Τζακ Ο Λάντερν/ part 1
Οι μέρες είχαν αναμφίβολα περάσει, μα για την Σόνια η καθημερινότητα είχε σχεδόν παγώσει. Στο σπίτι της επικρατούσε μία αμήχανη ευτυχία, ίσως προσποιητή από την πλευρά των γονιών της, σαν να ήθελαν να ξεγελάσουν για λίγο τη θλίψη που δέσποζε στα μάτια των παιδιών τους. Στο σχολείο άπαντες σιγοψιθύριζαν για την εξαφάνιση του αγοριού, κάνοντας σύγκριση με εκείνη που είχε πραγματοποιηθεί τόσα χρόνια πριν και που φυσικά δεν είχε δοθεί ποτέ μία απάντηση. Η Κέλλυ, η καλύτερή της φίλη, την κοιτούσε να μαραζώνει καθημερινά. Είχε χάσει μερικά κιλά και σίγουρα τη λάμψη της. Κανένας πλέον δεν την καρτερούσε μετά το σχολείο να επιστρέψουν μαζί, με κανέναν δεν έπαιρνε καθημερινά μικρά ρίσκα για κάποια σκανταλιά. Τα δάκρυά της τις στιγμές που κανείς δεν την έβλεπε, απλώς κυλούσαν αργά από τα μάτια της, αναζητώντας μία ψυχική λύτρωση που αδυνατούσε να βρει διέξοδο.
«Σόνια, πότε θα ξαναγίνεις όπως πριν;» τη ρώτησε η φίλη της. Η μικρή την καταλάβαινε. Ήταν φίλες, συνήθιζαν να γελούν, να παίζουν. Τώρα μετά βίας έβγαινε για διάλειμμα και αυτό για να μην τραβήξει τα βλέμματα των καθηγητών και συμμαθητών της.
Στο μυαλό της τριγυρνούσαν τα λόγια της Έσπερ. Πως θα ήταν άδικο για εκείνη να ζήσει μία ζωή μέσα στη θλίψη. Από την άλλη, τα συναισθήματα διακόπτη δεν είχαν και ίσως θα έπρεπε να λάβει υπόψη της τις συμβουλές των γονιών της, πως ο χρόνος είναι ο καλύτερος γιατρός. Ίσως, σε έναν χρόνο από τώρα, στο επόμενο Χάλογουιν, να μπορούσε να ανταμώσει ξανά με τον Τζακ. Σύμφωνα εξάλλου με την ιστορία του, αυτή η γιορτή τραβούσε το πέπλο ανάμεσα στους δύο κόσμους και επέτρεπε στους πεθαμένους να επισκέπτονται τους ζωντανούς. Εκείνη όμως δεν μπορούσε να γνωρίζει αν ο Τζακ συγκαταλεγόταν στους πεθαμένους ή στους χαμένους. Η Έσπερ είχε γίνει η παρηγοριά της. Είχε περάσει τα ίδια και η Σόνια την ένιωθε κοντά της, ακόμη και αν υπήρχαν μέρες και απογεύματα που οι δυο τους έμεναν σιωπηλές μπροστά από το τζάκι. Η μητέρα της, όπως και ο αδερφός της, είχαν αρχίσει να ανησυχούν και ξεκίνησαν να αναζητούν ψυχολόγους προκειμένου να την βοηθήσουν. Δεν ήταν φυσιολογικό ένα μικρό παιδί να κάνει αποκλειστική παρέα με μία μεγάλη γυναίκα. Έπειτα, ήταν και τα κιλά της που ολοένα και λιγόστευαν και η επιδερμική κατάθλιψη που διαφαινόταν στα μάτια της. Σε όσους ειδικούς και αν πήγε όμως, η Σόνια επιθυμούσε επιστρέφοντας από το σχολείο, να επισκέπτεται αυτό το απόκοσμο στενάκι, με το βλέμμα της πάντοτε καρφωμένο σε εκείνη τη μισογκρεμισμένη μάντρα και στα χιλιάδες μουχλιασμένα πλέον φθινοπωρινά φύλλα. Κάθε μέρα επέστρεφε και ας περνούσαν τα χρόνια....
Ο Τζακ από την άλλη, βαθιά μέσα του είχε συμφιλιωθεί, ή τουλάχιστον, προσπαθούσε, με την νέα κατάσταση. Όπως τον ορμήνεψε ο Ξένος, δική του δουλειά ήταν ο ρόλος του κατεργάρη Τζακ για την ημέρα της γιορτής. Όλοι γνώριζαν την συγκεκριμένη μορφή, καθώς και την εξαιρετική του πονηρία και συμπεριφορά απέναντι στον ίδιο τον Διάβολο. Η κατάρα δυστυχώς ήταν μεγάλη, καθώς μάλλον ο Τζακ Ο Λάντερν δεν υπολόγιζε πως ο Παράδεισος δεν θα τον έκανε δεκτό. Στο σπίτι λοιπόν του Ξένου, με την Σκιά να βρίσκεται ακουμπισμένη στο περβάζι ενός κλειστού παραθύρου, ο μικρός Τζακ ήταν έτοιμος να διδαχτεί όλα όσα ήταν απαραίτητα, προκειμένου να συνοδεύσει αυτήν την τρομακτική πομπή του Χάλογουιν στη Γη. Ο Ξένος πλέον έπαιρνε απαλλαγή, έχοντας πιθανότατα χάσει τις ελπίδες του και για την δική του ανάπαυση. Σκοπός λοιπόν, θα ήταν η ζαβολιά, ακόμη και αν ο κόσμος δεχόταν το κέρασμα. Μία χρονιά ας πούμε, είχαν μοιραστεί ζαχαρωτά, τα οποία οδήγησαν μία ολόκληρη γειτονιά σχεδόν για ένα βράδυ στην τουαλέτα. Ο Τζακ θα μάθαινε όλα τα κόλπα και θα συνόδευε τις ψυχές του Χάλογουιν για να γιορτάσουν εκείνη την μία και μοναδική μέρα που είχαν στην διάθεσή τους, ώστε να περιπλανηθούν στη γη. Στην ουσία δεν το ήθελε, μα ήταν ο μόνος τρόπος για να επισκέπτεται την αγαπημένη του Σόνια. Μονάχα που δεν φαντάστηκε πως όταν θα ερχόταν η επόμενη χρονιά, αλλά και η αμέσως επόμενη από αυτήν, δεν θα είχε το κουράγιο να την αντικρίσει.
Ο ίδιος διένυε την εφηβεία του πια με τα χρόνια να τρέχουν. Σχεδόν είχε ξεχάσει την αίσθηση της ημέρας, την αίσθηση των αχτίνων του ήλιου επάνω του. Υπήρχαν στιγμές που επισκεπτόταν την έπαυλη, θέλοντας απλώς να δει το φως, ενώ τα βράδια του Χάλογουιν συνόδευε την ομάδα του, δίχως να πλησιάζει την γειτονιά της Σόνια. Όσο και αν αναζητούσε λύσεις, στην ουσία δεν είχε ιδέα από πού θα έπρεπε να ξεκινήσει για την σωτηρία των ψυχών, μα κυριότερα, μέσα του επικρατούσε ο φόβος της αποτυχίας. Τι θα γινόταν αν αποτύγχανε; Αν συναντούσε πράγματι την Σόνια, την γέμιζε με ψεύτικες ελπίδες και έπειτα εξαιτίας της αποτυχίας αναγκαζόταν να τις πάρει όλες πίσω; Θα την πλήγωνε και θα την εμπόδιζε να συνεχίσει τη ζωή της. Έτσι, αργά και σταθερά, μέσα του εδραιώθηκε η παραίτηση. Το μόνο που κατόρθωσε ένα βράδυ της γιορτής, με ακόμη πιο πολλά χρόνια να έχουν περάσει, ήταν να δει την γειτονιά του κρυμμένος στη βλάστηση. Το σπίτι του που ρήμαζε και τα δύο αδέρφια που συνέχιζαν την ζωή τους. Εκείνος κόντευε τα είκοσι και εκείνη τα δεκαεφτά. Ήταν όμορφη, μα μελαγχολική. Ίσως έφταιγε και η μέρα που πάντοτε της θύμιζε το περιστατικό εκείνο. Πολλά νεαρά αγόρια συγκεντρώνονταν γύρω της, και όταν ο Τζακ ένιωθε την καρδιά του να ραγίζει, το χέρι της νέας του φίλης από τον αλλόκοσμο κόσμο, τον σταματούσε, υπενθυμίζοντάς του πως έπρεπε να επιστρέψουν. Όταν επέστρεφε, πλέον το ένιωθε σαν αναγκαστικό σπίτι, που όμως του ήταν οικείο. Ήξερε τα έθιμα, την σκοτεινή Τόμπταουν, τα γέλια του με την Ελβίνα που τον κοιτούσε χαμογελαστά. Πλέον, ήταν ένας όμορφος νεαρός άνδρας. Είχε φτάσει στα είκοσι, μα το Χάλογουιν εκείνης της χρονιάς, τον σημάδεψε για πάντα. Ήταν η στιγμή που είδε τη Σόνια αγκαλιά με έναν νεαρό της ηλικίας της. Όπως ήταν φυσικό δεν στάθηκε να δει τίποτε άλλο και μεταμφιεσμένος καθώς ήταν, είχε υποχωρήσει άτακτα. Μπορεί να χαιρόταν για εκείνη, ή τουλάχιστον να πάλευε, μα η ψυχή του βαθιά μέσα της μάτωνε. Η Σόνια όμως, δεν είχε ενδώσει ποτέ και σε κανένα φλερτ. Είχε πάρει μάλλον τον δρόμο της Έσπερ. Ο Τζακ και ο χαμός του την είχαν στιγματίσει για πάντα. Έτσι, ειδικά εκείνο το βράδυ, έδιωξε με τρόπο τον Πάμπλο, τον συμμαθητή που για μήνες προσπαθούσε να της κλέψει έστω και ένα βλέμμα. Ως και η Κέλλυ την ορμήνευε να του δώσει μία ευκαιρία, μήπως έτσι κατόρθωνε να προχωρήσει μπροστά. Θεωρούσε αδιανόητο να ασχολείται ακόμη με ένα εξαφανισμένο εδώ και σχεδόν οχτώ χρόνια, αγόρι. Το παιδί αυτό θα ήταν νεκρό. Η φίλη της όμως αντιθέτως ήταν ζωντανή και έπρεπε να συνεχίσει τη ζωή της, όπως αντίστοιχα και ο Τζακ που τώρα βάδιζε με την Ελβίνα στο πλάι του, η οποία από την πρώτη σχεδόν στιγμή που τον είχε δει σε αυτό το ζοφερό μέρος της Τόμπταουν, είχε αποφασίσει να αφήσει και εκείνη ελεύθερη την ηλικία της, ώστε να είναι φαινομενικά συνομήλικοι. Πλέον, ο Τζακ έμενε μόνος στο κέντρο σχεδόν της πόλης. Ο Ξένος τον είχε διδάξει όλα όσα θεωρούνταν απαραίτητοι κανόνες, ώστε να μην παραβιάζεται επιπλέον η συμφωνία μεταξύ Κολάσεως, Παραδείσου και Χάλογουιν. Ο Τζακ είχε πολλές φορές θελήσει να αναζητήσει τον Ο Λάντερν, μα καθώς του είχαν πει, η κατάρα ίσχυε φυσικά και για το ενδιάμεσο μέρος. Έτσι, σχεδόν κανείς δεν τον είχε δει εδώ και πολλά χρόνια, καθώς δεν είχε σταθερό τόπο διαμονής. Η ψυχή του ήταν αναγκασμένη να περιπλανιέται.
Ο Ξένος εξακολουθούσε να μένει στο σπίτι εκείνο, που είχε σαν κήπο του τις απεριποίητες ταφόπλακες. Η Σκιά του κρατούσε συντροφιά και ένιωθε ευγνώμων για το γεγονός πως δεν ήταν αναγκασμένος τουλάχιστον να περιπλανιέται στη γη, την ημέρα της γιορτής εκείνης. Τώρα, στα χέρια του στριφογύριζε ένα τριαντάφυλλο. Η μητέρα του τα αγαπούσε. Της θύμιζαν την αυλή τους τα καλοκαίρια, όταν ο Ξένος έπαιζε στα χώματα, ο ήλιος παιχνίδιζε στις τούφες του και εκείνη του έλεγε συχνά πως τον είχε φιλήσει στα μαλλιά και γι' αυτό το χρώμα τους ήταν τόσο ανοιχτό και ιδιαίτερο.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro