Αρυτίδωτη σιωπή/ part 3
Σε όλη τη διάρκεια της διαδρομής μέχρι την οδό Κοραή, η οργή κόχλαζε τόσο στην ψυχή του Στέφανου, όσο και σε εκείνη του Φίλιμπερτ. Αυτός ο νεαρός με βεβαιότητα θα του δημιουργούσε προβλήματα. Σήμερα δεν είχε άλλη επιλογή, ενώ γνώριζε πως θα ακολουθούσαν αντίποινα, τα οποία δεν θα ήταν ικανός να σταματήσει. Στο σημείο που σήμερα βρίσκεται η Εθνική Ασφαλιστική, βρισκόταν τότε η Κομαντατούρ. Ο Φίλιμπερτ τον άρπαξε και τον έβαλε στο ασανσέρ, ώστε να ανέβουν στον κατάλληλο όροφο.Ο Μπρούνο ωστόσο που βρισκόταν μαζί τους, είχε ένα βλέμμα ατσάλινο, άγριο.
«Τα παλιόσκυλα!Νομίζουν πως μπορούν να δημιουργούν προβλήματα. Ε, λοιπόν, τώρα ξεκινάνε γι' αυτούς! Άπαντες στην γειτονιά θα την πληρώσουν. Αν εκτελεστούν μερικοί, οι υπόλοιποι θα παραδειγματιστούν» πρόφερε σφίγγοντας τον ώμο του Στέφανου.
«Μην με ακουμπάς!» του ούρλιαξε.
«Σκάσε!» έφαγε ένα χτύπημα με το όπλο στο πρόσωπο. Από τα χείλη του ξεκίνησαν να τρέχουν αίματα.
«Σταματήστε!» τους φώναξε ο Φίλιμπερτ του οποίου το πρόσωπο ήταν εξίσου ματωμένο. Σαν έφτασαν στον προορισμό τους, τον οδήγησαν σε ένα γραφείο, όπου ξεκίνησαν να παίρνουν τα στοιχεία του. Κατόπιν,τον κατέβασαν εκ νέου στο ισόγειο και από εκεί, ξεκίνησαν να τον οδηγούν στο υπόγειο με τα πόδια. Η κατηφόρα, έμοιαζε να μην έχει τελειωμό, σε σημείο που του δημιουργούσε μία πνιγηρή αίσθηση πως τον έθαβαν ζωντανό χιλιόμετρα κάτω από τη γη. Το περίεργο ήταν πως αν εξαιρούσες την αίσθηση του πνιξίματος, δεν φοβόταν καθόλου, ίσως από άγνοια ή ίσως από θάρρος. Όταν έφτασαν πια στον πυρήνα του υγρού κολαστηρίου, στάθηκαν μπροστά από μία σιδερένια πόρτα. Ο Φίλιμπερτ έβγαλε κάτι κλειδιά και αφού την άνοιξε, τον έσπρωξε μέσα σε ένα πολύ μικρό δωμάτιο.
«Δεν μπορούσα να κάνω διαφορετικά» του ψιθύρισε στα ελληνικά και έκλεισε την πόρτα.
Ο Στέφανος, βρισκόταν μαζί με μερικά ακόμη άτομα. Η ατμόσφαιρα ήταν πνιγηρή ενώ άπαντες προσπαθούσαν να μάθουν τι είχε συμβεί για να καταλήξει εκεί. Ο νεαρός κούρνιασε σε μία γωνιά αναστενάζοντας. Το μυαλό του πλέον ήταν αλλού. Φοβόταν για τα αντίποινα και αν αυτά θα επηρέαζαν την οικογένειά του. Ήταν λάθος να μπλεχτεί. Έπρεπε να είναι πιο οργανωμένοι την επόμενη φορά. Τι θα πίστευε τώρα η μητέρα του; Πως είχε χαθεί; Πως ήταν νεκρός; Θα τους ενημέρωνε άραγε αυτός ο Γερμανός; Πώς τα είχε καταφέρει έτσι; Από την άλλη, δεν θα μπορούσε να αφήσει μόνο του τον τραυματισμένο Ιωσήφ. Είχε προσπαθήσει σκληρά στο μέτωπο με τους Ιταλούς και η περήφανη καρδιά του, δεν του επέτρεπε να σκύψει το κεφάλι. Ο Στέφανος δεν θα άφηνε ακάλυπτο κανέναν φίλο του.
Η ζωή δεν είχε βρει ακόμη τον ρυθμό της και αυτό ήταν κάτι που δημιουργούσε ακόμη και στον Φιλ αμηχανία. Υποψιαζόταν πως οι κάτοικοι είχαν προσπαθήσει να κρύψουν όποια όπλα δεν είχαν παραδώσει, είτε ξεκαρφώνοντας τα πατώματα, είτε πετώντας τα ακόμη και σε πηγάδια. Οι Αρχές Κατοχής πίεζαν και απειλούσαν. Από τα θέατρα, έπαιζε μονάχα το Βασιλικό, ένα έργο που ονομαζόταν το Φιντανάκι. Τα υπόλοιπα είχαν κλείσει. Ο Φιλ σκεφτόταν να ανέβει στην Ακρόπολη. Θα είχε θέα ολόκληρη την πόλη. Οι γερμανικές σημαίες κυμάτιζαν σε όλα τα δημόσια κτήρια. Ευτυχώς δίπλα τους βρίσκονταν και οι ελληνικές, ενώ ο νεαρός είχε μείνει σταματημένος να κοιτά ακίνητος μία. Το κυανό και το λευκό. Του θύμιζε τον ελληνικό ουρανό, ίσως το καλοκαίρι, την Άνοιξη, οτιδήποτε ευχάριστο. Ο λαός αυτός του ήταν γενικά συμπαθής. Κρίμα που δεν μπορούσε να έχει επαφές ουσιώδεις με κανέναν. Αύριο είχε δουλειά. Έπρεπε να στείλει στον δήμαρχο ένα έγγραφο, σύμφωνα με το οποίο επιτρεπόταν η πώληση εμπορευμάτων σε Γερμανούς στρατιώτες μόνο με σημείωμα της στρατιωτικής διοίκησης. Δίχως αυτό, θα υπήρχε επιβολή προστίμων. Αν υπήρχε πρόβλημα, θα έπρεπε να απευθύνονται στη γερμανική χωροφυλακή. Ιδιαίτερα, έπρεπε να απαγορευτεί η πώληση τροφίμων. Αν το επιθυμούσαν, οι Γερμανοί στρατιώτες θα κατευθύνονταν στα ειδικά καθορισμένα γι'αυτούς εστιατόρια.
Το πιο λυπηρό θέαμα, ήταν η άφιξη Ελλήνων στρατιωτών από το Μέτωπο, ταλαιπωρημένοι, χαμένοι. Οι δικοί τους, τους αναζητούσαν αρκετές φορές μέσω των εφημερίδων. Οι πολίτες μπορούσαν να κυκλοφορούν ως τις έντεκα το βράδυ και τώρα ο Φιλ έβλεπε τους πάντες να βιάζονται να επιστρέψουν στα σπίτια τους, για να αποφύγουν άτομα σαν και του λόγου του. Συνέχισε να μην τους δίνει σημασία και η διαδρομή ώρες μετά, τον έφερε στο σπίτι, όπου βρήκε τις δύο οικογένειες αναστατωμένες να αναζητούν τον Στέφανο. Στη θέα του ματωμένου του προσώπου, η αγωνία εντάθηκε.
«Αχ, Παναγία μου! Ήρθατε σε συμπλοκή; Τον χτύπησες; Χτύπησες τον γιό μου;» οι σπαρακτικές κραυγές της Δέσποινας, τον αποσυντόνιζαν.
«Ακούστε κυρία, ο γιος σας, είναι αιχμάλωτος στην Κομαντατούρ»
«Τι έκανε; Θεέ μου, τι έκανε;»
«Εκείνος τίποτε, μα βρέθηκε στη μέση μίας συμπλοκής με άσχημη κατάληξη. Ένας δικός μου σύντροφος, έπεσε νεκρός. Αντιλαμβάνεστε πως αυτό είναι πολύ σοβαρό. Ο γιος σας, θα μπορούσε να πέσει νεκρός από τα δικά μας πυρά, την ίδια στιγμή. Τον συνέλαβα, για να το αποφύγω, μα δεν σας υπόσχομαι πως θα περάσει και πολύ καλά εκεί. Είναι ό,τι καλύτερο μπορούσα να σκεφτώ. Αντιλαμβάνεστε πως δεν μπορώ να εκτεθώ, καθώς θα υπάρξει πρόβλημα μετά»
Τα μάτια της Δέσποινας γέμισαν δάκρυα, μα το χειρότερο θέαμα ήταν το πρόσωπο του μικρού Λευτέρη που είχε ακούσει τα πάντα.
«Ο θείος; Πού πήγε;» ρώτησε με τη σιγανή, παιδική του φωνή, γεμάτη παράπονο. Η καρδιά του Φιλ ράγισε.
«Θα γυρίσει ο θείος. Στο υπόσχομαι» τον πλησίασε, μα πριν προλάβει να τον φτάσει, η Αφροδίτη σήκωσε το παιδί στην αγκαλιά της και τον κοίταξε με θυμό.
«Πάμε Λευτέρη» του είπε και πισωπατώντας, κλείστηκε εκ νέου στο δωμάτιό της.
Ο Σοφοκλής και η Δέσποινα έφυγαν, κλείνοντάς του την πόρτα στο πρόσωπο. Έμεινε μόνος του να στέκεται στην αυλή, ενώ με το δάχτυλό του ψηλάφισε το μέτωπό του. Το αίμα εξακολουθούσε να κυλά, με πιο αργούς ρυθμούς, ενώ σε ορισμένα σημεία, είχε ξεραθεί. Ο Παύλος, πάντοτε με πρόσωπο βουτηγμένο στην ομιχλώδη θλίψη, τον κάλεσε ευγενικά και ο νεαρός πλησίασε. Έτσι και αλλιώς, έμενε στο σπίτι του, το είχε επιτάξει. Λύση δεν υπήρχε.
«Έλα να σου καθαρίσω λίγο το πρόσωπο» άκουσε την φωνή του άνδρα.
«Κύριε Παύλο, δεν φταίω. Δεν μπορούσα να μην...»
«Το γνωρίζω. Θα ήταν αστείο να φανταστώ μία διαφορετική κατάληξη. Πάλι καλά να λέμε που δεν βρέθηκε γαζωμένος στο έδαφος. Οι ρόλοι σας είναι διαφορετικοί, όμως πρέπει να τον καταλάβεις και εσύ. Τον μεγάλωσα. Είναι ένα εξαιρετικό παιδί που μισεί τον κατακτητή. Αυτό είσαι για εκείνον. Κάποτε, οι ηρωικές πράξεις ίσως και να μείνουν στην ιστορία. Η ελευθερία είναι ένα πολύτιμο αγαθό, το οποίο μονάχα αν χάσεις, θα το εκτιμήσεις αληθινά.Ο Στέφανος, όπως και όλοι εμείς, το έχουμε χάσει χρόνια τώρα. Ένας λόγος παραπάνω όμως για εμάς, που προερχόμαστε από έναν τόπο που για ακόμη μία φορά τον πήραν οι κατακτητές, έναν τόπο στον οποίο χάθηκαν τα μέλη της οικογένειάς μας. Φτωχαδάκια, εγώ και ο Σοφοκλής ήρθαμε εδώ με τις γυναίκες και τα παιδιά μας. Ο Στέφανος ήταν πολύ μικρός, εγώ έχασα τη γυναίκα μου κάποια στιγμή»
Ο Φίλιμπερτ καθόταν ακίνητος καθώς ο Παύλος του καθάριζε το μέτωπο. Με απόλυτη ειλικρίνεια κοιτώντας τον στα μάτια, του είπε:
«Το πιστεύετε πως δεν είχα σχεδόν κανέναν να μου καθαρίσει τις χιλιάδες αμυχές που στόλιζαν τα γόνατά μου, όταν ήμουν παιδί; Δεν...γνώρισα γονείς. Μεγάλωσα σε ένα ίδρυμα στο Βερολίνο. Αυτή την κίνηση τη βιώνω πρώτη φορά. Είναι σκληρό να πρέπει να λύνεις μόνος σου όλα τα προβλήματα, να μην έχεις κανέναν για παρηγοριά. Η μόνη μου οικογένεια, είναι ο Κάσπαρ. Μας παράτησαν μαζί έξω από το ορφανοτροφείο»
«Λυπάμαι πολύ» του είπε ο Παύλος.
«Εγώ λυπάμαι περισσότερο. Θα μπορούσατε να με βλέπετε αλλιώς. Όμως είμαι αυτός που είμαι και έχω έναν άχαρο ρόλο, εκείνον του κατακτητή»
«Η ηλικία σου βοήθησε πολύ στο να σε δω γι'αυτό που είσαι. Δυσκολεύομαι κάποτε να διαχειριστώ αυτόν τον ρόλο σου και δεν στο κρύβω. Ωστόσο, μου είσαι συμπαθής. Έχουμε δρόμο ακόμη βέβαια»
Η Αφροδίτη τόση ώρα παρακολουθούσε από τη χαραμάδα της πόρτας της, τον πατέρα της να περιποιείται αυτόν τον άνθρωπο για τον οποίο είχε ανάμεικτα συναισθήματα. Αν δεν υπήρχε, αν δεν είχε έρθει, ο Στέφανος θα ήταν καλά. Καθώς η ώρα ήταν περασμένη, ο Φίλιμπερτ έγειρε στον καναπέ. Δεν είχε το κουράγιο να φτάσει ούτε μέχρι το δωμάτιό του. Ο Κάσπαρ είχε αποκοιμηθεί από νωρίς. Έτσι και αλλιώς, εδώ και μήνες η ψυχολογία του παραπατούσε ακροβατώντας σε μονοπάτια παράξενα. Οι απαγορεύσεις και οι προσταγές πλήθαιναν. Παράδοση όπλων, μη κυκλοφορία στρατιωτών στην πόλη μετά τις έξι το απόγευμα με τη στολή και φυσικά, οι υπάλληλοι ήταν υποχρεωμένοι να χαιρετούν όλους τους Γερμανούς αξιωματικούς, σύμφωνα με τη διαταγή τους. Αύριο ξημέρωνε οκτώ του Μάη. Η Πρωτομαγιά είχε περάσει, μα κανένα γλέντι δεν έλαβε χώρα. Πού να πήγαιναν οι άνθρωποι με αυτήν την κατάσταση; Ούτε καν οι εργάτες δεν θα μπορούσαν να γιορτάσουν τη δική τους μέρα. Η Αφροδίτη, κάθισε στο δωμάτιό της, έχοντας στα χέρια της το γράμμα, αποφασισμένη να δώσει μία απάντηση.
Καλησπέρα και σε εσένα, Φίλιππε
Εκτιμώ που κατανόησες την αδιακρισία σου να ανοίξεις αυτό το γράμμα, ωστόσο, η μοναξιά κάποτε, μας οδηγεί να διεκδικήσουμε μία συντροφιά, μέσα από διαφορετικά μονοπάτια. Αυτή με οδηγεί και εμένα να σου στείλω μία απάντηση. Νιώθω εγκλωβισμένη. Εσύ ίσως να μπορείς να με καταλάβεις, αν αληθεύουν τα λεγόμενά σου. Νιώθω την ανάγκη να μιλήσω σε κάποιον άγνωστο ίσως, που δεν θα με κρίνει, γιατί πολύ απλά δεν με γνωρίζει και γιατί μπορεί να μην με συναντήσει ποτέ. Ποια είναι η ιστορία σου; Σε ποιο μέτωπο βρισκόσουν; Σκέφτομαι πως θα ήταν πολύ σκληρό την ημέρα της αναχώρησής σου για το πεδίο της μάχης, να μην υπάρχει καμία μητέρα, ή αδερφή για να σε αποχαιρετήσει, για να σου δώσει μία ευχή, μία εικόνα. Εγώ αποχαιρέτησα τα αγαπημένα πρόσωπα που μου απέμειναν και μόλις σήμερα, ο ξάδερφός μου βρέθηκε αιχμάλωτος στην Κομαντατούρ. Φοβάμαι πολύ. Φοβάμαι επίσης και αυτούς τους δύο αξιωματικούς που είναι στο σπίτι μου. Μέχρι σήμερα φαίνονται ακίνδυνοι, μα...ο κίνδυνος ελλοχεύει ακόμη και στα πιο γαλήνια και άγια μέρη. Θα περιμένω μία απάντηση, αν επιθυμείς να μου στείλεις.
Αφροδίτη
Το φύλαξε για να το στείλει την επομένη, έχοντας ειδοποιήσει την Ανδριανή πως η αλλοτινή τους κρυψώνα, θα ανήκε προσωρινά στον ΄΄Φίλιππο''Το δωμάτιό της την έπνιγε. Ποτέ δεν το αγάπησε. Έμοιαζε με μία φυλακή, στην οποία η ίδια είχε τοποθετήσει τη ζωή και την ψυχή της. Στο βάθος, στον καναπέ, ο Φίλιμπερτ κοιμόταν βαθιά. Τα όμορφα χαρακτηριστικά του, έμοιαζαν σχεδόν αγγελικά, όπως απλώνονταν γαλήνια στο πρόσωπό του. Η πληγή στο κεφάλι του δεν είχε κλείσει και ελάχιστο ερυθρό υγρό, είχε χαράξει ένα λεπτό μονοπάτι στο μέτωπό του. Εκείνη έστεκε ακίνητη και τον κοιτούσε. Με ένα πανί, διστακτικά πλησίασε, απλώς για να σκουπίσει το αίμα. Ο νεαρός έτσι και αλλιώς κοιμόταν πολύ βαθιά για να αισθανθεί το άγγιγμα. Υποσυνείδητα, εκείνος θεώρησε πως το ανεπαίσθητο άγγιγμα, ανήκε στην κυρία Ελένη. Το κορμί του γύρισε, αγγίζοντάς την κατά λάθος, δίχως να ξυπνήσει. Ένιωσε στο χέρι της, ένα ελαφρύ χάδι, με τα χαρακτηριστικά του νεαρού να γλυκαίνουν περισσότερο. Τρομαγμένη αποσύρθηκε. Η καρδιά της, είχε ανεβάσει παλμούς εξαιτίας του άγχους. Η εικόνα του να χάνει στα ξαφνικά τη γη, επέστρεψε. Λάσπες λέρωναν το κορμί της και ένας πόνος οξύς, απλωνόταν ανάμεσα από τα πόδια της. Ο βιαστής ταυτόχρονα την δάγκωνε λες και ήταν κάποιο κτήνος που ζευγάρωνε δίχως συναίσθημα. Θυμόταν τα παρακάλια της και την βρομερή του ανάσα κοντά στον λαιμό της, την λυσσασμένη του επιθυμία για ηδονή.
΄΄Δεν είναι όλοι ίδιοι. Προσπάθησε να το καταλάβεις΄΄ πίεσε τον εαυτό της.
Η πόρτα την καρτερούσε, το προσωρινό της φέρετρο. Μόλις έκλεισε, τα κυανά μάτια άνοιξαν και προσγειώθηκαν επάνω της. Ο Φιλ χαμογέλασε.
΄΄Εσύ ήσουν λοιπόν...΄΄ σκέφτηκε για να κοιμηθεί εκ νέου αμέσως.
------------
Το επόμενο πρωί βρήκε τον Άρτουρ να κυκλοφορεί στους δρόμους της Αθήνας με το πολυβόλο στο χέρι και τον σύντροφό του Χέλμουτ δίπλα του. Η αγορά της πόλης είχε τα χάλια της και η θέα των εκατοντάδων μικροπωλητών, του προκαλούσε εκνευρισμό. Στην ουσία ήθελε να τους γαζώσει όλους και ειλικρινά δεν έβλεπε τον λόγο για το αντίθετο.
«Θα μπορούσες να είχες βρεθεί αλλού, σε καλύτερα μέρη» ακούστηκε η φωνή του Χέλμουτ.
«Είμαι εδώ για έναν λόγο και το γνωρίζεις...Ανάθεμα!» έβρισε όταν υπήρχαν στιγμές που το ελαφρώς ελαττωματικό του πόδι δεν υπάκουε στις διαταγές του περήφανου βήματός του. Έπρεπε να βρει κατάλυμα, ωστόσο δεν επιθυμούσε να μένει στο ίδιο σπίτι με ντόπιους. Θα τους πετούσε έξω και θα είχε όλο το χώρο για εκείνον
«Σκεφτόμουν να φάμε κάτι» ο Χέλμουτ κάποτε δεν τον κοιτούσε καν στα μάτια.
«Ελπίζω να υπάρχει και κάτι σε αυτό το αχούρι»
Η εύρεση στέγης ήταν δύσκολη υπόθεση κυρίως για τους αξιωματικούς, καθώς κανένας Αθηναίος δεν επιθυμούσε να δώσει οικειοθελώς, έστω και ένα δωμάτιο. Οι Αρχές Κατοχής αντιμετώπισαν οξύ πρόβλημα και απευθύνθηκαν στον Δήμο Αθηναίων, ώστε να εκδοθεί ανακοίνωση. Ο Άρτουρ ωστόσο δεν είχε κανέναν σκοπό να περιμένει. Θα διάλεγε την βίλα του και αν τολμούσε ο ιδιοκτήτης να τον απειλήσει με όπλο, πολύ απλά θα τον εκτελούσε. Καθώς ακόμη και το κρασί είχε γίνει δυσεύρετο, κάθισαν μαζί με τον Χέλμουτ, κοιτώντας απροκάλυπτα το γεύμα των διπλανών. Καθώς δεν είχαν κανέναν τρόπο να συνεννοηθούν, απλώς το έδειξαν, διατάζοντας να τους φέρουν ένα παρόμοιο.
«Πώς θα βρεις τον αδερφό σου;»
«Εύκολο. Το θέμα είναι πώς θα τον προσεγγίσω. Δεν γνωρίζω σε τι συνθήκες μεγάλωσε»
«Γνωρίζεις το πού»
«Ναι, αλλά όχι το πώς. Τελοσπάντων...»
«Θα του πεις την αλήθεια για τους δικούς σας; Πως σε πέταξαν γιατί...»
«Ήμουν κουτσός εκ γενετής; Ίσως και να το πω. Να ξέρεις όμως ένα πράγμα. Η ελαφριά σωματική μου αναπηρία, με οδήγησε στο σήμερα. Τίποτε δεν περνά από δίπλα μου ή από πάνω μου, ούτε καν ένα βλέμμα που μπορεί να μου προκαλέσει αμηχανία»
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro