Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Τζακ Ο Λάντερν/ part 3

Χτένιζε τα μαλλιά της μπροστά από τον καθρέπτη του δωματίου της. Πλέον ήταν μία όμορφη, νεαρή κοπέλα και απόψε ήταν τα γενέθλια της καλύτερης φίλης της. Είχε ντυθεί απλά και νεανικά αφήνοντας τα μακριά της μαλλιά να πέσουν ίσια στην πλάτης της. Τη στιγμή που έβαζε και την τελευταία πινελιά από τις σκιές που είχε επιλέξει, το μάτι της κατρακύλησε σε μία φωτογραφία στρυμωγμένη στον καθρέπτη της. Ήταν εκείνη και ο Τζακ σε παιδική ηλικία αγκαλιασμένοι. Τα δάκρυα πάλι ετοιμάστηκαν να κυλήσουν, μα η ίδια προσπάθησε να ανακόψει για μία και μοναδική φορά την πορεία τους. Έπρεπε να τον αφήσει να φύγει, δεν γινόταν να περνούσε μία ολόκληρη ζωή στην αναμονή ενός φαντάσματος που πίσω δεν θα γυρνούσε ποτέ. Μέσα της, είχε μισήσει το Χάλογουιν. Αυτή η καταραμένη γιορτή της είχε στερήσει τον καλύτερό της φίλο και ίσως σαν έφταναν στο σήμερα, σχέση της. Ο Άντριου όντας πιο δυνατός από εκείνη, είχε προχωρήσει μπροστά, δίχως αυτό να σήμαινε πως είχε αποβάλει από την καρδιά του την ανάμνηση του καλύτερου παιδικού του φίλου.

΄΄Για εκείνον ίσως και να ήταν ευκολότερο. Κανένα σ' αγαπώ δεν έμεινε να κρέμεται μετέωρο από τα χείλη του, δίχως ποτέ να εκφραστεί και δίχως ποτέ να απαντηθεί΄΄

Ένα μήνυμα από την Κέλλυ, της έφτιαξε για την ώρα την διάθεση. Ήθελε να ντυθεί και να στολιστεί γιατί ο Πάμπλο θα ήταν καλεσμένος. Στην σκέψη του η Σόνια χαμογέλασε. Ήταν ένα ευγενικό αγόρι και όμορφο. Ίσως άξιζε να αφεθεί περισσότερο κατεβάζοντας τα τείχη της καρδιάς της για πρώτη φορά. Εξάλλου, τι κατόρθωσε και η Έσπερ καρτερώντας; Έμεινε μόνη της, τυλιγμένη στην σιωπή για πάντα, σε ένα άδειο σπίτι, μα ο δικός της Τζακ δεν φάνηκε ποτέ.

«Έτοιμη;» την ρώτησε ο Άντριου ο οποίος προθυμοποιήθηκε να την πάει ως το σπίτι της φίλης της και έπειτα, θα συνέχιζε το βράδυ του με την δική του κοπέλα.

«Έρχομαι!» του φώναξε και λίγο πριν να σβήσει τα φώτα, ξεκρέμασε για πρώτη της φορά, εκείνη την αναμνηστική φωτογραφία και την τοποθέτησε προσεκτικά στο συρτάρι.

Τα κομπλιμέντα από τον αδερφό της, την έκαναν να χαμογελάσει. Τα είχε ανάγκη καθώς αν μη τι άλλο, ήταν ειλικρινή. Μόλις έφτασαν στον προορισμό τους, με την μουσική να ακούγεται έως και δέκα τετράγωνα παρακάτω, εκείνος της υποσχέθηκε πως θα την γυρίσει πίσω ό,τι ώρα και να ήθελε. Σε λίγες μέρες, η καταραμένη γιορτή επέστρεφε και ο κόσμος θα ξεκινούσε πάλι να στολίζει με τις μορφές τα μπαλκόνια και τους κήπους και με εκείνη την κίτρινη κολοκύθα που πλέον της προκαλούσε αποστροφή. Για κάποιον λόγο θεωρούσε τη γιορτή υπεύθυνη. Είχε δει με τα μάτια της το σπίτι να εξαφανίζεται και να εμφανίζεται από το πουθενά ρουφώντας τον Τζακ.

«Σόνια!» η φωνή της φίλης της την πέταξε έξω από τις συνηθισμένες μαύρες της σκέψεις «Πω πω κούκλα είσαι! Ο Πάμπλο θα πάθει εγκεφαλικό» την πείραξε.

«Υπερβολές» χαμογέλασε η Σόνια και δίνοντάς της το δώρο, πέρασε στο εσωτερικό του σπιτιού.

Παρά το γεγονός πως αγαπούσε τη μουσική και το χορό, τα προτιμούσε υπό άλλες συνθήκες, δίχως την μυρωδιά του αλκοόλ και των ξαναμμένων εφηβικών κορμιών. Έχοντας πείσει τον εαυτό της πως όφειλε να περάσει καλά, πλησίασε τις συμμαθήτριές της συζητώντας και χορεύοντας, όταν ένιωσε ένα διστακτικό χέρι στον ώμο της και συγκρούστηκε με ένα ειλικρινές και εκτυφλωτικό χαμόγελο. Ο Πάμπλο την κοιτούσε σαν να ήταν το μοναδικό άτομο στον χώρο.

«Καλησπέρα» της είπε και ήταν βέβαιη πως αν υπήρχε περισσότερο φως, θα τον έβλεπε ξεκάθαρα να κοκκινίζει.

«Γεια σου» πρόφερε και εκείνη ντροπαλά και για λίγο σταμάτησε τον χορό για να τον προσέξει.

«Θα ήθελες να χορέψουμε, ή να πάμε κάποια βόλτα στον κήπο;» την ρώτησε.

«Προτιμώ την βόλτα που έχει ησυχία και ας κάνει λίγο ψύχρα του ανακοίνωσε και τον είδε να χαίρεται.

Οι δυο τους ξεγλίστρησαν από την πόρτα, αφήνοντας για λίγο πίσω τους τον σαματά. Βάδισαν πλάι πλάι συζητώντας πράγματα για εκείνους και παραλείποντας οποιαδήποτε αναφορά στο συμβάν της εξαφάνισης. Κανένας εξάλλου δεν ήθελε να μιλήσει γι' αυτό. Η Σόνια ένιωθε όμορφα στο πλάι του. Πως μπορούσε να συζητήσει ενδιαφέροντα πράγματα μαζί του, έχοντας όλη του την προσοχή. Ο Πάμπλο κατάλαβε πως το κρύο είχε επηρεάσει το κορμί της έχοντας ανατριχιάσει και της δάνεισε το πανωφόρι του, ρίχνοντάς το στην πλάτη της.

«Νιώθεις καλύτερα;» την ρώτησε.

«Σε ευχαριστώ» πήρε την απάντηση και για λίγο το βλέμμα τους αντάμωσε.

Το χέρι του νεαρού κινήθηκε ανάλαφρα και χάιδεψε το μάγουλό της.

Κατόπιν, δίχως να σπάει αυτήν την οπτική επαφή, έσκυψε μπροστά αφήνοντας ένα απαλό φιλί στα χείλη της. Εκείνη ανταποκρίθηκε, δίνοντάς του το σήμα να συνεχίσει, μέχρι που στο μυαλό της αναδύθηκαν και πάλι εκείνες οι σκέψεις και εκείνο το σ' αγαπώ από καρδιάς που δεν έβλεπε την ώρα να ανακοινώσει στον Τζακ. Τότε σταμάτησε απότομα.

«Συγγνώμη» του είπε και τα μάτια της βούρκωσαν. Είχε νευριάσει με τον αρρωστημένο της εαυτό και αυτήν την αναθεματισμένη της καρδιά που δεν έλεγε να χτυπήσει ξανά για κάποιον άλλο. Ο Πάμπλο ήταν το τέλειο αγόρι από όλες τις πλευρές, μα πάνω από όλα, ήταν ένα παιδί χρυσό. Δεν του άξιζε να μπλέξει σε μία τέτοια ιστορία με μία κοπέλα που δεν θα μπορούσε να του δοθεί απόλυτα. Ήταν άδικο.

«Δεν πειράζει, όπως νιώθεις» της είπε ελαφρώς απογοητευμένος «Έστω όμως και για την στιγμή, έχω να σου πω ένα μεγάλο ευχαριστώ. Με έκανες ευτυχισμένο» πρόσθεσε και με την Σόνια να του παραδίνει το πανωφόρι, εκείνος αποχώρησε αργά και εκείνη οργισμένη με την ίδια της την ύπαρξη, άρπαξε το δικό της, κάλεσε ταξί και πήγε σε εκείνο το σοκάκι με διάθεση απόγνωσης.

Στάθηκε μπροστά από την σάπια μάντρα, με τα στρέμματα σκοτεινού δάσους πίσω της να της κρύβουν το φεγγάρι.

«Σε μισώ!» ούρλιαξε στο πουθενά «Δεν ξέρω ποιος είσαι ή τι είσαι, αλλά μαζί με τον Τζακ εξαφάνισες και εμένα! Μου έκλεψες την χαρά της ζωής, μου τα πήρες όλα! Να πας στο ανάθεμα!» τελείωσε και έχοντας ξεσπάσει, απλώς επέστρεψε πίσω στο ταξί που την καρτερούσε. Ο οδηγός θυμόταν την ιστορία και τώρα αναγνώριζε την κοπέλα πίσω από αυτήν. Ωστόσο, αποφάσισε να φανεί διακριτικός και να μην θέσει καμία απολύτως ερώτηση.

Στο ενδιάμεσο, μακριά πλέον από την Τόμπταουν, ο Ξένος τριγυρνούσε με ένα φανάρι στο χέρι. Πίσω του άφηνε χρυσά λιβάδια με τα στάχυα να ανεμίζουν και δέντρα καρποφόρα που θαρρείς και είχαν κολλήσει στην εποχή της Άνοιξης. Όλα αυτά όμως ήταν ψεύτικα και τώρα το βήμα του είχε γίνει ασταθές και ο ίδιος τρέκλιζε. Τι είχε κάνει; Προκειμένου να αποφύγει την μοίρα του πειρασμού να αντικρίσει την Έσπερ, είχε προτιμήσει να αδιαφορήσει για την παγίδα στην οποία ετοιμαζόταν να πέσει ο Τζακ. Είχε γίνει αυτό για το οποίο αρκετοί στην γειτονιά του τότε, κατηγορούσαν τον ίδιο και τους δικούς του. Είχε γίνει σατανικός. Έπρεπε να είχε προστατέψει τον Τζακ, όμως εκείνος γύρευε τεκμήρια του θανάτου του που είχε καταπιεί ο χρόνος. Ο δρόμος του συνεχιζόταν, αφήνοντας πίσω του μία μικρή, ξύλινη καλύβα στη μέση του πουθενά και μπροστά της ένα χωράφι που χρόνια είχε να καλλιεργηθεί. Ήταν βέβαιος πως αυτό ανήκε στον Ο Λάντερν, μα καθώς η ψυχή του πουθενά δεν  έβρισκε ανάπαυση, ήταν καταδικασμένος να τριγυρίζει αιώνια, όντας δύσμορφος. Ο ορίζοντας μπροστά του ήταν σκοτεινός. Τα σύννεφα εκείνα στο χρώμα της ώχρας που ζωγράφιζαν έναν καμβά της τρέλας, ήταν η αρχή της Κόλασης και μπροστά της ακριβώς, ένα δάσος γυμνό, θαρρείς και το είχε γλύψει η φλόγα της πυρκαγιάς. Ανάμεσα από τους γυμνούς κορμούς των δέντρων, ένα φαναράκι όμοιο με το δικό του φώτιζε τον σταχτή δρόμο, περιπλανώμενο θρηνώντας και παρακαλώντας τον Δαίμονα των συνόρων, να τον αφήσει επιτέλους να αναπαυθεί έστω εκεί. Μπροστά του, ο τσιγγούνης Τζακ, όμοιος σχεδόν με σκιάχτρο και με την κολοκύθα της θλίψης για κεφάλι, βάδιζε σκούζοντας για έλεος. Ο Ξένος τον κοίταξε με την καρδιά του ραγισμένη. Όχι γιατί δεν του άξιζε η τιμωρία, μα γιατί δεν άντεχε τα κλάματα και τα παρακάλια της οδύνης. Του θύμιζαν τον εαυτό του. Όταν κάποτε, παρακαλούσε κάποιον να τον λυπηθεί, μα εκείνος ωσάν ψυχρός εκτελεστής αδιαφόρησε, δίνοντας την χαριστική βολή σε ένα πανέμορφο νεαρό αγόρι, εκείνη την καταραμένη μέρα.

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro