Κεφάλαιο 26
«Είναι πανέμορφα εδώ» παραδέχτηκα τελικά.
«Πράγματι.» συμφώνησε.
«Θα ήταν πιο όμορφα αν δεν υπήρχαν τα στριγκόι» πρόσθεσε.
«Όλος ο κόσμος θα ήταν πιο όμορφος αν δεν υπήρχαν τα στριγκόι!» μόλις το είπα ο Ντιμίτρι σταμάτησε να περπατάει και έπιασε το χέρι μου.
«Ακολούθησε με» μου είπε, κούνησα το κεφάλι μου καταφατικά και τον άφησα να με καθοδηγήσει.
Όταν σταμάτησε ο Ντιμίτρι για δεύτερη φορά κατάλαβα ότι είχαμε φτάσει στον προορισμό μας. Ήταν ένα παλιό εγκαταλελειμμένο σπίτι. Έκατσε στο κεφαλόσκαλο και μου έκανε νόημα να κάτσω δίπλα του, τον μιμήθηκα και έκατσα δίπλα του. Το βλέμμα του περιπλανήθηκε στο περιβάλλον.
«Εδώ ήταν η πρώτη φορά που είδα στριγκόι στην ζωή μου» μου είπε και ένιωσα πόνο και μόνο στη σκέψη ότι υπέφερε ακόμα από τότε, το ένιωσα να με διαπερνά, δεν χρειαζόταν να μου πει το προφανές, εδώ είχε χάσει έναν πολύ σημαντικό άνθρωπο της ζωής του. Γύρισε προς το μέρος μου και με κοίταξε κατάματα. Τα μάτια του όπως και ολόκληρο το πρόσωπό του είχαν σκοτεινιάσει.
«Υπάρχει κάτι που δεν σου έχω πει για την ζωή μου» το βλέμμα του ήταν σοβαρό «Είχα μία ακόμα αδερφή, μία δίδυμη αδερφή.» στα λόγια αυτά κρυβόταν ένας αφόρητος πόνος, ένας πόνος που αν μπορούσα θα τον έπαιρνα όλο εγώ, ήξερα τι θα επακολουθούσε.
«Ήμασταν 9 χρονών όταν αποφασίσαμε ένα βράδυ να το σκάσουμε για εξερεύνηση με την αδερφή μου, περάσαμε έξω από το σπίτι ενός καλού μας φίλου...» έκοψε τα λόγια του στην μέση.
«...Αυτό το σπίτι». Ολοκλήρωσα αυτό που δεν είπε εκείνος.
«Ακριβώς!» συμφώνησε, πήρε βαθιά ανάσα και συνέχισε.
«Τρέξαμε αμέσως να δούμε τι συμβαίνει, είδαμε τους γονείς του φίλου μας νεκρούς και ακριβώς εκείνη την στιγμή, που φτάσαμε έβαλαν στόχο τον φίλο μας, τρέξαμε να βοηθήσουμε, τα στριγκόι ήταν δύο... Το ένα μου επιτέθηκε πετώντας με δυνατά σε έναν τοίχο, το χτύπημα ήταν τόσο άσχημο που έσπασα το πόδι μου τότε, μα, αντί να με σκοτώσει με μιας, πλησίασε την αδερφή μου, τα στριγκόι μετέτρεψαν τον φίλο μας σε έναν από αυτούς μπροστά στα μάτια μας, εγώ ήμουν ανίκανος να κουνηθώ και, όσο για την αδερφή, μου εκείνη την κρατούσε γερά το στριγκόι που με τραυμάτισε. Εκείνη ούρλιαζε καθώς έβλεπε το άλλο στριγκόι να ρουφάει την ζωή του φίλου μας» έκανε μια μεγάλη παύση γιατί είχε αρχίσει να σπάει η φωνή του. «Τα στριγκόι την κράτησαν και την έκαναν γεύμα για τον ίδιο μας τον φίλο, ο οποίος δεν δίστασε ούτε λεπτό να την σκοτώσει... Πριν γίνει στριγκόι είχε κάτι σαν σχέση μαζί της, την αγαπούσε αλλά δεν δίστασε λεπτό να την σκοτώσει... Να την σκοτώσει μπροστά στα μάτια μου..»
«Εσύ πως γλίτωσες;» ρώτησα παγωμένη.
«Ήρθαν κάποιοι φύλακες αμέσως μετά αφού ο φίλος μου σκότωσε την αδερφή μου, μέσα στους φύλακες αυτούς ήταν και η μητέρα σου» είπε διστακτικά, εγώ έμεινα κάγκελο.
«Τι; πως;» αναφώνησα.
«Είχε έρθει για μια επαγγελματική δουλειά με το μορόι της, ήταν πολύ νέα, περίπου στην ηλικία σου ή και λίγο μεγαλύτερη. Ήταν πολύ δυνατή, ξέρεις της μοιάζεις..» είπε λίγο πιο ήρεμα.
«Περίεργο... της μητέρας μου δεν της ξεφεύγει ποτέ κανένα στριγκόι... Εκτός εάν...»
«Εκτός εάν το έκανε για να γίνω πιο δυνατός» συμπλήρωσε τα λόγια μου. Εκείνη την στιγμή έπιασα τον εαυτό μου να θυμώνει στην σκέψη ότι η μητέρα μου θα άφηνε κάτι τέτοιο οικειοθελώς να συμβεί αλλά από την άλλη ήταν πολύ νέα και δεν ήταν στην αρμοδιότητα της η συγκεκριμένη υπόθεση και πολύ ήταν που πρόλαβε να σώσει τον Ντιμίτρι.
«Θες να συνεχίσεις την ιστορία σου;» ήθελα να το βγάλει από μέσα του, κούνησε καταφατικά το κεφάλι του.
«Λίγα χρόνια αργότερα κατάφερα να βρω τον παλιό μου φίλο, ο οποίος την είχε γλιτώσει από τους φύλακες.» Ασυναίσθητα είδα ότι του έσφιγγα το χέρι, χαλάρωσα το κράτημα μου αλλά συνέχισα να τον κρατάω.
«Αν ήμουν αρκετά δυνατός..» έφερα το ελεύθερο χέρι μου στα χείλη του «Σσς, μην σκέφτεσαι έτσι!» πέρασα τα χέρια μου πίσω από το κεφάλι του και τράβηξα το πρόσωπο του κοντά στο δικό μου «Μην σκέφτεσαι έτσι..» επανέλαβα και έπειτα τον φίλησα.
Πέρασαν μερικά λεπτά χωρίς να πούμε κάτι και τελικά κάτι μου ήρθε στο μυαλό.
«Δεν μου είπες..» Εκείνος με κοίταξε και με παρότρυνε.
«Πες μου!»
«Ποιο ήταν το όνομα της αδερφής σου;» τον ρώτησα, κοίταξε για ατέλειωτα δευτερόλεπτα τα μάτια μου και μετά τον ουρανό και πάλι εμένα, αλλά αυτή την φορά ένιωσα ότι δεν κοιτούσε εμένα αλλά κάποια άλλη.
«Άννα, την έλεγαν Άννα».
Οι μέρες περνούσαν και εγώ με τον Ντιμίτρι περνούσαμε τα μεσημέρια με την οικογένεια του και τα απογεύματα πηγαίναμε στην πόλη ή και στο χωριό και κάθε φορά που μου έκανε ξενάγηση μου έλεγε τις εμπειρίες του. Δυστυχώς όμως οι μέρες των διακοπών μας όπου να ναι έφταναν στο τέλος τους, σε περίπου δεκαπέντε μέρες θα γυρίζαμε πίσω στην ακαδημία.
Λίγες μέρες πριν φύγω με τον Ντιμίτρι με έπιασε η Ολένα, γιατί ήθελε να μου μιλήσει ιδιαιτέρως.
«Είσαι πολύ γλυκιά κοπέλα» άρχισε να μου λέει ενώ μου χαμογελούσε γλυκά.
«Σας ευχαριστώ πολύ, και εσείς είστε απίθανη γυναίκα και έχετε μεγαλώσει υπέροχα παιδιά» της ανταπέδωσα την κολακεία.
«Ακόμα μου μιλάς στον πληθυντικό..» παρατήρησε λυπημένη. Η αλήθεια είναι ότι είχε δίκιο, γνωριζόμασταν πάνω από έναν μήνα -σχεδόν- αλλά δεν μου είχε βγει να της μιλήσω στον ενικό.
«Συγγνώμη...»
«Δεν πειράζει» με καθησύχασε. «Αγαπάς τον γιο μου;» με ρώτησε με σοβαρό ύφος, την κοίταζα σαν χαζή, εκείνη μου έσφιξε τον ώμο «Τον αγαπάς;» επανέλαβε.
«Τον αγαπώ με όλη μου την καρδιά» της απάντησα σταθερά. Εκείνη έδειξε να ανακουφίζεται και χαμογέλασε αφήνοντας να πέσει το χέρι της από τον ώμο μου, λίγες στιγμές αργότερα το χαμόγελο της έγινε μελαγχολικό.
«Και εκείνος σε αγαπάει, πολύ... Είναι η πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια που βλέπω τον γιο μου να είναι πραγματικά ευτυχισμένος» ήξερα ότι εννοούσε το θέμα με την άλλη της κόρη, δεν ήξερα όμως αν έπρεπε να της πω ότι γνώριζα την ιστορία.
«Χαίρομαι!» είπα χαμογελώντας χωρίς να πω κουβέντα για αυτά που είχα μάθει περίπου πριν έναν μήνα.
«Πραγματικά το εννοώ, όλοι μας σε θεωρούμε ήδη μέλος της οικογένειας μας» μου χάρισε ένα ζεστό χαμόγελο και με αγκάλιασε.
«Και εγώ νιώθω το ίδιο» ανταποκρίθηκα στην αγκαλιά της. Ήταν τόσο γλυκιά, τόσο τρυφερή και τα λόγια της κατάφεραν να με συγκινήσουν.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro