Η φλογίτσα που τρεμόπαιζε/ part 1
30 Οκτωβρίου, παραμονή του Χάλογουιν
Τα αγαπημένα, φθινοπωρινά χρώματα, πλαισίωναν την μικρή γειτονιά. Ήδη από νωρίς το πρωί, οι γιγάντιες κολοκύθες, κάποιες από τις οποίες θα χρησιμοποιούνταν για την μορφή του Τζακ Ο Λάντερν, είχαν την τιμητική τους. Οι αυλές των σπιτιών είχαν γεμίσει από αυτές και η γειτονιά μοσχοβολούσε φαγητά, όπου βασικό τους συστατικό θα ήταν φυσικά η κολοκύθα. Από κολοκυθόπιτες, ως σούπες βελουτέ, και ως φυσικά γλυκά του κουταλιού. Η Σόνια από το πρωί είχε καλή διάθεση, μιας που ήξερε πως επιτέλους, την επόμενη νύχτα, θα είχε το ελεύθερο να κυκλοφορήσει με τον αδερφό και τον καλύτερό της φίλο. Στην σκέψη του Τζακ, η παιδική της καρδιά έχανε έναν χτύπο. Είχαν μεγαλώσει μαζί από τότε που θυμόταν τον εαυτό της. Παρά τα τρία χρόνια διαφοράς, ο Τζακ αγαπούσε να περνά χρόνο μαζί της και να την προσέχει. Για την Σόνια, ήταν το πιο όμορφο αγόρι της γειτονιάς. Από την άλλη, υπήρχε και ο Άντριου, ο οποίος καθώς φανταζόταν, θα δυσανασχετούσε απίστευτα και μόνο στην σκέψη ύπαρξης συναισθημάτων. Ήταν τρομερά προστατευτικός με την αδερφή του, ενώ ανάμεσα σε εκείνον και τον Τζακ, είχε δοθεί όρκος, πως ποτέ δεν θα κοιτούσε την αδερφή του διαφορετικά, όσο αγνά και αν ήταν τα συναισθήματα εξαιτίας της ηλικίας τους. Για την ακρίβεια, τα αγόρια μόλις έμπαιναν στην εφηβεία, καθώς ήταν δώδεκα χρονών, ενώ η Σόνια είχε ακόμη τρία χρόνια μπροστά της.
Επιστρέφοντας από το σχολείο της σήμερα, αντίκρισε τον Τζακ να την περιμένει, προκειμένου να επιστρέψουν μαζί. Τον τελευταίο καιρό, επικρατούσε μία αμηχανία μεταξύ τους, που διόλου της άρεσε και την οποία αδυνατούσε να εξηγήσει. Η όμορφη παρουσία του φίλου της, φάνηκε στην στροφή. Φορούσε μία μαύρη μπέρτα με κουκούλα στο κεφάλι και την μάσκα της χαρακτηριστικής κολοκύθας. Στη θέα της Σόνιας, ένιωσε μία ελαφριά ταχυπαλμία.
«Άργησες!» την πείραξε.
«Μπήκες στο κλίμα των ημερών βλέπω» χαμογέλασε το κορίτσι.
«Εννοείται! Ξέρεις πόσο αγαπώ αυτή τη γιορτή» πρόφερε εκείνος.
«Και πόσο αγαπάς να αφηγείσαι την ιστορία του Τζακ Ο Λάντερν» συμπλήρωσε η Σόνια και οι δυο τους ξεκίνησαν να περπατούν προς το σπίτι.
Ο Τζακ καθώς βάδιζαν, ξέκλεβε μερικές ματιές προς το μέρος της. Ήθελε τόσο πολύ να της μιλήσει, να της πει πως την θαυμάζει και πως την θεωρεί το πιο όμορφο κορίτσι που έχει δει. Στα μάτια του, εκείνη ήταν κάτι το ιερό και άπιαστο, μα πάντοτε ο φόβος του Άντριου, τον έκανε να υποχωρεί. Για εκείνον, ήταν κάτι περισσότερο και από αδερφός του. Δεν θα ερχόταν ποτέ σε σύγκρουση μαζί του, μήτε θα τον στεναχωρούσε. Το κενό ωστόσο που αισθανόταν στην καρδιά του, γέμιζε πάντοτε από τις ώρες που περνούσαν μαζί.
«Το νεκροταφείο δεν είναι μακριά από εδώ. Τι θα έλεγες να πηγαίναμε μία βόλτα και στο δρόμο να σου αφηγούμαι την ιστορία με την χαρακτηριστική φωνή μου;» την ρώτησε και φυσικά το κορίτσι δέχτηκε.
Όπως κάθε αμερικάνικο νεκροταφείο, έτσι και αυτό, ήταν περιποιημένο, με τους πέτρινους τάφους να ξεπηδούν άχαρα από το χώμα και να εκτείνονται σχεδόν ως εκεί που έφτανε να δει το μάτι. Οι μέρες ωστόσο, πρόσταζαν στην ουσία μία τέτοια επίσκεψη, υπό την μυστικιστική ατμόσφαιρα του ιρλανδικού θρύλου. Ο Τζακ φόρεσε την κουκούλα του, αγνοώντας το κρύο αεράκι που συνόδευε τον συννεφιασμένο ουρανό. Δίπλα του η Σόνια ένιωθε απόλυτη ασφάλεια και το χέρι της κινήθηκε αργά για να πιάσει το δικό του. Σύμφωνα με το μύθο, λοιπόν, ο Τζακ ήταν ένας αγρότης, μεθύστακας, κατεργάρης και τεμπέλης, αλλά πανέξυπνος. Η πονηριά του ήταν τόση, που κατάφερε να ξεγελάσει ακόμα και τον ίδιο τον Διάβολο. Όταν ο δεύτερος άκουσε τις φήμες για τα κατορθώματα του Τζακ, αποφάσισε να διαπιστώσει με τα ίδια του τα μάτια αν δικαίωνε τη φήμη του. Πραγματικά, τη Νύχτα του Χάλογουιν, ο Διάβολος ανέβηκε στη Γη και συνάντησε τον Τζακ σ' ένα λιθόστρωτο δρομάκι. Ο Τζακ κατάλαβε πως είχε έρθει η ώρα να πεθάνει κι έτσι ζήτησε από τον Διάβολο να του πραγματοποιήσει μια τελευταία επιθυμία. Εκείνος συμφώνησε, κι έτσι ο Τζακ τον οδήγησε σε μια ταβέρνα, όπου ήπιε όσο περισσότερο ποτό μπορούσε ν' αντέξει. Στη συνέχεια, έπεισε τον Διάβολο να μεταμορφωθεί σ' ένα ασημένιο νόμισμα – προκειμένου να πληρώσει τον λογαριασμό – κι όταν εκείνος το έκανε, έχωσε το νόμισμα στην τσέπη του, η οποία περιείχε επίσης έναν σταυρό, που εμπόδιζε τον Διάβολο να αποδράσει. Εκείνος τότε, μην μπορώντας να κάνει αλλιώς, συμφώνησε στην απαίτηση του Τζακ να του χαρίσει άλλα δέκα χρόνια ζωής, προκειμένου να τον ελευθερώσει.
Όταν πέρασαν αυτά τα δέκα χρόνια και ο Τζακ συνάντησε ξανά το Διάβολο, και πάλι την νύχτα του Χάλογουιν, του ζήτησε μία ακόμα τελευταία χάρη, να φάει ένα μήλο. Ο Διάβολος έπεσε και πάλι στην παγίδα του Τζακ. Ανέβηκε στη μηλιά για να του κόψει ένα μήλο και τότε εκείνος χάραξε στον κορμό του δέντρου ένα σταυρό, με αποτέλεσμα να μην μπορεί ο δαίμονας να κατέβει. Τότε πρότεινε στον Τζακ την εξής συμφωνία: αν τον ελευθέρωνε, δε θα δεχόταν τη ψυχή του στην Κόλαση, όταν πέθαινε. Ο Τζακ συμφώνησε και τον ελευθέρωσε.
Όταν ήρθε η ώρα του να πεθάνει όμως και πήγε στις πύλες του Παραδείσου, δεν του επετράπη η είσοδος, λόγω της έκλυτης ζωής που είχε κάνει, γεμάτη απάτες, ποτό και σκανδαλώδη συμπεριφορά. Τότε εκείνος πήρε το δρόμο που οδηγούσε στις πύλες της Κόλασης και όταν έφτασε εκεί, ζήτησε την άδεια να μπει. Ο Διάβολος όμως, τηρώντας την υπόσχεσή του, δεν του επέτρεψε την είσοδο ούτε κι εκεί. Ο Τζακ δεν είχε πλέον πουθενά να πάει. Ρώτησε τον Διάβολο τι έπρεπε να κάνει κι εκείνος του πέταξε μια σπίθα από τις φλόγες του Άδη, που δε θα καιγόταν ποτέ. Ο Τζακ σκάλισε ένα από τα γογγύλια που είχε μαζί του – μιας και ήταν το αγαπημένο του φαγητό – και έβαλε εκεί μέσα τη φλόγα. Έχοντας ως μοναδικό του οδηγό αυτό το αυτοσχέδιο φανάρι, για να του φωτίζει το δρόμο, η ψυχή του άρχισε να περιπλανιέται για πάντα στα πέρατα της γης, ανάμεσα στον κόσμο του καλού και του κακού, ψάχνοντας ένα μέρος έτσι ώστε να μπορέσει επιτέλους να αναπαυθεί.
Η Σόνια, άκουγε προσεκτικά την αφήγηση σαν να ήταν η πρώτη της φορά. Γύρω τους επικρατούσε η απόλυτη ησυχία. Μονάχα το κρώξιμο μερικών πουλιών τους συνόδευε και ο μουντός καιρός. Τα σαπισμένα φύλλα των δέντρων, είχαν αφεθεί έρμαια του ανέμου, όταν ο νεαρός ένιωσε μία ανατριχίλα. Η αίσθηση πως κάποιος τους παρακολουθούσε, κρυμμένος ίσως στις σκιές του απογεύματος, γιγαντωνόταν μέσα του και ασυναίσθητα, έσφιξε το χέρι της Σόνιας.
«Όλα καλά; Είσαι εντάξει;» τον ρώτησε η μικρή, όταν ο Τζακ αντίκρισε στο βάθος, κάτι που έμοιαζε με φλόγα αιωρούμενη.
«Το βλέπεις;» ρώτησε τη φίλη του.
«Ποιο;» ανταπάντησε εκείνη με απορία.
«Έλα μαζί μου» την έσπρωξε και βρέθηκαν να τρέχουν προς το σημείο που ο Τζακ είχε αντικρίσει την αδύναμη φλογίτσα που αιωρούταν.
Τα βήματά τους, τους οδήγησαν στην έξοδο του νεκροταφείου. Η φλόγα είχε πλέον χαθεί, και τα παιδιά απογοητευμένα ξεκίνησαν να κατευθύνονται προς το σπίτι τους. Ταυτόχρονα όμως, μία μορφή έσφιγγε τις γροθιές της κρυμμένη στις σκιές. Η παραμονή των Αγίων Πάντων βρισκόταν μία ανάσα μακριά και ο μυστικιστικός της χαρακτήρας διέγειρε όλες της τις αισθήσεις. Θα περίμενε λοιπόν μέχρι το επόμενο βράδυ, όπου τα πάντα θα ήταν πιθανά.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro