Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Το σπίτι που κανείς δεν έβλεπε/ part 2

Εκείνο το βράδυ, ήταν το πιο εφιαλτικό της ζωής της. Η αστυνομία είχε κυκλώσει τον χώρο, οι γονείς και οι γείτονες συγκλονισμένοι φώναζαν το όνομά του, ενώ αρκετοί είχαν εισχωρήσει στο δάσος με φακούς, γυρεύοντας έστω και ένα ίχνος του. Η Σόνια καθόταν κλαίγοντας μονάχη της, με τον Άντριου να έχει κυριολεκτικά πνιγεί στις τύψεις για τον τρόπο που του είχε μιλήσει λίγο πριν εξαφανιστεί. Το κορίτσι είχε δεχτεί πολλαπλές ερωτήσεις, μα από ένα σημείο και μετά αρνούνταν να απαντήσει. Κανείς δεν θα την πίστευε ούτως ή άλλως. Η ιστορία ενός σπιτιού που εξαφανιζόταν και εμφανιζόταν κατά το δοκούν, έμοιαζε λογικά απίστευτη. Δύο ώρες αργότερα και με τις προσπάθειες να έχουν αποβεί άκαρπες, η αστυνομία αποχώρησε λέγοντας πως θα καταγράψει το περιστατικό συνεχίζοντας τις έρευνες. Οι γείτονες είχαν θορυβηθεί, ενώ οι γονείς και των δύο οικογενειών θρηνούσαν. Ο κόσμος βγήκε από εκείνο το στενό και κατευθύνθηκε στο σπίτι του. Στη γειτονιά, είχε απομείνει μία ηλικιωμένη γυναίκα, η οποία αδυνατούσε να μετακινηθεί ως το σημείο των ερευνών εξαιτίας της δυσκολίας της ηλικίας της. Παρατηρώντας όλο αυτό το χάος, κούνησε αποδοκιμαστικά το κεφάλι της. Η ίδια ιστορία επαναλαμβανόταν.

Η Σόνια καθώς βάδιζε με τους δικούς της, την είδε, αλλά και η γυναίκα φάνηκε να την καρφώνει εξίσου με το κοφτερό της βλέμμα.

«Δεν θα θέσεις την χαρακτηριστική ερώτηση; Έχω πολλές καραμέλες ακόμη» της είπε καλοσυνάτα, μονάχα που ούτε μία σταγόνα νερό δεν κατέβαινε στον λαιμό της κοπέλας.

«Ευχαριστώ, δεν έχω όρεξη» απάντησε η μικρή.

«Έχει να κάνει με την εξαφάνιση του αγοριού;» την ρώτησε.

«Ήταν φίλος μου, ήμουν μπροστά όταν συνέβη» πρόφερε ξεψυχισμένα και η γυναίκα γούρλωσε τα μάτια. Οι γονείς της μικρής ωστόσο, είχαν μείνει να την περιμένουν. Φυσικά γνώριζαν την Έσπερ. Ήταν πολύ καλή και γλυκιά.

«Θα την γυρίσω εγώ τη Σόνια» τους είπε «Δύο σπίτια μακριά είμαστε» τους χαμογέλασε και συμφώνησαν συγκρατημένα. «Λοιπόν Σόνια, μίλησέ μου»

«Γιατί να το κάνω; Θα γελάσεις και εσύ όπως και όλοι οι υπόλοιποι που δεν δίστασαν να με βγάλουν ή τρελή ή φαντασιόπληκτη εξαιτίας του σοκ και της ηλικίας μου. Μάλιστα κάτι λένε πως ίσως χρειαστώ ψυχολόγο. Όπου όμως και αν με πάνε, δεν μπορούν να με πείσουν για το αντίθετο αυτού που είδα» επέμεινε.

«Εγώ σε πιστεύω» της είπε εκείνη.

«Γιατί;» ρώτησε το κορίτσι.

«Γιατί ήμουν μάρτυρας μίας παρόμοιας εξαφάνισης, που σχετιζόταν πάλι με εκείνο το σπίτι. Το σπίτι που είμαι βέβαιη πως είδες» πρόφερε και η Σόνια αναθάρρησε.

«Κανείς δεν πιστεύει πως υπάρχει και δεν τους αδικώ. Την πρώτη φορά ούτε σε μένα φανερώθηκε. Όταν όμως στράφηκα ξανά προς το μέρος του ήταν εκεί. Σκοτεινό, τρομακτικό, φρικτό σαν να περίμενε κάτι. Σαν να σκόπευε να αρπάξει τον Τζακ, σαν να ήταν αυτός ο μόνος λόγος ύπαρξής του απόψε και έπειτα αφού το πέτυχε, απλώς εξαφανίστηκε» πρόφερε το κορίτσι με τρόμο και απόγνωση.

Η Έσπερ καθώς την κοιτούσε με απόλυτη μελαγχολία, προσπάθησε να αλλάξει στάση στην καρέκλα της. Έπειτα σηκώθηκε και την προσκάλεσε μέσα, καθώς έκανε κρύο και ήθελε να της προσφέρει ένα ζεστό ρόφημα. Τα ζαχαρωτά που επέπλεαν στην σοκολάτα της, είχαν το σχήμα γελαστών φαντασμάτων.

« Πριν από αρκετά χρόνια, υπήρχε ένα αγόρι. Ήμουν μικρή τότε. Έμενε στην έπαυλη που σήμερα, σαν άλλος τιμωρός, εμφανίστηκε για να λάβει την πληρωμή της. Αυτό συμβαίνει κάθε τέτοια μέρα, αλλά σπάνια κατορθώνει να βρει το κατάλληλο θύμα. Κατά πώς φάνηκε, απόψε ήταν η τυχερή της χρονιά» έκανε μία παύση.

«Ώστε, την έχεις δει και εσύ;» την ρώτησε.

«Ας πούμε πως ναι, έτυχε να την δω. Το αγόρι που ζούσε εκεί μαζί με τους γονείς του εξαφανίστηκε μία νύχτα σαν αυτήν. Κανείς δεν κατάλαβε τι συνέβη, κανείς δεν τον βρήκε ποτέ. Το όνομά του ήταν Τζακ. Διαφορετικός από τα άλλα παιδιά, αλλά πολύτιμος για...εμένα» πρόφερε στο τέλος και ένα διάφανο δάκρυ κύλησε στο μάγουλό της.

Η Σόνια την κοίταξε. Ένιωθε τον βαθύ της πόνο, το ανείπωτο παράπονο που προσπαθούσε να εκφραστεί, να βγει στην επιφάνεια αγκομαχώντας.

«Αγαπούσες τον Τζακ, όμως δεν τον ξαναείδες.... Άρα αυτό σημαίνει πως θα έχει την ίδια μοίρα με τον δικό μου;» την ρώτησε και η γυναίκα της έπιασε απαλά τα χέρια.

«Λένε πως σήμερα, το διάφανο πέπλο που χωρίζει τους δύο κόσμους σηκώνεται. Άρα κάπου, πέρα από το εδώ και τώρα, υπάρχει το εκεί, το διαφορετικό. Ίσως και ο δικός σου Τζακ να βρίσκεται στο εκεί, όπως μάλλον και ο δικός μου» ήταν οι τελευταίες της κουβέντες και η Σόνια πάλευε να χωρέσει στο παιδικό της μυαλό, την έννοια του εδώ και του εκεί. Τι ήταν το ΄΄εκεί΄΄; Πού υπήρχε και το κυριότερο, πώς θα πήγαινε;

Αποκαρδιωμένη και με την ηλικιωμένη στο πλάι της γύρισε στο σπίτι. Η μητέρα της πενθούσε για τον χαμό του αγοριού, του παιδιού της καλύτερής της φίλης. Οι έρευνες δεν θα σταματούσαν φυσικά και οι ελπίδες δεν θα χάνονταν τόσο εύκολα, μα αυτό που τους είχε βρει, ήταν συνταρακτικό. Ο Άντριου είχε κλειδωθεί στο δωμάτιό του και έκλαιγε μονάχος του, πνιγμένος στις τύψεις, ενώ η οικογένεια του Τζακ, βρισκόταν ακόμη σε εκείνο το φρικαλέο στενό, ψάχνοντας το παιδί τους μάταια μέσα στο βράδυ. Τους ήταν αδύνατον να επιστρέψουν σπίτι, θα τρελαίνονταν.

-------------------------------------------

Ένα παγερό αεράκι τον τύλιξε. Ώρα τώρα αισθανόταν πως το σώμα του κρύωνε. Βάζοντας όση περισσότερη δύναμη μπορούσε, ο Τζακ σηκώθηκε επάνω με πολύ κόπο. Πόνοι ισχυροί όργωναν την πλάτη του και το μυαλό του έμοιαζε θολό. Σαν να υπήρχαν σκόρπιες εικόνες, ενός διαλυμένου παζλ που περίμενε την στιγμή της ένωσής του. Ήταν ντυμένος ακόμη μάγος. Με τρεμάμενα χέρια έπιασε τη στολή και σε δευτερόλεπτα θυμήθηκε. Ήταν το βράδυ του Χάλογουιν. Εκείνος είχε βγει με την Σόνια, προκειμένου να μαζέψουν ζαχαρωτά, ωστόσο μία καταραμένη φλόγα, τον είχε παρασύρει σε ένα στενό. Η περιέργειά του τον είχε οδηγήσει ξανά εκεί μαζί με την Σόνια, στην οποία είχε ζητήσει να περιμένει έξω για πέντε λεπτά. Είχε μπει στην έπαυλη και έπειτα με κάποιον τρόπο που αδυνατούσε να ανακαλέσει, είχε βρεθεί πεσμένος εδώ. Η ώρα θα ήταν στα σίγουρα περασμένη και η κοπέλα, όπως και οι γονείς του θα είχαν τρελαθεί από την αγωνία. Έπρεπε να βγει, αρκετά είχε τραβήξει αυτό το αστείο. Στα δεξιά του, υπήρχε μία πρόχειρη, ξύλινη σκάλα η οποία λογικά οδηγούσε στον επάνω όροφο, στο σαλόνι και άρα και στην έξοδο. Το μέρος που βρισκόταν ήταν σκονισμένο, ενώ στο βάθος, ξεχαρβαλωμένα έπιπλα κείτονταν παρατημένα, με λευκά υφάσματα σαν σάβανα από πάνω τους.

Το αγόρι ξεκίνησε να κατευθύνεται στη σκάλα. Μόλις έφτασε στην κορυφή, έριξε μία προσεκτική ματιά τριγύρω. Τα πάντα ήταν σχετικά στην θέση τους, μονάχα που τώρα είχαν μία αλλόκοσμη εμφάνιση. Σαν να τους είχε δοθεί μία έξτρα πινελιά μαγείας. Ο Τζακ παρατήρησε κάτι που τον τρόμαξε. Φως αμυδρό και ροδαλό έμπαινε από τα παράθυρα. Ξημέρωνε. Τρόμος κατέκλυσε την καρδιά του, όταν πετάχτηκε σχεδόν, χτυπώντας επάνω στην πόρτα. Το σημείο που είχε σπρώξει το ξύλο για να μπει, βρισκόταν εκεί και ο Τζακ γλίστρησε έξω. Η θερμοκρασία δεν τον άγγιζε. Δεν ένιωθε το ψυχρό αεράκι της αυγής. Η φύση ήταν ήσυχη γύρω του, όταν άκουσε φωνές από το βάθος. Ήταν οι γονείς του που τον καλούσαν. Τον φώναζαν απελπισμένοι.

«Μαμά εδώ!» ούρλιαζε όταν τους είδε να βγαίνουν από τις φυλλωσιές του δάσους κλαμένοι, άυπνοι και κουρασμένοι.

Ο Τζακ στεκόταν στην αυλή της έπαυλης, κουνώντας τα χέρια του. Το βλέμμα των γονιών έπεσε επάνω του, μα τον προσπέρασε. Ήταν αδύνατον. Δεν τον έβλεπαν, μήτε τον άκουγαν. Το αγόρι είχε αρχίσει να πανικοβάλλεται. Βγαίνοντας από την έπαυλη, έτρεξε να τους αγκαλιάσει, ωστόσο πέρασε απλώς από μέσα τους δίχως να τους αγγίξει.

΄΄Τι μου συμβαίνει;΄΄ η φωνή του τώρα έτρεμε, ζητούσε απαντήσεις.

«Τζακ, έλα. Η αυγή βρίσκεται στο τέλος της και όταν ο ήλιος σηκωθεί, το Χάλογουιν θα έχει τελειώσει» πρόφερε μία φωνή. 

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro