Όταν ο χρόνος σταμάτησε/ part2
Έβλεπε συχνά τέτοιους εφιάλτες. Ανήκαν στα χρόνια εκείνα, στις στιγμές που ακολουθούσαν τον στρατό εκτελώντας. Δεν ήθελε να το σκέφτεται. Κάποια πράγματα πλέον είχαν αλλάξει. Έμοιαζε σαν να του έδινε η ζωή αχνά, μία δεύτερη ευκαιρία στην κατανόηση και πάνω από όλα, στη συγχώρεση του εαυτού του. Ο Άρτουρ μισούσε τον εαυτό του. Θεωρούσε πως δεν ήταν άξιος αγάπης, ίσως μονάχα οίκτου. Ποιος θα μπορούσε να αγαπήσει έναν άνδρα με σωματικά ελαττώματα; Και όποια το έκανε, κοιτούσε το αξίωμα, προσπαθώντας να παραβλέψει το κουτσό βάδισμα. Κοιτώντας το κενό, έχοντας ξαπλώσει ανάσκελα, την έφερνε στο μυαλό του ξανά και ξανά. Τη στιγμή που απέτρεψε τον αυτοτραυματισμό του, τη στιγμή που αποφάσισε να μείνει για εκείνον, όταν όλοι είχαν φύγει. Μύριζε σαν τα γιασεμιά. Ω, στα σίγουρα αυτό και πολλά άλλα ακόμη. Το κορμί του είχε ανταποκριθεί στα κρυφά όπως ποτέ ξανά. Γιατί για εκείνον η ερωτική πράξη δεν πήγασε ποτέ από το μυαλό και την καρδιά, παρά μονάχα από την ανάγκη.
Παρόλα αυτά, για ακόμη μία φορά την άφησε να φύγει. Πάντοτε αυτό θα έκανε. Η ιστορία η δική της δεν είχε γραφτεί ακόμη. Όσο και αν δεν μπορούσε να το καταλάβει τώρα, ήταν πιο ελεύθερη από τον ίδιο. Όταν όλα τελείωναν, θα μπορούσε να κάνει όνειρα. Εκείνος πάλι, δεν θα μπορούσε. Αρχικά, γιατί ίσως και να σκοτωνόταν στο μέλλον σε κάποια μάχη και έπειτα, ποιος θα ήθελε τον πρώην κατακτητή να ζήσει δίπλα του; Όπου και να πήγαινε, θα τον κυνηγούσαν οι ξεσηκωμένοι για εκδίκηση και φυσικά, αν δεν επέλεγε Γερμανίδα, δεν υπήρχε περίπτωση να τον δεχτεί η οικογένειά της. Ξεφύσησε. Ίσως κατά βάθος να τον παρηγορούσε το γεγονός πως δεν είχε καμία ελπίδα μαζί της. Γιατί αν είχε, κάτι τέτοιο θα τον τρομοκρατούσε. Θα έπρεπε να υπερβεί κάποια όρια. Να μάθαινε να είναι στοργικός, να αγκάλιαζε έπειτα από την ερωτική πράξη, να τη φιλούσε, να έβλεπε το κορμί του δίχως κάποιο ύφασμα να το καλύπτει. Η γύμνια ωστόσο, του προκαλούσε νευρικότητα. Από τότε που κάποιος ταπεινωτικά του έσκισε τα ρούχα, του τα κομμάτιασε για να θωπεύσει σημεία απαγορευμένα. Από τότε, δεν έκανε έρωτα ποτέ του γυμνός. Βασικά, δεν έκανε έρωτα.
Με το πρώτο φως, κατέβηκε σιγανά, προκειμένου να την ξυπνήσει, καθώς θα έφευγε και επίσης, η κοπέλα θα ήθελε να πάει στο σπίτι της, ώστε να σταθεί στο πλευρό του πατέρα της. Η πόρτα χτύπησε σιγανά και τον ενημέρωσαν πως ο κύριος Παύλος βρισκόταν στο νοσοκομείο, όπου εργαζόταν και η Ανδριανή. Ευτυχώς δεν κινδύνευε η ζωή του, μα θα χρειαζόταν να παραμείνει για μερικές μέρες. Τα νέα ήταν σαφώς ανακουφιστικά. Καθώς άκουγε ησυχία, χτύπησε μία φορά την πόρτα της. Ένα λεπτό πέρασε και ο Άρτουρ άνοιξε σιγανά, για να την δει να κοιμάται βαριά, παραδομένη στην κατάθλιψη. Ο Λευτέρης επίσης κοιμόταν στην αγκαλιά της, σφιγμένος επάνω της. Για λίγο γονάτισε μπροστά τους. Υπό άλλες συνθήκες, θα βρίσκονταν δίπλα από ένα λάκκο, σκαμμένο από τα ίδια τους τα χέρια και θα τους σημάδευε στο σβέρκο ή στη καρδιά. Έπειτα άλλοι θα περνούσαν και θα κατέβαιναν στο λάκκο με τα πτώματα, δίνοντας τη χαριστική βολή σε όσους ακόμη μούγκριζαν. Αυτή η εικόνα τον στοίχειωνε. Όμως τότε δεν ενδιαφερόταν για κανέναν και οι άνδρες ήταν κόκκινο πανί. Γιατί αδυνατούσε να ξεχάσει τον Άλμπρεχτ. Το τέρας που του έσκισε τη μπλούζα, που τον πέταξε σαν ζώο στο πάτωμα, ξεφτιλίζοντάς τον, ασελγώντας στο παιδικό του κορμί. Ο πόνος έμεινε για μέρες, ακόμη και μία μικρή αιμορραγία τραυματισμού. Κανέναν δεν αφορούσε όμως. Γιατί θα έπρεπε να αφορά εκείνον, ο χαμός άγνωστων; Στο σήμερα, μπορούσε να απαντήσει, μα ήταν αργά. Οι πράξεις, δεν γυρνούσαν πίσω.
Με το ένα του χέρι, παραμέρισε μία καστανή τούφα. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου του μαλάκωσαν μεμιάς. Τίποτε δεν έκανε ωστόσο, απλώς τη φώναξε σιγανά. Τα θολωμένα της μάτια άνοιξαν, ερχόμενα αντιμέτωπα με ένα αγγελικά όμορφο πρόσωπο. Για λίγο ταράχτηκε, έπειτα σκούντησε και τον Λευτέρη.
«Θεέ μου, τι ώρα είναι; Πρέπει να φύγω αμέσως! Πρέπει να πάω στον μπαμπά!»
«Είναι πολύ νωρίς και ακόμη ο ήλιος δεν έχει βγει τελείως. Θα σε πάω εγώ ως ένα σημείο. Κάνει κρύο, θα παγώσεις»
«Όχι. Θα περπατήσουμε» τον έκοψε και σηκώθηκε, στρώνοντας απλώς τα μαλλιά με τα δάχτυλά της. Κοίταξε τα χέρια του «Ίσως θα έπρεπε να τα περιποιηθείς» ψέλλισε σαν να μην ήξερε τι άλλο να πει.
«Είμαι γιατρός, μην ανησυχείς γι' αυτό» απάντησε αμήχανα.
«Ευχαριστούμε για χθες. Για τη στέγη. Ελπίζω και ο αδερφός σου να είναι καλά»
«Θα γυρίσει σε δύο μέρες. Θέλεις να του πω, πως ρώτησες;»
«Όχι. Δεν πειράζει...»
Τον έβλεπε τον δισταγμό της. Αν δεν ήταν Γερμανός ο Φιλ, θα ήθελε να είναι μαζί του. Μειδίασε θλιμμένα. Φυσικά και θα ήθελε. Ο μικρός ήταν υπέροχος. Τότε γιατί ένιωθε ένα κενό; Ήταν μονάχα το θέμα του Φιλ; Ή υπήρχε και κάτι άλλο;
«Θα φύγω εγώ. Ενημερώθηκα πως ο πατέρας σου είναι εκτός κινδύνου, στο Λαϊκό. Επομένως, γνωρίζεις πού να τον αναζητήσεις. Καλημέρα»
Μαζί βγήκαν. Εκείνη και ο Λευτέρης ακολούθησαν διαφορετικό δρόμο. Κανείς τους δεν ήξερε πως άνθρωποι του Μανώλη παρακολουθούσαν το σπίτι των Εβραίων κάθε μέρα, καθώς και όλες τις κινήσεις. Όταν βρέθηκαν έπειτα από μία ώρα σπίτι τους, είδαν τη Δέσποινα να πηγαινοέρχεται στο εσωτερικό. Τρέχοντας, ο μικρός έπεσε επάνω της και εκείνη ξεκίνησε να ουρλιάζει και να ξεσπά σε λυγμούς.
«Μα, πού ήσασταν; Νομίζαμε πως πάθατε κάτι! Αχ, κορίτσι μου τι άλλο κακό θα μας βρει πια; Τουλάχιστον, είστε εσείς καλά και από όσο μας είπε η φίλη σου η Ανδριανή, θα γίνει και ο Παύλος»
Η Αφροδίτη την αγκάλιασε σφιχτά.
«Κρυφτήκαμε όλο το βράδυ με την ελπίδα να μη μας βρουν αυτά τα τέρατα. Ήταν εδώ μέσα. Χτύπησαν τον μπαμπά και εμένα προσπάθησαν να...να με αγγίξουν»
«Ο Χριστός και η Παναγιά! Τι είναι αυτά που λες;»
«Ας το ξεχάσουμε. Δεν έγινε ποτέ. Πάω στον μπαμπά. Μπορείς να κρατήσεις για λίγο τον μικρό;» τη ρώτησε και εκείνη ένευσε θετικά.
«Κανένα πρόβλημα. Ήμουν και εγώ μαζί του. Τώρα πήγε ο Σοφοκλής και ο Στέφανος ήταν και εκείνος όλη νύχτα. Τώρα αναγκαστικά πάει προς τη δουλειά και θα επιστρέψει το απόγευμα. Πρέπει να τον ειδοποιήσω πως είσαι καλά. Όλη τη νύχτα έβριζε και έτρεχε σαν θεριό. Σε αγαπά σαν αδερφή του»
Σαν έφτασε στο Λαϊκό, βρήκε την Ανδριανή να τρέχει και να την αγκαλιάζει. Της είχε λείψει πολύ η φίλη της, απλώς με όλες τις ασχολίες της, κάποτε δυσκολευόταν να το δει πραγματικά. Αντίκρυσαν η μία την άλλη και η Αφροδίτη βούρκωσε.
«Όχι. Αυτό δεν θα το αφήσουμε ποτέ να συμβεί. Έχουμε μεγαλώσει μαζί και καμία συνθήκη δεν είναι αρκετά ισχυρή για να μας χωρίσει» τραύλισε η Αφροδίτη.
«Συγγνώμη που δεν ήμουν εκεί για εσένα και ο...»
«Αχ, Ανδριανή. Στη ζωή θα υπάρξουν οι ήρωες που άπαντες θα θυμούνται και εκείνοι που θα ξεχαστούν γιατί πολύ απλά το μόνο που θα θέλουν, θα είναι να επιβιώσουν αυτοί και η οικογένειά τους. Κάτι τέτοιο δεν θα έπρεπε να μειώνει την αξία τους. Αναφέρομαι κυρίως στον Στέφανο. Τον πληγώνει η συμπεριφορά σου»
Την είδε σκεφτική.
«Το ξέρω πως ίσως το παρατράβηξα, μα Αφροδίτη, τι άλλο θα πρέπει να γίνει για να το δείτε και εσείς; Ο πατέρας σου χτυπήθηκε από αυτά τα καθάρματα! Είναι δυνατόν να μην σκέφτεσαι στο ελάχιστο την εκδίκηση; Έστω μία μικρή πράξη αντίστασης;»
Μπορούσε να κατανοήσει τον θυμό που κόχλαζε. Υπήρχαν στιγμές που και εκείνη ένιωθε πως ήθελε να εκδικηθεί.
«Ίσως δοκιμάσω να σε ακολουθήσω στο μέλλον, αρκεί να μην είναι κάτι ακραίο. Αγαπώ την πατρίδα μου τη δεύτερη, το ίδιο και ο ξάδερφός μου. Πάμε στον μπαμπά;»
«Φυσικά. Τον περιποιήθηκα όλο το βράδυ. Ξέρεις πως του έχω αδυναμία»
Το κεφάλι του ήταν δεμένο. Το πρόσωπό του ωχρό, μα στη θέα της, παρά τους φοβερούς ιλίγγους, ήθελε να τιναχτεί για να την αγκαλιάσει. Ήταν τότε που κόχλασε εκείνος ο θυμός της αδικίας. Οι γονείς της, ήταν τίμιοι άνθρωποι. Αγαπούσαν τους γύρω τους, είχαν γενικά μία τεράστια καρδιά, όπως και οι θείοι της. Αυτά τα ξανθά τέρατα, με θράσος είχαν καταπατήσει τη ζωή της. Μήπως τελικά, έπρεπε όντως να πάρουν ένα μάθημα; Η ζωή ωστόσο την είχε διδάξει, πως κάποτε η εκδίκηση ερχόταν από μόνη της. Πως αν την προκαλούσες εσύ, μπορεί να δημιουργούσες και μία αλυσίδα κακών γεγονότων.
«Μπαμπά....» ψιθύρισε με δάκρυα στα μάτια. Ήταν επικίνδυνο να συναναστρέφεσαι με τον κατακτητή. Ο Μπρούνο είχε στοχοποιήσει εν μέρη το σπίτι της, γιατί δεν χώνευε τα δυο αγόρια, τον Φιλ και τον Κάσπαρ. Τους θεωρούσε μαλθακούς. Δεν είχαν τη σκληρότητα του Γερμανού στρατιώτη με τους παγωμένους, άκαμπτους τρόπους.
«Κοριτσάκι μου» χάιδεψε το χέρι της «Δόξα τω Θεώ. Νόμιζα πως έπαθες κακό. Ο εγγονός μου;»
«Είναι καλά, μα προέχεις εσύ τώρα» κόμπιασε «Κόντεψα να τρελαθώ. Αν έχανα και εσένα...»
«Δεν με έχασες...»
Τον κοίταξε.
«Τη σκέφτεσαι καθόλου τη μαμά; Θυμάσαι με λεπτομέρειες το χαμόγελό της; Τη μυρωδιά του σπιτιού μας όσο ζούσε; Φοβάμαι μήπως ξεχάσω. Μήπως μία μέρα δεν κατορθώσω να ανακαλέσω το γέλιο της. Ο κόσμος συνεχίζει να υπάρχει δίχως εκείνη. Νόμιζα πως ποτέ δεν θα συνήθιζα την απώλειά της, μα το έκανα»
«Η ζωή συνεχίζεται και ειδικά για εσένα. Εγώ μπορεί και να έμεινα λιγάκι πίσω. Η μητέρα σου όμως, δεν θα ήθελε να είσαι δυστυχισμένη. Μπορείς να ευτυχήσεις. Τίποτε δεν διαρκεί για πάντα, άρα ούτε το κακό»
«Ποτέ σου δεν με πίεσες να αποκατασταθώ, όπως πολλά κορίτσια στη γειτονιά»
«Μα, δεν είσαι το κορίτσι της γειτονιάς, αλλά η κόρη μου. Θέλω να είσαι ευτυχισμένη με την επιλογή σου, όπως εγώ με την δική μου. Τα χρόνια μας ήταν ακόμη πιο παραδοσιακά, μα κατά τύχη, εγώ και η μητέρα σου αγαπηθήκαμε στ' αλήθεια. Ήμασταν ο ένας η επιλογή του άλλου» κοίταξε για λίγο αλλού «Ξέρω πως αυτή τη φορά θύμωσες πολύ. Όμως δεν θέλω να μπλεχτείς»
«Μα, δεν μπορώ να μείνω αμέτοχη!» διαφώνησε για πρώτη φορά μαζί του.
«Εγώ όμως σε θέλω ζωντανή. Η γροθιά στο μαχαίρι δεν βοηθά ποτέ»
«Μπαμπά...»
«Κάνε μου αυτή τη χάρη»
Σιωπηλή κάθισε ακόμη λίγες ώρες και έφυγε. Ο μικρός βρισκόταν στους θείους του και οδεύοντας προς τα εκεί, βρήκε το Στέφανο που την κοιτούσε με μάτια ορθάνοιχτα.
«Κόντεψα να τρελαθώ!» της φώναζε.
«Είμαι καλά. Όλα εντάξει»
«Αν πάθαινες κάτι, κάποιοι θα σχεδίαζαν τον τάφο τους»
«Σκέφτομαι σοβαρά να βοηθήσω την Ανδριανή» ψέλλισε.
«Α, μάλιστα! Τώρα παρέσυρε και εσένα!»
«Είδες τι έκαναν στον μπαμπά! Άκουσες επίσης τι πήγαν να μου κάνουν! Να με βιάσουν! Ίσως η Ανδριανή κάνει καλά που προσπαθεί»
«Αφροδίτη αν σε μπλέξει, ειλικρινά...»
«Είναι φίλη μου!»
«Και είναι ο δεσμός μου! Και της έχω πει χιλιάδες φορές να σταματήσει. Τελοσπάντων. Πάω στο θείο. Ο μικρός είναι με τη μάνα μου»
Η Αφροδίτη ωστόσο, δέχτηκε στο σπίτι της την Ανδριανή για να μην κοιμηθεί ολομόναχη. Ήταν η πρώτη φορά που την έβαλε να της μιλήσει για την Αντίσταση. Για την πρόσβαση σε πληροφορίες ακόμη και μέσα στις υπηρεσίες των κατοχικών αρχών, για την ευρηματικότητα των κατασκοπευτικών μηχανισμών αλλά και το θάρρος των πληροφοριοδοτών. Ένα από τα στέκια τους, ήταν και το καφενείο του Μανώλη που είχε ένα κρυφό ραδιόφωνο και τσιλιαδόρους απ' έξω. Άκουγαν τις πληροφορίες, τις έγραφαν σε κείμενα και ξεκινούσαν με το λεγόμενο ΄΄χωνί΄΄ να τις μοιράζονται με τον κόσμο. Το ΄΄χωνί έβγαινε έπειτα από την παράνομη ακρόαση εκπομπών από το BBC ή τον σταθμό της Μόσχας ή και κατά τη διάρκεια επιχειρήσεων των Ταγμάτων Ασφαλείας. Ήταν ένας άμεσος τρόπος ενημέρωσης των κατοίκων των συνοικιών και η Ανδριανή είχε αναλάβει ένα τέτοιο πόστο.
«Θα μπορούσες να γράφεις στον Παράνομο Τύπο. Ας πούμε πληροφορίες από τα μεγάλα μέτωπα του πολέμου. Υπάρχει ολόκληρο σύστημα που δουλεύει γι' αυτό, από τυπογραφεία, διανομείς, τα πάντα. Εσένα πάντα σου άρεσε να γράφεις»
«Εντάξει, θα το σκεφτώ»
«Θα είναι και ο Ίκαρος εκεί και είναι όμορφο παιδί. Μη νομίζεις πως πάντοτε τρέχουμε με δουλειές. Υπάρχει και ελεύθερος χρόνος και γιορτές. Ο Ίκαρος ίσως σε βοηθήσει να ξεχαστείς. Είναι πολύ καλός και είναι πατριώτης. Οτιδήποτε άλλο, μονάχα μπελά θα σου φέρει»
Έμειναν να μιλούν μέχρι το πρωί. Μέχρι που το πορτοκαλοκόκκινο χρώμα της ανατολής τρύπωσε από τα παράθυρα, διαχέοντας τη χρυσή του λάμψη στο εσωτερικό ενός σιωπηλού σπιτιού. Ευτυχώς η θεία της είχε συμμαζέψει το χάος. Μέσα σε όλα τα προβλήματα που είχε να αντιμετωπίσει ο ελληνικός λαός, ήταν και εκείνο της πολιτικής επιστράτευσης.Η ανακοίνωση του Υπουργείου Εργασίας την Πρωτομαγιά του 42 συμβολικά, το παρουσίαζε ως μοναδική ευκαιρία. Όσοι πήγαν εθελοντικά, μίλησαν για άθλιες συνθήκες και ξυλοδαρμούς. Τώρα όμως, οι γερμανικές αρχές κατοχής, το εισήγαγαν υποχρεωτικά. Η τότε κυβέρνηση Λογοθετόπουλου και ο Νικόλαος Καλύβας, Υπουργός Εργασίας, το δημοσίευσαν στην εφημερίδα της κυβέρνησης και ο λαός ξεσηκώθηκε.
Όμως ο Στέφανος δεν ήταν βαμμένος με κάποιο χρώμα και ποτέ δεν θα το έκανε. Σκεφτόταν την διορία του Μανώλη. Ήταν τρελός. Δεν είχε καταλάβει πως το σπίτι εκείνο, φυλασσόταν από ανθρώπους των Γερμανών. Θα έμπαιναν όλοι σε μεγάλες περιπέτειες. Ίσως θα έπρεπε να πείσει την οικογένεια να φύγει. Αλλιώς σε ποιον θα έπρεπε να μιλήσει; Αν κινδύνευαν;
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro