του.
΄΄Συγγνώμη΄΄ ψέλλισε λες και το έλεγε στο Θεό.
Τι θα έκαναν δίχως εκείνον; Άραγε ο Κάσπαρ θα μάθαινε για τη σφαγή; Ο κόσμος, ο ελάχιστος είχε κρυφτεί. Πάντα παρακολουθούσε. Μία νιφάδα έπεσε στα καστανά μαλλιά του. Πήρε μία βαθιά ανάσα. Κοφτή, δύσκολη. Ο Άρτουρ έμοιαζε να θρηνεί σιωπηλά. Έμοιαζε χαμένος. Το κορμί του έτρεμε ενώ πάλευε να κρύψει τον απόλυτο πανικό, συνυφασμένο με τον τρόμο, την οργή και την απελπισία. Ένα ζώο αν το χτυπούσες και δεν το σκότωνες, γινόταν επικίνδυνο. Με θράσος τότε γλίστρησε προς το αυτοκίνητο. Η πίσω πόρτα ήτα ανοιχτή. Εκεί ήταν τοποθετημένο το κορμί του Φιλ. Με αργές κινήσεις κάθισε στα πίσω καθίσματα. Αθόρυβα έβγαλε το όπλο και σημάδεψε τον Άρτουρ στο σβέρκο. Ο Γερμανός ταράχτηκε. Πήγε να γυρίσει αλλά ο Στέφανος τον σταμάτησε.
«Μην κουνηθείς και θα σε στείλω στα θυμαράκια» του γρύλισε.
Τον κοίταξε μέσα από τον μπροστινό καθρέπτη με πρησμένα από το κλάμα μάτια. Η οργή κόχλαζε.
«Τρελάθηκες;» του ψέλλισε.
«Ναι! Ναι μου έστριψε! Δώσε μου το όπλο σου! Θα πάμε στην Αφροδίτη τώρα! Θα κάνεις τα πάντα για να βοηθήσεις αλλιώς θα σου τινάξω τα μυαλά!»
«Δεν μπορείς. Έχω πολλούς σαν εμένα εδώ. Μόλις βρω ευκαιρία, θα σε καθαρίσω!» του γρύλισε ο Άρτουρ και για λίγο πήρε μία ανάσα «Με βρήκε ένα δράμα....Ξέρω πως ο αδερφός μου...σε συμπαθούσε...Πήγαινα και εγώ εκεί...Στην Αφροδίτη..»
«Δεν σε πιστεύω»
«Είναι δικαίωμά σου! Αν θες να σωθεί όμως, πίστεψέ με δεν πρέπει να με έχεις απέναντι»
«Σε μισώ. Σας μισώ!» συνέχισε να τον σημαδεύει «Οδήγησε που να σε πάρει!» τον σημάδεψε ξανά και το μαύρο μερσεντές ξεκίνησε.
Τελευταίο κεφάλαιο με τον επίλογο να εκκρεμεί.....Σίγουρα θα έχουμε και δεύτερο βιβλίο!Ως τότε...υπομονή....!!!! ο Επίλογος θα ανέβει ή αύριο ή απόψε!
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro