Όταν ο χρόνος σταμάτησε/part 3
Βερολίνο 1943, Γενάρης
Ήταν η καλύτερη άδεια της ζωής του. Σχεδόν είχε ξεχάσει τα δεινά που τον είχαν βρει και με το γράμμα του Γιάεν στο χέρι, καθόταν στο Reimann, ένα γερμανικό καφενείο. Όλοι οι θαμώνες γύρω του έμοιαζαν απαισιόδοξοι πια για την έκβαση του πολέμου. Οι δημοσιογράφοι της Berliner Tageblatt, που ήταν πλέον σχεδόν όλοι μέλη του Κόμματος, έγιναν μία σπιθαμή περισσότερο αντιστασιακοί στα λόγια τους σε σχέση με πριν. Ο Φίλιμπερτ άκουγε τη μουρμούρα τους, μα πλέον τίποτε δεν τον άγγιζε. Σημασία είχε πως ο παιδικός του φίλος, είχε βγει ζωντανός από την πύρινη λαίλαπα εκείνης της φρικτής νύχτας. Δίπλα του στο τραπέζι, ένας ανάπηρος, προσπαθούσε να περιγράψει τι ήταν το Ανατολικό Μέτωπο. Μία Κόλαση που ακόμη και τα λόγια, θα δυσκολεύονταν να απεικονίσουν.
«Έπρεπε να μείνεις στη λάσπη και το κρύο, καρτερώντας τα Τ-34, ρωσικά άρματα καθώς και τους Ρώσους σκιέρ, οι οποίοι με τα φλογοβόλα, καθάριζαν τα γερμανικά χαρακώματα»
«Μη μιλάς, είναι ανώφελο» πετάχτηκε ένας άλλος σύντροφός του και δίπλα τους ένας Ες-Ες δημοσιογράφος, αγανάκτησε εξαιτίας της ηττοπάθειάς τους.
«Εντυπωσιάζομαι από αυτό το πνεύμα που συναντώ παντού» έκρωξε.
«Είμαστε μόνοι, ενάντια σε όλη την Ευρώπη» επέμεινε ο ανάπηρος, του οποίου το μισό κεφάλι ήταν δεμένο με επιδέσμους.
«Είμαστε όλοι όμως στο ίδιο πλοίο και δεν μπορούμε να το εγκαταλείψουμε τώρα» συνέχισε με επιμονή ο δημοσιογράφος.
«Δεν μπορείτε πια να εφοδιάσετε με όπλα και τροφές πάνω από είκοσι εκατομμύρια στρατιώτες!» του φώναξε ο ανάπηρος και οι υπόλοιποι αδειούχοι συμφώνησαν. Ο Φίλιμπερτ αγχώθηκε για ακόμη μία φορά. Τελικά ήταν υπερβολικά τυχερός που είχε καταλήξει στην Ελλάδα αν και αυτή η τύχη, έμοιαζε προσωρινή. Καθώς κορμιά έπεφταν στα μέτωπα, η χώρα του θα ήθελε να τα εφοδιάσει με επιπλέον στρατιώτες και έτσι, υπήρχε πάντοτε η πιθανότητα να τον καλέσουν να αποσυρθεί για να καταλήξει Ανατολικά.
Επιστρέφοντας το απόγευμα στην Ελένη για να μαζέψει τα πράγματά του, έβλεπε τον χειμωνιάτικο ήλιο να βυθίζεται σε μία σουρεαλιστική πόλη. Χρόνια δηλαδή αισθανόταν πως αυτό το μέρος δεν ήταν φτιαγμένο για ανθρώπους, αλλά για άψυχους στρατιώτες και φονικές μηχανές. Το διαμέρισμά της, ήταν το μόνο ασφαλές σημείο, η μόνη γνώριμη φωλιά. Ώσπου να φτάσει περπατώντας, είχε πλέον νυχτώσει. Βρήκε την Ελένη να διαβάζει κάποια νέα της ημέρας. Είχε επιστρέψει μόλις από το ίδρυμα και στη θέα του χαμογέλασε πλατιά.
«Κάθε φορά που σε βλέπω, η καρδιά μου χτυπά δυνατά. Από τη μία χαίρομαι που είσαι καλά, χαίρομαι για όλα όσα έχεις γίνει και από την άλλη θλίβομαι. Η ζωή σου έπρεπε να είναι διαφορετική και κάθε φορά που φεύγεις, αναρωτιέμαι αν εξαιτίας όλων όσων συμβαίνουν, θα μπορέσουν ποτέ οι άνθρωποι να σε κρίνουν γι' αυτό που είσαι και όχι για την καταγωγή σου»
Ο Φιλ ξεφύσησε.
«Δύσκολη η απάντηση. Θα μου επιτρέψεις να μην το αναλύσω περισσότερο. Ξέρουμε καλά και οι δυο, πως οι περισσότεροι θα δουν την καταγωγή μου και δεν τους αδικώ. Όπως και να έχει, αυτό το γράμμα, ήταν ό,τι πιο όμορφο θα μπορούσα να λάβω, χάρη σε εσένα. Θέλω τόσο πολύ να βρω τον Γιάεν. Ήταν ένας τόσο φωτεινός και σοφός νέος, σε σημείο που ορισμένες φορές έμοιαζε με κάποιον ηλικιωμένο, παγιδευμένο σε νεανικό κορμί»
Εκείνη χαμογέλασε.
«Όλα καλά στην πατρίδα;» τον ρώτησε με υψωμένο φρύδι.
«Δεν γνωρίζω ακριβώς τι περιμένεις να σου πω. Ξεχνάς πως είμαι αξιωματικός της Βέρμαχτ. Παρόλα αυτά, ναι. Όλα σχετικά καλά»
«Το κορίτσι σε βλέπει σαν αξιωματικό;»
«Ελένη!» γέλασε γάργαρα εκείνος «Δεν είναι τόσο απλό. Η ελληνική κοινωνία, δεν θα το δεχόταν ποτέ. Εννοώ έναν τέτοιο δεσμό, ντροπιαστικό»
«Ο αδερφός σου;»τον ρώτησε «Αχ, μακάρι τα γεγονότα να ήταν διαφορετικά. Γενικά, θυμάμαι πως οι γονείς σας είχαν διαφορές με πολλούς. Μία τα εσωκομματικά, μία το γεγονός πως δεν ήταν και οι καλύτεροι άνθρωποι...Ειλικρινά δεν ξέρω τι να πω. Ο νεαρός ωστόσο, ο Άρτουρ, νομίζω πως έχει βελτιωθεί έστω και λίγο»
«Έχει βελτιωθεί αρκετά. Στην αρχή δεν σου κρύβω, πως δεν είχα καμία όρεξη να φτάσω να συναναστρέφομαι καθημερινά μαζί του. Είχαμε μεγαλώσει χώρια και όπως καταλαβαίνεις, μόλις έμαθα την ιδιότητά του, φαντάστηκα πως για να φτάσει εκεί, έχει χρησιμοποιήσει κάθε απάνθρωπη μέθοδο. Σε αυτό μπορεί και να μην έκανα λάθος. Ωστόσο, ο Άρτουρ είναι πολλά περισσότερα. Ένα παιδί που μεγάλωσε δίχως στήριγμα, πιστεύοντας πως είναι βάρος στην κοινωνία και δεχόμενος μέχρι και...βιασμό, δεν θα μπορούσε να έχει άλλη εξέλιξη. Στην τελική, αν δεν προσπαθούσε πολύ να αποδείξει πως αξίζει να υπάρχει στη γερμανική κοινωνία, θα ήταν νεκρός»
Η Ελένη έμεινε να τον κοιτάζει σχεδόν σοκαρισμένη.
«Παναγία μου. Γιατί φέρνουν παιδιά στον κόσμο; Για να τα κακοποιούν; Για εσένα γνωρίζει τα πάντα;»
«Γνωρίζει πως είμαι δεκτικός με τους Εβραίους, μα δεν έχουμε μιλήσει ανοιχτά για τον Γιάεν. Από τη στιγμή ωστόσο που ο Κάσπαρ είναι κολλητός μου, δεν βλέπω τον λόγο να του το κρατώ κρυφό.Αν δεν με δέχεται με όλες τις αλήθειες μου, μπορεί να αποχωρήσει» για λίγο σύρθηκε μέχρι το παράθυρο. Έξω χιόνιζε «Το χιόνι για τους στρατιώτες στο μέτωπο είναι θάνατος. Σκέφτομαι όλους αυτούς που βρίσκονται μακριά από τα σπίτια τους, έχοντας μπλεχτεί σε όλο αυτό το γελοίο, θανατηφόρο πανηγύρι. Κάποτε μου είχες πει, πως είχες μία φίλη στην Αυστρία. Ίσως πρέπει να το σκεφτείς και να φύγεις από το Βερολίνο»
«Αποκλείεται! Το ίδρυμα; Τα παιδιά; Εδώ έζησα τόσα χρόνια»
«Ελένη, αν κάτι πάει λάθος, αν οι Ρώσοι τελικά μας κερδίσουν, να είσαι σίγουρη πως θα φτάσουν ως εδώ και αν δεν το κάνουν αυτοί, θα συμβεί από τους Γάλλους ή τους Αμερικάνους ή τους Εγγλέζους. Η εκδίκηση όλων θα είναι φρικτή. Δεν μπορείς να μείνεις εδώ. Φύγε όσο ακόμη είναι καιρός»
«Μα, αν φύγω πού θα σε...»
«Ελένη, θα αισθάνομαι καλύτερα αν γνωρίζω πως είσαι ασφαλής. Μην ανησυχείς για εμένα. Να ξέρεις, πως ακόμη και αν πάθω κάτι, τουλάχιστον μπορείς να είσαι περήφανη. Γιατί μεγάλωσα και έγινα ο άνδρας εκείνος που επιθυμούσες ή στο περίπου»
Την έκανε να βουρκώσει. Τελευταία είχε μία τάση να συγκινείται εύκολα.
«Θέλω να προσέχεις»
«Θα φύγεις; Θα πας στη φίλη σου στην Αυστρία;»
«Ε-εντάξει» του απάντησε προσπαθώντας να καταπιεί έναν λυγμό που σκαρφάλωνε επικίνδυνα.
Ο Φίλιμπερτ αποσύρθηκε και εκείνος για να μαζέψει τα πράγματά του. Υπήρχαν στιγμές που αναρωτιόταν γιατί θα έπρεπε να επιστρέψει. Τον έρωτά του δεν μπορούσε να τον ζήσει, φίλους δεν είχε στην ουσία. Ήθελε να δει όμως τον Κάσπαρ και τον αδερφό του. Ήλπιζε να ήταν καλά, ακόμη και αν τους είχε αφήσει μονάχα λίγες μέρες.
Αθήνα
Ο Στέφανος είχε αφήσει πολλά ανοιχτά μέτωπα. Με την προθεσμία αυτού του σκοτεινού ανθρώπου, να κρέμεται πάνω από το κεφάλι του, είχε προτείνει στον Σάββα να συναντηθούν, μήπως έκανε την αρχή με αυτόν τον τρόπο. Στη γνωστή μουριά, τόπο συνάντησης της παρέας, είδε τη φιγούρα την αδύνατη του κολλητού του να πλησιάζει. Από το χαμόγελο στο πρόσωπο, αντιλαμβανόταν πως αν μη τι άλλο, περνούσε καλά με τη Δάφνη. Μπορεί το θέμα το επισιτιστικό να μην είχε λυθεί, μα εκείνοι είχαν κατορθώσει κάπως να βρουν τις ισορροπίες τους.
«Αδερφέ;» τον πείραξε πρώτος ο Σάββας.
«Κέφια βλέπω. Όλα καλά πάνε επομένως»
«Με το παραπάνω! Είμαι ειλικρινά πολύ χαρούμενος που όλα πάνε καλά. Εσύ; Σε βλέπω προβληματισμένο»
«Εγώ...Λοιπόν, είναι η αλήθεια πως τίποτε δεν μου πάει ιδιαίτερα καλά»
«Έμαθα για τον θείο σου. Είναι καλά; Η Αφροδίτη;»
«Ο θείος είναι εντάξει, το ίδιο και η ξαδέρφη μου. Μπήκαν στο σπίτι Γερμανοί και τα έκαναν όλα άνω κάτω. Έλειπα και...πήγαν πάλι να αγγίξουν την Αφροδίτη..» κόμπιασε φτύνοντας σχεδόν φαρμάκι.
«Δεν το πιστεύω...Αν την άγγιζαν θα τους σκότωνα!»
Ο Στέφανος ελαφρώς μειδίασε.
«Νοιάζεσαι ακόμη για εκείνη...» διαπίστωσε.
«Δεν καταλαβαίνω. Εμφανώς και νοιάζομαι. Έχουμε μεγαλώσει μαζί»
«Εννοώ, διαφορετικά»
Τον είδε να διστάζει για λίγο.
«Εντάξει. Η Αφροδίτη ήταν...Δεν έχω μάθει...εννοώ ποτέ μας δεν μιλήσαμε ανοιχτά γι' αυτό. Σε έβλεπα πάντοτε σαν τον αδερφό και προστάτη της και....»
«Είμαι όλα αυτά, αλλά και φίλος δικός σου. Μπορούμε να μιλάμε ανοιχτά, αλλιώς γιατί να ονομαζόμαστε φίλοι;» απάντησε ο Στέφανος και τον είδε να κοκκινίζει.
«Η Αφροδίτη θα έχει πάντα μία θέση στη καρδιά μου. Ίσως να μην μπορέσω ποτέ να την δω τελείως φιλικά, ωστόσο χαίρομαι που είναι καλά και είμαι και εγώ πλέον. Με την Δάφνη περνώ πολύ καλά και μου αρέσει πολύ. Απλώς ίσως να μην κατορθώσω ποτέ να αγγίξω τον βαθμό βάθους κάποιων συναισθημάτων. Είμαι ευτυχισμένος όμως» κοίταξε για λίγο τον Στέφανο που μειδιούσε «Είσαι βέβαιος πως με έχεις καλέσει ως εδώ γι' αυτό;»
Κάπου εκεί, κάθε χαρά σχεδόν εξαφανίστηκε.
«Είσαι και έξυπνος ή απλώς έχεις μάθει να με διαβάζεις τόσο καλά. Πράγματι δεν σε κάλεσα μόνο γι΄αυτό και δεν ήμουν βέβαιος σε ποιον θα έπρεπε να μιλήσω. Κάποιοι, έχουν βάλει στόχο το σπίτι των Γερμανοεβραίων. Οι ηλίθιοι δεν γνωρίζουν την αλήθεια και εντάξει, δεν τους αδικώ τελείως. Ωστόσο, σκοπεύουν να κάνουν μία επίσκεψη θέλοντας να μιλήσουν με τον πατέρα των κοριτσιών. Δεν είμαι βέβαιος πως το πιστεύω απόλυτα αυτό. Φοβάμαι μήπως γίνει φονικό»
Ο Σάββας χλόμιασε.
«Μια στιγμή. Αν πάρουμε ακόμη και το χειρότερο σενάριο, πως ίσως γίνει φονικό, αυτό θα φέρει καταστροφή. Η Γκεστάπο και τα Ες-Ες νομίζουν πως είναι δικοί τους. Αν τους πειράξουν, θα εξαπολύσουν μία σειρά από δολοφονικές επιθέσεις και...Και αν συμβεί αυτό, αν αναζητήσουν στόχους, θα είμαστε μέσα εγώ και η μητέρα μου, τα αδέρφια μου, η Δάφνη θα...Όχι. Πρέπει κάτι να κάνουμε»
«Αν χάσουμε την ψυχραιμία, δεν θα πετύχουμε τίποτε»
«Πες μου ποιος σκοπεύει να το κάνει!» για πρώτη φορά βρόντηξε ο Σάββας.
«Κοίτα, δεν ξέρω αν πρέπει να δώσω ονόματα. Δεν το κάνω για να προστατέψω το πρόσωπο αυτό, αλλά εσένα. Ξέρω πως πάνω στην ταραχή, μπορείς ακόμη και να τον σκοτώσεις, έστω και έμμεσα, βάζοντας άλλους να το κάνουν»
«Και τι να κάνω δηλαδή; Να το αφήσω και αυτό στη μοίρα του; Δεν μου αρκεί που δεν μπορώ να υπερασπιστώ την κοπέλα μου, τώρα να μην μπορώ ούτε την οικογένειά μου;»
«Σάββα...»
«Θα το μάθω μόνος μου!»
«Μην κάνεις καμιά τρέλα! Τη Παρασκευή από όσο ξέρω θα πραγματοποιηθεί η δήθεν επίσκεψη. Πείσε τους να φύγουν. Ίσως να πάνε Βερολίνο για λίγο»
Ο Σάββας απομακρυνόταν με βήμα ταχύ και ο Στέφανος ήλπιζε κυριολεκτικά να τον είχε ακούσει και να λάμβανε στα σοβαρά.
Η Αφροδίτη από την άλλη έπρεπε να πάρει μία σοβαρή απόφαση. Δεν επιθυμούσε να αισθάνεται άλλο παραδομένη στη μοίρα της. Τουλάχιστον τα κορίτσια εκείνα, του σπιτιού ΄΄των Ναζί΄΄, είχαν ένα σπουδαίο έργο αναλάβει. Να προστατεύσουν τις εβραϊκές οικογένειες, προσφέροντας καταφύγιο και οτιδήποτε άλλο ήταν απαραίτητο προκειμένου να φύγουν ασφαλείς από την Ελλάδα. Διακινδύνευαν κάθε μέρα τη ζωή τους, ανέχονταν αυτούς τους φρικτούς ανθρώπους, ενώ βαθιά μέσα τους η ψυχή τους μάτωνε. Ο λόγος που είχαν αφήσει την πατρίδα τους, ήταν άρρηκτα συνδεδεμένος με μία τραγωδία. Δεν είχε ιδέα τι έπρεπε να κάνει. Τα κορίτσια πολύ σπάνια έβγαιναν στο δρόμο, έστω για μία βόλτα. Άπαντες τις θεωρούσαν μιαρές Γερμανίδες και τίποτε παραπάνω.
Έχοντας στο μυαλό της την οικογένεια, προχώρησε προς ένα καφενείο όπου είχαν αποφασίσει να συναντηθούν με την Ανδριανή. Υπέθετε πως θα μπορούσε να την βοηθήσει έστω με την σύνταξη άρθρων. Ο μικρός είχε μείνει στο σπίτι με τους θείους του. Λίγο πριν φτάσει, η ματιά της έπεσε επάνω σε μία μοτοσυκλέτα γερμανική και ευθύς κατάλαβε ποιον θα έβλεπε. Τα καστανά της μάτια, εστίασαν σε ένα πάντοτε γλυκό, κυανό βλέμμα. Τη στιγμή που ετοιμαζόταν να πλησιάσει, η φίλη της και ο Ίκαρος έρχονταν από την αντίθετη κατεύθυνση. Κάπου εκεί, μαζί με το ψυχρό αεράκι και την παράδοξη σιωπή σε μία χειμωνιάτικη Αθήνα, η Αφροδίτη συνειδητοποίησε πολλά πράγματα. Τι ήταν αυτό που ίσως επιθυμούσε, τι ήταν αυτό που θα αφορούσε μία πραγματική δική της αντίσταση. Δεν ήθελε να βρίσκεται ανάμεσα σε κανέναν. Ο πατέρας της και η συγχωρεμένη η μητέρα της, της δίδαξαν να εκτιμά αυτούς που ειλικρινά αξίζουν. Σε μία ουτοπική κοινωνική κατάσταση, θα ήθελε να έκαναν όλοι παρέα. Αυτό στο σήμερα ήταν αδύνατο. Απέφυγε την επαφή με τον Φιλ και τον είδε να σκοτεινιάζει και να θλίβεται. Κοίταξε τα παιδιά που έρχονταν και που αμήχανα παρατηρούσαν τον Γερμανό. Σαφώς και τον γνώριζαν.
«Αφροδίτη! Χαίρομαι πολύ που σε βλέπω» τη χαιρέτισε με ζέση ο Ίκαρος.
«Παρομοίως» χαμογέλασε εκείνη.
«Λοιπόν, πάμε;» ρώτησε η Ανδριανή και την είδε να κοντοστέκεται.
«Ανδριανή, λυπάμαι μα δεν θα έρθω τελικά» της είπε και είδε και τους δύο να ξαφνιάζονται «Νομίζω πως ξέρω πού θέλω να βρεθώ. Ίσως με την προσφορά να κάνω και εγώ τη δική μου μικρή αντίσταση, με τον τρόπο που πραγματικά επιθυμώ» τους ανακοίνωσε και ευθύς άπαντες την είδαν να απομακρύνεται τρέχοντας.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro