Κεφάλαιο 9
Το απόγευμα της ίδιας μέρας ...
Η Κοραλλία έβαλε τα τελευταία μαχαιροπίρουνα καθαρά από τα λίπη και υπολείμματα τροφών στο πλυντήριο πιάτων και αφού έβαλε φάρμακο σε σκόνη το έθεσε σε λειτουργία ακούγοντας ανακουφισμένη τον καθησυχαστικό ήχο που σήμαινε την ώρα αναχώρησης της . Ακούμπησε την μέση της πάνω στο πάγκο ξεφυσώντας από την κούραση της ημέρας και την ορθοστασία . Η νεαρή γυναίκα είχε πιάσει δουλειά σε ένα μαγειρείο που βρισκόταν στην απέναντι μεριά της πόλης σε κοντινή απόσταση από το αρχοντικό .Φιλική ,ευγενική και κοινωνική όπως ήταν είχε καλή συνεργασία με το αφεντικό της ,τον Κώστα και τις δύο μαγείρισσες ,την Ζωή και την Κλαίρη . Το κατάστημα ήταν μεσαίου μεγέθους με τους εξωτερικούς τοίχους να είναι βαμμένοι σε ένα ζωηρό πορτοκαλί χρώμα ενώ οι εσωτερικοί ήταν λευκοί με τετράγωνα τραπέζια ντυμένα με τραπεζομάντιλα και φρέσκα λουλούδια στα βάζα . Το μενού τους ήταν γραμμένο με κιμωλία σε πίνακα πλάγια της εισόδου ενώ ανέβαινε σε καθημερινή βάση στις 12 η ώρα στο Facebook. Ύστερα από αίτημα δικό της ,είχαν εισαχθεί καινούργια φαγητά και γλυκά και παρόλο που ξυπνούσε από τις τέσσερις η ώρα πηγαίνοντας να βοηθήσει στις προετοιμασίες δεν το μετάνιωσε καθόλου ίσα ίσα της έδινε χαρά ,την έκανε να νιώθει δημιουργική και χρήσιμη . Το ευχαριστήριο χαμόγελο και οι κριτικές των πελατών για την ποιότητα που πήγαιναν πακέτο με τις οικονομικές τιμές των γευμάτων , η δουλειά που την βοηθούσε να ξεχνιέται από τα γεγονότα των προηγούμενων δύο μηνών άξιζαν παραπάνω από τον μισθό της.
Ο ουρανός είχε καλυφτεί από μαύρα και γκρι σύννεφα με ομίχλη να σέρνεται στους δρόμους .Οι λάμπες είχαν ανάψει γύρω από το μεγάλο πάρκο με το συντριβάνι και την παιδική χαρά πλαισιωμένο από ψηλά πεύκα. Το κρύο θόλωνε τα τζάμια με τον κόσμο να είναι βιαστικός να ολοκληρώσει τις αγορές ή τις δραστηριότητες του καθώς η χαμηλή θερμοκρασία έπιανε στα κόκαλα . Η Κοραλλία μάζεψε όσες μερίδες φαγητού είχαν περισσέψει βάζοντας τα στα αλουμινένια πακέτα .Μια ακόμη πολιτική του μαγαζιού ήταν ότι οι εργαζόμενοι μπορούσαν να παίρνουν τις μερίδες που είχαν περισσέψει από τις εσωτερικές βιτρίνες .
Πήρε την σακούλα με τα πακέτα και έκλεισε το μαγαζί .Βγήκε στον δρόμο κρατώντας σφιχτά με τα δάχτυλα της την σακούλα με τα μάτια και τα αυτιά της σε εγρήγορση . Παρόλο που ήταν μια ήσυχη πόλη ,πάντα έπρεπε να έχει κανείς το νου του . Προσπέρασε το κτίριο της κινητής τηλεφωνίας που βρισκόταν απέναντι από το πάρκο ,πέρασε στη απέναντι πλευρά του δρόμου και μπήκε στο πεζόδρομο χαζεύοντας τις βιτρίνες . Το ταχύ της μάτι αντιλήφθηκε μια μικρή κίνηση πίσω από τους μεγάλους υπερχειλισμένους κάδους .Κοκάλωσε νιώθοντας το κορμί της να παγώνει από το φόβο .
Αποφάσισε να το ρισκάρει . Πλησίασε αργά χτυπώντας με δύναμη τα αθλητικά της στο πλακόστρωτο καθώς περπατούσε για να γίνει αντιληπτή η παρουσία της λες και ήθελε να διώξει κάποιο ζώο. Το φρύδι της ανασηκώθηκε με έκπληξη καθώς είδε ένα κορίτσι γύρω στα δεκαεπτά να κάθεται οκλαδόν με την πλάτη στο βρώμικο κάδο να την κοιτά με θάρρος παρόλο που μάζεψε τα λεπτά πόδια της φέρνοντας τα κοντά στο στήθος της.
-Δεν φοβάσαι μην σε μολύνω ? Της ψιθύρισε με πόνο με τα αλμυρά δάκρυα της θλίψης να γεμίζουν τα μάτια της κατρακυλώντας στα μάγουλα της .
Τα λεπτά της μπράτσα ανατρίχιασαν από το κρύο ενώ μαβιοί κύκλοι της πείνας είχαν σημαδέψει τα αμυγδαλωτά της μάτια. Τα ρούχα της ,μια ξεφτισμένη κίτρινη μακρυμάνικη μπλούζα και ένα σκισμένο στα γόνατα μαύρο τζιν ανέδιδαν μια απίστευτη δυσωδία ενώ τα μαύρα μαλλιά της χρειάζονταν επειγόντως λούσιμο.
-Σε παρακαλώ μην χρησιμοποιείς τέτοιους όρους . Δεν είσαι ποντίκι . Θα μπορούσα εγώ να είμαι στην θέση σου καθώς κανείς δεν ζητά για τον εαυτό του τέτοια εξαθλίωση . Άφησε με να σου προσφέρω λίγο φαγητό !
Αποκρίθηκε η Κοραλλία με την έγνοια να διαγράφεται στο πρόσωπο της καθώς έπαιρνε ένα πακέτο μαζί με πλαστικό πιρούνι προσφέροντας το στην νεαρή .
Η αντίδραση της ζητιάνας θύμιζε εκείνη ενός αδέσποτου . Την κοιτούσε επιφυλακτικά καθώς έτρωγε με λαιμαργία καταπίνοντας σχεδόν αμάσητο το παστίτσιο λες και φοβόταν μήπως άλλαζε γνώμη και της το άρπαζε . Η Κοραλλία την κοιτούσε με ένα χαμόγελο κατανόησης ενώ είχε γονατίσει μπροστά της για να μην αισθάνεται απειλή .
-Σου άρεσε ? Η κοπέλα ένευσε καταφατικά .
-Χαίρομαι .Εκεί είναι το μαγαζί που δουλεύω της είπε δείχνοντας της με το χέρι την διαδρομή .Οπότε θες φαγητό ,πες ότι είσαι φίλη της Κοραλλίας.
-Γιατί μου έκανες τέτοιο καλό ?τι ζητάς από εμένα ?μήπως είσαι βαλτή από τον Βίκτωρ για να με οδηγήσεις στο εργαστήρι ?
-Η γνήσια καλοσύνη και η ανθρωπιά δεν ζητούν ανταλλάγματα . Αυτοί που ζητάνε αντάλλαγμα για τις καλές τους πράξεις είναι πιο χυδαίοι από οποιαδήποτε πόρνη του δρόμου .Εγώ δεν είμαι έτσι . Δεν είμαι εδώ για να σου κάνω κακό ,δεν έχω ιδέα ποιος είναι αυτός ο Βίκτωρ που λες και γιατί σε έχει τρομοκρατήσει τόσο πολύ ...είπε εκείνη βάζοντας τα μαλλιά της στον ένα ώμο αφήνοντας εκτεθειμένη την αριστερή πλευρά του λαιμού της ενώ ανασήκωνε με άγνοια τους ώμους της .
Μια τρομακτική κρίση βήχα έπιασε την μικρή της οποίας το στήθος τραντάχτηκε με δύναμη .
-Δεν μπορεί κανείς να γλιτώσει από αυτόν αλίμονο μας !
-Από παντού ξεφυτρώνει και μας κυνηγά σαν δαίμονας μέχρι να μην μείνει κανένας από την αγέλη μου γιατί οικογένεια δεν έχω πια ,μόνο εκείνους . Μόλις πέσει η νύχτα ,θα ξεκινήσω .
είπε το κορίτσι τρίβοντας τους κροτάφους της ενώ τα μαύρα μάτια της είχαν βουρκώσει .
-Θα ήθελες να σε συνοδέψω?
-Όχι , ευχαριστώ .Μα να θυμάσαι πως η αγέλη μου ποτέ δεν ξεχνά το καλό που της έκανε κάποιος ,πάντα προστατεύουν τα μέλη τους .
-Πάρε αυτό είπε η νεαρή γυναίκα βγάζοντας την ζακέτα τυλίγοντας με αυτή τους λιγνούς ώμους της .
-Τρέμεις σαν το ψάρι και η νύχτα σίγουρα θα είναι κρύα . Να προσέχεις κορίτσι την αποχαιρέτησε μα την σταμάτησαν τα λεπτά δάχτυλα που τυλίχτηκαν με αδικαιολόγητη δύναμη γύρω από τον λεπτό της καρπό .
-Το όνομα μου είναι Σούκι της είπε . Έξω από τη πόλη σε απόσταση τριών ωρών υπάρχει ένας συνοικισμός .Υπάρχουν άτομα που χρειάζονται βοήθεια από φάρμακα και φαγητό μα το κυριότερο στήριξη για να βρουν τον χαμένο τους εαυτό ,να θυμηθούν ξανά ότι είναι άνθρωποι . Μην τρομάξεις από όσα θα δεις ,είναι εντελώς άκακοι .Η ψυχή σου είναι καλή ,γεμάτη από όμορφα χρώματα ... Την καρδιά σου την έχεις ανοικτή και δεν φοβάσαι τους ανθρώπους .Πρόσεχε μόνο εκείνον τον άντρα . Σε ευχαριστώ και να ξέρεις πως ήταν μεγάλη τιμή και χαρά μου που σε γνώρισα .
Η Σούκι άπλωσε το χέρι της με τη Κοραλλία να το σφίγγει με δύναμη συγκινημένη από τα λόγια της.
-Θα προσεύχομαι για εσένα ,να φτάσεις καλά όπου θες να πας . Θα περιμένω νέα σου της ευχήθηκε η Κοραλλία με τόνο ανάλαφρο χτυπώντας την ενθαρρυντικά στον ώμο .
Θα πας στον συνοικισμό ?μου το υπόσχεσαι ?
Είπε η Σούκι κοιτώντας την ευθεία στα μάτια με λαχτάρα και αγωνία . Το ήξερε αυτό το βλέμμα η Κοραλλία. Για να επέμενε τόσο πολύ ,κάτι σημαντικό κρυβόταν εκεί . Η ίδια ήθελε πολύ να εξερευνήσει το μέρος αυτό ,να μάθει γιατί ζούσε απομονωμένη η αγέλη όπως έλεγε . Ήθελε να ακούσει την δική τους οπτική γωνία και να μην καταλήξει σε βιαστικά συμπεράσματα.
-Έχεις τον λόγο μου της είπε σοβαρά .
Η Σούκι της φίλησε τα χέρια με ευγνωμοσύνη και μέχρι η Κοραλλία να ανοιγοκλείσει τα μάτια της η κοπέλα είχε εξαφανιστεί χρησιμοποιώντας την υπερταχύτητα με την οποία την είχε προικίσει η ξεχωριστή της φύση . Η Κοραλλία συνέχισε τον δρόμο της νιώθοντας πιο γεμάτη από ποτέ .Παλαιότερα κάτι τέτοιο μπορεί να την ξάφνιαζε ή να την τρόμαζε ή να αποκαλούσε κάποιον μυθομανή ή τρελό . Η παλιά Κοραλλία δεν υπήρχε πια . Μετά από την μάχη στην Κεφαλλονιά, η κοσμοθεωρία της γύρω από τα μαγικά πλάσματα είχε αλλάξει. Πίστευε ότι υπήρχαν και ότι δεν αποτελούσαν πια αποκυήματα της φαντασίας .Ότι είχαν συναισθήματα .Ότι είχαν δικαίωμα στην ζωή και στην ευτυχία .Δεν ξεχνούσε πως η ανιψιά της ήταν παιδί με ικανότητες που δεν μπορούσε να εξηγήσει κανένας με την κοινή λογική και σίγουρα δεν θα ήθελε η Κρυσταλλία της να υποφέρει όπως η Σούκι .
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro