Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Όταν ο χρόνος σταμάτησε/part 1

Βερολίνο

Εκείνα τα Χριστούγεννα, του 1942 προς 1943, η Ελένη τα θυμόταν πολύ καλά. Παρά τους συμμαχικούς βομβαρδισμούς στην καρδιά του Ράιχ και παρά τη συσκότιση που κάποτε υπήρχε εξαιτίας αυτού, όλα έμοιαζαν να μεθούν στην ιδέα μίας απίθανης νίκης. Οι Βερολινέζοι των εύπορων τάξεων μπορούσαν να βρουν στα μαγαζιά από ρωσικό χαβιάρι, μέχρι δανέζικη μπύρα ή ελληνικές ελιές. Όλα προϊόντα κατεκτημένων περιοχών. Άπαντες θεωρούσαν τον Χίτλερ, σπουδαιότερο και από τον Ναπολέοντα. Δεν ήξεραν ή δεν τους άφηναν να μάθουν την αλήθεια για την έκβαση της μάχης του Στάλινγκραντ στη Σοβιετική Ένωση. Στη γερμανική λοιπόν πρωτεύουσα, δεν δυσκολευόταν σε καμία περίπτωση να βρει μπακάλικο, καθώς υπήρχαν παντού. Τα εστιατόρια πολυτελείας ήταν γεμάτα, ενώ υποδέχονταν με σαμπάνια τους αδειούχους. Απορούσε, αν έβλεπαν τη σκιά ή ίσως την ειρωνεία τη πικρή, στο βλέμμα εκείνων που είχαν γλυτώσει από το ανατολικό μέτωπο. Οι εφημερίδες ήταν οι μόνες που ψέλλιζαν την αλήθεια, μέσω των αγγελιών θανάτων. Και ήταν πολλές.

Προχωρώντας προς το ορφανοτροφείο και ζαλισμένη από όλη αυτή τη παράδοξη μέθη, της υποτιθέμενης νίκης, στάθηκε για λίγο μπροστά στο ερείπιο, στη θέση του οποίου κάποτε δέσποζε το εβραϊκό ορφανοτροφείο. Θυμόταν πως γενικά ο Φίλιμπερτ, την εμπιστευόταν με τα πάντα. Φυσικά λοιπόν, της είχε εμπιστευτεί τις λεπτομέρειες για τη φιλία που διατηρούσε με τον Γιάεν, όπως και για την κατάληξη που υποψιαζόταν. Καθώς είχε λίγο ακόμη χρόνο στη διάθεσή της, με κόπο εισήλθε στα αποκαΐδια, όχι μονάχα ενός κτηρίου, αλλά μιας ολόκληρης κοινωνίας και εποχής. Πώς θα σηκωνόταν ο κόσμος ξανά; Και ποιος τελοσπάντων έδινε την άδεια στον κάθε τρελό να αποφασίζει, ποιοι άνθρωποι μπορούσαν να ζήσουν στον πλανήτη και ποιοι έπρεπε να εξαφανιστούν; Συνέχιζε να βαδίζει σε μία νοητή Κόλαση, συναντώντας ανάμεσα στα συντρίμμια πολλές φορές, ακόμη και παιχνίδια, ή παιδικά ρούχα, φαγωμένα και καμένα. Με τρόμο προσπαθούσε να σκεφτεί πώς θα έμοιαζαν οι τελευταίες ώρες όλων όσων κάηκαν ζωντανοί. Κάνοντας μερικά βήματα πίσω, αποφάσισε να φύγει και να συνεχίσει με τη δουλειά της, όταν κατά λάθος στραβοπάτησε. Οι πέτρες που έπεσαν, αποκάλυψαν έναν κιτρινισμένο φάκελο. Δεν έγραφε τίποτε απολύτως στο εξωτερικό του, ούτε για ποιον προοριζόταν. Ασυναίσθητα, πραγματοποίησε μερικές νευρικές κινήσεις, θέλοντας να σιγουρευτεί πως κανείς δεν την ακολουθούσε ή δεν την είχε δει.

Καθόλη τη διάρκεια της ημέρας, δεν θα μπορούσε να εμπιστευτεί τα άπειρα μάτια που την τριγυρνούσαν στο ίδρυμα. Θα καρτερούσε να επιστρέψει, ώστε να το διαβάσει με την ησυχία της. Δεν ήξερε τον λόγο, ωστόσο, υποψιαζόταν πως το συγκεκριμένο γράμμα δεν είχε βρεθεί εκεί τυχαία. Φαινόταν να έχει τοποθετηθεί καιρό τώρα, ίσως και χρόνο. Αργά το απόγευμα, έχοντας φτάσει σπίτι της, κάθισε στην αγαπημένη της καρέκλα που ήταν αναπαυτική. Οι τοίχοι πλέον τη πίεζαν, το ίδιο και η μοναξιά. Υπήρχαν μέρες που σκεφτόταν έντονα την πατρίδα της. Την Ελλάδα. Η θάλασσα θεράπευε πολλά πράγματα. Το Βερολίνο τώρα πια είχε μετατραπεί σε ένα απόρθητο φρούριο ρατσιστών και δολοφόνων ή ανθρώπων φοβισμένων, βυθισμένων στην άγνοια ή άρνηση να δουν την αλήθεια. Όχι. Αυτό δεν θα έπρεπε να είναι η πόλη αυτή. Για να μη μιλήσει κανείς για τους χιλιάδες εργάτες που έφταναν ως αιχμάλωτοι των χωρών, από όπου είχε περάσει ο στρατός. Με περιέργεια, πήρε τον φάκελο στα χέρια της και τον άνοιξε.

΄΄Με αυτό το γράμμα, ήθελα να σου γνωστοποιήσω πως μέχρι σήμερα, είμαι ζωντανός. Δεν θα μπορούσα να μην κινήσω γη και ουρανό για να σε ενημερώσω, αφήνοντάς το κοντά στην κρυψώνα μας. Ξέρω πως μία μέρα θα έρθεις εδώ. Ξέρω επίσης πόσο με αγαπούσες. Άλλο τόσο σε αγαπούσα και εγώ. Είσαι η αιτία που δεν έχασα ποτέ την ελπίδα, πως μέσα από τις στάχτες, θα μπορούσε πράγματι να φυτρώσει ένα νέο και φρέσκο κλαράκι. Σώθηκα σαν από θαύμα. Δεν γνώριζαν όλα τα παιδιά την κρυφή πόρτα. Αυτή που χρησιμοποιούσα μέσα από τα μαγειριά, ώστε να περάσω απαρατήρητος από το διευθυντή. Αυτή με έσωσε. Από τότε, ζω κρυμμένος. Θα φύγω όμως από τη χώρα, όσο πιο μακριά μπορώ. Αν δεν ζήσω, τουλάχιστον θα ήθελα να γνωρίζεις την άποψή μου για εσένα. Πάντα σου έλεγα πως ένας κήπος είναι όμορφος, ακριβώς γιατί αποτελείται από μία ποικιλία λουλουδιών. Ποτέ σου μην το ξεχάσεις΄΄

Γιάεν

Για λίγο άφησε το γράμμα στην άκρη. Είχε συγκινηθεί πάλι όσο και αν είχε παλέψει για το αντίθετο. Τελικά ο Φίλιμπερτ είχε κόσμο γύρω του που ήταν καλή επιρροή για εκείνον. Ευτυχώς το τέρας του ναζισμού δεν κατόρθωσε να τον πλησιάσει τόσο, ώστε να αλλοιώσει την προσωπικότητά του. Για λίγο σκέφτηκε τον αδερφό του. Όταν είχε εμφανιστεί για πρώτη φορά στο ίδρυμα, ήταν τρομακτικός. Το βλέμμα του κυριολεκτικά ήταν ατσάλινο και αδιαπέραστο από κάθε είδος συναισθήματος. Ακόμη και το βάδισμά του, αν και δεν ήταν τέλειο, πάλευε υπερβολικά πολύ, ίσως με όλες τους τις δυνάμεις, να το κρατά ορθό. Ίσως αυτή ακριβώς η σκληρή μάχη, να ευθυνόταν για το γεγονός πως δεν επέτρεπε σε κανένα συναίσθημα να φανεί. Η φρικτή του στολή και οι άκαμπτοι τρόποι του, την είχαν θορυβήσει όσο τίποτε άλλο. Φοβόταν πως ο Φίλιμπερτ αργά ή γρήγορα θα έβρισκε τον μπελά του. Τώρα που το σκεφτόταν βέβαια, ίσως αυτός ο ανάλγητος άνδρας, να αναζητούσε κατά βάθος ένα στήριγμα, μία οικογένεια. Κατόπιν, της ήρθαν στη μνήμη οι εικόνες από τη γειτονιά, όταν ο Άρτουρ ήταν πολύ μικρός και οι γονείς του τον ξεφορτώνονταν. Στην αρχή δεν μπορούσε να κατανοήσει τον λόγο. Σύντομα όμως, είδε πως το αγοράκι φορούσε ένα παπούτσι μόνο, καθώς το άλλο πόδι ήταν ελαφρώς παραμορφωμένο, κάτι που τον ενοχλούσε στο βάδισμα και δεν διευκόλυνε την ύπαρξη παπουτσιού. Με τα χρόνια, το πρόβλημα ελαφρώς βελτιώθηκε μόνο του, μα ποτέ δεν έφτιαξε. Στην αναμέτρησή του με τον Κάσπαρ, αντιλήφθηκε την σημασία που είχε η κίνηση της οικογένειάς του κάποτε, που γλίτωσε τον μικρό του αδερφό από την πυρκαγιά στο διαμέρισμα. Το είχε εκτιμήσει. Παρόλα αυτά, εξακολουθούσε να μην αισθάνεται άνετα μαζί του.

Αθήνα

Τα δικά της γιασεμιά, είχαν έτσι και αλλιώς καταρρεύσει. Η Αθήνα άλλαζε, ο κόσμος δεν έκρυβε τη γενναιότητά του και έπαιρνε τα ρίσκα του για την ελευθερία. Η Αφροδίτη καθόταν οκλαδόν, παγωμένη από τον τρόμο, πραγματοποιώντας διαρκώς μία επαναλαμβανόμενη κίνηση εξαιτίας της νευρικότητάς της. Της πήρε πολλά χρόνια να ξεχάσει το συμβάν, ή καλύτερα, να μάθει να ζει με αυτό δίχως να παραλύει, δίχως να φτάνει στο σημείο να παραμελεί το παιδί της. Τελικά όμως, όπως υπήρχαν άνδρες σαν τον πατέρα της, υπήρχε και το αντίθετο. Και ήταν εκεί έξω. Και ήταν πολλοί σαν αυτό. Η λογική της ετοιμαζόταν να την εγκαταλείψει, ενώ ο Άρτουρ απέναντί της, καταριόταν τον εαυτό του για τη δική του αδυναμία να παρηγορήσει σωστά έναν άνθρωπο, ο οποίος βυθιζόταν στην απελπισία ή την τρέλα. Τα χέρια του δεν είχαν ποτέ αγκαλιάσει κάποιον, δεν είχαν προσφέρει ποτέ ένα χάδι. Ακόμη και τις στιγμές που ξέσπαγε την ερωτική του ανάγκη, ποτέ μετά το τέλος της ικανοποίησής του, δεν είχε αγκαλιάσει την Ίνγκε. Τα χείλη του δεν είχαν καμία διάθεση να ακουμπήσουν τα δικά της. Ήταν σαν να του είχαν σκοτώσει ένα ανθρώπινο κομμάτι του. Εξάλλου, πώς ήταν δυνατό να γνωρίζει κάτι που δεν διδάχτηκε ποτέ;

Το αγοράκι είχε καταρρεύσει άτσαλα επάνω του. Τα χέρια του το στήριζαν. Με τα μάτια εστίασε στο κεφάλι και τα απαλά μαλλάκια που κάλυπταν το σχετικά μικρό κρανίο του. Ασυναίσθητα έπιασε το δικό του. Σε ένα σημείο του έλειπαν τα μαλλιά. Ήταν βέβαιος πως αν κάποιος τον γνώριζε, θα πίστευε πως είχε δημιουργηθεί, όπως και τα υπόλοιπα, από την κακοποίηση της γιαγιάς του. Η αλήθεια ήταν διαφορετική. Είχε δημιουργηθεί σε έναν σκληρό καβγά, που κατέληξε κάποιες μέρες αργότερα σε φόνο. Με δύο δάχτυλα, ψηλάφισε τα μαλλιά του μικρού, προσπαθώντας να προσφέρει κάτι, σαν χάδι. Η αμηχανία τον έλουζε και ήξερε πως έπρεπε να στηρίξει την κοπέλα. Να γιατί θεωρούσε πως ήταν ακατάλληλος. Να γιατί όμως δεν αντιλαμβανόταν, τον λόγο που ο αδερφός του δεν προσπαθούσε να ξεκλέψει λίγο χρόνο μαζί της. Μπορεί να ήταν ριψοκίνδυνο, μα τι αξία είχε μία ζωή μισή και σύντομη; Στα χρόνια που ζούσαν, μπορεί αύριο να μην υπήρχε κανείς τους. Γιατί να μην γεύονταν έστω και για λίγο την ευτυχία; Αντιθέτως, τον έβλεπε μαραζωμένο διαρκώς. Τελικά το ίδιο πρωί, είχε φύγει για το Βερολίνο. Έμοιαζε να μην τον χωρά ο τόπος και όσο και αν είχε παλέψει να του μιλήσει, τελικά κάθε προσπάθεια έπεφτε στο κενό ή ίσως να τον πλησίαζε με τον λάθος τρόπο.

«Πρέπει να πάω στο σπίτι....» ακούστηκε η φωνή της κοπέλας, σπασμένη, ραγισμένη «Έχω αφήσει τον μπαμπά. Αν...αν κάτι πάθει, νομίζω πως δεν θα το αντέξω και αν έχω αντέξει είναι γιατί σκέφτομαι το παιδί μου. Είναι απίστευτο το πόση δύναμη μπορείς να αντλήσεις από την ύπαρξη του σπλάχνου σου. Δεν μπορώ να διανοηθώ να τον αφήσω μόνο του. Με αγαπά πολύ και ορισμένες στιγμές σκέφτομαι πως δεν του αξίζω...»

«Μη το λες αυτό...» τον άκουσε να αναστενάζει.

«Ξέρω πως η ζωή σου ήταν δύσκολη, μα η δική μου μετατράπηκε σε εφιάλτη μέσα σε μία στιγμή. Δεν μπορώ να πω περισσότερα, μα, υπάρχουν στιγμές, όπως σήμερα που θα προτιμούσα να πεθάνω. Ο Λευτέρης έχει και τον Στέφανο»

«Θέλει εσένα. Κάθε παιδί θέλει την μητέρα του. Και εγώ την ήθελα. Όχι αυτή που είχα. Μία άλλη ίσως, μία φανταστική. Την είχα πλάσει και στο μυαλό μου. Θα της έμοιαζα κιόλας. Τελοσπάντων, θα στείλω άνθρωπο δικό μου στα κρυφά. Νομίζω όμως πως ο πατέρας σου δεν θα είναι μόνος και εσύ, δεν γίνεται απόψε να επιστρέψεις. Δεν γνωρίζεις αν αυτοί που επιτέθηκαν, ήταν απλώς τυχαίοι που κάνουν εφόδους ή σας είχαν βάλει στόχο»

«Κάνουν εφόδους στα ίδια μας τα σπίτια! Μου κατέστρεψαν την περιουσία και έπειτα...θέλησαν να ασελγήσουν επάνω μου! Σαν τα ζώα!»

«Ξέρω τι εννοείς. Έχω δει πολλά...»

«Έχεις δει μονάχα; Άρτουρ, ας μην κοροϊδευόμαστε. Δεν φοράς τυχαία τη στολή. Το επέλεξες. Δεν με νοιάζουν οι λόγοι. Επέλεξες να κάνεις το κακό!» είχε αρχίσει να παραληρεί σε σημείο που δεν ενδιαφερόταν καθόλου, για όλες τις αλήθειες που θα ξεστόμιζε «Υπάρχουν στιγμές, που λυπάμαι για εσένα. Στιγμές που σκέφτομαι όσα σε βρήκαν. Μέρες όμως σαν την σημερινή, λυπάμαι περισσότερο εμένα. Γιατί δεν επέλεξα να κάνω το κακό και γιατί η ζωή μας εδώ καταστράφηκε. Το ξέρω πως δεν είχες στήριγμα, το ξέρω πως θα ήταν δύσκολο για εσένα, ωστόσο...θυμώνω με τον εαυτό μου! Γιατί ήθελα μέρες τώρα να έρθω εδώ, εδώ στα αναθεματισμένα γιασεμιά! Γιατί φαντάστηκα πως μπορεί και να σε έβρισκα. Ωστόσο, η ζωή μου χάρισε ένα χαστούκι σήμερα. Μου έδειξε τα όρια. Είσαι ο κατακτητής. Τίποτε άλλο. Καλύτερος εμφανώς από τα τέρατα τα σημερινά. Τι έχεις όμως διαπράξει στη ζωή σου για να αξίζεις τη στολή αυτή; Δεν θα μου το έλεγες ποτέ. Αυτή η αθέατη πλευρά σου με φοβίζει»

«Το ξέρω. Όπως ξέρω πως ο αδερφός μου δεν έχει αθέατες πλευρές. Είναι ό,τι βλέπεις. Εγώ δεν είμαι αυτό που βλέπεις, αλλά χειρότερος. Δεν το αρνήθηκα ποτέ, μήτε είπα πως ήμουν καλό παιδί. Η μέρα αυτή ήταν δύσκολη για εσένα. Θα μείνετε στο σπίτι μου και οι δυο. Να ξέρεις πως ποτέ δεν το έχω προτείνει σε κανέναν, εκτός από τον αδερφό μου που είναι οικογένεια. Δεν μου είναι καθόλου εύκολο. Από την άλλη, δεν...Σκέφτομαι πως θα είναι επικίνδυνα»

«Θέλω να δω τον πατέρα μου! Θα γυρίσουμε»

«Σκέψου το παιδί σου! Αρκετά πέρασε για ένα βράδυ. Έχει βυθιστεί στον ύπνο ήδη. Σου είπα πως θα στείλω κάποιον. Θα μάθω αν είναι καλά»

«Αν δεν είναι; Θεέ μου, τι θα κάνω;»

«Στο χειρότερο σενάριο, έχεις στηρίγματα. Είναι κυνικό. Αλλά, σου μιλά κάποιος που δεν είχε κανέναν. Οπότε ναι. Τα Ες-Ες ήταν τρόπος επιβίωσης για έναν κουτσό. Έναν κουασιμόδο όπως με αποκαλούσαν αρκετοί σύντροφοι. Ήθελα να ζήσω και πάτησα επί πτωμάτων. Όταν έφτασα σε ένα σημείο να έχω κάποια επιλογή, έστω και δύσκολη, την ακολούθησα»

«Τι εννοείς;» τον ρώτησε.

«Αυτό, είναι μία άλλη, μεγάλη ιστορία» σηκώθηκε όρθιος, παίρνοντας μαζί του και τον Λευτέρη. Εκείνη τον ακολούθησε σιωπηλή «Θα βαδίσουμε από ήσυχους δρόμους ως το σπίτι. Είναι μεγάλο, έχει πολλά δωμάτια. Μπορεί και να μη με δεις καθόλου»

«Σε ποιον ανήκε;» η ερώτηση έκρυβε πικρία.

«Δεν έμενε κανείς όταν ήρθα»

Σαν έφτασαν στα κρυφά, το σπίτι ήταν σκοτεινό. Προς μεγάλη της έκπληξη, είχε μία μυρωδιά ευχάριστη. Ο Φίλιμπερτ είχε φύγει το πρωί, μα στην ατμόσφαιρα αιωρούνταν ένα ανδρικό άρωμα. Ήταν όμορφο. Το μέρος ήταν απόλυτα τακτοποιημένο. Δεν το θυμόταν από το βράδυ εκείνο της κρίσης της.

«Έχει ένα δωμάτιο στο βάθος. Εγώ θα ανέβω επάνω. Θα σου ζητούσα να μη το σκάσεις. Δεν είσαι αιχμάλωτη εδώ. Σου πρόσφερα καταφύγιο σε μία δύσκολη στιγμή. Αν...αν υπάρξει θέμα, φωνάξτε με»

Δεν είπε λέξη παραπάνω και εκείνη για δευτερόλεπτα αναρωτήθηκε πού είχε πάει η στιγμή της βραδιάς στην ταράτσα. Έμοιαζαν ξένοι, ή ίσως εκείνη έμοιαζε απλώς να τον ανέχεται. Ο άνδρας τοποθέτησε το αγόρι στο κρεβάτι του ισόγειου δωματίου και ανέβηκε τις σκάλες. Η Αφροδίτη κάθισε δίπλα στο μικρό. Κοίταξε το κενό μπροστά. Δάκρυα αφέθηκαν να ξεχυθούν δίχως λυγμό. Σαν να ήταν απλώς φυσιολογικό. Αμέτρητα, ατελείωτα. Τι είχε απογίνει ο πατέρας της; Τι θα πίστευαν όλοι αν καταλάβαιναν πως έλειπε; Πως είχε πεθάνει; Και άλλα δάκρυα. Ήθελε να κοιμηθεί και ο Θεός να την πάρει. Γαλήνια δίχως πόνο.

΄΄Πού έχω φτάσει; Να σκέφτομαι πως θα ήταν καλύτερα αν πέθαινα΄΄

Βγήκε στο σκοτεινό σαλόνι. Κάθισε σε μία σκονισμένη πολυθρόνα. Σκέφτηκε τη μητέρα της. Λίγο ακόμη και θα ξεχνούσε το γέλιο της, το πρόσωπό της. Δεν ήθελε να ξεχάσει. Της έλειπε όμως. Της έλειπε κάθε μέρα και λεπτό. Ίσως να τη λυπήθηκε η τύχη και να μην της επέτρεψε να δει την κόρη της έτσι. Δεν ήξερε πόση ώρα είχε περάσει, όταν ουρλιαχτά ακούστηκαν και κλάματα. Έπειτα, ένα γερμανικό μοιρολόι και στη συνέχεια ησυχία. Κοίταξε τη σκάλα.Δέκα λεπτά πέρασαν, όταν αποφάσισε να σηκωθεί και να φύγει, μόνο για να δει τον Άρτουρ να κατεβαίνει με φόρα τις σκάλες. Τρέχοντας, κρύφτηκε σε ένα σημείο, κοντά στις κουρτίνες. Τον είδε να εισέρχεται στο λουτρό που ήταν κάτω, και να πιέζει τα χέρια του στους τοίχους, έχοντας ρίξει νερό στο πρόσωπό του. Σιγανές βλαστήμιες δραπέτευαν από το στόμα του και συνέχισε να αυτοτραυματίζεται, σαν να εκδικούνταν τον εαυτό του.

«Σταμάτα» την άκουσε να του λέει από το πουθενά και ταράχτηκε.

«Τι...τι κάνεις εδώ; Νόμιζα πως κοιμόσουν. Φύγε....Φύγε τώρα» τα χέρια του ήταν γεμάτα αίματα.

«Άρτουρ...»

«Φύγε. Πήγαινε μέσα στον μικρό ή κάπου αλλού. Απλά σταμάτα να στέκεσαι εδώ»

«Δεν...»

«Ξετυλίγω αυτές τις αθέατες πλευρές μου. Απλά....» πρόφερε και συνέχισε να πιέζει το χέρι του στον τοίχο. Αίματα κυλούσαν στη λευκή επιφάνεια.

Τότε, με μία ανάσα, πήρε το χέρι του τραβώντας το με το ζόρι και το τύλιξε στη μέση της. Έκανε ένα βήμα και απλώς χώθηκε στην αγκαλιά του, προκειμένου να τον ηρεμήσει. Ένιωθε την καρδιά του να πάλλεται. Το στήθος του βούιζε, οι μύες του ήταν όλοι τεντωμένοι. Δεν ήξερε πώς να το διαχειριστεί. Εκείνη όμως δεν έφυγε.

«Φύγε...»του βγήκε σπασμένο, κατακρεουργημένο όπως η σάρκα του.

«Κάποιος, έστω και μία φορά, πρέπει να μείνει για εσένα»

Το κεφάλι της ακούμπησε στο στήθος του. Δεν είχε αφαιρέσει τα ρούχα, μονάχα το πανωφόρι λόγω ανασφάλειας. Το πουκάμισο ήταν μισάνοιχτο, όπως τότε. Ήθελε πολλά, τόσα πολλά. Υπήρχε όμως ο Φιλ στη μέση. Οτιδήποτε ήταν απαγορευτικό. Τα μάτια του τα γαλανά κατρακύλησαν προς τα κάτω γεμίζοντας δάκρυα που δεν θα έβλεπε. Ευτυχώς. Η αλμύρα τους άγγιξε τα χείλη του. Σχεδόν μειδίασε. Το σώμα του όλο ξεφούσκωσε σαν να σκέβρωσε. Είχε χαλαρώσει. Το μάγουλό του αργά, προσγειώθηκε στη κορυφή του κεφαλιού της και τα μάτια του έκλεισαν.

«Δεν μου αξίζει» της ψιθύρισε. Απάντηση δεν πήρε με λόγια. Του αρκούσε που εκείνη δεν κουνήθηκε λεπτό και έτσι μπορούσε επιτέλους να μυρίσει το άρωμά της. Μία προσωπική μυρωδιά που του ξύπνησε κάτι άλλο. Κάτι που τσίμπησε το στήθος του όμορφα. Φοβήθηκε μήπως το κορμί του πρόδιδε το συναίσθημα αυτό και αργά αποτραβήχτηκε βυθισμένος στη ντροπή «Είναι αργά» της ψιθύρισε «Σε ευχαριστώ. Πήγαινε όμως για ύπνο. Θα προσπαθήσω και εγώ να πάω. Ήταν απλώς ένας ακόμη εφιάλτης» παραδέχτηκε και οι δρόμοι τους χώρισαν.

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro