Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Η φλογίτσα που τρεμόπαιζε/ part 3

31 Οκτωβρίου, Χάλογουιν

Η ημέρα της γιορτής είχε φτάσει. Ο μουντός, φθινοπωρινός καιρός καθρέπτιζε απόλυτα εκείνη την επίπλαστη ανατριχίλα που άρμοζε απόλυτα στον χαρακτήρα μίας τέτοιας μέρας. Ο Τζακ όλη τη νύχτα δυσκολευόταν να κοιμηθεί. Στο μυαλό του τριγυρνούσε η εικόνα εκείνου του εγκαταλελειμμένου σπιτιού, με τις σάπιες κολοκύθες πεταμένες στην αυλή του και τα ζιζάνια να καλύπτουν άναρχα τον αλλοτινό του κήπο. Στην ουσία ήταν μία μονοκατοικία χωμένη στο δάσος, δομημένη σε μία άλλη εποχή, με τα ντουβάρια της φαγωμένα από τον χρόνο. Έμοιαζε με έναν πίνακα ενός νεκρού τοπίου. Στην μέση όμως της λογικής και του παράλογου, στεκόταν αυτή η μικρή φλόγα, η οποία φαινόταν να παίζει με το μυαλό του αγοριού.

Εκείνο το πρωινό, το σχολείο έμοιαζε με βασανιστήριο. Ο Τζακ συναντήθηκε στον δρόμο με την Σόνια. Τα μάτια και τον δύο έλαμπαν από προσδοκία και ελπίδα, πως σήμερα θα κατόρθωναν ίσως να μιλήσουν ανοιχτά για όλα όσα ένιωθαν. Όπως ήταν αναμενόμενο, οι διάδρομοι και οι τάξεις, είχαν στολιστεί ανάλογα και κάποιοι από τους καθηγητές, είχαν αποφασίσει την τελευταία ώρα, να αφιερώσουν στους μαθητές έστω και μία τρομακτική ιστορία. Η τάξη του Τζακ, ήταν από τις τυχερές, καθώς ο κύριος Γουίλοου, ήταν κάτι παραπάνω από ενθουσιασμένος, δημιουργώντας μάλιστα και την κατάλληλη ατμόσφαιρα. Έκλεισε ελαφρώς τις γρίλιες, εμποδίζοντας το μεσημεριανό φως και επιτρέποντας στις ψεύτικες κολοκύθες που είχαν στολίσει ολόγυρα, να λάμψουν σαν μικρά, πορτοκαλί φαναράκια.

«Λοιπόν, πολυαγαπημένοι μου μαθητές. Καθώς καρτερούσατε με περισσή ανυπομονησία, θα σας αφηγηθώ μία ιστορία που μας μεταφέρει πολλά χρόνια πίσω και που μαντέψτε, ανήκει στην γειτονιά μας» κάπου εκεί έκανε μία παύση, καθώς επιφωνήματα έκπληξης πλημμύρισαν τον χώρο. «Πριν από πολλά χρόνια, μία οικογένεια κατοικούσε σε μία υπέροχη, γοτθικού τύπου μονοκατοικία. Απομονωμένοι από τους γείτονες, είχαν αφήσει το περιθώριο πολλών, αρνητικών σχολιασμών, ενώ δεν ήταν λίγοι που πίστευαν πως ίσως ασχολούνταν με παραφυσικές δραστηριότητες. Τον γιο τους, τον Τζακ, που ήταν και μοναχοπαίδι, τον δίδασκαν στο σπίτι, θεωρώντας ίσως πως η καταγωγή τους ήταν αρκετά αριστοκρατική για να μπλέκει ο μικρός με κοινούς θνητούς. Ευτυχώς όμως, μεγαλώνοντας εκείνος, συχνά επισκεπτόταν την γειτονιά και έτσι ξεκίνησε να κάνει παρέα με τα υπόλοιπα παιδιά και να προσαρμόζεται σε μία κοινωνική ζωή. Άπαντες είχαν να πουν τα καλύτερα για το ύφος και το ήθος του, μέχρι που την παραμονή των Αγίων Πάντων, την μέρα δηλαδή του Χάλογουιν, εξαφανίστηκε και κανείς και ποτέ δεν τον ξανάδε. Τα χρόνια πέρασαν, η οικογένεια μετακόμισε, το σπίτι διαλύθηκε, σαν να μην υπήρξε ποτέ, μα κανένας δεν έμαθε τι συνέβη στον μικρό. Λες και άνοιξε η γη και τον κατάπιε» τελείωσε ο άνδρας και στην τάξη επικρατούσε απόλυτη ησυχία, καθώς όλοι πάλευαν να βγάλουν τα συμπεράσματά τους σχετικά με την τύχη του τότε μικρού Τζακ.

«Ίσως έπεσε θύμα απαγωγής. Δεν γίνονται δα και λίγα ακόμη και στις μέρες μας» είπε ένα κορίτσι, μα ο Τζακ ο σημερινός, σχεδόν δεν άκουγε κανέναν.

Αυτή η μονοκατοικία της ιστορίας, έμοιαζε εκπληκτικά με εκείνη που συνάντησε το προηγούμενο βράδυ. Κάτι τέτοιο όμως σύμφωνα με τα λεγόμενα του καθηγητή, θεωρητικά έμοιαζε αδύνατο, μιας που όπως προανέφερε, είχε κατεδαφιστεί έπειτα από την μετακόμιση των γονιών και πλέον έμοιαζε σαν να μην είχε υπάρξει ποτέ.

«Κύριε!» σήκωσε ευθύς το χέρι του.

«Πες μας αγαπητέ συνονόματε του ήρωα της ιστορίας και όχι μόνο» τον πείραξε ο καθηγητής.

«Είστε σίγουρος πως αυτό το σπίτι δεν υπάρχει πια;» έθεσε την πολυπόθητη ερώτηση.

«Όπως σε βλέπω και με βλέπεις» υποστήριξε ο άνδρας και ο Τζακ αποφάσισε να μην ανοίξει ξανά το θέμα καθώς θα υπήρχαν παρεξηγήσεις.

Κατά το μεσημεράκι, βρισκόταν μαζί με τον Άντριου, ακουμπισμένος στο τζάμι του σχολικού λεωφορείου. Τα δύο αγόρια συζητούσαν σχετικά με την αποψινή τους αμφίεση.

«Η Σόνια θα ντυθεί μάγισσα. Καημό το είχε από πάντα» γέλασε ο αδερφός της.

΄΄Τότε εγώ, θα ντυθώ μάγος΄΄ σκέφτηκε ο Τζακ και ένιωσε ολόκληρο το πρόσωπό του να κοκκινίζει.

Το Χάλογουιν κάποτε, σύμφωνα με τους Κέλτες και την δική τους παράδοση, σηματοδοτούσε το τέλος του φθινοπώρου και την εισαγωγή στην παγωμένη περίοδο του Χειμώνα. Στο σήμερα φυσικά, το φθινόπωρο είχε ακόμη έναν μήνα για να φύγει και αυτό φαινόταν πεντακάθαρα στον πορτοκαλοκόκκινο καμβά του τοπίου γύρω του. Όπως όμως σκεφτόταν ο Τζακ, ταίριαζε καλύτερα στο Χάλογουιν, αφού έμοιαζε σαν να αργοπέθαινε η φύση. Καθώς βάδιζαν πλέον για το σπίτι, είδαν από μακριά τη Σόνια που τους χαιρετούσε βυθισμένη στον ενθουσιασμό της αποψινής τους περιπέτειας. Ο Τζακ την αγκάλιασε ντροπαλά και το κορίτσι ένιωσε την μυρωδιά των ρούχων του, πάντοτε φρεσκοπλυμένων, που την έκανε να νιώθει εκείνη τη σιγουριά  και οικειότητα μαζί του. Η αλήθεια, μαζί με τον ενθουσιασμό, ένιωθε και ένα ελαφρύ άγχος, καθώς σήμερα είχε υποσχεθεί στον εαυτό της, πως θα φρόντιζε να ξεκλέψει λίγο χρόνο, ώστε να μιλήσουν επιτέλους για όλα όσα πίστευε πως ήταν αμοιβαία.  Η αγκαλιά τους, διήρκεσε για παραπάνω, από το φυσιολογικό λεπτά και ο Τζακ φανταζόταν πως τα πάντα γύρω του μετατρέπονταν σε έναν λευκό καμβά και πως οι δυο τους ξεκινούσαν να χρωματίζουν από την αρχή το τοπίο σύμφωνα με τα όνειρά τους. Το βήξιμο όμως του Άντριου, τους επανάφερε στην πραγματικότητα.

«Λοιπόν, πάμε για να ετοιμαστούμε» είπε.

«Σαφώς» ψέλλισε ελαφρώς βραχνιασμένος ο Τζακ και καθώς περπατούσε με κατεύθυνση το δικό του σπίτι, πότε πότε στρεφόταν προς τα πίσω, με την ελπίδα να έκανε και εκείνη το ίδιο.

Η Σόνια, για μέρες ολόκληρες μελετούσε τη στολή της, η οποία είχε βάση το μαύρο και το πένθιμο λιλά. Με την μητέρα της να την βοηθά με το μακιγιαζ, κοιτούσε διαρκώς προς την μεριά του παραθύρου, το χρυσαφένιο λυκόφως που ξεγλιστρούσε από την φθινοπωρινή συννεφιά.

«Νομίζω θα αρέσεις στον Τζακ. Είσαι υπέροχη» σχολίασε και η Σόνια ελευθέρωσε έναν βήχα.

«Δεν καταλαβαίνω» μουρμούρισε με το μάγουλό της να βάφεται ερυθρό.

«Δεν είναι κακό. Ο Τζακ είναι ένα υπέροχο αγόρι, το ίδιο και η οικογένειά του. Αυτές οι πρώτες αγάπες, έχουν μία αγνότητα, μία ομορφιά. Ζήσε το καθώς μεγαλώνοντας θα σου λείψει» την συμβούλεψε η μητέρα της.

«Ναι, αλλά ο αδερφός μου αν το μάθει, καθόλου δεν θα χαρεί. Λέει πως πρέπει να είμαστε φίλοι και οι τρεις και πως ο Τζακ είναι μεγαλύτερός μου» απάντησε η μικρή δύσθυμα, όταν χτύπησε το σταθερό και η μητέρα της το σήκωσε από το δωμάτιό της. Κατόπιν, την είδε να χαμογελά πονηρά.

«Ο Τζακ είναι, σε θέλει να σε ρωτήσει κάτι. Όσο για τον Άντριου, άστον πάνω μου» την φίλησε και βγήκε από το δωμάτιο κλείνοντας την πόρτα πίσω της.

Φυσικά ο λόγος του τηλεφωνήματος εκ μέρους του, ήταν απλώς για να μάθει τα χρώματα της στολής της και να φροντίσει να ντυθούν ταιριαστά. Έτσι, σύμφωνα με τον ίδιο, θα κέρδιζαν και τον άτυπο διαγωνισμό της γειτονιάς με τα περισσότερα κεράσματα και τις λιγότερες φάρσες. Όταν πλέον είχε δύσει ο ήλιος, οι τρεις τους συναντήθηκαν έξω από το σπίτι του Τζακ, ενώ οι γονείς είχαν αποφασίσει να κάνουν το τραπέζι ο ένας στον άλλο μέχρι να επιστρέψουν. Τα καστανά μάτια του νεαρού, καρφώθηκαν σε εκείνα της μικρής Σόνιας, περικλείοντας ίσως μέσα τους, την λέξη σ' αγαπώ.

Εύθυμα οι τρεις φίλοι, ξεκίνησαν να χτυπούν τις γειτονικές πόρτες, με την χαρακτηριστική ερώτηση της ημέρας ζαβολιά ή κέρασμα. Απέναντί τους δύο φαντάσματα έκαναν ακριβώς το ίδιο, τρομάζοντας με κραυγές τους ιδιοκτήτες των σπιτιών. Μπροστά στο θέαμα των δύο μικρών μάγων όμως, σχεδόν κανένας δεν μπορούσε να αντισταθεί και έτσι σε λιγότερη από μισή ώρα, το καλάθι τους είχε γεμίσει με σοκολάτες, καραμέλες και ζαχαρωτά σε σχήμα νυχτερίδας και άλλων τερατόμορφων υπάρξεων που είχαν την τιμητική τους. Αποκαμωμένοι από την κούραση, έκατσαν για λίγο σε ένα πέτρινο πεζούλι και μόλις η Σόνια πλησίασε δύο φίλες που αναγνώρισε, ο Άντριου στράφηκε στον Τζακ στενεύοντας τα μάτια του.

«Δεν είμαι χαζός. Γουστάρεις την αδερφή μου!» του φώναξε και τον είδε να ενοχλείται. Με μία απότομη κίνηση, ο Τζακ σηκώθηκε επάνω και τον κοίταξε εκνευρισμένος.

«Η λέξη ΄΄γουστάρω΄΄ είναι άσχημη. Την Σόνια την αγαπώ. Πάντα την αγαπούσα και βαρέθηκα να κρύβομαι. Είμαστε φίλοι και εγώ σου έλεγα ψέματα. Ε, λοιπόν, αυτή είναι η αλήθεια» πρόφερε και ο Άντριου τον έσπρωξε.

«Δώσαμε μία υπόσχεση! Δεν σε θέλω για φίλο μου και μακριά από τη Σόνια» τον απείλησε.

«Άφησέ τον!» μπήκε στην μέση το κορίτσι. «Σταμάτα πια Άντριου» τον μάλωσε μέχρι που τον είδε να απομακρύνεται με την μπέρτα του βρικόλακα να κρέμεται «Μην του δίνεις σημασία. Λυπάμαι» πρόφερε η Σόνια και ο Τζακ χαμογέλασε.

«Εγώ όχι. Του είπα την αλήθεια» της εξομολογήθηκε.

«Ποια αλήθεια;» Τον ρώτησε η μικρή.

«Πάμε μία βόλτα;»

Ο Τζακ την προσκάλεσε και εκείνη δέχτηκε. Τα βήματά τους,τους οδήγησαν μακριά από τα φώτα, εκεί που η φλογίτσα καρτερούσε ανυπόμονα γιανα τους δείξει τον δρόμο. Έναν δρόμο μοναχικό, απόκοσμο, γεμάτο μυστικά και ουρλιαχτάσπαρακτικά που κανείς δεν άκουγε.

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro