Το σπίτι που κανείς δεν έβλεπε/ part 3
Ο Τζακ έστρεψε το κεφάλι του, μόνο για να αντικρίσει μία μορφή που στεκόταν στο κατώφλι του σπιτιού, τυλιγμένη ακόμη στα σκοτάδια του. Δεν επιθυμούσε να βγει στο ξημέρωμα, δεν επιθυμούσε να νιώσει επάνω της το φως. Το αγόρι ενεό, κοιτούσε μονάχα την γκρίζα αμφίεση του ξένου που αχνοφαινόταν. Μετά το σκηνικό με το παραλήρημα των γονιών του και τον ίδιο να περνά από μέσα τους σαν αεράκι της φύσης, καθημερινό και αδιάφορο, θεωρούσε πως μάλλον δεν είχε πού αλλού να πάει. Ο ξένος τον έβλεπε, σε αντίθεση με όλους τους υπόλοιπους. Για μία τελευταία φορά, έριξε μία ματιά γύρω του, στον τόπο που είχε μεγαλώσει και κυριότερα στο σημείο του δράματος. Τα μάτια του γέμισαν δάκρυα και το αίσθημα της μοναξιάς τον τύλιξε. Τότε, ως μία τελευταία σκέψη, ήρθε η εικόνα της Σόνιας στο μυαλό του. Οι σκέψεις που ποτέ δεν εκφράστηκαν, το ΄΄σ' αγαπώ΄΄ που ποτέ δεν ειπώθηκε, θα έμεναν όλα μετέωρα, μέχρι που θα ερχόταν ο καιρός που εκείνη θα μεγάλωνε ίσως και θα τον ξεχνούσε, όλοι θα τον ξεχνούσαν.
«Πιάστηκα να σε καρτερώ» μουρμούρισε η μορφή και ο Τζακ βουρκωμένος, έκανε ένα βήμα πίσω.
Για τον κόσμο των ανθρώπων, το σπίτι είχε εξαφανιστεί. Ο Τζακ όμως, είδε την καγκελόπορτα να αναστηλώνεται μπροστά του, υιοθετώντας μία νέα, μεταλλική λάμψη και αποβάλλοντας επιτέλους εκείνη την ξεχασμένη σκουριά. Την είδε λοιπόν να κλείνει πίσω του, αφήνοντάς τον να στέκεται στην μέση του απόκοσμου κήπου, που θύμιζε νεκροταφείο αναμνήσεων. Η μορφή εισήλθε στο εσωτερικό του σπιτιού. Τα πράγματα είχαν αλλάξει, σαν να κινούνταν τώρα σε διαφορετικό χωροχρόνο. Από τα παράθυρα εισέβαλε δειλά εκ νέου το σεληνόφως και ο άνδρας που ο Τζακ έβλεπε, κοντοστάθηκε στις σκάλες. Φορούσε ρούχα μίας άλλης δεκαετίας, ενώ το πρόσωπό του κάλυπτε ένας σκούρος μανδύας.
«Ποιος είσαι;» τον ρώτησε ο Τζακ. Ο άνδρας, ή νεαρός ή κάτι άλλο, κοντοστάθηκε για δευτερόλεπτα.
«Φάρσα ή Κέρασμα;» τον ειρωνεύτηκε.
«Αυτό δεν απαντά στην ερώτησή μου» εκνευρίστηκε ο μικρός.
«Το μεγάλο ερώτημα, δεν είναι το ποιος είμαι εγώ, αλλά το τι είσαι εσύ;»
«Τι είμαι εγώ;» ρώτησε φανερά εκνευρισμένος πλέον.
«Νεκρός. Αυτό είσαι» του δήλωσε το πλάσμα και ξέσπασε σε υστερικά γέλια, ενώ ταυτόχρονα ανέβαινε τα σκαλιά.
Ο Τζακ πάγωσε. Μπροστά σε αυτή τη δήλωση, η καρδιά του κόντευε να σπάσει. Όλο αυτό φυσικά, μέχρι να τοποθετήσει το χέρι του στο στήθος και να συνειδητοποιήσει πως πολύ απλά, η καρδιά του δεν χτυπούσε πλέον. Το μυαλό του τότε, πραγματοποίησε μία σύντομη αναδρομή στο παρελθόν το πρόσφατο και για την ακρίβεια στην χθεσινή του επίσκεψη στο σπίτι. Τότε, για λίγο πάγωσε την εικόνα με τα σκαλιά. Τα ίδια σκαλιά που τώρα ανέβαινε ο ξένος αργά, τα είχε ανέβει και εκείνος, προτού βρεθεί να πέφτει στο κενό και να τον υποδέχεται το χάος. Αυτό ήταν λοιπόν. Είχε πεθάνει. Αυτός όμως που του μιλούσε, ήταν πνεύμα άραγε; Πεθαμένος που ζητούσε δικαίωση;
«Σταμάτα να το σκέφτεσαι. Ειλικρινά δεν θα σε οδηγήσει πουθενά» του είπε η φωνή.
«Με παγίδεψες! Εσύ φταις!» του ούρλιαξε ο μικρός.
«Σε λίγο θα μου πεις πως σε έσπρωξα κιόλας! Δεν είναι δική μου ευθύνη, αν η περιέργεια υπερίσχυσε της λογικής σου και σε οδήγησε στο εσωτερικό ενός σπιτιού σαν αυτό!» η φωνή πρόφερε κοφτά.
«Ναι, αλλά είμαι σίγουρος πως εσύ αποτέλεσες εκείνη την αιτία, την φλόγα κοινώς, που με οδήγησε σε αυτό το φρικτό μέρος» του είπε ο μικρός.
«Φρικτό, έτσι δεν είναι; Θα συμφωνήσω μαζί σου. Λοιπόν, Τζακ. Για να μην καθόμαστε να αναλύουμε το παρελθόν, που καμία σημασία δεν έχει, ας πιαστούμε από το παρόν. Στο παρόν, είσαι πεθαμένος και ο κόσμος των ανθρώπων δεν είναι για εσένα πια. Δυστυχώς όμως, ούτε και αποκλειστικά εκείνος των νεκρών. Θάνατοι που συμβαίνουν μία τέτοια μέρα, ανήκουν μονάχα σε εμάς. Στον κόσμο του Χάλογουιν. Είναι μία συμφωνία που έχουμε κάνει τόσο με τον Παράδεισο, όσο και με την Κόλαση. Την αρχή, καθώς μπορείς να καταλάβεις, την έκανε ο Τζακ Ο Λάντερν ο πρώτος. Εγώ αποτελώ την συνέχειά του. Μοιάζει με φαύλο κύκλο, που ποτέ δεν κλείνει» του είπε ο ξένος και ο Τζακ θα ορκιζόταν πως στην τελευταία λέξη, ο ήχος της φωνής του είχε αλλάξει. Είχε νοτιστεί με έναν τόνο μελαγχολίας, που σύντομα όμως χάθηκε.
Τον ακολούθησε ανεβαίνοντας τα σκαλοπάτια που έτριζαν, με το σημείο εκείνο που είχε υποχωρήσει, να μοιάζει στην θέση του ξανά, καραδοκώντας πιθανότατα για το επόμενο θύμα του. Η ανάβαση τους οδήγησε σε έναν διάδρομο άδειο, με όλες του τις πόρτες κλειστές. Οι χαραμάδες ήταν σκοτεινές και η μυρωδιά της μούχλας πλανιόταν στον αέρα. Οι τοίχοι με τα χρόνια είχαν γεμίσει υγρασία, ενώ φαίνονταν ξεκάθαρα κάποια σκουριασμένα καρφιά, από όπου κάποτε πιθανότατα να κρέμονταν πορτραίτα ή πίνακες. Η φιγούρα μπροστά του κινούταν όλο ευθεία. Η πόρτα άνοιξε αργά, αποκαλύπτοντας μάλλον το άπειρο, ή καλύτερα, χόρτα. Ο Τζακ έμοιαζε σαν να βγήκε σε κάποιο λιβάδι. Ήταν νύχτα φυσικά και τα άστρα έλαμπαν στον ουρανό. Η αίσθηση της μοναξιάς ωστόσο ήταν ανυποχώρητη και γινόταν ένα με την ομίχλη που συνόδευε το αλλόκοσμο τοπίο.
Μπροστά του στα ξαφνικά, ξεπρόβαλε ένα εμπόδιο, σε σημείο που ο Τζακ έχασε την ισορροπία του και σκοντάφτοντας έπεσε πάνω σε κάτι υγρό και ψυχρό, σε έναν τάφο. Για την ακρίβεια, έναν σκούρο πέτρινο και ανατριχιαστικό τάφο. Ήθελε να ουρλιάξει, ώσπου είδε τον ξένο να στρέφεται προς το μέρος του με μάτια που γυάλιζαν. Η κουκούλα από τον μανδύα του, έκρυβε την χαρακτηριστική κολοκύθα, όπως ακριβώς οι άνθρωποι είχαν στο μυαλό τους το γνωστό πνεύμα της γιορτής. Καθώς όμως η μέρα είχε λήξει και το Χάλογουιν υποχωρούσε, ο καθένας πια μπορούσε να πάρει την αληθινή του μορφή. Μπροστά του λοιπόν ο Τζακ, είδε έναν ψηλόλιγνο νεαρό, λίγα μόλις χρόνια μεγαλύτερό του.
«Το όνομά μου, είναι και μένα Τζακ και αυτό εδώ, είναι η Πύλη μας. Βρισκόμαστε στην Σκωτία, στο νεκροταφείο Greyfriars Kirkyards το οποίο χρονολογείται από τον δέκατο έκτο αιώνα. Ο λόγος που κάνει τόσο κρύο εδώ, είναι γιατί βρισκόμαστε σε έναν λόφο, από όπου μπορείς να δεις την πόλη. Δυστυχώς σου απαγορεύεται να λοξοδρομήσεις. Η μοίρα και οι κανόνες της γιορτής, μας προστάζουν να ακολουθήσουμε συγκεκριμένες διαδρομές. Κοίτα» του υπέδειξε και στο βάθος, ο Τζακ είδε μορφές να βαδίζουν σιωπηλά βαστώντας φαναράκια. «Σε αυτό το σημείο, όταν πια σημάνει το τέλος της γιορτής με τον ερχομό της αυγής, το πέπλο ανάμεσα στους κόσμους πέφτει και όλα τα πνεύματα συγκεντρώνονται εδώ» έκανε μία παύση και ο Τζακ κοίταξε το γοτθικού τύπου νεκροταφείο με τους σκούρους, πέτρινους τάφους και τις τρομακτικές ανάγλυφες αναπαραστάσεις ανάμεσα σε μισογκρεμισμένες ταφόπλακες. «Λέγανε πως ένα φοβερό Πνεύμα στοιχειώνει τον χώρο, του George MacKenzie. Σύμφωνα με τον θρύλο των ανθρώπων, απελευθερώθηκε όταν ένας μεθυσμένος άστεγος αναζητούσε τροφή και το σπάνιο μαυσωλείο όπου μέσα του βρισκόταν το πνεύμα έπεσε θύμα του αφού το έσπασε. Λοιπόν, υπάρχει πράγματι το φάντασμα, μα απόψε δεν θα τον δεις. Κρατά τις διόδους ανοιχτές μέσα από το Μαυσωλείο του για εμάς» τελείωσε και ο Τζακ ένιωθε πως κάθε τρίχα στο κορμί του είχε σηκωθεί.
Δεν του άξιζε όλο αυτό. Ο ίδιος ήταν ένα χαρούμενο, καλό παιδί που τώρα είχε φύγει από την ζωή αγνοούμενο, πατώντας πάνω σε λάσπες, ξεραμένα χόρτα και διασκορπισμένες ταφόπλακες με έναν νεαρό παράξενο. Έναν νεαρό υπό άλλες συνθήκες όμορφο, μα με παγερά χαρακτηριστικά. Ήθελε να μάθει περισσότερα, αλλά ο χρόνος κυλούσε και οι δυο τους εισήλθαν στο απόκοσμο μαυσωλείο, το οποίο ήταν φορτισμένο με την ενέργεια της οργής του αλλοτινού ένοικου. Υγρασία, μυρωδιά θανάτου και πολλά ακόμη αρνητικά χαρακτηριστικά, θα μπορούσε κάποιος να προσδώσει σε αυτόν τον τόπο.
«Πού στο καλό πηγαίνουμε;» τον ρώτησε ο Τζακ.
«Στην Τόμπταουν» ήρθε η κοφτή απάντηση του ξένου.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro