Η Μουριά ερημώνει / part 1
Η εβραϊκή κοινότητα της Αθήνας, ήταν πολύ διαφορετική από εκείνη της Θεσσαλονίκης. Στις περισσότερες περιπτώσεις, οι οικογένειες χωρίζονταν και μεμονωμένα άτομα που γνώριζαν πολύ καλά τη γλώσσα, μπορούσαν πολύ πιο εύκολα να αφομοιωθούν και να χαθούν μέσα στον γενικό πληθυσμό.Επίσης, η Αθήνα διέθετε σημαντικές οδούς διαφυγής μέσω των νησιών και κυρίως της Εύβοιας. Εξαιρετική βοήθεια, προσέφεραν ο Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός, ο διευθυντής της Αστυνομίας Άγγελος Έβερτ, Αθηναίοι πολίτες, το ΕΑΜ αλλά και το υπόστρωμα που είχαν δημιουργήσει οι Εγγλέζοι. Το σπίτι το πλούσιο, στο οποίο συχνά ακούγονταν τα γερμανικά, ανήκε σε μία εβραϊκή οικογένεια που είχε μεταναστεύσει από τη Γερμανία λίγο πριν την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία. Είχαν κατορθώσει ωστόσο να δημιουργήσουν διασυνδέσεις με τους σωστούς ανθρώπους, ρίχνοντας στάχτη στα μάτια των Ναζί και βοηθώντας καθημερινά σχεδόν ανήμπορες οικογένειες Εβραίων να δραπετεύσουν. Ευτυχώς που ακόμη υπήρχε η ιταλική εξουσία. Η Αννελί βοηθούσε με μεγάλη ευχαρίστηση τους γονείς της. Η Χάβα ήταν πιο ντροπαλή και φοβισμένη, ενώ από την ημέρα που είχε δει τον Σάββα, η συμπεριφορά της είχε αλλάξει. Ο νεαρός ωστόσο φοβόταν τις επισκέψεις, κυρίως εξαιτίας του άνδρα της Γκεστάπο που ζούσε ολομόναχος, στο διπλανό σχεδόν σπίτι.
Εκείνο το βράδυ, η μητέρα του Σάββα είχε τελειώσει με τη δουλειά της και ο γιος της πάντοτε την καρτερούσε λίγο παρακάτω, ώστε να επιστρέψουν μαζί. Η Δάφνη είχε ανοίξει ελάχιστα τις κουρτίνες του δωματίου της και το καστανό βλέμμα του νεαρού, ανηφόρισε προς το μέρος της. Ένα ντροπαλό μειδίαμα σκαρφάλωσε στα χείλη του, ωστόσο το μυαλό του απασχολούσε η επιχείρηση των φίλων του στο Μοναστήρι. Πόσο πολύ θα ήθελε να συμμετείχε και εκείνος! Να τους έδινε ένα γερό μάθημα που τόλμησαν να αγγίξουν την Αφροδίτη. Ξαφνικά η ανάσα του κόπηκε. Έπρεπε να προχωρήσει μπροστά. Η Αφροδίτη τον θεωρούσε απλώς φίλο της. Επίσης, ήταν Χριστιανή, κάτι που δυσκόλευε περισσότερο την κατάσταση. Απεναντίας, η Δάφνη ήταν σαν εκείνον, Γερμανοεβραία. Θα ήθελε τόσο πολύ να ανακαλύψει την ιστορία της οικογένειας, το πώς έζησαν πίσω στη Γερμανία. Αποπροσανατολισμένος, εξαιτίας των σκέψεων, δεν είδε τον Άρτουρ που επέστρεφε στο σπίτι. Η φθονερή του φιγούρα, παρά το ελαφρώς ελαττωματικό βάδισμα, προχωρούσε αεικίνητη, σκληρή, μοχθηρή. Περνώντας δίπλα από τον Σάββα, το βλέμμα του στράφηκε απαξιωτικά επάνω του για δευτερόλεπτα. Ήταν ίσως ένα από τα πιο απόλυτα και τρομακτικά βλέμματα που είχε δει, σε σημείο που ξέχασε ακόμη και την κοπέλα που βρισκόταν καθισμένη στο παράθυρο, παλεύοντας απλώς να απομνημονεύσει την εικόνα του.
Η επόμενη μέρα, ήταν για όλους παράξενη. Η καθημερινότητα στην πρωτεύουσα, εξακολουθούσε να είναι τραγική. Τις συγκλονιστικές εικόνες, δύσκολα θα μπορούσε κάποιος να τις περιγράψει. Ο κόσμος χωνόταν με λύσσα στα δοχεία των σκουπιδιών, με τα αδυνατισμένα σκυλιά που είχαν απομείνει να γλείφουνε ορισμένα, αξιοθρήνητα κόκκαλα. Ένα αγόρι ξεδιάλεγε διάφορες σάπιες ουσίες, γεμίζοντας με βρώμικα σακουλάκια τις φτωχικές του τσέπες. Άλλοι έτρεχαν στους δρόμους, μαζεύοντας τις πεταμένες γόπες, τα αποτσίγαρα, αποτελειώνοντάς τες με μανία, καίγοντας ορισμένες φορές ακόμη και τα δάχτυλά τους. Στα καροτσάκια αν έβρισκαν χαρούπια θα ήταν τυχεροί. Το Πανελλήνιο στην οδό Πανεπιστημίου, τάιζε τους Γερμανούς και του πουλιού το γάλα. Ο Φιλ είχε αποφασίσει να πάρει μαζί του τον Λευτέρη, προκειμένου να φάει κανονικά, από τη στιγμή που οι υπόλοιποι αρνούνταν κάθε βοήθεια. Δεκάρα δεν έδινε για τα χλευαστικά και επικριτικά σχόλια των υπόλοιπων, οι οποίοι είχαν βρει ένα πολύ σημαντικό θέμα συζήτησης. Ο Κυριάκος και ορισμένοι δωσίλογοι, τους είχαν υποδείξει μία αποθήκη που θα δεχόταν νυχτερινούς επισκέπτες.
«Θα τους καρτερούμε με μεγάλη χαρά» ακούστηκε η μειλίχια φωνή του Μπρούνο, ενώ ο Κάσπαρ έτρωγε νευρικά «Δεν πιστεύω να απέχεις;» η ερώτηση κατευθυνόταν στον Φίλιμπερτ, ο οποίος φρόντιζε ώστε ο μικρός να μην στραβοκαταπιεί, εξαιτίας της πείνας του και της ανάγκης του να γευτεί μία αξιοπρεπή λιχουδιά.
«Εμφανώς και δεν θα απέχω» του απάντησε σκληρά, ερχόμενος αντιμέτωπος με το υψωμένο του φρύδι.
«Καλώς. Διαφορετικά θα είχα αρχίσει να ανησυχώ έντονα. Βλέπεις, από τη μία αυτή η φιλανθρωπία που σε διακατέχει, ταΐζοντας αδέσποτα, όπως αυτό που κρατάς και από την άλλη η αποχή σου από εκτέλεση αντιποίνων μία φορά, θα μπορούσε να σου κοστίσει βαθμό και θέση. Στο τέλος θα μας πεις πως γουστάρεις και Εβραίες» τον ειρωνεύτηκε και ο Φίλιμπερτ αφήνοντας τον Λευτέρη στη θέση του, σηκώθηκε επάνω, έτοιμος να τον αρπάξει.
«Κλείσε το στόμα σου! Δεν σου επιτρέπω!»
«Αυτό, θα μου το αποδείξεις αξιωματικέ. Και τώρα καλό θα ήταν να πάρεις το αδέσποτο και να φύγεις. Κοντεύει να φάει και τα κόκαλα» γέλασε ηχηρά, με το αγοράκι να είναι έτοιμο να δακρύσει.
«Πάμε Λευτέρη» ακούστηκε η σχετικά τρυφερή προσταγή του νεαρού. Ο Κάσπαρ έμεινε για λίγο πίσω με τους υπόλοιπους.
«Να δω πότε θα κανονίσουμε τους Εβραίους. Κάποια στιγμή, θα πρέπει να απαιτήσουμε τη λίστα των ονομάτων της εβραϊκής κοινότητας. Στη Θεσσαλονίκη περνάνε υπέροχα έμαθα» ειρωνεύτηκε. Ο Κάσπαρ δεν είπε λέξη, μονάχα συμφώνησε με ένα κοφτό νεύμα. Ο φίλος του είχε δουλειά απόψε. Ο Κυριάκος είχε κάνει το θαύμα του και είχε κατορθώσει να ξεσκεπάσει τα σχέδια των αετόπουλων, τα οποία ετοιμάζονταν να τα ανακοινώσουν στον Στέφανο, με τη διαφορά πως αυτή τη φορά, θα έβλεπε ακόμη μία γνωστή φυσιογνωμία, εκείνη του κολλητού του, του Ιωσήφ. Τελικά αυτός ο σύντροφος, άπλωνε παντού τα πλοκάμια του. Ο Ιωσήφ φυσικά, ήταν τρομερός πολέμιος των Γερμανών. Οι αντοχές του ήταν ελάχιστες πλέον, από τις περισσότερες συναντήσεις φίλων απουσίαζε. Οι δυνάμεις του τον πρόδιδαν.
«Τι γυρεύεις εδώ;» ψέλλισε σχεδόν άηχα ο Στέφανος.
«Πρέπει να μπει ένα τέλος σε όλο αυτό που περνάμε. Υπάρχουν αποθήκες με τρόφιμα και μπορούμε να βοηθήσουμε τον κόσμο» του απάντησε τη στιγμή που ο δικηγόρος μοίραζε στους παρευρισκόμενους φωτογραφίες της ντροπής. Παιδιά αποσκελετωμένα, ζητιάνους και ορισμένες στις οποίες διαγραφόταν ξεκάθαρα το αυτάρεσκο ύφος στο πρόσωπο του κατακτητή. Των Γερμανών που εκμεταλλεύονταν την πείνα και το βάσανο των δύστυχων παιδιών, για να γελούν. Τέτοιοι ήταν.
«Ειλικρινά, αυτήν την εικόνα επιθυμείτε για την Πατρίδα;» ρώτησε ο σύντροφος Μανώλης. Η φωτογραφία είχε φτάσει στο σημείο να εξοργίσει ακόμη και τον Στέφανο. Είχε πολεμήσει πριν κάποια χρόνια τους Ιταλούς. Είχε δώσει το αίμα και τα νιάτα του για τον τόπο αυτόν. Οι φωτογραφίες ήταν πράγματι εξοργιστικές. Ήταν μία γροθιά στο στομάχι, στη συνείδηση, στην υπερηφάνεια. Και ο Στέφανος ήταν ένας περήφανος Έλληνας.
«Όχι!» τσίριξε μαζί με τους υπόλοιπους και αντιλήφθηκε πόσο εύκολο ήταν να σε ενώνει η αγανάκτηση, ένας κοινός στόχος με ανθρώπους που υπέφεραν σαν εσένα. Την επόμενη στιγμή, έγινε λόγος για εκείνη την αποθήκη που είχε αναφέρει και ο Κυριάκος στη Βέρμαχτ. Οι προδότες ήταν πολλοί και ήταν παντού. Ο Κυριάκος πίστευε πως με αυτόν τον τρόπο θα ξεφορτωνόταν τον Στέφανο και τα τσιράκια του. Επόμενος μελλοντικός του στόχος, θα ήταν ο Σάββας.
Άπαντες συνεννοήθηκαν και θα βρίσκονταν ξανά στην αποθήκη κοντά, στήνοντας ενέδρα. Ο Φίλιμπερτ ετοιμαζόταν να επιστρέψει τον μικρό, ωστόσο ο Μπρούνο τον σταμάτησε.
«Μην αργήσεις αξιωματικέ. Έχουμε να αναλάβουμε την υπόθεση της αποθήκης»
Ο Φίλιμπερτ είχε αγχωθεί. Γνώριζε πως ο Στέφανος είχε μπλέξει με τους συντρόφους και από την άλλη, πως ο Κυριάκος προσπαθούσε να τον εκδικηθεί σε κάθε του βήμα. Επέστρεψε σπίτι τον μικρό, ωστόσο ούτε ίχνος του Στέφανου δεν φαινόταν. Για καλή του τύχη, βρήκε την Αφροδίτη, την οποία χαιρέτησε με ένα τεράστιο χαμόγελο στα χείλη του. Όταν εισέπραξε το ίδιο και από την δική της πλευρά, η καρδιά του κλώτσησε δυνατά το στήθος του.
«Φίλιμπερτ...»
«Αφροδίτη, πού είναι ο Στέφανος;» την ρώτησε αγχωμένα.
«Συμβαίνει κάτι;» πάλεψε να εκμαιεύσει κάποια απάντηση και όταν τον είδε να διστάζει, σταύρωσε τα χέρια της μπροστά από το στήθος «Κάτι υποσχεθήκαμε χθες. Σου εξήγησα πως αντέχω, επομένως μπορείς να μου μιλήσεις»
Ο νεαρός αναστέναξε.
«Ωραία. Απλά να γνωρίζεις πως δεν μου αρέσει να σε αγχώνω. Δεν σημαίνει πως είσαι αδύναμη, κάθε άλλο. Εδώ που έχεις φθάσει και με τον δρόμο που χαράχτηκε για εσένα, δείχνει το αντίθετο. Πως είσαι λέαινα. Όσο για τον Στέφανο, κοίτα, τον έχουν προσεγγίσει σύντροφοι. Κομμουνιστές μάλλον. Πολύ φοβάμαι πως απόψε θα βρεθούν για να κλέψουν μία αποθήκη. Αν το ήξερα μονάχα εγώ, θα τους άνοιγα την πόρτα ευχαρίστως για να πάρουν τα τρόφιμα. Το κακό είναι πως τους έχουν προδώσει και θα τους καρτερούμε οπλισμένοι. Μπορεί να μην κάνω πίσω αν δεχτώ επίθεση»
Η Αφροδίτη ταράχτηκε.
«Ο Στέφανος; Θεέ μου δεν είχα ιδέα! Και εσύ; Θα τον σκότωνες;»
Ο Φίλιμπερτ την κοίταξε για πρώτη φορά σοβαρός.
«Είναι και ο λόγος που εμείς οι δύο διαφέρουμε. Σαφώς και δεν θα του έκανα κακό. Αν βρεθώ όμως σε δύσκολη θέση, ίσως χρειαστεί να αμυνθώ» στη συνειδητοποίηση των λεγομένων του πήρε μία βαθιά ανάσα και ο ίδιος «Είναι και ο λόγος που μετανιώνω τη στιγμή που άφησα τον εαυτό μου ελεύθερο, να αισθανθεί πράγματα για εσένα. Είμαστε σε αντίπαλα στρατόπεδα. Έτσι τα έφερε η ζωή. Αφροδίτη, ίσως πρέπει να το σταματήσουμε όλο αυτό» ξεκίνησε να αποχωρεί «Βρες τον Στέφανο. Πες του για την ενέδρα»
Τον είδε να απομακρύνεται βιαστικά και προσπάθησε να επεξεργαστεί με το μυαλό της τα όσα είχε ακούσει. Ίσως γι' αυτό ο Στέφανος έφερνε κάποτε ορισμένα κομμάτια ζουμερό τυρί ή ελιές. Εκείνη όμως τον ήξερε. Ήξερε πως δεν υπήρχε περίπτωση να μπλέξει σε καμία οργάνωση, να γίνει δέσμιος κανενός αν δεν υπήρχε απόλυτη ανάγκη. Η πείνα που αντιμετώπιζαν και φυσικά η άρνηση της οικογένειας να δεχτεί την οποιαδήποτε βοήθεια από τους Γερμανούς, ήταν η αφορμή για να το σκεφτεί και να εισχωρήσει σε κάτι τέτοιο, με κίνδυνο της ζωής του. Τουλάχιστον η γειτονιά όφειλε να τους παραδεχτεί για το θάρρος τους και τους το αναγνώριζε. Ακόμη και αν είχαν Γερμανούς αξιωματικούς στο σπίτι, οι ίδιοι εξακολουθούσαν να στέκονται σε συσσίτια, να δίνουν αγώνα, να λιμοκτονούν. Μέσα στην ταραχή της, προσπάθησε να πάει στο νοσοκομείο και να βρει την Ανδριανή. Όταν την είδε η φίλη της σε αυτή τη διάθεση, αναρωτήθηκε. Το ίδιο έκανε και η Αφροδίτη. Άραγε ήξερε για τον Στέφανο και τους συντρόφους που βοηθούσε; Κατά πώς φάνηκε, η Ανδριανή δεν είχε ιδέα.
«Μη θυμώσεις μαζί του» την παρακάλεσε η Αφροδίτη.
«Ανησυχώ για εκείνον! Ο Στέφανος ήταν πάντοτε δυναμικός, τον είχα φανταστεί να μπαίνει στην αντίσταση, μα το απευχόμουν. Τον θέλω δίπλα μου και ζωντανό. Αν πάθει κάτι απόψε...»
Το απόψε πλησίαζε ωστόσο και ο Κυριάκος δεν θα έμενε με σταυρωμένα χέρια. Στην οδό Μέρλιν, ήθελε να ειδοποιήσει και κάποιους άλλους. Ο Χέλμουτ και ο Άρτουρ κάθονταν στο γραφείο. Ο δεύτερος δεν είχε αναφερθεί σχεδόν καθόλου στην περίπτωση του ιερέα και στην κατηγορία που τον βάραινε. Εξάλλου ξεψυχούσε σε κάποιο υπόγειο και προτίμησε απλώς να αναφέρει πως ήταν ύποπτος. Ο Χέλμουτ διασκέδαζε με τους βασανισμούς και δεκάρα δεν έδινε για τις κατηγορίες, οι οποίες για ορισμένα θύματα θα μπορούσαν να είναι και ανυπόστατες. Ο Κυριάκος, χτύπησε την πόρτα συνοδευόμενος ακόμη από έναν Γερμανό. Δίχως καθυστέρηση, ανέφερε το θέμα της αποθήκης και τις υποψίες του πως θα πάλευαν αντιστασιακοί να τη διαρρήξουν. Κατόπιν, τους ανέφερε πως είχαν ενημερωθεί και οι αξιωματικοί της Βέρμαχτ και θα τους καρτερούσαν. Ο Άρτουρ στένεψε τα κρυστάλλινα μάτια του, ενώ άφησε τον καπνό να ξεφύγει από τα σαρκώδη χείλη του. Ως και ο Κυριάκος αισθανόταν άβολα κοντά του. Θεωρούσε εν μέρη πως ανά πάσα στιγμή και με τη χρήση μίας λάθος λέξης, θα μπορούσε να βρεθεί δίχως κρανίο.
Ο Χέλμουτ τον κοίταξε με εμφανή οκνηρία.
«Αφού έχουν ειδοποιηθεί οι δικοί μας, ποιος ο λόγος να τρέξουμε όλοι; Δεν νομίζω πως αυτά τα κατακάθια θα χρησιμοποιήσουν χίλιους άνδρες. Αν κάτι πάει στραβά, τα αντίποινα βέβαια θα είναι αιματηρά και τα εκτελέσω εγώ ο ίδιος. Θα αιματοκυλήσω τους δρόμους της Αθήνας»
Ο Άρτουρ τον κοίταξε.
«Μπορεί να πάω εγώ, ώστε να βεβαιωθώ πως τίποτε δεν θα στραβώσει»
Ο Χέλμουτ καταβάθος τον ζήλευε. Αισθανόταν μία παράξενη κακία, την οποία επιθυμούσε να εξωτερικεύσει, μα εξαιτίας του φόβου δεν το αποτολμούσε. Ο Άρτουρ ήταν ο ευνοούμενος. Ο κουτσός των Ες-Ες που κατόρθωσε σχεδόν με αυταπάρνηση, να αναρριχηθεί στην κορυφή. Αδυναμίες είχε. Φάνηκε και από τη δυσκολία του να εκτελέσει τότε το αγόρι, όσο αλκοόλ και αν είχε πιεί. Όλοι διαθέτουν εξάλλου τις μικρές τους χαραμάδες. Μονάχα που ο καστανόξανθος νεαρός ήξερε να φυλάγεται και να τις κλείνει. Αυτό ήταν η άμυνά του. Είχε εκπαιδευτεί με σκοπό την επιβίωση. Το ελάττωμά του δεν του άφηνε περιθώρια για αγαθοεργίες και φιλανθρωπικά συναισθήματα. Η προσπάθεια είχε γίνει δεύτερο δέρμα του και ο βιασμός του σε νεαρή ηλικία, είχε εμπλουτίσει αυτό που ήταν. Αισθανόταν σχεδόν σαν να είχε χάσει τον ανδρισμό του, τον οποίο επιδείκνυε μονάχα κάνοντας τους άλλους να αισθανθούν φόβο και ανασφάλεια. Αυτό έμοιαζε να του εξασφαλίζει την δική του επιβίωση και ασφάλεια απέναντι σε πιθανή επίθεση εναντίον του.Γιατί ήξερε πως ακόμη και οι δικοί του επιθυμούσαν να τον ΄΄φάνε΄΄. Η πυραμίδα της ασφάλειας θα μπορούσε να καταρρεύσει εκ των έσω.
Ο Στέφανος είχε συνεννοηθεί με τους υπόλοιπους για την ώρα συνάντησής τους στην αποθήκη. Καθώς όμως κάποτε η μοίρα μας προφυλάσσει από τα κακώς κείμενα, έτυχε στο δρόμο του ένα πεινασμένο κορίτσι, που χαροπάλευε να σταθεί στα πόδια της μέσα στο αφόρητο κρύο. Όπως ήταν φυσικό, εκείνος θα καθυστερούσε τη συνάντηση, καθώς όφειλε να την βοηθήσει. Για καλή του τύχη, ήταν μαζί του ακόμη ένας σύντροφος από την ομάδα του δικηγόρου, ο οποίος θα μπορούσε να επιβεβαιώσει την αιτία της καθυστέρησης.
Οι υπόλοιποι, ανάμεσα σε αυτούς και ο Ιωσήφ, είχαν καταφθάσει στην αποθήκη και είχαν κατορθώσει να μπουν από το παράθυρο, ανακαλύπτοντας κονσέρβες από ψάρι και κρέας. Ήταν τότε όμως που άκουσαν πυροβολισμούς. Η Βέρμαχτ είχε φτάσει και ούρλιαζε απειλές. Ορισμένοι εντός της αποθήκης ήταν οπλισμένοι. Ούτε ο Ιωσήφ ωστόσο θα έκανε πίσω, ειδικά όταν μέσα σε κλάσματα, ένα αγόρι από τον Πειραιά δολοφονήθηκε επιτόπου. Ήταν έτοιμοι να ρισκάρουν τα πάντα. Η πόρτα της αποθήκης άνοιξε, ο Φίλιμπερτ αναγκάστηκε να υψώσει το όπλο, μα προτού προλάβει, μία σφαίρα τον βρήκε στο κορμί, κοντά στον θώρακα. Το ένστικτο κυριάρχησε και ξεκίνησε να πυροβολεί τους αντιστασιακούς. Ο Μανώλης κατόρθωσε να διαφύγει, μπαίνοντας σε ένα αυτοκίνητο, με τον Ιωσήφ να μην στέκεται το ίδιο τυχερός. Βαστώντας όπλο, σχεδόν ετοιμάστηκε να μονομαχήσει με έναν Φιλ που του είχε κοπεί η ανάσα από τον πόνο. Οι σφαίρες έπεφταν βροχή και από παντού. Μία δεύτερη σφαίρα τον βρήκε στο πόδι, καθώς ήταν αδύναμος, μα τότε, ύψωσε ταχύτατα το όπλο, δίνοντας τη χαριστική βολή στον Ιωσήφ και σωριάζοντάς τον νεκρό.
Οι υπόλοιποι είχαν ήδη απομακρυνθεί. Από την ελληνική μεριά μετρούσαν δύο θύματα. Οι Γερμανοί είχαν γλιτώσει καθώς είχαν έρθει προετοιμασμένοι. Ο Κάσπαρ που βρισκόταν μπροστά, είχε κυνηγήσει το παλαιό αυτοκίνητο με τον Μανώλη μέσα. Ο Φίλιμπερτ βοηθήθηκε από δύο δικούς του, ενώ ακόμη βρισκόταν σε κατάσταση σοκ.
«Πρέπει να σε δει γιατρός» του φώναξε ο Μπρούνο, μα το δικό του μυαλό βρισκόταν στα όρια της παράνοιας.
Είχε σκοτώσει τον φίλο των παιδιών. Ναι, βρισκόταν σε άμυνα, ωστόσο και πάλι. Τον είχε σκοτώσει με μία βολή ίσια στο μέτωπο. Στη συνειδητοποίηση, τρέκλισε και ξεκίνησε να απομακρύνεται. Ήθελε να φύγει. Έπρεπε να φύγει. Η στολή του ήταν γεμάτη αίματα, οι πληγές του αιμορραγούσαν, ωστόσο εκείνος σκαρφάλωσε στη μηχανή, με τις αισθήσεις του σε οριακό σημείο και πάλεψε να οδηγήσει ως το σπίτι της Αφροδίτης. Οι δυνάμεις του ωστόσο τον εγκατέλειψαν στην πλατεία της εκκλησίας. Η μηχανή σταμάτησε και το κορμί του έπεσε αναίσθητο στο δρόμο. Την ίδια στιγμή είχε φτάσει ο Άρτουρ στην αποθήκη μαζί με τον Κάσπαρ που είχε ακολουθήσει ως ένα σημείο το αυτοκίνητο του Μανώλη. Βλέποντας τα αίματα και τα πτώματα, αναζήτησε Γερμανούς ανάμεσά τους.
«Ο αδερφός σου χτύπησε» του φώναξε ο Κάσπαρ και εκείνος συνοφρυώθηκε.
«Πού είναι τώρα; Τον πήγατε σε γιατρό;»
«Ο αδερφός σας έφυγε. Ήταν σε κατάσταση σοκ και ανέβηκε στη...» ψέλλισε ένας άλλος.
«Τι διάολο μου λες; Τον άφησες τραυματισμένο να φύγει; Θες να σε σκοτώσω τώρα εγώ εσένα;» ο στρατιώτης ζάρωσε.
«Κύριε...»
«Σκάσε!»
«Ξέρω πού πήγε. Ακολούθησέ με» πετάχτηκε ο Κάσπαρ. Ο Στέφανος πλέον έφτασε όταν είχαν φύγει όλοι. Κάπου εκεί τον καρτερούσε το σοκαριστικό θέαμα του λιπόσαρκου φίλου του, με ένα άλικο ρυάκι να κυλά από την ανοιχτή πληγή στο μέτωπό του και τα μάτια του ορθάνοιχτα από τρόμο.
Δάκρυα αυλάκωσαν τα μάτια του. Είχε αρχίσει να αντιλαμβάνεται το τίμημα της αντίστασης, αν άξιζε τελικά να πληρωθεί. Ποιος ήξερε; Ο δύστυχος, ορφανός από γονείς φίλος του, είχε φύγει.
«Γιατί;» ψέλλισε καθώς λυγμοί συντάραξαν το κορμί του «Γιατί έπρεπε να συμβεί αυτό;»
Το ίδιο σκεφτόταν και ο Φίλιμπερτ, βυθισμένος σε ένα σκοτάδι. Ευτυχώς για εκείνον, ο Άρτουρ με τον Κάσπαρ έφτασαν και κατευθύνθηκαν τρέχοντας προς το μέρος του.
«Αδερφέ; Μίλησέ μου...»ο Άρτουρ προσπαθούσε να βρέξει το πρόσωπό του με νερό «Θα σε πάω σπίτι μου. Είμαι γιατρός. Θα σε βοηθήσω»
«Όχι..» ψέλλισε εκείνος. Το πρόσωπό του ήταν κάτωχρο «Θέλω να με πας σπίτι μου»
«Δεν έχεις σπίτι εδώ. Άφησε αυτούς πια...»
«Σε παρακαλώ»
Ο Κάσπαρ τον κοίταξε μπερδεμένος και φοβισμένος. Ο ήχος του όπλου που ετοιμαζόταν ακούστηκε και ο Άρτουρ κουβαλώντας τον Φιλ, χτύπησε την πόρτα του Παύλου με φόρα. Η γειτονιά είχε τρομοκρατηθεί. Ένας άνδρας με τα μαύρα κουβαλούσε τον αξιωματικό. Φοβήθηκαν. Αν κάτι πάθαινε το ψοφίμι, τα αντίποινα δεν τα γλίτωναν. Στην πόρτα εμφανίστηκε ο Παύλος, ο οποίος στη θέα του Φιλ αναστατώθηκε. Όταν είδε όμως το όπλο να τον σημαδεύει, ο τρόμος βρισκόταν προ των πυλών.
«Σας παρακαλώ, δεν κάναμε εμείς...»
«Δεν είπα κάτι τέτοιο....Στην περίπτωση όμως που αντιδράσετε, θα σας εκτελέσω. Τώρα κάντε στην άκρη και αφήστε με να τον πάω στο δωμάτιο που του έχει παραχωρηθεί σε αυτό το αχούρι»
Ο Κάσπαρ έκανε μετάφραση αναγκαστικά. Η αναστάτωση ήταν μεγάλη. Ο Άρτουρ έβγαλε τα ρούχα όλα του Φιλ, παλεύοντας να σταματήσει το αίμα. Κουβαλούσε πάντοτε μαζί του ορισμένα εργαλεία για παν ενδεχόμενο. Έπρεπε να του αφαιρέσει τη σφαίρα και να του κάνει ράμματα. Είχε χάσει πολύ αίμα. Ο Λευτέρης μόλις κατάλαβε τι είχε συμβεί, έτρεξε στο δωμάτιο του νεαρού.
«Φιλ...»τον φώναξε και είδε το αδύναμο χέρι του να τον καλεί, καθώς ήταν ξαπλωμένος «Μην πεθάνεις» σχεδόν έκλαψε.
«Θα είμαι εντάξει φιλαράκι μου» του απάντησε.
«Πάρε το αγόρι από δω» πρόφερε κοφτά ο Άρτουρ και ο Παύλος ετοιμάστηκε να τον απομακρύνει. Σε λίγα λεπτά, ακολούθησαν κραυγές. Ήταν τότε που Αφροδίτη έτρεξε και εισέβαλε με φόρα τη στιγμή της αφαίρεσης της σφαίρας. Τα χέρια κάλυψαν το στόμα της, τα τρεμάμενα χείλη της. Τρόμος την κατέλαβε. Για εκείνον και τον ξάδερφό της. Δεν είχε καμία ενημέρωση και ο πανικός ετοιμάστηκε να την καταβροχθίσει, όταν κατάλαβε ποιος ήταν ο άνδρας που αφαιρούσε τη σφαίρα. Εκείνος. Εκείνος ο γυάλινος δαίμονας, η μοχθηρή προσωπικότητα με τις παράξενες αντιδράσεις.
«Ήξερες πως είναι αδερφός του;» ψέλλισε ο Κάσπαρ ιδρωμένος και ας ήταν έξω βαρυχειμωνιά.
«Αυτός; Δεν τον θέλω εδώ μέσα...με φοβίζει»
«Είμαι εγώ εδώ. Σημασία έχει να γίνει καλά εκείνος»
«Και ο Στέφανος;» ρώτησε τρομοκρατημένη.
«Δεν ήρθε. Ωστόσο, Αφροδίτη, ο Ιωσήφ....δεν τα κατάφερε»
«Όχι...» ήθελε να κλάψει.
Οι απώλειες πάλι. Έρχονταν, τη ρουφούσαν αδυσώπητα. Μπροστά της ο Φίλιμπερτ σπάραζε, μέχρι που τελείωσε η διαδικασία και ο Άρτουρ σκούπισε το μέτωπό του μικρού του αδερφού. Τα χέρια του ήταν γεμάτα αίμα. Την είδε να τον αγνοεί και να πλησιάζει τον Φιλ με ειλικρινή στοργή. Του ψιθύρισε κάτι στα ελληνικά και εκείνος χαμογέλασε. Δεν μπορούσαν ωστόσο να πουν πολλά. Ο πατέρας της βρισκόταν με τον μικρό τριγύρω και δεν έπρεπε να καταλάβει. Ήταν τότε που τα μάτια του στράφηκαν επάνω της ξανά. Χαμηλά, κοντά στο γόνατο, είχε ουλές από παρελθοντικές δοκιμασίες. Αναρωτήθηκε για δευτερόλεπτα, αν ήταν εξαιτίας αυτής της ανίερης επίθεσης που είχε δεχτεί. Στα κοφτά, έδωσε οδηγίες στον Κάσπαρ. Τον Παύλο δεν τον καταδέχτηκε καν.
«Αύριο θα τον πάρω σπίτι. Θα μείνει κοντά μου ώσπου να γίνει καλά. Δεν δέχομαι να έρχομαι εδώ πάνω. Είναι διαταγή που θα ακούσει. Απόψε όμως δεν θα κοιμηθώ. Θα καθίσω δίπλα του. Αν χειροτερέψει, αν ανεβάσει πυρετό, θα πρέπει να τον πάω σε νοσοκομείο»
Ο Κάσπαρ έκανε ξανά τη μετάφραση. Κανείς δεν μίλησε. Άπαντες έπειτα κλειδώθηκαν στο δωμάτιό τους, εκτός από την Αφροδίτη που ήθελε να μείνει κοντά στον Φιλ για λίγο.
«Όλα όσα ήθελα να ζήσω, νομίζω τα έζησα. Αν ήταν η τελευταία μου νύχτα απόψε, δεν θα διαμαρτυρόμουν. Θα ήξερα πως εσύ θα με σκεφτόσουν έστω και λίγο, επομένως η παρουσία μου στον κόσμο δεν έμεινε αδιάφορη»
Εκείνη χαμογέλασε πικρά.
«Μη μιλάς. Θα γίνεις καλά»
«Σε τρομάζει ο αδερφός μου;» τη ρώτησε.
Εκείνη τον κοίταξε πλαγίως και ο Άρτουρ τη μιμήθηκε.
«Ναι. Αισθάνομαι ανασφαλής»
«Δεν θα σου κάνει κακό. Μπορεί να είναι κόπανος, αλλά εγώ είμαι η προτεραιότητά του» μειδίασε.
Ο Άρτουρ κάθισε στον μικρό καναπέ της κουζίνας κοντά στο δωμάτιο του αδερφού του και η Αφροδίτη εξείλθε για να πάει να κλειδωθεί στο δικό της. Ο Λευτέρης την περίμενε για παραμύθι, μα τώρα πλησίαζε τον Άρτουρ καθώς του ήταν γνωστός, χαμογελώντας. Ο άνδρας δεν φάνηκε να ενστερνίζεται τη στάση του. Με το χέρι του, δήθεν προσπαθούσε να του τραβήξει την προσοχή, όταν είδε την κοπέλα να τον απομακρύνει με τρόπο φοβισμένη. Τα μάτια του, εκείνα τα ανεξιχνίαστα κυανά μάτια την παρατηρούσαν σαν το αρπακτικό. Όργωναν κάθε πτυχή του κορμιού της, όπου δεν καλυπτόταν από ρούχα. Όχι ωστόσο για τον εμφανή λόγο. Αναζητούσε σημάδια, σαν τα δικά του. Σημάδια μίας ιστορίας παρόμοιας. Στο γόνατο, από την εσωτερική πλευρά, το βρήκε πάλι. Τα χέρια του σφίχτηκαν ασυναίσθητα. Ήθελε να μιλήσει, μα ήταν μάταιο. Δεν θα καταλάβαινε. Δεν μιλούσαν καν την ίδια γλώσσα. Μονάχα τον παρατήρησε να μαλακώνει ελάχιστα το βλέμμα, προτού το κρύψει στην αδιαφορία, προτού το κρύψει στα σκοτάδια. Ποτέ του δεν είχε μιλήσει, ποτέ δεν είχε αισθανθεί την ανάγκη, εκτός από σήμερα που ήθελε να θέσει ερωτήσεις. Γιατί όμως; Μήπως γιατί είχαν κάτι κοινό; Μία αμαρτία παρελθοντική που τους άλλαξε για πάντα;
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro