Το σπίτι που κανείς δεν έβλεπε/part 1
Στην ζωή θα συναντήσει κανείς ιστορίες, των οποίων τα ουσιώδη κομμάτια μερικές φορές θα λείπουν, διαιωνίζοντας έτσι μυστικά καλά κρυμμένα στο χρονοντούλαπο. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα, να τύχει να τα επωμιστούν άνθρωποι που δεν φέρουν καμία ευθύνη, που ήταν απλώς στο λάθος μέρος, την λάθος στιγμή, ή που έφεραν τυχαίες ομοιότητες. Ο Τζακ μετατράπηκε σε εκείνο το εξιλαστήριο θύμα ενός θρύλου χρόνων ατελείωτων που ζητούσε δικαίωση. Τα δύο παιδιά, εκείνη τη ψυχρή νύχτα, βρέθηκαν μπροστά στο σκοτεινό και απομονωμένο δρομάκι, που τα μουλιασμένα φθινοπωρινά φύλλα, το έκαναν να γλιστρά. Το βλέμμα του Τζακ καρφώθηκε ξανά στη φλογίτσα, που αυτή τη φορά έγινε ορατή και στο κορίτσι.
«Τι είναι αυτό;» ρώτησε η Σόνια για την οποία η φλόγα δεν έμοιαζε καλοδεχούμενη.
«Ας πούμε είναι κάποιος φωτεινός φίλος, που εδώ και μέρες με ακολουθεί. Αν θέλουμε να ζήσουμε λίγο από το αληθινό Χάλογουιν, τότε έλα μαζί μου. Θέλω να σου δείξω κάτι» της είπε ο Τζακ και η Σόνια ένιωσε πως όσο εισερχόταν βαθύτερα στο σοκάκι, τόσο περισσότερο μία αποκρουστική ενέργεια, άκρως αρνητική την περιτριγύριζε.
Ήχοι ξαφνικοί από νυκτόβια πλάσματα, που τους προσπερνούσαν ταχύτατα και κατόπιν χάνονταν σε έναν ορίζοντα δίχως χρώμα, δυσχέραιναν ακόμη περισσότερο την κατάσταση. Ο Τζακ βαστούσε γερά τη Σόνια από το χέρι, με την απόκοσμη φλογίτσα να προηγείται σαν σιωπηλός συνοδοιπόρος. Όταν φάνηκε αχνά η μισογκρεμισμένη μάντρα, ο Τζακ κοντοστάθηκε γεμάτος καμάρι, δείχνοντας το σπίτι στην φίλη του. Στα συνεχή, παράδοξα νοήματα, γεμάτα ενθουσιασμό εκ μέρους του, η μικρή δεν ήξερε πώς έπρεπε να αντιδράσει μιας που στην ουσία το μόνο που έβλεπε πίσω από το αγόρι, ήταν μία γκρεμισμένη, ανούσια μάντρα και μία καγκελόπορτα να στέκει σαν γελοίος φρουρός μπροστά της, ελαφρώς λυγισμένη και σκουριασμένη.
«Λοιπόν;» την ρώτησε ο Τζακ περιμένοντας.
«Λοιπόν τι;» απόρησε η Σόνια.
«Μην μου πεις πως δεν βλέπεις ολόκληρο σπίτι» ξεκίνησε να απορεί και ο ίδιος, μα η Σόνια άρχισε να πιστεύει πως είτε την δούλευε, είτε η όρασή της ήταν προς επείγουσα εξέταση.
Ξεφυσώντας ενοχλημένη από την άσκοπη διαδρομή, γύρισε την πλάτη της όντας έτοιμη να καλέσει και τον Τζακ. Τη στιγμή που εκ νέου στρεφόταν για να βεβαιωθεί πως την ακολουθούσε, ένα οίκημα σκοτεινό, σαν μία ερεβώδη δαιμονική σκιά, υψώθηκε στο σημείο ακριβώς που της είχε υποδείξει ο φίλος της. Η Σόνια τα έχασε. Σχεδόν δεν ήταν σε θέση να αρθρώσει λέξη, ή μάλλον ήταν και η κατάλληλη για εκείνη την ώρα, ήταν το προστακτικό ΄΄πάμε΄΄.
«Τζακ όλο αυτό δεν μου αρέσει καθόλου» ψέλλισε.
«Μην φοβάσαι, είμαι εγώ εδώ. Τίποτε κακό δεν μπορεί να σου συμβεί» της είπε με μία σιγουριά και μία γλυκύτητα να χαρακτηρίζει τη φωνή του. Η Σόνια τον πίστεψε. Εξάλλου και η ίδια ένιωθε πολύ δυνατή, διαφορετική κάθε φορά που βρισκόταν στο πλάι του.
«Ξέρεις, ήθελα κάτι να σου πω» έκανε λοιπόν την αρχή, μα ο Τζακ την διέκοψε.
«Θα σε ακούσω, στο υπόσχομαι. Δώσε μου μονάχα πέντε λεπτά. Θέλω να δω πού θα με οδηγήσει αυτή η φλόγα που μου αποσπά διαρκώς την προσοχή» πρόφερε κοιτάζοντας την λάμψη εκνευρισμένος.
«Μα, θα σε πάει στο σπίτι μέσα. Σε ένα σπίτι που δεν υπήρχε πριν Τζακ, αλλιώς θα το έβλεπα! Μονάχα όταν γύρισα το κεφάλι μου για δεύτερη φορά, μονάχα τότε φάνηκε πίσω σου. Είναι άσχημο. Ο κήπος του θυμίζει τρομακτική ταινία, τα παράθυρα είναι σάπια και γέρνουν. Μπορεί να χτυπήσεις αν πας εκεί» πάλεψε να τον μεταπείσει, μα ο μικρός φαινόταν να έχει υιοθετήσει την ταυτότητα του σούπερ ήρωα.
«Δεν θα αργήσω. Θέλω να καταλάβω τι συμβαίνει με το φως. Περίμενε εδώ» την καθησύχασε και διάβηκε την σκουριασμένη καγκελόπορτα με προσοχή.
Ο αιώνιος, απεριποίητος κήπος με τις σάπιες κολοκύθες και τα ζιζάνια, τον υποδέχτηκε. Με μία πιο προσεκτική ματιά, διέκρινε ένα παλαιό, πέτρινο σιντριβάνι να δεσπόζει στην μέση, μουχλιασμένο και σπασμένο σε διάφορα σημεία. Αυτοί που έμεναν κάποτε εδώ, φαίνονταν να ήταν σε καλή οικονομική κατάσταση. Προχωρώντας, είδε πως η πόρτα ήταν σφραγισμένη με ένα σάπιο ξύλο, το οποίο ήταν καρφωμένο. Εξαιτίας της παλαιότητας, το καρφί πετάχτηκε αμέσως, επιτρέποντας στο ξύλο να γλιστρήσει, αποκαλύπτοντας μία μικρή είσοδο. Το εσωτερικό του, ήταν σχετικά άδειο. Ευθεία μπροστά του υπήρχε ένα τεράστιο παράθυρο, που επέτρεπε στο σεληνόφως να εισέλθει, ενώ οι σκονισμένες και ξεσκισμένες κουρτίνες, κρέμονταν πλέον άχαρα στο πλάι. Ο Τζακ είχε εντυπωσιαστεί. Ήταν ολοφάνερο πως επρόκειτο για ένα παλιό αρχοντικό σπίτι. Η φλόγα θαρρείς και επέπλεε σε έναν φανταστικό βυθό, είχε μείνει να αιωρείται αβέβαια μπροστά του. Κάθε του βήμα και ένα τρίξιμο του σκοροφαγωμένου πατώματος. Ήταν τότε, που μέσα στην παγωμένη σιγαλιά, ο νεαρός πίστεψε πως άκουσε μία ανάσα αγανάκτησης.
«Είναι κανείς εδώ;» φώναξε και είδε την φλόγα να ανεβαίνει τα σκαλιά. Στον τοίχο στα δεξιά του, καθώς ανέβαινε, διέκρινε κάτι σαν φωτογραφία ενός αγοριού. Η σκόνη όμως και το κολλημένο τσιμέντο που την είχε καλύψει, δεν του επέτρεπαν να δει καθαρά το πρόσωπο που απεικονιζόταν.
Ένα βήμα ακόμη και το έδαφος υποχώρησε από κάτω του. Το κορμί του έπεφτε στο κενό, χτυπώντας δεξιά και αριστερά, μέχρι που κατέληξε αναίσθητο σε κάποιο υπόγειο του σπιτιού. Τα χέρια του ευθύς πάγωσαν. Το νεανικό του κορμί έμεινε να κείτεται εκεί μονάχο του, δίχως φλόγα. Δίχως συντροφιά. Ταυτόχρονα με τις φωνές της πτώσης του όμως, η Σόνια που βρισκόταν έξω και περίμενε έχοντας τυλιχτεί με την στολή της για να πολεμήσει την υγρασία της νύχτας, τον άκουσε.
«Τζακ!» ούρλιαξε, ωστόσο την ώρα που ετοιμάστηκε να τρέξει, το μόνο που είχε απομείνει από την μονοκατοικία της φρίκης, ήταν εκείνη η μισογκρεμισμένη μάντρα και ο ξεραμένος κήπος που θύμιζε νεκροταφείο. Η φλόγα είχε εξαφανιστεί και η Σόνια πήδηξε στο χώμα με απελπισία σκάβοντας με τα ίδια της τα χέρια. «Τζακ μου! Απάντησέ μου! Πού είσαι; Μου υποσχέθηκες να μιλήσουμε. Υποσχέθηκες να με ακούσεις. Ήθελα να σου πω κάτι πολύ σημαντικό. Σ' αγαπώ Τζακ! Γιατί με άφησες; Μόνο για πέντε λεπτά είπες πως θα λείψεις. Γιατί μπήκες εκεί μέσα;»
Τα δάκρυα της πότιζαν το χώμα. Τα νύχια της είχαν γεμίσει με βρωμιές στην προσπάθειά της να ανακαλύψει τι στο καλό είχε απογίνει το οίκημα. Έχοντας σκάψει για πάνω από ένα τέταρτο και δίχως αποτέλεσμα, σηκώθηκε επάνω. Πλέον το τοπίο ήταν ξεκάθαρο σαν να είχε σηκωθεί μία φρικτή αυλαία. Ήταν εφιαλτικό. Η Σόνια ένιωσε τρόμο για πρώτη φορά στη ζωή της. Μαζεύοντας το κουράγιο της, ξεκίνησε να τρέχει ουρλιάζοντας για βοήθεια. Τα βήματά της δεν άργησαν να την οδηγήσουν στη γειτονιά. Ο κόσμος εκεί εξακολουθούσε να διασκεδάζει, με τα σπίτια να έχουν ανοιχτά τα φώτα τους και τα συνομήλικα παιδιά με τις στολές, να έχουν τα καλάθια τους γεμάτα. Το δικό της καλάθι είχε μείνει πίσω στο τόπο που εξαφανίστηκε μπροστά σχεδόν στα μάτια της, ο καλύτερός της φίλος. Για καλή της τύχη, βρήκε τον Άντριου. Κλαμένη και σοκαρισμένη, τον πλησίασε και ο αδερφός της ταράχτηκε βλέποντας την δραματική της κατάσταση. Τα χέρια της ήταν βρόμικα, τα ρούχα της τσαλακωμένα και τα μάτια της πρησμένα από το κλάμα.
«Σόνια! Για τον Θεό τι έπαθες; Πού είναι ο Τζακ;» ξεκίνησε να την ρωτά ενώ οι φίλοι του φάνηκαν να απορούν και εκείνοι.
«Άντριου! Χάθηκε ο Τζακ! Άνοιξε η γη και τον κατάπιε μπροστά στα μάτια μου» προσπάθησε να του εξηγήσει μέσα από λυγμούς.
«Τι είναι αυτά που λες; Πώς χάθηκε; Πού;»
«Σε ένα σπίτι. Φώναξε την μαμά και τον μπαμπά. Είναι επείγον. Ακόμη και τους δικούς του» συνέχισε να ουρλιάζει και έφυγαν τρέχοντας για το σπίτι τους.
Οι γονείς τους διασκέδαζαν με ταινίες τρομακτικές και φαγητό, όταν άκουσαν επίμονα το κουδούνι της πόρτας. Καθώς την άνοιγαν, τα αδέρφια ξεχύθηκαν στο εσωτερικό, με την Σόνια να εξηγεί περίπου την ιστορία και την μητέρα της να γίνεται έξαλλη. Τι είδους δουλειά είχαν δύο μικρά παιδιά σε ένα τόσο απόμερο μέρος; Δίχως την παραμικρή καθυστέρηση και με τους γονείς του Τζακ σε κατάσταση σοκ, μπήκαν όλοι σε ένα αυτοκίνητο, το οποίο σταμάτησε ακριβώς μπροστά από το στενό χωματόδρομο. Το περιβάλλον ήταν σκοτεινό, σχεδόν ανατριχιαστικό και οι έξι βάδισαν πολύ προσεκτικά φωνάζοντας το όνομα του μικρού ξανά και ξανά. Μόλις έφτασαν μπροστά από το σημείο του σπιτιού, η αιώνια μάντρα έστεκε δίχως τίποτε άλλο πίσω της.
«Ήταν εδώ! Σας ορκίζομαι!» φώναξε η μικρή.
«Ελεος Σόνια! Είναι σοβαρό. Πες μας τι στο καλό έγινε και άσε τα παραμύθια για εξαφανισμένα σπίτια!» την μάλωσε ο πατέρας της.
«Δεν είναι παραμύθια! Λέω αλήθεια. Αυτό το σπίτι δεν εμφανίζεται πάντα. Όμως το είδαμε και ο Τζακ μπήκε μέσα. Από τότε δεν τον είδα ξανά. Μονάχα άκουσα τις φωνές του» ψέλλισε κλαίγοντας γοερά.
Η βραδιά είχε τελειώσει και το Χάλογουιν είχε πάρει μαζί του μία ψυχή. Το καλαθάκι τους με τα σκόρπια πλέον γλυκίσματα, κειτόταν στο χώμα, ζωγραφίζοντας τον αιφνίδιο χαμό της χαράς και του παιχνιδιού.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro