Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Η Μουριά ερημώνει/ part 5

Η ατμόσφαιρα ολόγυρά τους είχε αλλάξει. Το διαμέρισμα είχε ένα βάρος αλλόκοτο και σχεδόν κανείς δεν ανέπνεε. Ο Άρτουρ προσπαθούσε μάταια να επεξεργαστεί τις πληροφορίες. Ένας άνθρωπος σακατεμένος ψυχικά, γαλουχημένος με αρχές ρατσιστικές, εν μέρει ποτισμένος με τη ναζιστική προπαγάνδα, βρισκόταν μπροστά σε μία ανακοίνωση μεγαλοψυχίας. Η οικογένεια του Κάσπαρ, ακόμη και αν κατά το ήμισυ είχε οδηγηθεί στο θάνατο, λύγισε απέναντι στο σπαρακτικό κλάμα ενός νεογέννητου, το οποίο και έσωσε μέσα από τα δόντια ενός βίαιου και αποτρόπαιου θανάτου. Ο Φίλιμπερτ, ανήμπορος τότε, απλώς θα καιγόταν ζωντανός, βιώνοντας έναν από τους πιο φριχτούς πόνους. Αυτή τη στιγμή στεκόταν απέναντι από τον Κάσπαρ, ο οποίος έμοιαζε να έχει μεγαλώσει απότομα. Το χαμογελαστό, ανέμελο, νεαρό αγόρι, είχε δώσει τη θέση του σε κάποιον που ζούσε ως σήμερα μία διπλή ζωή.

«Ορισμένες φορές, αναβάλεις κάποιες αποκαλύψεις, αναζητώντας την κατάλληλη στιγμή.Εγώ έμοιαζε σαν να μην μπορούσα να τη βρω. Φοβόμουν διαρκώς για τη ζωή μου, σε σημείο που γύρισα την πλάτη μου σε αυτό που πραγματικά είμαι. Έβλεπα γείτονες να υφίστανται βία, να αρπάζονται και να καταστρέφονται οι περιουσίες τους και εγώ το μόνο που σκεφτόμουν ήταν πως ήμουν τυχερός, γιατί πολύ απλά δεν ήμουν στη θέση τους. Τάιζα το εγώ μου με ψευδαισθήσεις. Πως θα μπορούσα να γίνω Αρείος σαν....εσάς. Απέναντί μας, υπήρχε ένα εβραϊκό ορφανοτροφείο. Δεν το πλησίασα ποτέ. Δεν ήθελα να είμαι Εβραίος, δεν ήθελα να με μισούν ή να με λυπούνται. Έφτασα σε σημείο να μπω στη Βέρμαχτ. Στο τέλος όμως της κάθε μέρας, κορόιδευα τον εαυτό μου και κανέναν άλλο. Μπορείς να με εκτελέσεις. Δεν έχω κανένα πρόβλημα»

Ο Άρτουρ επιθυμούσε απλώς να σηκωθεί και να φύγει. Δεν είχε να δώσει καμία απάντηση. Το τρομακτικότερο όλων ήταν, πως για πρώτη φορά έσκυβε πάνω από ομοιότητες και όχι από διαφορές. Ο ίδιος δεν ήταν τίποτε άλλο από ένα βάρος για τη χώρα του. Προσπάθησε όσο τίποτε να αλλάξει τη μοίρα του, πληρώνοντας ένα βαρύ τίμημα, όπως και ο νεαρός απέναντί του. Στο τέλος όμως της ημέρας, ο ένας παρέμενε κουτσός και ο άλλος Εβραίος παρά τις προσπάθειές τους. Γιατί όμως προσπαθούσαν τόσο απεγνωσμένα να κουμπώσουν κάπου; Γιατί έπρεπε να προσαρμοστούν όλοι σε συγκεκριμένες συνθήκες; Η Ελένη τους κοιτούσε θλιμμένα. Με τρόπο πλησίασε τον Κάσπαρ που στεκόταν αμήχανος, χαϊδεύοντας τα μαλλιά του. Τα κυανά μάτια του Άρτουρ, με προσοχή παρατήρησαν αυτή την εικόνα. Δεν είχε τύχει ποτέ πριν να γίνει μάρτυρας γλυκιάς στιγμής. Την κοιτούσε ευθεία στα μάτια παλεύοντας λαίμαργα να φτάσει μέχρι την ψυχή της. Μία γυναίκα, η οποία χάζευε αυτόν τον Εβραίο νεαρό με λατρεία. Τα φρύδια του έσμιξαν άθελα του. Ένιωσε για δευτερόλεπτα σαν ένα νήπιο, το οποίο με ζήλεια αποζητούσε και εκείνο την προσοχή και απλώς δεν ήξερε πώς να το εκφράσει. Δίχως να πει άλλη λέξη, ετοιμάστηκε να φύγει, όταν είδε τον Φίλιμπερτ να εισέρχεται ταραγμένος.

«Η πόρτα ήταν ανοιχτή και...τι συμβαίνει εδώ; Μοιάζει σαν να την πυροβόλησε κάποιος!» Άπαντες κοιτάχτηκαν και κανείς δεν είπε λέξη «Πείτε κάτι! Άρτουρ; Ποιον πυροβόλησες; Λέγε! Θα μου πει κάποιος τελοσπάντων τι γίνεται εδώ; Ελένη μου, είσαι καλά;»

«Φιλ» ακούστηκε η φωνή του Κάσπαρ «Πρέπει να μιλήσουμε»

«Εγώ θα φύγω» ήχησε η φωνή του αδερφού του.

«Εσύ δεν έχεις να πας πουθενά! Πυροβόλησες, έτσι δεν είναι;»

«Σταματήστε!» μπήκε ανάμεσα η Ελένη, σχεδόν κλαίγοντας «Ίσως και να φταίω εγώ που να πάρει, μα ήθελα να τον προστατέψω!»

«Είμαι Εβραίος» το πέταξε επιτέλους ο Κάσπαρ «Αυτή είναι η αλήθεια»

«Τι εννοείς πως είσαι Εβραίος;» ρώτησε ο Φίλιμπερτ χαμένος σε μία συνωμοσία την οποία παρακολουθούσε να ξετυλίγεται μπροστά του.

«Εννοώ πως οι γονείς μου, είναι Εβραίοι. Και οι δύο. Δεν βρίσκονται λογικά εν ζωή, εξαιτίας των δικών σας γονιών. Παρόλα αυτά, η θείοι μου ήταν εκείνοι που σε γλίτωσαν από την πυρκαγιά που ξέσπασε στο σπίτι σας. Έπειτα, άφησαν εμένα και εσένα στο ίδρυμα»

Ο Φίλιμπερτ ένιωσε το στόμα του να στεγνώνει. Για κάποιο λόγο, μία η θέα του αδερφού του, μία οι αποκαλύψεις, μία ορισμένα στιγμιότυπα κοροϊδίας, έκαναν τον εκνευρισμό του να αναζητά δρόμο να διοχετευτεί προτού τον πνίξει.

«Δηλαδή, όλα αυτά τα χρόνια μου έλεγες ψέματα. Και φυσικά όλοι εσείς γνωρίζατε»

«Εγώ το έμαθα πρόσφατα» πετάχτηκε ο Άρτουρ.

«Θα ήθελα να με αφήσεις μόνο για λίγο μαζί τους» γρύλισε ο Φιλ.

«Καλύτερα. Επεδίωκα ώρα να φύγω» απάντησε ο νεαρός κοφτά και αποχώρησε με μεγάλη ευχαρίστηση καθώς σιχαινόταν το οικογενειακό δράμα.

«Φίλιμπερτ...»ακούστηκε και η φωνή της Ελένης.

«Όχι. Σας ευχαριστώ όλους που με κρατήσατε στο σκοτάδι. Τόσο πολύ με εμπιστευόσασταν όλα αυτά τα χρόνια. Μάλλον στο πρόσωπό μου δεν βλέπατε τίποτε άλλο, εκτός από έναν Ναζί» τα οργισμένα του μάτια κάρφωσαν τον φίλο του «Και εσύ; Με είδες ανάθεμα να ουρλιάζω στην πόρτα του εβραϊκού ορφανοτροφείου μπροστά! Ήξερες πως ο Γιάεν ήταν ένας από τους καλύτερους φίλους μου, μετά από εσένα, που σε θεωρούσα αδερφό μου! Ωστόσο, ποτέ σου δεν πλησίασες απέναντι γιατί πολύ απλά, ήθελες να αποβάλεις την εβραϊκή σου ταυτότητα. Δυστυχώς όμως, το παρελθόν σου, συνδέεται με το δικό μου. Γνώριζες πολύ καλά την αλήθεια για τους γονείς μου, όπως και εσύ, Ελένη. Γιατί; Γιατί με αφήσατε στο σκοτάδι; Γιατί εκείνον τον ξεχώρισες από εμένα; Σου έδειξα ποτέ πως ήμουν ρατσιστής ή προδότης;»

«Φίλιμπερτ, σε καμία περίπτωση δεν...»

«Τότε;»

Σηκώθηκε απότομα. Ήταν η πρώτη φορά που άκουσε τον ήχο της ραγισμένης του καρδιάς. Ένας έρωτας μπορεί να σε πονέσει, μα περνά. Η προδοσία από έναν φίλο όμως, ή άτομα που μέχρι χθες θεωρούσε οικογένειά του, ήταν δυσβάσταχτη.

«Μη φεύγεις έτσι» πάλεψε να του μιλήσει ο Κάσπαρ.

«Δεν ξέρω αν θα στο συγχωρέσω αυτό. Παρόλα αυτά, λυπάμαι πολύ για την οικογένειά σου. Λυπάμαι, καθώς εξαιτίας της δικής μου, αντίκρυσαν τον θάνατο και οι δυο μας ξέρουμε, πως οι Ναζί είναι σαδιστές. Τερματίζουν τη ζωή αργά και βασανιστικά. Ευχαριστώ θερμά τους θείους σου. Αυτό που έκαναν, ήταν τρομακτικά μεγαλόψυχο»

Τους γύρισε την πλάτη και ξεκίνησε να κατεβαίνει τα σκαλιά. Σαν βγήκε έξω, έριξε μία ματιά στις σημαίες γύρω του, μία ματιά στη θορυβώδη και πικρή ατμόσφαιρα που είχε σκεπάσει τη χώρα του. Ήθελε να σηκωθεί και να φύγει. Πρώτα όμως, προσεκτικά επιθυμούσε να επισκεφθεί το σημείο όπου κάποτε βρισκόταν το εβραϊκό ορφανοτροφείο. Προς μεγάλη του εντύπωση, παρέμενε μαύρο, καρβουνιασμένο, λες και κάποια κατάρα το είχε τυλίξει. Ο Φίλιμπερτ χώθηκε ανάμεσα στα ερείπια και για λίγο πέρασε σε μία άλλη πραγματικότητα. Οι άτεγκτοι δρόμοι του Βερολίνου με τα σκληρά βλέμματα και τους μουδιασμένους ανθρώπους, έσβησαν. Οι γιορτές ήταν εδώ και εκείνος ένιωθε πιο μόνος από ποτέ. Στην Ελλάδα, ότι και να έκανε, θα ήταν πάντοτε ο κατακτητής. Ο απαγορευμένος, το μίασμα. Ούτε την καρδιά της Αφροδίτης δεν επιτρεπόταν να διεκδικήσει. Εδώ, είχε έρθει για να περάσει τις μέρες αυτές, με όλους όσοι θεωρούνταν οικογένεια. Αντί αυτού, βρέθηκε καταμεσής ενός ψέματος. Του πέταξαν στο πρόσωπο μία αλήθεια και περίμεναν να την δεχτεί. Τελικά, ποιος δεν αποδεχόταν, ποιον;

΄΄Αν ήσουν εδώ, τώρα θα ήξερες τι να μου πεις. Συγχώρεσέ με, έφτασα πολύ αργά. Ίσως δεν σε πρόλαβα, καλέ μου Γιάεν. Μου δίδαξες πως η ομορφιά κρύβεται στις αντιθέσεις. Δεν υπήρξαμε ποτέ Γερμανός και Εβραίος. Ήσουν ο φίλος μου και με δεχόσουν άκριτα. Τώρα, δεν γνωρίζω πλέον πού να πάω. Νιώθω από όλους ανεπιθύμητος. Άπαντες γνώριζαν, πέρα από εμένα΄΄ Από τα διπλανά σπίτι, ακούγονταν ευχές. Το 42 είχε μπει. Μία χρονιά αποφάσεων, η χρονιά της αρχής της Τελικής Λύσης ΄΄Οι άνθρωποι είμαστε αρρωστημένοι Νάρκισσοι. Νομίζουμε πως έχουμε το δικαίωμα να κρίνουμε ποιος θα ζήσει, ποιος είναι άξιος. Όχι, δεν το έχουμε. Η κατάληξή μας, θα έπρεπε να μας δείχνει την ισότητα. Όλοι στο χώμα θα οδηγηθούμε. Το παν είναι, να έχουμε αφήσει πίσω μας ανθρώπους, οι οποίοι θα μας θυμούνται. Αυτό με τρόμαζε πάντα. Πως αν τώρα χανόμουν, θα ήταν σαν μην υπήρξα ποτέ. Εσύ να ξέρεις, πως άφησες πίσω σου εμένα και πως όσο ζω, το ίδιο θα ισχύει και για την ψυχή σου. Θα ζει και εκείνη στις αναμνήσεις μου΄΄

Μοναξιά. Ίσως ένας από τους μεγαλύτερους φόβους του ανθρώπου. Δύο αδέρφια που η ζωή τα χώρισε, γεμίζοντας με κενά την καρδιά τους. Ο Άρτουρ δεν επιθυμούσε να γιορτάσει με τον Χέλμουτ. Στο σπίτι του, ολομόναχος, είχε ανάψει ένα μονάχα κερί. Ο υπόλοιπος χώρος ήταν βυθισμένος στο σκοτάδι. Η Γερμανία έτσι και αλλιώς, είχε σβήσει χρόνια τώρα τα φώτα. O Άρτουρ έπρεπε να αντιμετωπίσει μία ψευδοιδεολογία χρόνων. Από το μυαλό του μονάχα σκοτεινές εικόνες περνούσαν. Τι ήταν τα Χριστούγεννα; Η γιαγιά του δεν ασχολούνταν ποτέ με αυτά. Όποτε είχε κόσμο στο σπίτι, τον διέταζε να κάθεται. Έτσι, δεν θα φαινόταν το πρόβλημα. Όλοι θα κοιτούσαν ένα πανέμορφο, αγγελικό αγόρι. Αυτό εξάλλου διαλαλούσαν και οι προπαγανδιστικές εικόνες. Έδειχναν οικογένειες ξανθών και γαλανομάτηδων Γερμανών, να βρίσκονται γύρω από ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο. Αυτό όμως μετρούσε; Υπήρχε αγάπη μεταξύ τους; Θυμήθηκε και το περιστατικό κάποιων Χριστουγέννων, όταν ένας κατάλογος πολυκαταστήματος, παρουσίαζε μία μητέρα που βαστούσε δώρα. Από κάτω έγραφε: Μην ανησυχείτε. Το κατάστημα έχει περάσει σε χέρια Αρείου. O ίδιος όμως δεν σκέφτηκε τα χέρια στα οποία είχε περάσει το κατάστημα. Του αρκούσε που εκείνη η μητέρα πήγαινε τα δώρα στα παιδιά της. Ποτέ δεν έλαβε δώρο και από μία ηλικία και μετά έπαψε να περιμένει. Μονάχα η γιαγιά του λάμβανε. Το βελτιωμένο του βάδισμα, όπως του είχε πει, αρκούσε και περίσσευε ως δώρο.

Στην Ελλάδα από την άλλη, τα γεγονότα ήταν τραγικά, μα υπήρχε αγάπη. Οι δυο οικογένειες, εκείνη του Στέφανου και εκείνη της Αφροδίτης, είχαν σμίξει για να φάνε ό,τι μπορούσαν, μα πάνω από όλα για να νιώσουν ο ένας την παρουσία του άλλου. Ο Ίκαρος βρισκόταν ανάμεσά τους, ευγνωμονώντας τους συχνά. Οι ιστορίες της πείνας έδιναν και έπαιρναν. Ο Στέφανος τις τελευταίες μέρες είχε φάει μόνο βραστές πικραλίδες και μισό πορτοκάλι που τυχαία είχε βρει σε ένα περβάζι. Το χαμόγελο όμως και πάλι ορθωνόταν στα χείλη του, στη θύμηση των παιδικών του χρόνων, τότε που διατηρούσαν τα έθιμα στην Καισαριανή. Ήθελε να πιστεύει πως η αθωότητα δεν είχε πετάξει μακριά. Αργά το βράδυ και παρά το κρύο, έφυγε για να συναντήσει την Ανδριανή. Ήξερε πώς να πάει ως την Καισαριανή, δεν τον ένοιαζε το περπάτημα. Τον καρτερούσε. Τον άνδρα με την μεγάλη καρδιά. Σαν την είδε στο παραθύρι σιμά, της χαμογέλασε με λατρεία. Εκείνη τον υποδέχτηκε και ο Στέφανος της παρέδωσε ένα λουλούδι άγριο, το μόνο που είχε αντέξει στο κρύο. Για λίγα δευτερόλεπτα, ένιωσε ντροπή. Θα ήθελε να ζούσαν διαφορετικά, να μπορούσε να της παρέχει τα πάντα, να τη κάνει ευτυχισμένη.

«Μη σκέφτεσαι τίποτε» του ψιθύρισε κοντά στα χείλη του «Μου έχεις ήδη δώσει τα πάντα»

«Η καρδιά μου, είναι ό,τι πολυτιμότερο έχω. Στην έχω χαρίσει δίχως επιστροφή»

«Στέφανε» κόμπιασε για λίγο εκείνη «Απόψε, θέλω να γίνω δική σου ολοκληρωτικά. Θέλω να σε νιώσω, θέλω να ξημερώσει και να είσαι δίπλα μου. Με όλο αυτό που πέρασες, δεν αντέχω να σκεφτώ μία ζωή δίχως εσένα»

Ο Στέφανος πήρε τα χείλη της βίαια. Την είχε ανάγκη, ήθελε να ξυπνήσει όλες του τις αισθήσεις και η Ανδριανή ήταν μόνο δική του. Σιωπηλά, μπήκαν στο δωμάτιό της. Το κρύο δεν είχε πια καμία σημασία, αφού το μυαλό είχε ήδη ταξιδέψει αλλού. Ένιωσε το κορμί του να καλύπτει το δικό της. Ήταν αδύνατος πολύ, όπως και εκείνη, μα είχαν την αγάπη τους. Ο Στέφανος την κοιτούσε μέσα στα μάτια. Τη στιγμή της πρώτης ώθησης, την είχε στην αγκαλιά του καθησυχάζοντάς την. Καθώς βυθιζόταν μέσα της ξανά και ξανά, μπορούσε μονάχα να νιώσει τον χτύπο της καρδιάς της και το χαμόγελό της στα χείλη του. Δεν ήθελε ποτέ να φύγει από δίπλα της, αλλά η αναθεματισμένη Κατοχή του είχε αρπάξει τα όνειρα. Έχοντας ολοκληρώσει, εκείνος παρέμεινε μέσα της για ακόμη λίγο, το σώμα του ενωμένο με το δικό της. Σκεπασμένοι, απολάμβαναν την σωματική επαφή. Λίγο εφηβική η πρώτη φορά, μα ήταν τόσο πολύτιμη. Δεν είχε γίνει βιαστικά, μα απέρρεε από βαθιά συναισθήματα και αυτό της έδινε αξία. Δεν ήταν εγωισμός, πείσμα, τυχαιότητα. Ήταν μία πράξη ποτισμένη με έρωτα.

Αυτό που εμφανώς δεν καρτερούσε, ήταν να τον βρει το επόμενο απόγευμα, αντιμέτωπο με έναν Φίλιμπερτ που είχε άξαφνα επιστρέψει, με τη διάθεση διαλυμένη. Ο Ίκαρος δεν είχε τύχει να συναναστραφεί ποτέ του με Γερμανό και το θέαμα του Φιλ τον φόβιζε. Γενικά του προκαλούσε αρνητικά συναισθήματα.

«Τι συνέβη;» τον ρώτησε ο Στέφανος.

«Θέλω μία χάρη. Ξέρω πως σου είμαι δυσάρεστος, μα εγώ και ο Κάσπαρ δεν θα μείνουμε στο ίδιο σπίτι ξανά. Θα μπορούσες να τον φιλοξενήσεις; Μόνο για λίγες μέρες, μέχρι να επιστρέψει ο αδερφός μου και να μείνω μαζί του»

«Τσακωθήκατε. Ήταν τόσο άσχημο;» ρώτησε ξανά.

«Ήταν»

Ο Ίκαρος τους κοιτούσε με απορία.

«Σπάνια η ράτσα σας ζητά ευγενικά κάτι. Φαίνεσαι καλός σχετικά»

«Είμαι καλός σχετικά και μάλλον εξαιτίας αυτού, πιάνομαι κορόιδο. Τελοσπάντων. Θα μείνω στον κύριο Παύλο μέχρι να επιστρέψει αυτός»

Διστακτικά χτύπησε την πόρτα. Άλλοι στη θέση του θα ούρλιαζαν σε ακαταλαβίστικα γερμανικά. Ευχήθηκε να άνοιγε εκείνη και για πρώτη φορά, μία ευχή του δεν πήγε χαμένη. Σαν αντάμωσε το βλέμμα τους, ήταν αρκετό. Δεν είπαν τίποτε. Ο Φίλιμπερτ παράτησε τη μικρή βαλίτσα και την έσφιξε στην αγκαλιά του. Η Αφροδίτη είχε καταλάβει πως δεν ήταν καλά. Η επιστροφή του δεν ήταν τυχαία.

«Να γιατί αγαπώ την οικογένειά σου. Είναι ίσως η μόνη πόρτα, την οποία όποτε χτυπώ, ξέρω πως θα μου ανοίξει με ειλικρίνεια» Τα τρεμάμενα χέρια της, χάιδεψαν τα μαλλιά του απαλά «Σου έλειψα, έστω και λίγο; Ξέρω πως θέτω ηλίθιες ερωτήσεις. Τι σκατά να σου έλειψε από εμένα; Η στολή μου;Τα γερμανικά μου; Ή το γεγονός πως έχω έστω και ευγενικά, έστω και έμμεσα, επιτάξει το σπίτι σας; Συγχώρα την ερώτηση, συγχώρα και εμένα για την διάθεσή μου»

«Φίλιμπερτ!» τον μάλωσε «Φοβάσαι τόσο πολύ την απόρριψη, που τόση ώρα μιλάς και απαντάς μόνος σου, εκτοξεύοντας πρώτος τις κατηγορίες που νομίζεις πως θα ακούσεις» Εκείνος σώπασε για λίγο «Ναι. Μου έλλειψες» 

Της χαμογέλασε πλατιά. Τα δάχτυλά του απομάκρυναν ορισμένες ατίθασες τούφες από το πρόσωπό της.

«Σου αξίζει τόσο να αγαπηθείς. Σου αξίζει κάποιος που θα σε κάνει ευτυχισμένη, που θα φιλήσει με λατρεία κάθε εκατοστό του κορμιού σου σβήνοντας το παρελθόν. Θέλω...θέλω τόσα να σου δείξω, μα ξέρω πως κάτι τέτοιο θα ήταν καταδικασμένο. Αφροδίτη, έχεις περάσει ήδη δύσκολα. Θα ήταν εγωιστικό εκ μέρους μου να διεκδικήσω την καρδιά σου. Δεν θέλω να σε στοχοποιήσουν. Πρέπει να ζήσεις με ηρεμία. Εγώ έστρεψα το όπλο μου ακόμη και ενάντια σε φίλο σου. Τι μέλλον έχουμε; Θα μείνω για λίγες μέρες και έπειτα θα φύγω. Θα κρατήσω όμως για πάντα τις μικρές μας στιγμές»

Τα χείλη του, φίλησαν τον καρπό του χεριού της και κατόπιν την παλάμη της. Η Αφροδίτη, συγκινημένη, άπλωσε το χέρι της στο πρόσωπό του. Τα ακροδάχτυλά της χάιδεψαν τη μύτη του, φτάνοντας στα χείλη του μπροστά. Ήταν απαλά. Με τρυφερότητα χάραζαν μονοπάτια όπου τους επιτρεπόταν. Το τελευταίο σημείο, ήταν το μάγουλό της.

«Χρόνια πολλά» της ψιθύρισε βυθισμένος στη θλίψη.

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro