Μία νύχτα δίχως Μάσκες/ part 3
Η αυλή του σχολείου της, ήταν στολισμένη στο κλίμα της συγκεκριμένης γιορτής. Για την ακρίβεια, ο στολισμός ξεκινούσε, ήδη από τη σιδερένια καγκελόπορτα, από όπου κρέμονταν άνευρα, οι φιγούρες δύο σκιάχτρων, με την μορφή την αιώνια της κολοκύθας. Η Σόνια ανατρίχιασε καθώς στο μυαλό της ζωντάνευε εκείνο το σιχαμένο, απόμερο στενό, με το φρικτό γοτθικό σπίτι που κατάπιε μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, όλα της τα όνειρα, όλη της τη ζωή. Περνώντας στο εσωτερικό, χιλιάδες νεαρά παιδιά χόρευαν και τραγουδούσαν, τα περισσότερα υπό την επήρεια του αλκοόλ και του ξέφρενου ρυθμού εκείνης της βραδιάς. Η Κέλλυ είχε αποφασίσει να σταθεί στο πλάι της και να της αφιερώσει όλη την προσοχή που χρειαζόταν, ώστε να την δει να χαμογελά ξανά και να αγγίζει έστω και στο ελάχιστο τα όρια της ξεγνοιασιάς. Τα δύο κορίτσια, κατευθύνθηκαν προς το αυτοσχέδιο μπαράκι, και σέρβιραν στο ποτήρι τους λίγη βότκα με λεμόνι. Για λίγο, η Σόνια ένιωσε να ξορκίζει τις κακές αναμνήσεις και αφέθηκε στον ρυθμό της μουσικής. Ήταν λυτρωτικό. Τα μάτια της είχαν κλείσει ελαφρώς και τα μακριά μαλλιά της χοροπηδούσαν, μιμούμενα τα σώμα της. Όλα τα αντρικά βλέμμα, τα είχε επάξια κερδίσει, καθώς και εκείνο του Πάμπλο.
Την ίδια στιγμή, στην γειτονιά της κοντά, τα παιδιά μικρότερης ηλικίας, είχαν ξεχυθεί ανέμελα, βαστώντας τα καλαθάκια τους, έτοιμα να δεχτούν τις λιχουδιές από τους μεγάλους. Ο Τζακ βρισκόταν στο πλάι της Ελβίνας και βάδιζαν ελαφρώς σκυθρωποί.
«Δεν σου έλειψε καθόλου η ζωή σου;» τη ρώτησε ο Τζακ περιμένοντας μία απάντηση. Το κορίτσι ανασήκωσε τους ώμους του.
«Δεν ξέρω. Έχω πάψει πια να αναρωτιέμαι μετά από τόσα χρόνια. Ίσως το ενδιάμεσο να είναι καλύτερο, ίσως και όχι. Η ψυχή μοιάζει σαν να μην έχει εκπληρώσει όλες της τις υποχρεώσεις, σαν να βρίσκεται κολλημένη σε μία μόνιμη προσωρινότητα και αυτό προκαλεί θλίψη. Ωστόσο, θαρρώ πως πρέπει να το συνηθίσω» του είπε και τον είδε άξαφνα να σταματά το βάδισμα «Την ακούς και εσύ τη μουσική; Θα είναι κάποια σχολική γιορτή των τελειόφοιτων. Αν τα προηγούμενα χρόνια περνούσες από εδώ, θα το άκουγες κάθε φορά» του είπε σχετικά αδιάφορα.
«Αυτό θα ήταν το σχολείο που θα πήγαινα, αν φυσικά είχα προλάβει να ζήσω. Όμως, σύμφωνα με τους υπολογισμούς μου των χρόνων, εκείνη θα βρίσκεται εκεί» ψέλλισε σχεδόν σαν να μιλούσε στον εαυτό του.
«Εκείνη;» τον ρώτησε η κοπέλα.
«Η Σόνια» πρόφερε το όνομά της σαν προσευχή σχεδόν. «Πρέπει να πηγαίνω. Θα σε δω αργότερα. Συγγνώμη Ελβίνα, μα πρέπει να κάνω κάτι» της είπε στα βιαστικά.
«Κανένα πρόβλημα. Μονάχα πρόσεξε τους κανόνες του Χάλογουιν» του έδωσε την τελική συμβουλή και αποχώρησε.
Ο Τζακ ήταν ντυμένος μάγος. Όπως τότε. Παρά το γεγονός πως δεν πίστευε τόσο στην μοίρα, βλέποντας από μακριά τη Σόνια, ντυμένη μάγισσα, δεν θα μπορούσε να το θεωρήσει τυχαίο. Όσα χρόνια και αν είχαν περάσει, αυτοί οι δύο διέθεταν εκείνο το κάρμα που θα μπορούσε να τους ενώνει ακόμη και από τον άλλο κόσμο. Βάδισε ανάμεσα στους σχεδόν συνομήλικούς του. Για εκείνους ήταν ένα νεαρό παιδί όπως τόσα άλλα. Στη θέα τη δική της όμως, έχανε το κουράγιο του και απλά στο τέλος, έμεινε να την κοιτάζει, προσπαθώντας να την ψυχολογήσει. Μιλούσε με μία κοπέλα και ταυτόχρονα, ακόμη τρία αγόρια, φαίνονταν να παλεύουν για την προσοχή της. Το λάγνο εφηβικό τους βλέμμα, διέτρεχε τη φιγούρα της ξανά και ξανά. Δεν τους αδικούσε. Ήταν εντυπωσιακή. Πολύ εντυπωσιακή.
Ξάφνου τότε, την είδε να εισέρχεται στο εσωτερικό του σκοτεινού κτηρίου. Δίχως να το σκεφτεί, αποφάσισε να την ακολουθήσει, ακόμη και από άποψη ασφάλειας. Η Σόνια βάδισε αργά στον σκοτεινό διάδρομο, ανεβαίνοντας όλες τις σκάλες των ορόφων, μέχρι που φτάνοντας στον τελευταίο, βγήκε στην ταράτσα. Εκεί ο αέρας ήταν ψυχρός, το γνώριζε, όμως ταυτόχρονα ήταν και λυτρωτικός. Από εκεί μπορούσε να δει τα πάντα, μπορούσε να αγγίξει τα αστέρια ή να γευτεί τα φαγητά της γειτονιάς μέσα από τις μυρωδιές. Κάθισε απλώς στην άκρη χαζεύοντας τον νυχτερινό ουρανό. Τώρα η μουσική ακουγόταν πιο μακρινή και αυτό το προτιμούσε. Με το βλέμμα καρφωμένο στον ουράνιο θόλο, ήθελε να απαιτήσει απαντήσεις, όμως υποσχέθηκε στον εαυτό της πως δεν θα το συζητούσε ξανά. Μία ανατριχίλα διαπέρασε το κορμί της, όταν ένιωσε πως κάποιος την παρακολουθούσε.
Γύρισε απότομα το κεφάλι της προς την μεριά του άγνωστου, για να δει έναν νεαρό, ντυμένο σχεδόν όπως εκείνη, κοινώς μάγο, να την πλησιάζει αμήχανα.
«Συγγνώμη, δεν ήθελα να σε τρομάξω» της είπε με φωνή βραχνή που έτρεμε.
Στη θέα του η κοπέλα ήθελε να χαμογελάσει και δυστυχώς τον λόγο τον γνώριζε πολύ καλά. Οι δυο τους έμοιαζαν. Είχαν την ίδια ιδέα με τη θεματολογία του ντυσίματος και για πρώτη φορά, έπειτα από χρόνια, ένιωσε πως η ζωή της αποκτούσε εκείνο το ενδιαφέρον που έλειπε.
«Η αλήθεια δεν συνηθίζουν πολλοί να με ακολουθούν στις μοναχικές μου εξορμήσεις» έκανε μία παύση κοιτάζοντάς τον καλύτερα. « Νομίζω πως δεν σε έχω ξαναδεί. Βέβαια με την αμφίεση αυτή δυσκολεύομαι. Είσαι από το σχολείο;» τον ρώτησε και τον άκουσε να γελά σιγανά.
«Ας πούμε πως μία από τις μαγείες του Χάλογουιν, όπως και των αποκριών, είναι αυτή η μυστικότητα της ταυτότητας. Αν δεν έχεις πρόβλημα με αυτό, δεν θα σου αποκαλύψω τη δική μου, μονάχα θα σου πω πως ήμουν στο πάρτι του σχολείου και πως εσύ, έκλεβες κυριολεκτικά την παράσταση» της χαμογέλασε και η Σόνια τον κοίταξε πονηρά.
«Καλά λοιπόν. Αλλά φρόντισε να σε ξαναδώ με το αληθινό σου πρόσωπο. Πάει πολύς καιρός από την τελευταία φορά που άνοιξα κουβέντα με κάποιον, πλην της Κέλλυ. Μπορεί εσένα να μην σε γνωρίζω καθόλου, όμως για κάποιον λόγο απροσδιόριστο, νιώθω οικεία»
Στην τελευταία της κουβέντα, κοιτούσε χαμηλά. Ο Τζακ είχε πλησιάσει και είχε καθίσει δίπλα της στο παγωμένο πεζούλι. Τα πόδια τους κρέμονταν στο κενό, μα η θέα ήταν μοναδική. Η κοπέλα δίπλα του όμως, φάνηκε να τρέμει ελαφρώς από το κρύο. Ο Τζακ πλησίασε μερικά εκατοστά πιο κοντά της και άφησε το χέρι του να την τυλίξει προστατευτικά. Η Σόνια τον κοίταξε και όταν οι ματιές τους ενώθηκαν, ήταν σαν να ήρθε αντιμέτωπος με ένα σύμπαν θλίψης. Ένα κενό απέραντο, που στα σίγουρα η ελάχιστη και σύντομη παρουσία του, δεν θα μπορούσε να γεμίσει. Το χέρι του το ελεύθερο, κινήθηκε διστακτικά προς το μάγουλό της. Σχεδόν έτρεμε, μα δεν έπαψε λεπτό να την χαϊδεύει τρυφερά. Εκείνη δεν αντιστάθηκε και ας ήταν ξένος, άγνωστος. Υπηρχε μία ανεξήγητη, μαγνητική έλξη μεταξύ τους.
«Είσαι δυστυχισμένη» πρόφερε τελικά σαν συμπέρασμα.
«Τόσο πολύ μου φαίνεται;» αντιγύρισε την ερώτηση εκείνη.
« Ίσως φταίει το γεγονός πως μπορώ να σε νιώσω. Μας αρέσουν γενικά τα ίδια πράγματα. Λατρεύουμε κατά πώς φαίνεται τις μικρές αποδράσεις, μακριά από το πλήθος. Είμαστε και οι δύο ονειροπόλοι, έχουμε την ίδια στολή» της έδειξε κάνοντάς την να γελάσει και φυσικά ξαφνιάζοντάς την. Είχε χρόνια να ακούσει τον ήχο του γέλιου της.
Από μακριά, ένα τραγούδι σιγανό, προερχόμενο από την γιορτή, έφτασε μέχρι εκείνους.
«Χορεύουμε;» την ρώτησε ο νεαρός και η Σόνια ένιωσε τα μάγουλά της να παίρνουν φωτιά.
«Ναι. Γιατί όχι;» πρόφερε και τα χέρια της τυλίχτηκαν γύρω από τον λαιμό του.
Το κεφάλι της, αργά, ήρθε και ακούμπησε στο στήθος του, στο σημείο της καρδιάς. Ο Τζακ ένιωσε αμήχανα, καθώς εκείνη πλέον είχε πάψει να χτυπά, ωστόσο, κατά πώς φάνηκε η Σόνια δεν το πρόσεξε. Είχε αφεθεί εξολοκλήρου στη στιγμή, νιώθοντας πως δίπλα σε αυτόν τον νεαρό, το κομμάτι του παζλ της ψυχής της που έλειπε, είχε βρεθεί ξανά. Για κάποιον απροσδιόριστο λόγο, καθώς χόρευαν αγκαλιασμένοι, με την ίδια να τον έχει αρπάξει σφιχτά, ένιωθε πως ο χρόνος τους τελείωνε και πως αυτόν τον άνθρωπο, δεν θα τον έβλεπε ποτέ ξανά. Το μαράζι ετοιμάστηκε να κάνει κατάληψη στην ψυχή της, όταν η μουσική κόπασε, μα τα βήματά τους συνεχίστηκαν για ακόμη λίγο, ώσπου τα πόδια τους αργά ακινητοποιήθηκαν και τα μέτωπά τους έμειναν ενωμένα. Μία μυρωδιά από το παρελθόν της ήρθε που πλημμύρισε την ψυχή της. Σκέφτηκε εκείνο το μετέωρο σ' αγαπώ και αποφάσισε να μην χάσει για ακόμη μία φορά την ευκαιρία. Όσο σουρεαλιστικό και τρελό και αν ακουγόταν, το ψιθύρισε χιλιοστά μακριά από τα χείλη του, ίσα για να ακουστεί και εκείνος με τη σειρά του έκλεισε το κενό που τους χώριζε. Το φιλί τους έκρυβε ένα πάθος, μία ανάγκη, μία θλιβερή, επίπονη αναμονή. Με τις παλάμες των χεριών του, είχε εγκλωβίσει το πρόσωπό της, μέχρι που τα χείλη του μούσκεψαν από τα αλμυρά της δάκρυα. Για λίγο τραβήχτηκε, σκουπίζοντάς τα όλα με την ανάστροφη του χεριού του.
«Θα φύγεις και θα σε χάσω. Το νιώθω. Δεν ξέρω ποιος είσαι, μα απόψε με έκανες ευτυχισμένη. Μου χάρισες μία βραδιά, για να την θυμάμαι μία ζωή. Δεν θέλω να σε αποχαιρετήσω και γι' αυτό θα γυρίσω από την άλλη. Ώσπου να μετρήσω ως το δέκα, να έχεις φύγει» ήταν και οι τελευταίες της κουβέντες, όταν ένιωσε ένα τελευταίο, παρατεταμένο φιλί στο μέτωπό της.
«Και εγώ σ' αγαπώ» ακούστηκε ο ψίθυρός του, ταξιδεύοντας μέσω του ανέμου.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro