Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Η επίταξη των συναισθημάτων/ part 2

Τίποτε δεν γνώριζε για τον άνδρα που προπορευόταν, σέρνοντας ελαφρώς το βήμα του τόσο ανεπαίσθητα, που αν δεν ήσουν παρατηρητικός, ίσως και να μην το πρόσεχες αμέσως. Παρόλα ταύτα, ο Φίλιμπερτ δεν είχε σταματήσει ούτε για ένα λεπτό να παρατηρεί τόσο τον καστανόξανθο νεαρό με το ελαφρώς ελλιπές βάδισμα, όσο και τον διπλανό του που έμοιαζε βουτηγμένος στην αμηχανία. Προσωρινή κατεύθυνση, ήταν το Κολωνάκι, η οδός Μέρλιν, τα κεντρικά της Γκεστάπο. Για όσο υπήρχαν οι ιταλικές ζώνες κατοχής στην Ελλάδα, τα Ες-Ες δεν είχαν τόσο μεγάλη εξουσία, όσο για παράδειγμα στην Θεσσαλονίκη όπου είχαν εφαρμοστεί από την αρχή αντιεβραϊκά μέτρα, σε αντίθεση με την Αθήνα. Οι Γερμανοί διπλωμάτες βέβαια είχαν ήδη από το 38 πληροφορήσει τα Ες-Ες για τις ελληνικές Εβραϊκές Κοινότητες και οι τοπικοί στρατιωτικοί διοικητές, εξέδιδαν διαταγές προς τις δυνάμεις τους ώστε να βοηθήσουν τα Sonderkommandos Rosenberg, τα οποία χτένιζαν τη χώρα επισκεπτόμενα συναγωγές, σπίτια, σχολεία, τράπεζες ή βιβλιοπωλεία, αρπάζοντας αρχεία, διακοσμήσεις και χειρόγραφα.

Στην Αθήνα, υπήρχε η ιταλική προστασία που ήταν αντίθετη με τον γερμανικό αντισημιτισμό, η Εβραϊκή Κοινότητα ήταν μικρή και εναρμονισμένη πλήρως με την ελληνική ζωή, ενώ οι άνδρες Εβραίοι όπως ο Σάββας, είχαν πολεμήσει στο μέτωπο πλάι στους ορθόδοξους συμπατριώτες τους. Όλα αυτά τα γνώριζε και ο Άρτουρ φυσικά, μα τώρα άλλο τον απασχολούσε. Σαν έφτασαν στο γραφείο που του είχε δοθεί, ένιωσε ένα κύμα αμηχανίας να τον διαπερνά.

«Εγώ να πηγαίνω» ακούστηκε η φωνή του Χέλμουτ, ενώ την τελευταία στιγμή στράφηκε προς τον Φίλιμπερτ « Χέλμουτ Κλάουμπεργκ» του έδωσε κοφτά το χέρι.

«Φίλιμπερτ Μπεργκ, υποθέτω» τόνισε την τελευταία του λέξη, ενώ ο Άρτουρ του πρότεινε να καθίσει.

«Θα ήθελες να πιείς κάτι;» τον ρώτησε ελαφρώς βραχνά.

«Λίγο νερό» πρόφερε ο Φίλιμπερτ και ευθύς διέταξε έναν άνδρα να του φέρει ένα ποτήρι.

«Το όνομά μου είναι Άρτουρ» ξεκίνησε από το πιο εύκολο κομμάτι της σύστασης «Ήθελα να σε ρωτήσω αρχικά, γιατί αρνήθηκες κάποτε να μπεις στα Ες-Ες;»

«Πως το γνωρίζετε αυτό;» αναρωτήθηκε ο Φίλιμπερτ.

«Εμφανώς γιατί ανήκα σε αυτούς τους κύκλους, όπως φαίνεται εξάλλου. Τι ήταν αυτό που σε σταμάτησε;»

Ο Φίλιμπερτ το σκέφτηκε.

«Δεν θεωρούσα τον εαυτό μου αρκετά άξιο» του απάντησε διπλωματικά.

«Άξιο, αξιωματικέ; Μα, γιατί;»

«Γιατί δεν διέθετα όλα όσα χρειάζονταν. Επομένως, από το να με διώξουν, προτίμησα να κάνω τη σωστή επιλογή και να υπηρετήσω στη Βέρμαχτ»

Ο Άρτουρ για λίγο σκέφτηκε πως πιθανότατα τον συνομιλητή του, τον διακατείχε μία ταπεινοφροσύνη. Τα μάτια του δεν έπαψαν λεπτό να τον επεξεργάζονται από άκρη σε άκρη.

«Αν ήταν η επιθυμία σου να μπεις, απλώς να γνωρίζεις πως πρέπει πάντοτε να παλεύεις για τα όνειρά σου. Αν πιστεύεις σε αυτά, τότε θα τα πραγματοποιήσεις δίχως αμφιβολία»

«Με καλέσατε επομένως για να πληροφορηθείτε για την αρνητική μου απάντηση;» ρώτησε ο Φιλ.

«Όχι. Σε κάλεσα για να σου δώσω μερικά παραπάνω στοιχεία για το παρελθόν σου»

Κάπου εκεί, ο Φιλ πάγωσε. Όποτε η κουβέντα επέστρεφε στο παρελθόν, μία άρνηση αναδυόταν από μέσα του, ένα τείχος αδιευκρίνιστο. Στην ουσία δεν επιθυμούσε να μάθει τίποτε. Σημασία είχε το σήμερα, το εδώ και τώρα, το οποίο ήταν εξίσου μίζερο με το σχετικό τότε.

«Γιατί έχει σημασία για εσάς κάτι τέτοιο; Και πώς γνωρίζετε το παρελθόν μου;»

Ο Άρτουρ άναψε ένα τσιγάρο και έστρεψε τα κυανά του μάτια επάνω του.

«Κοίταξέ με καλύτερα και νομίζω πως θα βρεις την απάντηση που αναζητάς»

Ο Φίλιμπερτ για πρώτη φορά, στάθηκε στις λεπτομέρειες του προσώπου του. Τα καστανά ανοιχτά μαλλιά του, τα γαλάζια μάτια του, ακόμη και τα σαρκώδη χείλη του έμοιαζαν με κάποιον, με κάτι. Τί ήταν αυτό που δεν έβλεπε; Συνέχισε να τον επεξεργάζεται, όταν το βλέμμα του για λίγο στράφηκε σε έναν παλαιό και ραγισμένο καθρέπτη. Τα μάτια του γούρλωσαν σαν του πέρασε μία σκέψη τρομακτική από το μυαλό, την οποία φοβόταν να εκφράσει δυνατά.

«Είσαι...δηλαδή...μου μοιάζεις...» ο πληθυντικός μετατράπηκε σε ενικό στα ξαφνικά. Η οικειότητα των χαρακτηριστικών τον τάραξε, σχεδόν ένιωσε το κορμί του να τρέμει «Δεν είναι δυνατόν...Γιατί;»

«Είμαι ο μεγάλος σου αδερφός Φίλιμπερτ. Έψαξα χρόνια ατελείωτα για εσένα, μόλις με πληροφόρησε εκείνη που με μεγάλωσε, πως υπήρχε στην οικογένεια και δεύτερο παιδί. Μέσω των μελών του Κόμματος κατόρθωσα να σε εντοπίσω, λίγο αφότου σε υιοθέτησε εκείνη η οικογένεια»

Ο Φιλ εξακολουθούσε να τον κοιτάζει μπερδεμένος. Ένας καταιγισμός ερωτήσεων, ένας χείμαρρος ήταν έτοιμος να ξεπηδήσει από μέσα του.

«Δεν καταλαβαίνω. Εσένα ποιος σε μεγάλωσε; Οι γονείς μας τι απέγιναν;»

«Εμένα με μεγάλωσε η γιαγιά μας, από την πλευρά του πατέρα μας. Ήταν δύσκολες οι στιγμές μαζί της, μα ίσως και να έκανε τελικά το σωστό. Βλέπεις, οι γονείς μας σκοτώθηκαν όταν το διαμέρισμά τους τυλίχτηκε στις φλόγες. Κατηγορείται Εβραίος γι'αυτό. Ένας γείτονάς τους για την ακρίβεια»

Ο Φίλιμπερτ προσπέρασε την κατηγορία δίχως κανένα σχόλιο.

«Ωστόσο, γιατί εσένα δεν σε μεγάλωσαν οι δικοί μας; Είσαι μεγαλύτερός μου, γιατί σε ανέλαβε η γιαγιά;»

Ο Άρτουρ ήξερε πως αν υπήρχε μία περίπτωση να γεφυρώσει το χάσμα μεταξύ τους, αυτό θα γινόταν με τη χρήση της ειλικρίνειας. Σηκώθηκε σχετικά νωχελικά από την καρέκλα του και κινήθηκε προς το μέρος του. Η πόρτα ήταν κλειστή, κανείς δεν θα τους ενοχλούσε, κανείς δεν τολμούσε να τους ενοχλήσει. Στάθηκε μπροστά του, έβγαλε το ένα του παπούτσι και σήκωσε ελαφρώς το παντελόνι του μέχρι λίγο πιο πάνω από τον αστράγαλό του. Το πόδι του χαρακτηριζόταν από μία ελαφριά δυσμορφία, μία κλήση προς τα μέσα.

«Σε ένα κράτος που αγαπά την τελειότητα, ίσως εγώ δεν είχα θέση στους κόλπους της οικογένειας. Αποφάσισα ωστόσο να κάνω περήφανη τη γιαγιά που λάτρευε τον Φύρερ μας. Δούλεψα σκληρά, πολύ σκληρά, έζησα δύσκολες στιγμές...» πήρε μία ανάσα «Τα κατάφερα όμως. Μπήκα στους ελίτ, το κράτος με αντάμειψε. Αυτός ήταν και ο λόγος που σου ανέφερα προηγουμένως την αξία της πίστης σου στον εαυτό σου. Μπορείς να κάνεις τα πάντα»

«Όχι, δεν μπορώ. Θα ήθελα στη ζωή αυτή να μην αισθάνομαι τόσο μόνος. Νιώθω πως ανήκω ναι μεν στον γερμανικό στρατό, μα από κανέναν άλλο δεν είμαι αποδεκτός»

«Από ποιους επιθυμείς να είσαι; Από τους κατώτερους λαούς; Φίλιμπερτ, θα έχεις και εμένα. Δεν έκανα τόσο κόπο να σε ψάξω για να σε αφήσω στην τύχη σου. Αν επιθυμείς, μπορείς να έρθεις να μείνεις μαζί μου. Δεν χρειάζεται να βρίσκεσαι ανάμεσα στους κατακτημένους. Δεν μπορείς να τους έχεις εμπιστοσύνη. Μπορεί ας πούμε να σε στραγγαλίσουν στον ύπνο σου. Για εκείνους είσαι ο εχθρός και μην το ξεχνάς»

«Η πόρτα του δωματίου μου κλειδώνει. Επίσης μένω μαζί με έναν ακόμη αξιωματικό της Βέρμαχτ, ο οποίος μεγάλωσε μαζί μου στο ορφανοτροφείο»

Ο Άρτουρ τον κοίταξε με εκείνα τα έντονα κυανά του μάτια, σχεδόν σαν γυάλινα. Αυτός ο άνδρας φαινόταν σαν να μην εμπιστευόταν κανέναν. Είχε μία σκληρότητα, μα ταυτόχρονα όταν αναφερόταν σε εκείνον, το πρόσωπό του άλλαζε ελαφρώς, γινόταν πιο καταδεκτικό.

«Μίλησέ μου για τη ζωή σου. Δεν γνωρίζω τίποτε σχεδόν εκτός από το γεγονός πως μεγάλωσες στο συγκεκριμένο ορφανοτροφείο. Το επισκέφτηκα σχετικά πρόσφατα και εκεί μου έδωσαν τα στοιχεία σου, μου μίλησαν για την ημέρα, ή καλύτερα νύχτα, που σε βρήκαν»

«Δεν ήταν εύκολη η ζωή μου, μήτε εντελώς βάναυση. Ακολουθούσαμε τη ροή του υπόλοιπου κράτους κανονικά. Υπήρχαν μέρες δύσκολες που μας χτυπούσαν ή μας τιμωρούσαν. Ωστόσο υπήρχαν και καλές στιγμές. Σκληραγωγήθηκα, έμαθα να είμαι ανεξάρτητος. Όταν εμφανίστηκε εκείνη η οικογένεια για να με υιοθετήσει, είχα μία ελπίδα πως θα το επιθυμούσε από ενδιαφέρον. Τελικά, οι φόβοι μου οι υποσυνείδητοι επαληθεύτηκαν. Με ήθελαν μονάχα για να με χρησιμοποιήσουν σαν ναζιστικό εργαλείο. Το έσκασα, έμεινα στους δρόμους για κάποιες μέρες δίχως φαγητό, μα τα κατάφερα» πάλεψε να αναφερθεί σχετικά συνοπτικά σε όλα αυτά, τα οποία αποτελούσαν μία κακή ανάμνηση.

«Λυπάμαι ειλικρινά. Είχα δικό μου διαμέρισμα, το οποίο ενοικίαζα. Θα ερχόσουν να μείνεις σε εμένα, δεν υπήρχε περίπτωση να σε άφηνα να κοιμάσαι στους δρόμους»

Ο Φίλιμπερτ τον κοίταξε ξανά. Υπήρχαν πολλά και αντικρουόμενα συναισθήματα που αναδύονταν απέναντι στην εικόνα του αδερφού του.

«Ευχαριστώ για την σκέψη. Εσύ ωστόσο δεν μου μίλησες για εσένα»

«Εγώ είχα μία δύσκολη ζωή. Όφειλα να αποδεικνύω διαρκώς την αξία μου. Ως και η γιαγιά με μάζεψε από ελεημοσύνη. Συχνά με μαστίγωνε αν ήμουν ανυπάκουος, μα αυτό με σκληραγώγησε. Με έμαθε να παλεύω στη ζωή μου για όσα επιθυμούσα. Απέναντι από το σπίτι μας, ζούσε μία οικογένεια Εβραίων. Πριν την άνοδο του Φύρερ στην εξουσία, όταν ακόμη ήμασταν παιδιά, με κορόιδευαν διαρκώς για το βάδισμά μου, μου πετούσαν νερά, βρόμικα νερά. Η εκδίκηση ωστόσο είναι κρύο πιάτο. Τους σκότωσα, διέλυσα κάθε τι που υπήρχε στο διαμέρισμά τους. Έπειτα βρέθηκα στην Πολωνία. Τα πράγματα δεν πήγαν όπως τα ήθελα. Ας μην αναφερθούμε σε αυτό όμως»

«Η γιαγιά σε μαστίγωνε; Όμως αυτό δεν δείχνει αγάπη. Είναι βάναυσο! Ήσουν παιδί»

«Έκανε καλά. Ο πόνος καταλάγιαζε αλλά έμενε το πείσμα. Εξαιτίας της μπήκα στα Ες-Ες. Ήθελα να είμαι σαν εκείνους. Πάνω από όλους, η ελίτ. Ήθελα να με φοβούνται, να με σέβονται» τον κοίταξε πλαγίως «Δεν αναφέρομαι σε εσένα. Ξέρω πως είμαι ένας άγνωστος, μα αν επιθυμείς, θα μπορούσαμε να πάμε στου Αβέρωφ και να φάμε κάτι αύριο.Ανήκει στους Γερμανούς πλέον έτσι και αλλιώς»

Ο Φίλιμπερτ αναστέναξε.

«Θα ήθελα να σε γνωρίσω και εγώ. Η αλήθεια είναι πως έχω ανάγκη την οικογένεια. Μου φαίνεται σχεδόν σαν ψέμα πως κατόρθωσα να σε βρω»

«Την έχω και εγώ ανάγκη. Η γιαγιά μας ήταν σκληρή γυναίκα. Έχει πεθάνει ωστόσο από γεράματα. Δεν μου έδωσε αγάπη ή τρυφερότητα, όμως αν τα είχα, θα ήμουν αδύναμος. Ίσως να είμαι ακόμη» κοίταξε μακριά, πολύ μακριά «Ίσως χρειαστώ μία χάρη από εσένα. Να μου δώσεις τα ονόματα όποιων Εβραίων γνωρίζεις. Να τα καταγράψεις. Με τους Ιταλούς εδώ γύρω βέβαια δεν έχουμε το πάνω χέρι, ωστόσο κρίνεται απαραίτητη η βοήθεια του στρατού»

«Καλώς» απάντησε απλώς ο Φίλιμπερτ.

«Πώς θα επιστρέψεις στο σπίτι; Είσαι μόνος. Δεν φοβάσαι για τυχόν επίθεση;»

«Νιώθω ασφάλεια. Μην ανησυχείς. Θα τα πούμε αύριο»

Δεν τον χαιρέτησε εγκάρδια. Μήτε όμως το έκανε και ο Άρτουρ. Είχαν πολλά να πούνε, ήταν πολλά εκείνα που τους χώριζαν και ο Φιλ αισθανόταν ένα ράκος. Για την ακρίβεια, δίχως να μπορεί να εστιάσει σε μία μονάχα σκέψη, τα μάτια του άξαφνα θόλωσαν και δάκρυα τα πλημμύρισαν μονομιάς. Ο άνεμος τα παράσερνε μακριά και δεν είχε ιδέα για πότε έφτασε στην γνωστή γειτονιά με την εκκλησία του Αγίου Θωμά κοντά της. Πιστεύοντας πως κανένας δεν θα τον έβλεπε, κάθισε κοντά στο σπίτι, σχεδόν κλοτσώντας από τα νεύρα του οτιδήποτε στεκόταν στο διάβα του. Μπαίνοντας στο σπίτι, οι υπόλοιποι κοιμούνταν εκτός από τον Κάσπαρ που τον καρτερούσε. Όταν τον είδε να εισέρχεται με μάτια βουρκωμένα, τινάχτηκε ευθύς επάνω.

«Τι συνέβη;»

Ο Φίλιμπερτ τον κοίταξε σχεδόν άψυχα.

«Είμαι πολύ άτυχος. Αυτός ο άνδρας που είδες...αυτός που με αναζήτησε, ο καστανός...Είναι ο μεγάλος μου αδερφός»

Ο Κάσπαρ κατάπιε το σάλιο του με φόρα.

«Τι πράγμα; Τι είναι αυτά που λες; Ο...Ες-Ες αξιωματικός είναι αδερφός σου;»

«Ναι...και ειλικρινά δεν ήξερα πώς έπρεπε να νιώσω. Γνωρίζεις τα συναισθήματά μου για εκείνους. Γνωρίζουμε και οι δύο ποιοι μπαίνουν στα Ες-Ες και τι συμβαίνει στα μετόπισθεν. Ο Άρτουρ...Είναι σίγουρα εγκληματίας, μα είναι και αδερφός μου. Απέναντί μου φέρθηκε πολύ καλά, ωστόσο εγώ ήμουν ψεύτικος. Δεν γνωρίζει τι στ' αλήθεια πιστεύω. Μου ζήτησε να καταγράψω τους Εβραίους που γνωρίζω»

Ο Κάσπαρ χλόμιασε.

«Θα καταγράψεις τον Σάββα; Τον φίλο του Στέφανου; Είναι Εβραίος...»

«Όχι. Ο Σάββας πρέπει να δημιουργήσει πλαστή ταυτότητα άμεσα. Δεν ξέρω τι να κάνω. Ίσως να αναθέσω σε άλλον τη δουλειά. Σκέφτομαι επίσης, πως ίσως και να ψάξουν τα αρχεία του ορφανοτροφείου μας. Ένα διάστημα είχε βγει η φήμη πως υπήρχαν Εβραίοι ανάμεσά μας, μα κάτι τέτοιο δεν επιβεβαιώθηκε ποτέ»

Ο Κάσπαρ τρέκλισε κα σχεδόν αφέθηκε να καταρρεύσει.

«Ο αδερφός σου θα μας δημιουργήσει πρόβλημα, μα δεν θα πρέπει να του δώσουμε καμία αφορμή»  

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro