Τόμπταουν/ part 3
Ο Τζακ είχε πιάσει τον εαυτό του να τρέχει σε αυτόν τον παράλογο κόσμο. Καθώς δεν γνώριζε τους δρόμους πολύ καλά, μήτε ήταν σίγουρος για τον αν μπορούσε να δραπετεύσει από αυτήν την αλλόκοσμη γυάλα, βάδισε προς την Τόμπταουν. Την σκιερή πόλη που έμοιαζε εξαιρετικά με το Λονδίνο μίας άλλης, σκοτεινής εποχής. Άπαντες όσοι περπατούσαν, ήταν κάποιες φορές μασκαρεμένοι σαν να γιόρταζαν νυχθημερόν το Χάλογουιν. Για μερικούς το γεγονός πως απλώς είχαν χάσει τη ζωή τους μία τέτοια μέρα, αποτελούσε ίσως και λύτρωση, καθώς πλέον βρίσκονταν μακριά από τα βάσανα που τους κυνηγούσαν στη Γη. Αυτή όμως η ενδιάμεση κατάσταση, ήταν βασισμένη στην πονηρία του Τζακ Ο Λάντερν, ο οποίος έκανε συμφωνία με τον Διάβολο, ώστε να μην πάει ποτέ η ψυχή του στην Κόλαση. Δυστυχώς όμως, μήτε στον Παράδεισο έγινε δεκτός, λόγω ταραγμένου ηθικά βίου και έτσι έμεινε να περιπλανιέται. Το δυστύχημα όμως ήταν, πως μαζί του παρέσυρε και όλους τους υποστηρικτές αυτής της σκοτεινής γιορτής. Οι δύο πνευματικοί τόποι, του σκότους και του φωτός, κοινώς ο Παράδεισος και η Κόλαση, δεν είδαν με καθόλου καλό μάτι τον Τζακ, αλλά και την γιορτή του Χάλογουιν. Ξεκίνησε μία διένεξη μεταξύ τους, ως προς τον εορτασμό και την τιμή που γνώριζε ο Τζακ, κάθε φορά που έφτανε η μέρα εκείνη. Έτσι, αποφάσισαν από κοινού να θεωρούν καταραμένη εκείνη τη νύχτα και αλίμονο σε όποιον έχανε τη ζωή του, το βράδυ της τριακοστής πρώτης του Οκτώβρη.
Όταν ο Ξένος έχασε τη ζωή του, έχοντας επιλεχτεί από τον Ο Λάντερν, εκείνος πλέον δεν ήταν αναγκασμένος να πηγαινοέρχεται στη Γη. Η ψυχή του αν και δεν είχε αναπαυτεί, τουλάχιστον θα παρέμενε στο ενδιάμεσο. Όλο αυτό όμως έπρεπε να σταματήσει και ο κύκλος να κλείσει. Έπρεπε όλες αυτές οι ψυχές που υπηρετούσαν τη γιορτή, να βρουν επιτέλους την ανάπαυση. Ο Τζακ έφτασε σε ένα σημείο, όπου μία λίμνη σκοτεινή ανοιγόταν μπροστά του, καθρεπτίζοντας το σεληνόφως. Τα νερά της ήταν γαλήνια, μα έμοιαζαν άψυχα. Όλος αυτός ο τόπος εξάλλου, ανήκε στο πνευματικό πεδίο και ήταν αδύνατον να υπάρχουν ψάρια εκεί μέσα. Ο άνεμος παρέσυρε τα μαλλιά του και εκείνος κατηφόρισε μέχρι τα σπίτια της Τόμπταουν. Πίσω του ακριβώς, ένιωσε μία μικρή παρουσία. Ήταν η Σκια, η σιωπηλή παρέα που τον είχε καθώς φάνηκε αγαπήσει και έτσι είχε αποφασίσει να συνοδεύσει. Τα κίτρινα μάτια της έλαμπαν στο σκοτάδι και το ταλαιπωρημένο της, εβένινο τρίχωμα, τριβόταν τώρα στα πόδια του. Ο Τζακ χαμογέλασε. Αγαπούσε τα ζώα. Του προκαλούσαν μία ευφορία.
Στα σκοτεινά σοκάκια της πόλης, είδε μικρομάγαζα με αντικείμενα παράξενα και ηλικιωμένες γυναίκες να ρίχνουν τα χαρτιά σε πελάτες που στέκονταν απέναντί τους. Οι δρόμοι είχαν σε κάποια σημεία χαραγμένες ημερομηνίες, καθώς κατά πώς φάνηκε, οι πελάτες είχαν ζητήσει από τις δήθεν μάγισσες, να τους αποκαλύψουν την ημερομηνία θανάτου γνωστών τους προσώπων. Ο ίδιος είχε πάρει την απόφαση, σε αντίθεση με τον Ξένο, να αφήσει τον εαυτό του να μεγαλώσει φυσιολογικά, όπως θα συνέβαινε και με την Σόνια. Από όσο μπορούσε να καταλάβει, κάθε χρόνο, για μία ημέρα, θα είχε το δικαίωμα να βρίσκεται ανάμεσα στους ζωντανούς. Έπρεπε λοιπόν να αφεθεί να μεγαλώσει, ώστε να μπορεί να ανταμώνει εκείνη, αν φυσικά τον θυμόταν ακόμη και αν δεν αποφάσιζε μία μέρα, όπως θα ήταν και το φυσιολογικό, να προχωρήσει τη ζωή της με κάποιον ζωντανό. Όπως και να είχε όμως, δεν θα παρέδιδε τα όπλα. Θα το πολεμούσε ως το τέλος, ώστε η ψυχή του να έβρισκε μία κάποια λύτρωση. Για να γινόταν αυτό ωστόσο, έπρεπε να αναπαυθεί ο αρχικός Τζακ Ο Λάντερν. Εκείνος που στην ουσία έδωσε ψυχή και παλμό σε αυτήν την καταραμένη γιορτή. Έπρεπε είτε η Κόλαση, είτε ο Παράδεισος να τον δεχτούν και το αγόρι γνώριζε πως δεν θα ήταν καθόλου εύκολο να βρεθεί το ίδιο σε ένα από τα δύο σημεία, ώστε να συνομιλήσει με κάποιον εκπρόσωπο.
Αποκαμωμένος, επέστρεψε αργά προς το απόμερο σημείο που βρισκόταν το σπίτι του Ξένου, όταν πρόσεξε την Ελβίνα να στέκεται στην είσοδο του σκοτεινού κοιμητηρίου και να κοιτάζει προς τα φωτεινά παράθυρα.
«Είναι χάλια» πρόφερε καθώς είδε την Σκιά και τον Τζακ να πλησιάζουν.
«Θέλεις να πεις πως έχει αισθήματα;» την ρώτησε το αγόρι κοιτάζοντάς την ελαφρώς με απορία.
«Αν αναφέρεσαι στον συνονόματό σου, φυσικά και έχει. Εγώ τον ξέρω πολλά χρόνια. Είναι και αυτός βασανισμένη ψυχή, απλώς δεν του αρέσει να μιλά για τον εαυτό του καθόλου. Είναι ένα όμορφο αγόρι, αλλά δεν έχω γνωρίσει πιο κλειστό άνθρωπο στη ζωή μου» πρόφερε το κορίτσι με τον Τζακ να σκέφτεται σοβαρά να την ρωτήσει, αν εκείνη γνώριζε τον τρόπο που πέθανε ο Ξένος. Παρά το γεγονός πως τον είχαν συμβουλεύσει για το αντίθετο, έπρεπε να μάθει.
«Πώς ήρθε εδώ;» πήγε να ρωτήσει έμμεσα, αλλά η Ελβίνα χαμογέλασε πονηρά.
«Εννοείς πώς πέθανε; Αυτές είναι συζητήσεις που σχεδόν ποτέ δεν ανοίγουμε εδώ. Το μόνο που γνωρίζω είναι, πως ο Τζακ Ο Λάντερν ήταν παρών όταν συνέβη το κακό, όπως ήταν παρών αντίστοιχα και εκείνος θαρρώ στον δικό σου θάνατο. Αυτό αναγκαστικά, καθιστά εσένα πλέον αρχηγό της γιορτής και ακόμη πιο μοιραίο είναι το γεγονός, πως έχεις και το ίδιο όνομα με τους προηγούμενους» του είπε.
«Δηλαδή αυτό σημαίνει, πως ο Ο Λάντερν ευθύνεται για τον θάνατο του Τζακ; Εννοώ του Ξένου;» την ρώτησε και εκείνη γούρλωσε τα μάτια.
«Όχι απαραίτητα. Βλέπεις τα πνεύματα του Χάλογουιν και γενικά τα πνεύματα, προσεγγίζουν αρκετές φορές εκείνους που πιστεύουν, εκείνους που μπορούν να τα δουν. Ο Τζακ, ο Ξένος, είχε επιλέξει την ημέρα εκείνη για να βγει. Όταν τον είδες φαντάζομαι, ακόμη και λίγο πριν το Χάλογουιν, εκείνος μπορούσε να κυκλοφορήσει κοντά στον τόπο θανάτου του και φυσικά στην Πύλη του κόσμου μας, μόνο σαν φλόγα, σαν ενέργεια. Πριν τις 31 απαγορεύεται να πάρει κάποιος μορφή. Φυσικά η φλόγα για τους περισσότερους είναι αόρατη. Εσύ όμως, αποδείχτηκε πως μπορούσες να την δεις. Ο Τζακ βασικά δεν αναζητούσε εσένα, αλλά μόλις συνειδητοποίησε πως μπορούσες να τον δεις, κατάλαβα πως σε πήγε στην έπαυλη. Δεν θα το παραδεχτεί ποτέ, μα μάλλον επιθυμούσε βοήθεια. Μονάχα που εσύ τελικά πέθανες και κατέληξες εδώ παίρνοντας τη θέση του» έκανε μία παύση.
«Βοήθεια για πιο πράγμα;» την ρώτησε.
«Δεν έχω ιδέα, εκείνος μονάχα ξέρει τα μυστικά του. Το μόνο που γνωρίζω, είναι πως η έπαυλη που είδες του ανήκε. Ανήκε στην οικογένειά του» του αποκάλυψε και ένα επιφώνημα έκπληξης ξέφυγε από το στόμα του Τζακ, σκεπτόμενος την εικόνα εκείνου του αγοριού που πρόσεξε ανεβαίνοντας τις σκάλες και λίγο πριν βρεθεί να τις μετρά αντίστροφα, καταλήγοντας στον θάνατό του.
Ίσως ο Ξένος αναζητούσε στοιχεία γύρω από τον θάνατό του. Καθώς αν η έπαυλη του ανήκε, τότε ήταν ο πρωταγωνιστής της ιστορίας που τους είχε αφηγηθεί ο καθηγητής τους στην τάξη. Πως ο Τζακ του τότε δεν συναναστρεφόταν αρχικά με πολλούς, εξαιτίας της παράξενης και κλειστής του οικογένειας, μα στο τέλος όλοι είχαν να πουν καλά λόγια, μέχρι την ημέρα που εξαφανίστηκε και η οικογένεια μετακόμισε. Επομένως, αν υπήρχε κάτι στην ιστορία βέβαιο, ήταν το γεγονός πως η τραγωδία του Ξένου, ήταν μία υπόθεση που παρέμενε ανοιχτή και ίσως αυτός να ήταν και ο λόγος που ο Τζακ δεν έβρισκε επίσης ανάπαυση. Έπρεπε να κάνει κάτι γι' αυτό. Έπρεπε αρχικά να ξεκινήσει με τον Τζακ Ο Λάντερν και έπειτα να συνεχίσει να κλείνει λίγο λίγο τον κύκλο. Μόνο έτσι θα έβρισκαν όλοι τους ανάπαυση. Ο πνευματικός κόσμος εξάλλου, δεν είχε ανάγκη από ένα μέρος σαν αυτό. Η κάθε ψυχή θα έβρισκε τον δρόμο της είτε στην Κόλαση, είτε στον Παράδεισο.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro