Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Κεφάλαιο 2


Φτάνουμε με τη Βάλια στο χωριό του πατέρα μου, όπου έχει μαζευτεί ολόκληρο το σόι, όχι μόνο για να υποδεχτούν εμένα αλλά και γιατί σε λίγες μέρες είναι οι αρραβώνες της Ειρήνης. Διπλή γιορτή, όπως είπε η γιαγιά στο τηλέφωνο, όταν πήρα να της ανακοινώσω το νέο της επιστροφής.

Ίσως η γιαγιά μου να είναι αυτή που μου έχει λείψει περισσότερο από όλους. Από μικρό κοριτσάκι ήμουν πολύ δεμένη με τη γιαγιά. Πόντια που έφτασε νεογέννητο μωρό στην αγκαλιά της μάνας της στην Ελλάδα μετά την Καταστροφή, μεγάλωσε δύσκολα στην αρχή και ήταν από τα πρώτα κορίτσια της εποχής της που τελείωσαν το σχολείο. Πέρασε κατοχή και εμφύλιο, ένα σωρό δυσκολίες, αλλά έφτιαξε μια υπέροχη οικογένεια της οποίας νιώθω τυχερή που είμαι μέλος. Τον έχασε νέα τον παππού μου, εγώ ήμουν πολύ μικρή τότε, δεν τον θυμάμαι καθόλου.

-«Παναγιώτα, πού ταξιδεύεις; Φτάσαμε!» με σκουντάει η Βάλια.

-«Απλώς σκεφτόμουν... Μου έχουν λείψει όλοι τόσο πολύ, μου έχει λείψει η οικογένεια Βάλια!»

-«Μην τα σκέφτεσαι αυτά τώρα, είσαι εδώ μαζί μας και αυτό έχει σημασία! Κατεβαίνουμε; Έτοιμη;»

-«Έτοιμη, πάμε!»

Τραβάω τη μικρή πορτούλα για να μπω στην αυλή μας και το βλέμμα μου πέφτει κατευθείαν πάνω στη γιαγιά, η οποία κάθεται στη γνωστή θέση της κάτω από τη σκιά της μεγάλης καρυδιάς που καλύπτει όλη την αυλή με τον ίσκιο της. Κάτω από αυτήν περνούσαμε όλα τα καλοκαίρια μαζί με τον αδερφό μου και τα ξαδέρφια μας. Πάνε αρκετά χρόνια από τότε... Η γιαγιά όμως εδώ, ποιος ξέρει πόση ώρα είναι καθηλωμένη εκεί περιμένοντας να φτάσω. Μόλις με βλέπει ανασηκώνεται, στηρίζεται από την καρέκλα και αμέσως φωνάζει για να την ακούσουν και οι υπόλοιποι μέσα στο σπίτι.

-«Ήρθε η κοπέλα! Τρέξτε, η Γιώτα, το καμάρι μας έφτασε...»

Δεν προλαβαίνει να συνεχίσει από τη συγκίνηση, η φωνή της τρεμοπαίζει και τα μάτια της πλημμυρίζουν από δάκρυα. Τρέχω και πέφτω στην αγκαλιά της.

-«Παιδί μου, καλώς ήρθες στο σπίτι σου. Καλώς ήρθες κορίτσι μου!» φωνάζει και με σφίγγει στην αγκαλιά της.

-«Καλώς σε βρήκα γιαγιάκα μου! Να ήξερες μόνο πόσο μου έλειψες...»

-«Εσύ να ήξερες... Έλεγα δεν θα προλάβω να σε ξαναδώ, θα έφευγα και θα είχα μόνο αυτό παράπονο!»

-«Τι είναι αυτά που λες γιαγιά μου; Είσαι νιάτο ακόμα, έχουμε να παντρέψουμε την Ειρήνη μας, δεν θα πας πουθενά!»

-«Την Ειρήνη, εσένα και τα αγόρια μας. Και μετά θα μπορώ να φύγω ήσυχη...»

-«Έχουμε καιρό δηλαδή μπροστά μας!»

-«Γιώτα, κορίτσι μου!!» είναι οι γονείς μου που έρχονται κατά πάνω μου.

Κι έπειτα ο αδερφός μου, η θεία μου, τα δυο ξαδέρφια μου –αδέρφια της Ειρήνης, η γυναίκα του μεγάλου μου ξαδέρφου και τέλος βλέπω δύο παιδάκια να με κοιτάζουν ενθουσιασμένα, τα παιδιά τους. Αυτά δεν είχα προλάβει να τα γνωρίσω πριν φύγω για την Αμερική, τα έχω δει μόνο στις φωτογραφίες, αλλά είναι δυο γλυκύτατα πλάσματα.

-«Η Ειρήνη;» ρωτάω ανυπόμονα.

-«Θα έρθει το βράδυ με τον Κωνσταντίνο. Δουλεύει μέχρι το βράδυ και μόλις τελειώσει θα ξεκινήσουν» με καθησυχάζει η θεία μου.

Οι ώρες που ακολουθούν είναι βασανιστικά υπέροχες. Έχουν πέσει όλοι κατά πάνω μου, με ρωτάνε ένα σωρό πράγματα για τη ζωή στην Αμερική και κάθε τρεις και λίγο μου θυμίζουν πόσο χαίρονται που γύρισα. Η γιαγιά δε μιλάει σχεδόν καθόλου, μόνο με κοιτάζει συνέχεια μέσα στα μάτια και χαμογελάει. Απαντάω υπομονετικά στις ερωτήσεις όλων, μέχρι που οι άντρες της οικογένειας ετοιμάζονται για να ψήσουν και οι γυναίκες είναι πρόθυμες να βοηθήσουν. Έτσι λοιπόν ετοιμάζομαι κι εγώ να σηκωθώ, αλλά φυσικά και δεν με αφήνουν. Σαν δικαιολογία μου λένε να παίξω με τα μικρά, για αυτό κι εγώ δε χάνω την ευκαιρία να χτίσω τη σχέση μου με τα καινούρια μου ανιψάκια, καθώς μάλιστα η κολλητή μου η Βάλια φεύγει για το σπίτι της, αφού τρέχουν οι υποχρεώσεις της δουλειάς της.

Λίγο αργότερα κι ενώ είμαστε μέσα στο σπίτι με το μικρό Λεωνίδα και τη μικρότερη Δήμητρα, ακούω απ' έξω φωνές και καταλαβαίνω ότι έφτασε η Ειρήνη με τον μέλλοντα αρραβωνιαστικό της. Αμέσως παίρνω τα μικρά από το χέρι και βγαίνουμε στην αυλή. Μόλις με βλέπει η Ειρήνη παρατάει ένα σάκο που κρατούσε στα χέρια της και τρέχει προς το μέρος μου.

-«Γιώτα!!!» ξεφωνίζει.

-«Ειρηνάκι μου, επιτέλους, ήρθα από τόσο μακριά και με έχεις στο "περίμενε" τόσες ώρες» διαμαρτύρομαι καθώς τη σφίγγω στην αγκαλιά μου.

-«Συγγνώμη, συγγνώμη! Αλλά δεν φταίω εγώ, έτυχε κάτι έκτακτο στον Κωνσταντίνο και... Πού πήγε ο Κωνσταντίνος;» αναρωτιέται.

-«Πήγε μέσα τις βαλίτσες παιδί μου, δεν βρήκες μεγαλύτερες; Πόσα πράγματα κουβάλησες;» γκρινιάζει η μητέρα της.

-«Αφού με ξέρεις βρε μαμά, είμαι προνοητική!»

-«Δεν είσαι προνοητική, υπερβολική είσαι! Έχει δίκιο η μάνα σου!» ακούω μια αντρική φωνή πίσω μου.

-«Έλα Κωνσταντίνε, πού είσαι; Έλα να γνωρίσεις την Γιώτα επιτέλους!» φωνάζει η ξαδέρφη μου και με αφήνει από την αγκαλιά της.

-«Έκανα τη μεταφορική αγάπη μου με τόσα πράγματα που κουβάλησες...» λέει και γυρνάω για να δω το αγόρι της ξαδέρφης μου, ενώ προσπαθώ να θυμηθώ τι μου θυμίζει αυτή η φωνή.

-«Υπερβολές! Λοιπόν, Κωνσταντίνε από εδώ η ξαδέρφη μου η Γιώτα, ξαδερφούλα από εδώ ο Κωνσταντίνος» λέει και νιώθω να χάνω τη λαλιά μου, να αλλάζω εκατόν πενήντα χρώματα και να κόβονται τα πόδια μου.

Ο ... «Κωνσταντίνος» απέναντί μου φαίνεται να αισθάνεται τις ίδιες ενοχλήσεις με μένα, ενώ οι γύρω μας μας κοιτάζουν περιμένοντας να δουν τη γνωριμία. Κοιτάζω μία τον ... «Κωνσταντίνο» και μία την ξαδέρφη μου και αποφασίζω ότι πρέπει να κάνω κάτι για να τελειώσει η αγωνία των παρισταμένων.

-«Χαίρω πολύ...» ψελλίζω ξεροκαταπίνοντας και απλώνω το χέρι μου.

-«Παρομοίως!» λέει κι εκείνος μέσα από τα δόντια του.

Τα χέρια μας ίσα που ακουμπάνε και αμέσως τα τραβάμε και οι δύο σαν να μας χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα.

-«Εμένα με συγχωρείτε λιγάκι, πρέπει να πάω να ξεφορτώσω κάποια πράγματα.»

-«Τις ξεφόρτωσες τις βαλίτσες Κωνσταντίνε μου, δεν έχουμε άλλα πράγματα» του λέει η Ειρήνη.

-«Εμ... Έχω ένα σάκο ακόμα, νομίζω» ψελλίζει ο "Κωνσταντίνος" και εξαφανίζεται στο δευτερόλεπτο.

-«Εγώ... Πάω να βάλω λίγο νεράκι, δίψασα» λέω και εξαφανίζομαι προς την αντίθετη κατεύθυνση.

Μπαίνω μέσα στην κουζίνα και στηρίζομαι πάνω στον πάγκο για να μην σωριαστώ.


[...]

-«Εδώ πονάτε;»

-«Πολύ...»

-«Θα πάτε να κάνετε μία ακτινογραφία. Μην ανησυχείτε, δεν πρέπει να είναι κάτι πολύ σοβαρό, ίσως κάποιο διάστρεμμα. Μου επιτρέπετε να σας συστηθώ;»

-«Φυσικά!»

-«Κώστας Γεωργιάδης, χαίρομαι πολύ που σας γνωρίζω!»

-«Παναγιώτα Νικολαΐδη. Κι εγώ χαίρομαι που σας γνωρίζω!»

-«Αν κατάλαβα καλά από το επίθετο, Πόντια κι εσύ; Μου επιτρέπεις τον ενικό έτσι;»

-«Φυσικά. Πόντια μέχρι το κόκαλο! Και από μπαμπά και από μαμά.»

-«Από ποια περιοχή;»

-«Τραπεζούντα. Εσύ;»

-«Σινώπη, από την άλλη μεριά. Τι θα έλεγες να σε κεράσω έναν καφέ στο κυλικείο, μετά την ακτινογραφία φυσικά!»

-«Γιατί όχι; Θα σας βρω εδώ;»

-«Φυσικά, θα περιμένω να δω την ακτινογραφία σου! Μια τέτοια αεροπόρο πρέπει να την κάνουμε γρήγορα καλά, να προστατεύει το νησί μας!»

-«Ευτυχώς είμαστε σε καλά χέρια! Τα λέμε αργότερα.»

[...]

Πιάνω ένα ποτήρι με νερό και το κατεβάζω όλο με τη μία για να συνέλθω. Δεν είναι δυνατόν, κάποιος μου κάνει άσχημη πλάκα! Ώστε «Κωνσταντίνος» και το χειρότερο αρραβωνιαστικός της Ειρήνης; Πρέπει να φύγω από εδώ το συντομότερο!

-«Λοιπόν, έχουμε πάρα πολλά να πούμε. Αρχικά πώς σου φάνηκε ο Κωνσταντίνος;» μπαίνει ξαφνικά η Ειρήνη στην κουζίνα.

-«Εμ, μια χαρά.»

-«Θα τον γνωρίσεις καλύτερα και θα μου πεις. Για πες, έχεις βρει σπίτι στη Θεσσαλονίκη;»

-«Όχι ακόμα, θα με βοηθήσει και η Βάλια, έχει ήδη βρει κάποια σπίτια. Θα τα δω κι εγώ και μετά θα αποφασίσω.»

-«Ήθελα να σου πω κι εγώ. Ξενοικιάστηκε ένα διαμέρισμα στην πολυκατοικία μας μόλις την προηγούμενη εβδομάδα και είπα στο σπιτονοικοκύρη μας να το δεις κι εσύ πριν το δώσει κάπου. Είναι πολύ ωραίο και σε πολύ καλή τιμή!»

-«Ναι... Θα το δω κι αυτό» απαντάω αμήχανα.

-«Λοιπόν, θα έχουμε πολύ χρόνο να τα πούμε όλα. Έξω είναι έτοιμο το φαγητό, μας φωνάζουν να πάμε.»

-«Κάνω ένα τηλέφωνο και έρχομαι αμέσως» της λέω και εξαφανίζομαι.

Αμέσως σχηματίζω τον αριθμό της Βάλιας και την καλώ.

-«Τι έγινε; Ξέχασα κάτι;» με ρωτάει μόλις το σηκώνει.

-«Ναι, ξέχασες εμένα εδώ. Βάλια δεν μπορείς να διανοηθείς τι συμβαίνει!»

-«Τι έγινε κορίτσι μου ; Ακούγεσαι πολύ αναστατωμένη!»

-«Βάλια, ξέρεις ποιος είναι ο αρραβωνιαστικός της Ειρήνης;»

-«Τον ξέρεις;»

-«Όχι μόνο τον ξέρω... Είναι ο Κώστας Βάλια!!!»

-«Κώστας; Ποιος Κώστας; Τιιιι! Μη μου πεις...»

-«Μάλιστα, ο γνωστός Κώστας!»

-«Τι; Μα πώς; Δεν γίνονται αυτά τα πράγματα ρε Παναγιώτα!» αναφωνεί έκπληκτη.

-«Κι όμως γίνονται... Λοιπόν άκουσέ με προσεκτικά! Σε πέντε λεπτά από τώρα θα με πάρεις τηλέφωνο από άγνωστο νούμερο και θα μου πεις ότι πρέπει αύριο πρωί πρωί να παρουσιαστώ στην υπηρεσία.»

-«Αυτό ήμουν έτοιμη να σου πω. Πρέπει να φύγεις από εκεί το συντομότερο!»

-«Σε κλείνω και όπως είπαμε έτσι;»

-«Έγινε, ψυχραιμία. Δεν πρέπει να καταλάβει κανείς τίποτα!»

Κλείνω το κινητό μου και βγαίνω στην αυλή προσπαθώντας να δείχνω ήρεμη. Τον βλέπω να συζητάει με το μεγάλο αδερφό της Ειρήνης, σαν να μη συμβαίνει τίποτα. Βοηθάω στο στρώσιμο του τραπεζιού και προσπαθώ να μείνω απασχολημένη μέχρι που χτυπάει το κινητό μου. Απομακρύνομαι για λίγα λεπτά και αφού η Βάλια παίξει καλά το ρόλο της, παίρνω ένα περίλυπο ύφος και πλησιάζω στο τραπέζι.

-«Με ειδοποίησαν από την υπηρεσία μου. Έτυχε κάτι επείγον και τελικά πρέπει αύριο πρωί πρωί να παρουσιαστώ!» τους ανακοινώνω και βλέπω τον Κώστα να με κοιτάζει ανακουφισμένος.

-«Πώς έγινε αυτό; Δεν έχεις άδεια μέχρι την επόμενη εβδομάδα;» παραπονιέται η μαμά μου.

-«Ναι, απλώς πρέπει να παρουσιαστώ αύριο, να υπογράψω κάτι χαρτιά.»

-«Ωραία, φεύγεις το πρωί και επιστρέφεις» προτείνει ο αδερφός μου.

-«Θα φύγω από σήμερα και θα μείνω στη Βάλια, πρέπει να είμαι εκεί στις εφτά.»

-«Δεν είμαστε και μακριά, μισή ώρα μόνο. Θα σε πάω εγώ το πρωί, δε σηκώνω κουβέντα. Μόλις μας ήρθες, να σε χάσουμε κατευθείαν;»

-«Έχει δίκιο ο αδερφός σου! Θα φύγεις το πρωί!» λέει η γιαγιά με ύφος που δε σηκώνει κουβέντα.

-«Μίλησε η γιαγιά, τέλος!» επεμβαίνει και η Ειρήνη και κάθομαι απογοητευμένη στη θέση μου.

Προβλέπεται δύσκολη νύχτα...

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro