Κεφάλαιο 24
Παρά την δική μου άρνηση εκείνος κουβάλησε την βαλίτσα μου μέχρι το αυτοκίνητο, μόλις φτάσαμε φορτώσαμε τις αποσκευές, μπήκαμε στο αυτοκίνητο και βάλαμε πλώρη για την Ρωσία.
Στην διαδρομή δεν πολύ μιλούσαμε αν και κάποια στιγμή με ρώτησε αν είμαι αγχωμένη, και πολύ πιο αργά αν πεινούσα για να κάναμε στάση για φαγητό.
Το ταξίδι μας κράτησε αρκετές ώρες και είχα αρχίσει να νυστάζω αλλά μόλις που είχαμε βγει από το αεροπλάνο και έτσι δεν είχαμε πάρα πολύ μεγάλη απόσταση να διανύσουμε.
Ο Ντιμίτρι πρέπει να ήταν χίλιες φορές πιο κουρασμένος από εμένα αλλά δεν το έδειχνε, η οδήγηση τόσων ωρών πρέπει να τον είχε εξοντώσει. «Θες να οδηγήσω εγώ για την υπόλοιπη διαδρομή;» τον ρώτησα γλυκά.
«Δεν θέλω να μας ρίξεις σε κανένα χαντάκι» αστειεύτηκε.
«Αν θες κοιμήσου, έχουμε ακόμα λίγη ώρα μπροστά μας μέχρι να φτάσουμε.» Πρόσθεσε μετά, δεν περίμενα να ακούσω κάτι άλλο, έκλεισα τα μάτια και άφησα τον εαυτό μου ελεύθερο να κοιμηθεί.
Όταν άνοιξα τα μάτια μου δεν βρισκόμουν πια στο αυτοκίνητο
«Μα φυσικά!» μουρμούρισα. Ο Ντιμίτρι εμφανίστηκε με ένα χαμόγελο στα χείλη.
«Τι έγινε;» γέλασε ελαφρά γιατί όπως πάντα ήξερε τι εννοούσα.
«Με κουβάλησες. Πάλι!» αναφώνησα.
«Μα κοιμόσουν, δεν ήθελα να σε ξυπνήσω» με πλησίασε και έκατσε στην άκρη του κρεβατιού.
«Εντάξει, αλλά τι θα πουν οι δικοί σου;» είπα κάπως ανήσυχη.
«Μην ανησυχείς, οι αδερφές μου έχουν σχολείο και η μητέρα μου είναι στην δουλειά» με καθησύχασε.
Ο Ντιμίτρι είχε δύο αδερφές στην ηλικία μου, ο πατέρας τους -Μορόι- τους είχε εγκαταλείψει, ο Ντιμίτρι ως μοναδικός άντρας της οικογένειας Μπέλικοφ φρόντιζε πάντα τις γυναίκες αυτές.
«Που ταξιδεύεις;» είπε βγάζοντας με από τις σκέψεις μου.
«Τίποτα το σημαντικό!»
«Εντάξει» είπε δίνοντας μου ένα φιλί στο μέτωπο.
«Τι ώρα είναι;» τον ρώτησα μετά από λίγο.
«Δώδεκα και μισή το μεσημέρι, γιατί;»
«Ήταν μεγάλο το ταξίδι» παρατήρησα.
«Να λες ευτυχώς που σε έπεισα να πάμε με αεροπλάνο γιατί το ταξίδι θα ήταν πολύ μεγαλύτερο με τον τρόπο που ήθελες εσύ» με πείραξε, χαμογέλασα αθώα και εκείνος πρόσθεσε: «Θα έπρεπε να με ανεχθείς πολύ περισσότερο» σήκωσα το ένα μου φρύδι όπως κάνει εκείνος συνήθως.
«Αυτό θα γίνει ούτως ή άλλως!» γελάσαμε και οι δύο.
Τώρα είχαμε κάτσει αγκαλιά στο κρεβάτι, -σιωπηλοί- για κάποιο λόγο δεν χρειαζόταν ποτέ να μιλήσουμε για να καταλάβουμε ο ένας τον άλλο.
«Πόσες ώρες κοιμόμουν;» ρώτησα κάποια στιγμή.
«Περίπου 4» απάντησε εκείνος.
«Εσύ κοιμήθηκες καθόλου;»
«Ναι, λίγο μετά που σε έφερα στο δωμάτιο μου» με διαβεβαίωσε. Ήμουν έτοιμη να τον ρωτήσω που κοιμήθηκε αλλά με απάλλαξε από τον κόπο.
«Μην ανησυχείς, δεν σε άφησα μόνη, εδώ κοιμήθηκα για να σε προσέχω» πήγα να διαμαρτυρηθώ ότι δεν χρειάζομαι την προστασία κανενός αλλά ο Ντιμίτρι βιάστηκε να προσθέσει «Δεν ήθελα να ξυπνήσεις και να μην με βρεις στο πλάι σου» πρέπει να το παραδεχτώ, αυτή η προστατευτική πλευρά του Ντιμίτρι ήταν ένα ακόμη πράγμα που αγαπούσα πάνω του. «Έλα, σίγουρα θα πείνας, έχω φτιάξει πρωινό» είπε καθώς σηκωνόταν, μου έδωσε το χέρι του για να με 'βοηθήσει' να σηκωθώ.
«Τώρα μιλάς σωστά» χαχανίσαμε λίγο και τελικά πήγαμε για φαγητό.
Πριν φάμε μου έκανε μια γρήγορη ξενάγηση στο σπίτι. Το σπίτι δεν ήταν ιδιαίτερα μεγάλο για τόσα άτομα που έμεναν εδώ αλλά η μητέρα του Ντιμίτρι είχε φροντίσει να το κρατάει περιποιημένο και όμορφο. Είχε τρεις κρεβατοκάμαρες, ένα μπάνιο και την κουζίνα που συνδεόταν με μια μικρή τραπεζαρία και το σαλόνι.
Αφού φάγαμε κάτσαμε στο σαλόνι και μου εξηγούσε διάφορα πράγματα για το σπίτι, την οικογένεια του και τις συνήθειες τους. Όταν τελείωσε τεντώθηκα στον καναπέ «Είναι όμορφα εδώ» παραδέχτηκα «Χαίρομαι που σου αρέσει εδώ» μου χάρισε ένα σαγηνευτικό χαμόγελο «Στους δικούς σου τι έχεις πει για εμένα;» τον ρώτησα.
«Την αλήθεια φυσικά!» είπε με στόμφο.
«Δηλαδή;» επέμεινα.
«Τους είπα ότι θα φέρω μαζί μου ένα πολύ σημαντικό πρόσωπο που θα ήθελα να γνωρίσουν!» δεν μπόρεσα να συγκρατήσω ένα πλατύ χαμόγελο στο άκουσμα αυτών των λέξεων.
«Σε αγαπώ» του είπα, μου έπιασε τα χέρια και έπειτα την μέση, με τράβηξε κοντά του.
«Και εγώ σε αγαπάω Ρόουζ» ένωσε τα χείλη μας σε ένα τρυφερό φιλί και την ίδια στιγμή ακούσαμε την πόρτα, δώσαμε τέλος στο όμορφο φιλί μας αλλά παραμείναμε αγκαλιά.
Στο σαλόνι μπήκε μια κοπέλα που πρέπει να ήταν στην ηλικία μου και ίσως λίγο μικρότερη, το καλοσυνάτο βλέμμα της μετατράπηκε σε ένα πλατύ χαμόγελο μόλις είδε τον Ντιμίτρι. Ο Ντιμίτρι σηκώθηκε και εκείνη έτρεξε στην αγκαλιά του.
«Ντίμκα!» είπε όλο ζωντάνια.
«Και εγώ χαίρομαι που σε βλέπω Βίκα!» είπε κι εκείνος εξίσου χαρούμενος. Την άφησε από την αγκαλιά του και γύρισε προς το μέρος μου. «Από εδώ να σου συστήσω την Ρόουζ. Ρόουζ από εδώ η αδερφή μου η Βικτόρια!» σηκώθηκα και έκανα ένα βήμα μπροστά για να σταθώ απέναντι της.
«Χάρηκα για την γνωριμία!» της χαμογέλασα και εκείνη με την σειρά της μου ανταπέδωσε το χαμόγελο.
«Παρομοίως» είπε με έναν παιχνιδιάρικο τόνο. Μετά τις συστάσεις κάτσαμε και οι τρεις στους καναπέδες, ο Ντιμίτρι έκατσε πάλι δίπλα μου και η Βικτόρια έκατσε αντικριστά από εμάς «Ώστε εσύ είσαι η κοπέλα για την οποία μας έλεγε ο Ντίμκα στο γράμμα;!» πιο πολύ σαν δήλωση ακούστηκε παρά σαν ερώτηση, παρόλα αυτά σκέφτηκα ότι θα έπρεπε να απαντήσω.
«Μάλλον..» είπα απροσδιόριστα κοιτάζοντας τον Ντιμίτρι «Σωστά;» τον πείραξα.
«Ναι Βικτόρια, η Ρόουζ είναι η κοπέλα που σας έλεγα!» είπε με ήρεμο ύφος ο Ντιμίτρι στην αδερφή του, η Βικτόρια χαμογέλασε.
«Είναι πολύ όμορφη!» είπε με γλυκιά φωνή.
«Ναι είναι!» συμφώνησε ο Ντιμίτρι, έπιασα τον εαυτό μου να κοκκινίζει.
«Ευχαριστώ!» είπα ήρεμα.
Λίγη ώρα αργότερα ήρθε και η άλλη αδερφή του Ντιμίτρι, η Άλις και ήταν μαζί με την μητέρα τους την Ολένα. Η Ολένα ήταν πολύ γλυκιά γυναίκα. Με υποδέχτηκε αγκαλιάζοντας με.
«Χαίρομαι που σε γνωρίζω» μου είπε, φαινόταν πολύ πιο νέα από όσο ήταν στην πραγματικότητα και ήταν πανέμορφη, από εκεί πήρε ο Ντιμίτρι και οι αδερφές του. Όλοι στην οικογένεια είχαν τα ίδια μάτια ήταν κάτι που θα έκανε τον καθένα να καταλάβει την συγγένεια. Ευτυχώς όση ώρα κάτσαμε όλοι μαζί δεν έγιναν αδιάκριτες ερωτήσεις.
Όταν πια ήρθε το απόγευμα αποφάσισα ότι θα ήταν ευχάριστο να κάνω μια βόλτα στην γειτονιά και η Άλις προσφέρθηκε να με ξεναγήσει. Δέχτηκα την προσφορά της μικρής Μπελικοβα, με ανακούφιση που δεν θα πήγαινα μόνη μου.
«Εσύ είσαι η μαθήτρια του αδερφού μου ε;» ρώτησε η Άλις στην διαδρομή για την αγορά.
«Ναι, έγινε προπονητής μου γιατί λένε ότι έχω τις κατάλληλες προδιαγραφές για μια καταπληκτική φύλακα!» απάντησα εκείνη έμεινε για λίγο σιωπηλή.
«Είσαι στην ηλικία μου;» η Άλις ήταν δυο χρόνια μικρότερη, κάτι που έμαθα λίγη ώρα νωρίτερα, η Άλις φαινόταν να το αγνοεί γιατί στην πραγματικότητα αποσκοπούσε κάπου αλλού.
«Δύο χρόνια μεγαλύτερη!» της επισήμανα.
«Έχεις σκοτώσει ποτέ στριγκόι;» με ρώτησε γεμάτη ενθουσιασμό
«Ναι..» αποκρίθηκα, με κοίταξε με μάτια που έλαμπαν, με έβλεπε σαν θεά, με κοιτούσε με δέος κάτι που με έκανε να νιώσω λίγο αμήχανα. «Πως ήταν;» με ρώτησε «Ο Ντιμίτρι δεν μου λέει..» πρόσθεσε , την κοίταξα σκεπτική.
«Έχει δίκιο, ο θάνατος δεν είναι κάτι για το οποίο πρέπει να υπερηφανεύεσαι. Τα στριγκόι παρότι είναι νεκροζώντανα πλάσματα κάποτε υπήρξαν είτε μορόι είτε άνθρωποι είτε νταμπίρ και μερικές φορές μπορεί να πέσεις σε κάποιον γνωστό σου. Όλα αυτά από μόνα τους, καθιστούν δύσκολο να τα σκοτώσεις!» είπα με δασκαλίστικο ύφος, και, για κάποιον λόγο, μου θύμισα πολύ τον Ντιμίτρι.
«Το ίδιο ακριβώς πράγμα μου λέει συνέχεια ο αδερφός μου!» είπε φανερά απογοητευμένη.
«Αυτή είναι η αλήθεια!» επέμεινα. Εκείνη χαμογέλασε.
«Ταιριάζετε με τον αδερφό μου..» παρατήρησε, εγώ κοκκίνισα. «Μην ανησυχείς όλοι μας σε συμπαθήσαμε πολύ και για επέλεξε εσένα ο αδερφός μου πάει να πει ότι είσαι καταπληκτική» είπε χαμογελώντας μου γλυκά.
«Ευχαριστώ» της ανταπέδωσα το χαμόγελο.
Συνεχίσαμε να περπατάμε και για την υπόλοιπη μία ώρα μου έλεγε διάφορα πράγματα για τον εαυτό της και ανά διαστήματα με ρωτούσε πράγματα για εμένα.
Βικτόρια Μπελικόβα
Άλις Μπελικόβα
Ολένα Μπελικόβα
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro