Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Η επίταξη των συναισθημάτων/ part 3

Τι τελικά είναι η οικογένεια; Όσο ο καιρός περνούσε, μέρα με την ημέρα είχε αρχίσει να αντιλαμβάνεται την αίσθηση της μοναξιάς που διαπερνούσε την ψυχή του. Η κυρία Ελένη ήταν ό,τι πιο κοντινό μπορούσε να θυμηθεί σε οικογενειακή θαλπωρή και μάλιστα στον ρόλο της μητέρας. Ο Κάσπαρ ήταν ο μοναδικός άνθρωπος στον κόσμο που αναγνώριζε ως αδερφό. Τώρα όμως, τα δεδομένα είχαν ανατραπεί. Είχε κάνει την εμφάνισή του ένας άνθρωπος, με ατσάλινο βλέμμα, ψυχρός, υπολογιστικός, ένας άνθρωπος που κυριολεκτικά είχε περάσει φριχτή κακομεταχείριση, η οποία όμως τον είχε μετατρέψει σε κάτι σκληρό και απόκοσμο. Την λέξη ΄΄τέρας΄΄ αδυνατούσε ακόμη να τη χρησιμοποιήσει. Δεν ήταν όμως άπειρα τα τέρατα εκείνη την περίοδο; Μήπως όλα τα υπόλοιπα χρόνια απλώς κρύβονταν, καρτερώντας στωικά την μέρα εκείνου του φοβερού ξυπνήματος; Τέρατα δεν ήταν και αυτοί που έκαψαν το εβραϊκό ορφανοτροφείο; Τέρατα δεν ήταν οι στενοί οπαδοί του Χίτλερ; Ο Χίμλερ, ο Υπουργός Προπαγάνδας της Ναζιστικής Γερμανίας, Γιόζεφ Γκέμπελς; Και εκείνος; Πού ανήκε τελικά; Σε ποια γραμμή ισορροπούσε;

Ήταν μόνος. Μόνος και ταυτόχρονα ευάλωτος. Ναι, ήθελε να γνωρίσει τον Άρτουρ. Ο Άρτουρ δεν είχε την δική του ΄΄τύχη΄΄ να μεγαλώσει σε ένα ίδρυμα έστω. Με μία τυχαία Ελένη. Ο Άρτουρ απορρίφθηκε από τους γονείς του, ως εκείνος ο ελαττωματικός σπόρος με το κουτσό πόδι. Έπειτα, έτρωγε ξύλο από την γιαγιά τους που ήταν κατά πώς είχε φανεί, οπαδός του ναζιστικού εκτρώματος. Θεωρούσε πως του άξιζε το ξύλο γιατί τον σκληραγωγούσε. Τόση λίγη αυτοεκτίμηση είχε. Έμοιαζε να παλεύει για μία παράξενη, στρεβλή αποδοχή και όμως, το ενδιαφέρον του για τον ίδιο είχε φανεί ειλικρινές. Ένιωθε σαν να τους χώριζε ένα τείχος γυάλινο. Ήθελε να το διαλύσει, ήθελε να τον φτάσει, μα φοβόταν. Ο άνδρας εκείνος ήταν άγνωστος στην ουσία, ανήκε στα Ες-Ες, είχαν μεγαλώσει χώρια και διαφορετικά. Τι θα συνέβαινε αν μάθαινε τις ειλικρινείς αντιλήψεις του; Τι θα συνέβαινε αν ήξερε για τον Εβραίο φίλο του; Ο Άρτουρ αποτελούσε πρόβλημα, μα η καρδιά του δεν επιθυμούσε να τον απορρίψει. Πόσες φορές να τον απέρριπτε η οικογένειά του; Όχι. Δεν ήθελε να φερθεί σαν τους άθλιους γονείς τους.

Το φεγγάρι έλαμπε απόψε. Με όλες τις σκέψεις να διαπερνούν το μυαλό του, αποφάσισε να απαντήσει στην Αφροδίτη και να αφήσει το γράμμα στη θέση του. Πλέον ήξερε τι ακριβώς θα της έγραφε. Το ένιωθε μέσα του να βράζει.

Αγαπητή Αφροδίτη

Ό,τι ακριβώς οδηγεί εσένα στο να μου απαντήσεις, η ίδια δύναμη οδηγεί και εμένα. Αισθάνομαι και εγώ εγκλωβισμένος, αισθάνομαι μόνος μου. Δεν έχει σημασία σε ποιο μέτωπο βρισκόμουν, μα σε ποιο θα βρεθώ αν και νομίζω πως ήδη βρίσκομαι. Θα ήθελα να είχα περισσότερους φίλους, θα ήθελα να μπορούσα να μοιραστώ τα όνειρά μου δίχως να φοβάμαι, θα ήθελα...να με αγαπούν. Φοβάμαι. Δεν είχα κανέναν να μου δώσει ευχή, την ημέρα της έναρξης του πολέμου. Ίσως μου χάρισαν απλόχερα κατάρες. Λυπάμαι πολύ που αισθάνεσαι εγκλωβισμένη μέσα στο ίδιο σου το σπίτι. Μακάρι να μπορούσα να κάνω κάτι γι' αυτό, ώστε να νιώσεις καλύτερα. Μακάρι να μπορούσα να σε γνωρίσω και να σου δείξω πως όσα μελανά σημεία και αν έχει ο κόσμος, κρύβει πάντα μέσα του λίγες φωτεινές ρωγμές, λίγη γεύση από το ουράνιο τόξο. Ήθελα να σε ρωτήσω, αν εσύ κάνεις όνειρα και ποια είναι αυτά; Αν στην ζωή σου τίποτε κακό δεν είχε συμβεί, πού θα ήθελες να ήσουν σήμερα; Ποια θα ήθελες να είσαι; Σε παρακαλώ απάντησέ μου, νομίζω πως τα γράμματά σου, μοιάζουν με μία γερή δόση οξυγόνου για εμένα. Υπάρχουν στιγμές που σε σκέφτομαι, προσπαθώντας να πλάσω μία εικόνα για εσένα. Εσύ πώς πιστεύεις ότι μοιάζω;

Φίλιππος

Το γράμμα αφέθηκε στο γνωστό πλέον σημείο. Ήταν ξημερώματα όταν επέστρεψε στο σπίτι και βρήκε τον Παύλο να ντύνεται και να ετοιμάζεται.

«Κάποιος δεν έκλεισε μάτι χθες. Τι ήθελε εκείνος ο άνδρας από εσένα;» τον ρώτησε με όλο το θάρρος που αισθανόταν πλέον απέναντί του και ο Φιλ αναστέναξε.

«Είναι μία μεγάλη και τραγική ιστορία κύριε. Καλύτερα να την αφήσουμε. Σας βεβαιώνω πως δεν θα σας ενοχλήσει εκείνος ο άνδρας»

«Προτίθεται να επιστρέψει;» ρώτησε ξανά ο Παύλος.

«Είναι ο αδερφός μου κύριε. Μόλις χθες το πληροφορήθηκα. Είχε έρθει για να με βρει»

Ο Παύλος πάγωσε. Πόσες συμφορές πια θα τους χτυπούσαν την πόρτα;

«Εγώ φεύγω. Βρήκα νέα δουλειά» είπε σχετικά κοφτά.

«Μα, θα φρόντιζα εγώ για να...»

«Φίλιμπερτ. Μάλλον, δεν έχεις συνειδητοποιήσει κάτι. Αρχικά, είσαι ο κατακτητής, όσο και αν αυτός ο τίτλος δεν είναι αρεστός σε εσένα. Έπειτα, η κοινωνία σας μισεί και είναι μικρή, πολύ μικρή. Αν μάθουν ή έστω υποπτευθούν πως μας βοηθούν οι Γερμανοί, θα μας λιντσάρουν. Εγώ έχασα την πατρίδα μου την πρώτη πριν χρόνια. Δεν σκοπεύω να χάσω και την δεύτερη. Έπειτα, η κόρη μου αντιμετωπίζει προβλήματα. Όσο και αν δεν γνωρίζεις τις λεπτομέρειες, νομίζω πως είναι ολοφάνερο. Αν την καταδικάσω σε αποκλεισμό, δεν θα το συγχωρέσω ποτέ στον εαυτό μου. Καλοσύνη σου η προσφορά βοήθειας. Ωστόσο, στην ζωή μου διδάχθηκα με επώδυνο τρόπο να μην τα παρατώ. Δεν θα το κάνω ούτε και τώρα»

Χαιρετώντας τον, βγήκε έξω. Η δουλειά που είχε βρει, ήταν φύλακας σε μία οικοδομή. Τον χρειάζονταν κυρίως τις βραδινές ώρες και τώρα κατευθυνόταν προς το σημείο εκείνο προκειμένου να συναντήσει τον υπεύθυνο, τον κύριο Φώσκολο. Είχαν ανάγκη τα χρήματα, ενώ τα τρόφιμα ολοένα και λιγόστευαν. Ο Φιλ τον είδε να απομακρύνεται σκυθρωπός. Τη στιγμή που εισερχόταν στο σπίτι, άκουσε μουσικές από μακριά. Αυτοί φυσικά δεν ήταν άλλοι από τους Ιταλούς της περιοχής, οι οποίοι δεν δημιουργούσαν ιδιαίτερα θέματα στη γειτονιά. Μάλιστα, κάποτε έστηναν και αυτοσχέδια πάρτι, μιας που είχαν φέρει μαζί τους και κιθάρες. Ο Ερνέστο και ο Αντόνιο ήταν δύο φίλοι, γόηδες μεταξύ άλλων, που φλέρταραν κάποτε με τις Ζωγραφιότισσες. Ο Φιλ τους είχε δει δύο φορές να βοηθούν την κυρία Τούλα, η οποία κουβαλούσε ξύλα από τον Υμηττό. Εκείνη, προσπαθούσε να δείξει δήθεν πως γνώριζε έστω και ελάχιστες λέξεις στα ιταλικά, ενώ ήταν βέβαιος πως θα ευχόταν ολόψυχα να μιλούσε άπταιστα, προκειμένου να εκμαιεύσει κάποιο κουτσομπολιό. Φυσικά, όποτε τύχαινε να διασταυρωθούν τα βλέμματά τους, εκείνη κάρφωνε τον Φιλ με ψυχρότητα, δείχνοντάς του καταπρόσωπο την προτίμηση στους δύο νεαρούς Ιταλούς.

΄΄Εντάξει, μοιάζετε κάπως σαν λαοί...φυσιογνωμικά...δεν ξέρω...΄΄ μονολογούσε δυνατά, όταν είδε τον μικρό Λευτέρη να τον πλησιάζει.

«Καλημέρα. Πάω να πάρω πανιότες από τους Ιταλούς. Μου δίνουν εμένα. Α, και καραμέλες» του είπε χαρωπός.

«Να σε βλέπω όμως. Μην απομακρυνθείς» τον μάλωσε ο Φιλ και τον είδε να τρέχει στους δυο πρόσχαρους νεαρούς, οι οποίοι έριξαν μία ελαφρώς αβέβαιη ματιά προς το μέρος του Γερμανού αξιωματικού. Ο Φιλ κούνησε το κεφάλι του, καρτερώντας τον μικρό να επιστρέψει. Μόλις τον είδε να εισέρχεται, ετοιμάστηκε να κλείσει την πόρτα, ενώ το αγοράκι βέβαιο πως η Αφροδίτη ήταν ακόμη στο δωμάτιό της, τον κοίταξε στα μάτια.

«Λοιπόν, το σκέφτηκες; Θα γίνεις μπαμπάς μου; Όχι κανονικός...έστω ψεύτικος» του χαμογέλασε και για κάποιο λόγο ο Φιλ, αισθάνθηκε πως ήταν η στιγμή να παγιδεύσει τον μικρό.

«Πού είναι ο αληθινός μπαμπάς σου;»

«Δεν ξέρω» απάντησε ο μικρός.

«Και ο Παύλος;»

Ο μικρός το σκέφτηκε για λίγο.

«Είναι και εκείνος ο ψεύτικος μπαμπάς μου» του απάντησε και ο νεαρός δεν ρώτησε τίποτε περισσότερο. Όταν άκουσε και τον Κάσπαρ να πλησιάζει, τον περίμενε για να φύγουν μαζί.

«Τι λέγατε με το νήπιο;» τον ρώτησε.

«Υπάρχει ένα μυστικό που βαραίνει αυτό το σπίτι. Έχω την εντύπωση πως ο μικρός υποδύεται έναν ρόλο και ακριβώς επειδή είναι μόνο τριών ή τεσσάρων, δεν μπορεί να το κάνει τέλεια. Έχω την εντύπωση πως δεν είναι ο Παύλος, ο αληθινός πατέρας. Κάποιος άλλος είναι»

«Μπορεί να έχει πεθάνει» πρόφερε ο Κάσπαρ.

«Πολύ φοβάμαι πως κάτι τραγικότερο συμβαίνει. Η Αφροδίτη είναι διαρκώς φοβισμένη. Μέσα από τα γράμματά της ομολογεί πως είναι εγκλωβισμένη. Δεν πιστεύω πως μία τέτοια συμπεριφορά υποδηλώνει πένθος»

«Ο ξάδερφος θα γνωρίζει σίγουρα»

«Ο ξάδερφος θα προτιμούσε να πεθάνει παρά να ομολογήσει. Ο Στέφανος δεν με συμπαθεί και δεν με εμπιστεύεται. Είναι πολύ λογικό. Είμαι ο κατακτητής. Εκείνος κάποια στιγμή θα θελήσει να αντισταθεί για την χώρα του και ίσως τότε αναγκαστώ να σταθώ απέναντί του. Ανήκουμε σε διαφορετικό στρατόπεδο Κάσπαρ. Θα ήθελα τα πράγματα να ήταν διαφορετικά, ειλικρινά θα το ήθελα»

«Άφησε για λίγο τα ελληνικά δράματα. Τι σε ήθελε ο αδερφός σου; Μονάχα να σου ανακοινώσει την ύπαρξή του;»

«Θέλει να με γνωρίσει καλύτερα. Είναι λογικό. Και εκείνος με στερήθηκε, ενώ δεν έχει ιδέα πως εγώ δεν ασπάζομαι πλήρως τις ναζιστικές ιδεολογίες»

«Ήρθες να πολεμήσεις όμως. Άρα το ήθελες» ακούστηκε η φωνή του Κάσπαρ ξανά.

«Ναι ήρθα. Δεν είχα τρομερά πολλές επιλογές. Εσύ; Γιατί ήρθες;»

«Το ήθελα. Το γνωρίζεις από την αρχή πως πάντοτε επεδίωκα να ενσωματωθώ στη γερμανική κοινωνία»

«Τότε, γιατί βοηθάς τον Σάββα; Αφού πιστεύεις ειλικρινά στις ναζιστικές ιδεολογίες, γιατί βοηθάς έναν Εβραίο;»

«Είναι φίλος των γνωστών σου εδώ στη γειτονιά» απάντησε αβέβαια.

«Τότε γιατί δεν έκανες ποτέ παρέα με τον Γιάεν;» ο Φίλιμπερτ ένιωσε άξαφνα τον τόνο της φωνής του να υψώνεται.

«Δεν μπορώ να αποφεύγω κάθε Εβραίο που βρίσκεται στον δρόμο μου»

«Μπορείς!» ξεφύσησε ο Φιλ «Κάσπαρ, υπάρχει κάτι που σε βασανίζει; Τόση ώρα ειλικρινά κάνω υπομονή με τις ανοησίες που ακούω, μήπως βγάλω κάποιο συμπέρασμα, καθώς όσο η συζήτηση προχωρά, τόσο περιπλέκονται τα πράγματα»

Ο Κάσπαρ άξαφνα σκοτείνιασε.

«Ειλικρινά, μπορούμε να εγκαταλείψουμε αυτή τη συζήτηση; Δεν θέλω να τη συνεχίσω. Ξεκινήσαμε από τον αδερφό σου και..»

«Τον Άρτουρ θα τον γνωρίσω. Θέλω να του δώσω μία ευκαιρία, δεν μπορώ να του γυρίσω την πλάτη, όχι και εγώ. Είναι οικογένεια, έστω ένα μέλος αυτής. Νομίζω πως έχει περάσει δύσκολα. Είναι...αυτός που είναι...Ίσως μπορώ να τον βοηθήσω»

«Είσαι αφελής» του ψέλλισε σχεδόν μέσα από τα δόντια του ο Κάσπαρ «Πήγαινε εσύ, θα σε δω αργότερα»

Ο Φιλ τον κοίταξε να απομακρύνεται ελαφρώς πειραγμένος. Η Αφροδίτη είχε μόλις βγει από το δωμάτιο, όταν βρήκε την πόρτα μισάνοιχτη. Ο μικρός είχε φύγει. Με κομμένη την ανάσα, ξεκίνησε να ουρλιάζει μέσα στο σπίτι, ωστόσο ο μικρός δεν φαινόταν πουθενά. Ο Στέφανος είχε φύγει εξίσου από το σπίτι, ενώ εκείνη βρισκόταν τώρα στο κατώφλι του σπιτιού της θείας της, χτυπώντας την πόρτα με μανία. Η Δέσποινα την κοίταξε τρομοκρατημένη, φοβούμενη για τυχόν επόμενη συμφορά.

«Ο Λευτεράκης! Δεν τον βρίσκω. Έφυγε και πού να πήγε ένα μικρό παιδί; Αχ, κάτι τέτοιες στιγμές σκέφτομαι πόσο άθλια μάνα έχω υπάρξει. Ξέσπασα τη δυστυχία μου σε αυτή τη ζωούλα που δεν επέλεξε να έρθει εκείνη στον κόσμο! Εγώ την έφερα. Τώρα αντιλαμβάνομαι πόση αδυναμία του έχω. Πάμε γρήγορα!»

Σε όλη τη γειτονιά σήμανε συναγερμός, μα κανείς δεν είχε προσέξει τον μικρό που είχε ακολουθήσει τον Φιλ, ο οποίος όμως είχε ήδη χαθεί με προορισμό το κέντρο. Το δύστυχο αγοράκι, προσέγγιζε μελαγχολικά κάθε ένστολο που έβλεπε στο διάβα του. Οι περισσότεροι αδιαφορούσαν, ένας το έσπρωξε αηδιασμένος. Οι Γερμανοί με το μονίμως ψυχρό βλέμμα τους απαξιούσαν και ο μικρός είχε χάσει πλέον κάθε ελπίδα. Ο πανικός τον κυρίευσε, ενώ ταυτόχρονα η μητέρα του έτρεχε στο αστυνομικό Τμήμα στο Γουδί, μα οι αστυνομικοί δεν έδειξαν ιδιαίτερη προθυμία να τη βοηθήσουν. Τότε ήρθε στο μυαλό της Δέσποινας μία παράξενη ιδέα. Η ιταλική καραμπινιερία με τα άλογα, θα μπορούσε να ψάξει έστω στο βουνό. Τα παρακάλια έπεσαν βροχή. Τους έλεγε πως ο άνδρας της έχει πεθάνει στη μάχη και ζει μονάχη της με τον μικρό και την Αφροδίτη. Η ιστορία έμοιασε δακρύβρεχτη και οι Ιταλοί ξεκίνησαν να τον αναζητούν στο βουνό. Κανένα ίχνος του ωστόσο δεν είχε βρεθεί πουθενά.

Ως το απόγευμα που επέστρεψε ο Στέφανος και ο Παύλος δεν είχε υπάρξει κανένα νέο. Ο Ιωσήφ αν και τραυματίας, θα έκανε καιρό να κυκλοφορήσει στον έξω κόσμο και δη στις γειτονιές εκείνες, μα ο Σάββας θα μπορούσε να βοηθήσει. Μέσα στην αγωνία της, η Αφροδίτη θυμήθηκε κάτι σημαντικό. Αρπάζοντας τον καρπό του φίλου της, ψέλλισε μία πικρή σκέψη.

«Ο μικρός ίσως ακολούθησε τον Γερμανό. Τον συμπαθεί πολύ, θα τον είδε να φεύγει και θα τον ακολούθησε. Θα πήγε προς το κέντρο» ψέλλισε λαχανιασμένη.

«Άστο πάνω μου! Θα πάω να τον βρω»

Ο Λευτέρης ωστόσο, καθόταν σε μία γωνιά ιδρωμένος, με ρούχα σκονισμένα. Κοιτούσε ζαλισμένος τον κόσμος γύρω του, η κούραση τον είχε καταβάλει απίστευτα, ενώ δεν είχε ιδέα πού βρισκόταν.

«Μαμά...» πήγε να κλάψει, όταν είδε έναν οικείο ένστολο. Αυτός θα ήταν σίγουρα ο Φιλ.

Έχοντας αναθαρρήσει, έτρεξε με φόρα προς την μεριά του, τυλίγοντας τα χέρια του τα μικρά γύρω από το πόδι του.

«Φίλιπερ!» τσίριξε, όταν δύο ψυχρά μάτια προσγειώθηκαν επάνω του. Ο Άρτουρ κοιτούσε το αγόρι παραξενευμένος. Με τρόπο, το ώθησε να τον αφήσει και απομακρυνόμενος, το κοίταξε ξανά.

Τα μάγουλά του ήταν σκονισμένα και δακρυσμένα. Η απογοήτευση διαφαινόταν στο πρόσωπό του. Σηκώνοντας το χέρι του, τον έδειξε και ψέλλισε :

«Δεν είσαι Φίλιπερ!»

Ο Άρτουρ μειδίασε.

«Ποιο είναι αυτό το ζητιανάκι;» ρώτησε ο Χέλμουτ «Ξεφορτώσου το! Δεν έχουμε χρόνο για τέτοια»

Ο Άρτουρ τον κοίταξε σιωπηλός.

«Αυτό το ζητιανάκι ξέρει τον αδερφό μου» Κοίταξε ξανά τον μικρό «Φίλιμπερτ;» τον ρώτησε και τον είδε να νεύει θετικά «Αυτόν ψάχνει και δεν ξέρω το γιατί. Υποψιάζομαι πως κάνει φιλανθρωπίες. Θα το τάισε φαίνεται και τώρα ζητά περισσότερα» έκανε ένα βήμα να φύγει, όταν είδε τον μικρό να ακολουθεί. Δίχως να δίνει σημασία, συνέχισε τον δρόμο του. Κοιτώντας ξανά πίσω, είδε τον μικρό να σταματά και εκείνος «Θα τον πάω στον Φίλιμπερτ. Δεν γλυτώνω αλλιώς»

Ο Λευτέρης ξεκίνησε να μιλά ακατάπαυστα.

«Παιδιά...μεγάλο πρόβλημα» ψέλλισε ο Χέλμουτ.

«Ομιλούντα παιδιά. Μεγαλύτερο. Εσύ όμως έχεις...»

«Είναι αλλιώς, είναι δικά μου. Της φυλής μου, όχι μπάσταρδα» έφτυσε απαξιωτικά.

«Ας τελειώνουμε» ήταν η μόνη κουβέντα που είπε ο Άρτουρ, παρακολουθώντας το αγόρι από απόσταση. Πάντα από απόσταση.   

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro