Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Παλιοί Γνώριμοι

~ ΑΡΓΑ ΤΟ ΒΡΑΔΥ ~ ΑΚΟΜΑ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΑΡΗ ~ ΚΑΣΤΕΛΑ ~

Η Σελήνη είναι ακόμα στο κρεβάτι, βυθισμένη σ' έναν βαθύ, μακάριο ύπνο που της είχε λείψει τόσο πολύ αυτές τις τελευταίες μέρες. Ο Άρης δεν φαίνεται πουθενά. Πού να είναι άραγε; Τέλος πάντων! Αν και το θέαμα είναι πολύ όμορφο, πρέπει να την ξυπνήσουμε για να δούμε την συνέχεια της ιστορίας μας απ' τη δική της σκοπιά. Έλα, Γατούλα, ξύπνα! Ψιτ! Ψιτ! Ψιτ!

~ ΑΠ' ΤΗΝ ΣΚΟΠΙΑ ΤΗΣ ΣΕΛΗΝΗΣ ~

Ανοίγω τα μάτια μου και βλεφαρίζω λίγο. Προσπαθώ να κοιτάξω γύρω μου, αλλά δεν μπορώ. Είναι σκοτεινά. Γαμώτο! Τυφλώθηκα; Έλα τώρα, κορίτσι μου! Μην είσαι ανόητη. Είναι απλά νύχτα. Χαμογελάω, απλώνοντας το χέρι ν' αγγίξω τον Άρη, αλλά δεν τον βρίσκω. Δεν είναι δίπλα μου. Για μια στιγμή πανικοβάλλομαι ότι όλα όσα έζησα τις τελευταίες ώρες ήταν απλώς ένα όνειρο και ότι είμαι ακόμα σ' εκείνο το δωμάτιο, μόνη μου, αλλά αμέσως μετά, μια υπέροχη μυρωδιά χτυπάει τη μύτη μου. Η δική του μυρωδιά και εγώ ξέρω ότι είμαι πίσω στο σπίτι. Αλλά τι διάολο; Η μυρωδιά του Άρη δεν είναι το μόνο πράγμα που μυρίζω.

Μυρίζω τον αέρα όπως κάνει ο Άρης και επικεντρώνομαι μόνο σ' αυτό. Ναι, αυτό είναι! Το βρήκα! Αυγά, μπέικον, φρέσκο βούτυρο, ζαμπόν και τυρί. Κάποιος μαγειρεύει και αυτός ο κάποιος είναι ξεκάθαρα ο Άρης. Ω, Θεέ μου! Πεθαίνω της πείνας! Δεν μπορώ να θυμηθώ πότε ήταν η τελευταία φορά που έφαγα κάτι. Σηκώνομαι αμέσως απ' το κρεβάτι και περπατάω σαν ρομπότ προς την κατεύθυνση της μυρωδιάς, αλλά η αντανάκλασή μου στον καθρέφτη τραβάει την προσοχή μου. Πώς είμαι έτσι; Τι ακριβώς έγινε πριν;

Τα μαλλιά μου είναι ανακατεμένα. Τα μάγουλά μου είναι κόκκινα και τα χείλη μου είναι πρησμένα. Υπάρχουν δύο πιπιλιές στο λαιμό μου σε μωβ απόχρωση και οι γοφοί μου έχουν δαχτυλικά αποτυπώματα πάνω τους. Κλείνω τα μάτια και προσπαθώ να θυμηθώ. Δεν είναι και τόσο δύσκολο, γιατί αυτό που συνέβη ήταν πραγματικά αξέχαστο.

Οι δύο πρώτες φορές ήταν λίγο διαφορετικές. Ο Άρης ήταν πολύ τρυφερός. Με κρατούσε σφιχτά. Δεν ξέρω. Ίσως ήθελε να πιστέψει ότι ήμουν πραγματικά εκεί. Με φιλούσε, με χάιδευε και μου ψιθύριζε όλη την ώρα πόσο πολύ μ' αγαπάει. Μετά όμως, επειδή όπως όλοι ξέρουμε, δεν μπορείς να κρατήσεις τον λύκο κλειδωμένο για πολύ, αφέθηκε ελεύθερος και έγινε ξανά ο πραγματικός εκπληκτικός εαυτός του. Το στομάχι μου δεν μ' αφήνει να σκεφτώ άλλο. Διαμαρτύρεται μ' έναν μάλλον δυνατό θόρυβο και μ' επαναφέρει στη γη. Χαζό όργανο! Πιάνω το πουκάμισο του Άρη, το φοράω και τρέχω στην κουζίνα.

Όταν μπαίνω, σταματάω απότομα, γιατί αυτό που βλέπω μου κόβει την ανάσα. Μέγας είσαι Κύριε και θαυμαστά τα έργα Σου! Ο Άρης, χωρίς μπλούζα και ξυπόλητος, φορώντας μόνο το κάτω μέρος της πιτζάμας του, μαγειρεύει στην ηλεκτρική κουζίνα ενώ τραγουδάει. Η υπέροχη φωνή του με μαγεύει για άλλη μια φορά.

*Χτυπάει η καρδιά μου σαν τρελή κάθε φορά που βρίσκομαι κοντά σου. ... Και το γλυκό σου το κορμί μοιάζει με μαγικό χαλί που με σηκώνει απ' τη γη. ... Πάρε με, πάρε με, μαζί σου πάρε με στα μαγικά σου ταξίδια. ... Πάρε με, πάρε με, μέσα σου βάλε με να μη με βρίσκει κανείς *

Ποτέ δεν πίστευα ότι θα χρησιμοποιούσα το επίθετο χαριτωμένος για να περιγράψω τον Άρη. Όμορφος, δυναμικός, αδίστακτος, μυστηριώδης, έξυπνος, σέξι και πολλά άλλα, αλλά όχι χαριτωμένος. Κι όμως, αυτή τη στιγμή, χρησιμοποιώντας την ξύλινη κουτάλα ως μικρόφωνο και τραγουδώντας τους στίχους του τραγουδιού νιώθοντας τους, αυτός είναι απίστευτα χαριτωμένος.

«Πραγματικά δεν ξέρω τι να σου απονείμω. Ένα αστέρι Michelin ή ένα Grammy;»

Επειδή είναι πλήρως απορροφημένος σ' αυτό που κάνει, τρομάζει απ' τη φωνή μου και του πέφτει η κουτάλα απ' το χέρι. Είναι αρκετά αστείο. Βασικά, είναι ξεκαρδιστικό και γι' αυτό ξεσπάω σε γέλια και αυτός γυρίζει προς το μέρος μου.

«Πολύ αστείο, Γατούλα. Με τρόμαξες, το ξέρεις; Περπατάς εντελώς αθόρυβα. Ίσως πρέπει να κρεμάσω ένα κουδουνάκι στο λαιμό σου για να σ' ακούω όταν με πλησιάζεις. Δεν μ' αρέσει να με πιάνουν εξ' απήνης»

Σκύβει για να πιάσει την κουτάλα, και οι μύες στα χέρια του φουσκώνουν, προκαλώντας μου το γνωστό πλέον τσίμπημα ανάμεσα στα πόδια μου. Σταματάω να γελάω και δαγκώνω τα χείλη μου.

«Μπορείς να το κάνεις αυτό, αλλά αν με ρωτάς, προτιμώ να έχω τα χέρια σου γύρω απ' το λαιμό μου»

Σηκώνεται όρθιος, με κοιτάζει και σηκώνει το φρύδι του. Έλα τώρα! Μην το κάνεις αυτό! Με τρελαίνεις!

«Τι συμβαίνει, Γατούλα; Δεν χόρτασες; Θες κι άλλο;»

«Πάντα θέλω κι άλλο»

«Είσαι άπληστη και αχόρταγη»

«Δεν φταίω εγώ. Εσύ είσαι ακαταμάχητος»

«Ξέρεις κάτι, Γατούλα; Μερικές φορές νομίζω ότι με θέλεις μόνο για το κορμί μου»

Γυρίζει να κοιτάξει το φαγητό στο τηγάνι και εγώ καρφώνω το βλέμμα μου πρώτα στους μύες της πλάτης του και μετά στον απίστευτα τορνευτό πισινό του. Η πίσω όψη του με κάνει να ξεχάσω την πείνα μου, ή μάλλον, ν' αλλάξω το αντικείμενο της όρεξής μου. Προχωράω πίσω του, γλιστράω τα χέρια μου μέσα στο παντελόνι του και τον χουφτώνω ξεδιάντροπα.

«Θέλεις πραγματικά να το συζητήσουμε τώρα αυτό, Αφέντη;»

Αυτός παίρνει μια βαθιά ανάσα και κατεβάζει το τηγάνι απ' την φωτιά.

«Στην πραγματικότητα, όχι!»

Το επόμενο πράγμα που νιώθω είναι το χέρι του στα μαλλιά μου και το στόμα του στο δικό μου. Με τρελαίνει όταν με φιλάει έτσι. Όταν παίρνει με την βία αυτό που δικαιωματικά του ανήκει. Βογκάει βαθιά μέσα στο στόμα μου όταν το χέρι μου φτάνει στο εξόγκωμα του παντελονιού του και με ανάβει ακόμα περισσότερο. Δεν είναι η γλώσσα του μέσα στο στόμα μου ή το σμιλεμένο σώμα του μέσα στην αγκαλιά μου ή ακόμα και η υπέροχη στύση του που σκληραίνει κάτω απ' το χέρι μου. Αυτό που με ευχαριστεί περισσότερο είναι η αντίδρασή του κάθε φορά που τον αγγίζω. Και μιλάω για κάθε άγγιγμα, ερωτικό ή όχι.

Δεν το κατάλαβα απ' την αρχή. Ίσως επειδή ποτέ δεν πίστευα ότι ένας άντρας σαν αυτόν θα ενδιαφερόταν ποτέ για μένα. Αλλά τώρα που ξέρω πώς νιώθει, το βλέπω καθαρά. Μπορώ να δω το δέρμα του ν' ανατριχιάζει κάθε φορά που τον αγγίζω. Μπορώ να δω πώς το σώμα του γυρίζει ασυναίσθητα προς το μέρος μου κάθε φορά που περνάω από δίπλα του. Μπορώ να δω τον τρόπο που με κοιτάζει όταν νομίζει ότι δεν τον βλέπω. Ο προσωρινός μας χωρισμός, όσο κι αν μας πλήγωσε και τους δύο, με βοήθησε να δω καθαρά και χαίρομαι πολύ που το έκανε. Χωρίς να σταματήσει να με φιλάει, ακουμπάει στον πάγκο και με τραβάει πάνω του. Αρπάζει το πόδι μου και το σηκώνει για να χαϊδέψει τον μηρό μου και να χουφτώσει τον κώλο μου.

«Αν θες να φας το φαγητό σου ζεστό, Γατούλα, τώρα είναι η τελευταία σου ευκαιρία»

«Το μόνο πράγμα που μ' αρέσει να τρώω ζεστό είναι το καβλί σου, οπότε μη σταματάς και τάισε με, Αφέντη»

Με πιάνει απ' τα μαλλιά και μου σπρώχνει πίσω το κεφάλι, αναγκάζοντάς με να τον κοιτάξω. Μου χαρίζει το χαμόγελο που ξέρει ότι μ' αρέσει τόσο πολύ. Το διαβολικό του χαμόγελο.

«Η Γατούλα μου θέλει το γεύμα της, ε;»

«Ναι, Αφέντη. Πολύ σε παρακαλώ!»

Με σπρώχνει απαλά προς τα πίσω και πηδάει στον πάγκο αφού πρώτα κατεβάζει το παντελόνι του. Γέρνει πίσω, στηρίζεται στον αγκώνα του και αρχίζει να αγγίζει το πέος του με το ελεύθερο χέρι του. Το στόμα μου στεγνώνει και γλείφω τα χείλη μου καθώς τραβάει κάτω το πετσάκι και εκθέτει το κεφάλι.

Ξέρω πόσο του αρέσει αυτό. Ήταν το πρώτο πράγμα που μου έμαθε όταν του πήρα πίπα για πρώτη φορά. Ξέρετε, ήταν η πρώτη μου φορά γενικά. Δεν το είχα ξανακάνει και δεν ήξερα τίποτα γι' αυτό. Το έμαθα όμως πολύ γρήγορα γιατί απολαμβάνω πάρα πολύ τη διαδικασία και επίσης, γιατί, όπως μου λέει συχνά εκείνος, είμαι φυσικό ταλέντο και μαθαίνω γρήγορα.

Ναι! Μπορεί να είναι σπουδαίος δάσκαλος, αλλά κι εγώ είμαι άριστη μαθήτρια. Πάντα ήμουν και τώρα ανυπομονώ να του δείξω όλα όσα έμαθα. Αλλά επειδή είναι σαδιστής και του αρέσει να με βασανίζει πάρα πολύ, καθυστερεί σκόπιμα να μου δώσει την εντολή. Χτυπάω το πόδι μου ανυπόμονα στο πάτωμα και αυτός γελάει.

«Μην ανησυχείς, Γατούλα. Δεν θα σε βασανίσω άλλο. Έλα να το πάρεις!»

Επιτέλους! Δένω τα μαλλιά μου σε έναν ακατάστατο κότσο και πλησιάζω στον πάγκο. Τοποθετώ το χέρι μου στη βάση του πέους του και τυλίγω τα δάχτυλά μου γύρω του. Τον αισθάνομαι να τρέμει και να συσπάτε ως απάντηση. Ανοίγω τα χείλη μου και γλείφω έναν αργό κύκλο γύρω από τη βάλανο για να πάρω μια μικρή γεύση απ' τα προσπερματικά υγρά του.

«Τώρα, Γατούλα, όπως σου έμαθα. Πάρε τον πούτσο μου στο στόμα σου και σπρώξε τα τέλεια χείλη σου μέχρι κάτω»

«Ναι, Αφέντη»

Όταν χάνεται μια αίσθηση, οι άλλες ενισχύονται για ν' αντισταθμίσουν την απώλεια. Έτσι, κλείνω τα μάτια μου για να μπλοκάρω την όρασή μου και ταυτόχρονα να ενισχύσω όλες τις άλλες αισθήσεις μου. Παίρνω το πεός του στο στόμα μου και αρχίζω να κουνάω το χέρι μου πάνω κάτω. Αυτός με καθοδηγεί με το χέρι του στο κεφάλι μου καθώς κουνάει τη λεκάνη του πάνω-κάτω.

Η νοστιμιά του αρχίζει να ρέει στο στόμα μου, διεγείροντας τους γευστικούς μου κάλυκες. Το άγριο ανδρικό του άρωμα εισβάλλει στα ρουθούνια μου και οι παλλόμενες φλέβες στο πέος του γαργαλάνε τους αισθητήρες αφής στα δάχτυλά μου. Η βαθιά φωνή του ενθουσιάζει τ' αυτιά μου.

«Μπράβο, κορίτσι μου. Ναι!»

Τον ρουφάω βαθύτερα στο στόμα μου, νιώθοντας τα μουγκρητά του να βουίζουν σαν σεισμός. Περνάω τη γλώσσα μου σε όλο το μήκος του, παίζοντας με τις μπάλες του στην παλάμη μου καθώς πειράζω το περίνεό του με τα δάχτυλά μου.

Μπορείτε να με πείτε υπερβολική. Μπορείτε να με πείτε ξεδιάντροπη ή ακόμα και τσούλα. Μπορείτε να με αποκαλέσετε όπως θέλετε, αλλά θα μπορούσα να το κάνω αυτό όλη την ώρα, αδιάκοπα, για όλη την αιωνιότητα. Η γεύση του Άρη είναι κάτι συναρπαστικό, κάτι αδιανόητο. Είναι πολύ νόστιμος, αλλά, όπως είπα και πριν, επειδή είναι μεγάλος σαδιστής, δεν έχει σκοπό να μ' αφήσει να τον απολαύσω όσο θα ήθελα. Έχει κάτι άλλο στο μυαλό του, και όταν συμβαίνει αυτό, πρέπει να υπακούσω. Όχι ότι παραπονιέμαι βέβαια.

«Γατούλα, αρκετά!»

Κάνω πίσω και γλείφω τα ίχνη της γλυκύτητας του στα χείλη μου, κλαψουρίζοντας. Πηδάει απ' τον πάγκο, χαμογελώντας. Χαϊδεύει το πλάι του προσώπου μου και τσεκάρει τον καρδιακό παλμό μου με τον αντίχειρά του.

«Μην κλαψουρίζεις, Γατούλα. Σου έχω μια μικρή έκπληξη»

«Τι;»

«Θα σε γαμήσω όπως σου αρέσει»

«Στο πάτωμα;»

«Ναι»

«Λοιπόν ...»

Ξαπλώνω στο πάτωμα και ανοίγω τα πόδια μου. Το σώμα μου χαλαρώνει αμέσως καθώς αγγίζω τη ζεστή επιφάνεια. Το θερμαινόμενο δάπεδο είναι μια απίστευτη εφεύρεση. Ο Άρης γονατίζει ανάμεσα στα πόδια μου.

«Πού θέλεις τα πόδια μου, Αφέντη; Πάνω ή κάτω;»

«Πάνω. Θέλω να μπω βαθιά»

Περνάω το χέρι μου πάνω στο τέλεια σχηματισμένο στήθος του και ξύνω το δέρμα του με τα νύχια μου.

«Μπαίνεις βαθιά κάθε φορά που με γαμάς έτσι κι αλλιώς»

Πιάνει το σβέρκο μου με το χέρι του, κόβοντάς μου την ανάσα. Ο αντίχειράς του κάνει μασάζ στην παλλόμενη φλέβα στο λαιμό μου, στέλνοντας περισσότερο αίμα στον εγκέφαλό μου. Η καρδιά μου χτυπάει σαν τρελή για να καλύψει τις ανάγκες του σώματός μου για οξυγόνο. Μια φωτιά καίει ανάμεσα στα πόδια μου καθώς τα λόγια του μου δίνουν έναν μικρό οργασμό, έτσι απλά, χωρίς καν να μ' αγγίξει.

«Θα θάψω τον εαυτό μου τόσο βαθιά μέσα σου που θα νιώθεις άδεια όταν δεν είμαι μαζί σου. Σήκωσε τα πόδια σου. Τώρα!»

«Ναι, Αφέντη»

Σηκώνω τα πόδια μου και διπλώνω το σώμα μου έτσι ώστε να του παρέχω πλήρη πρόσβαση. Πριν τον Άρη, δεν είχα ιδέα πόσο ευλύγιστη είμαι. Εκείνος βάζει τα χέρια του κάτω απ' τα γόνατά μου για να με στηρίξει. Πάντα τον νοιάζει αν είμαι άνετα ή όχι και αυτό με κάνει να θέλω να τον ευχαριστήσω ακόμα περισσότερο. Νιώθω τον κόλπο μου ν' ανοίγει καθώς η άκρη του πέους του πιέζει το άνοιγμα μου. Αυτό δεν περνά απαρατήρητο απ' αυτόν, που κοιτάζει κάτω και βογκάει καθώς μπαίνει μέσα μου, αλλά δεν κουνιέται, κάτι που καθυστερεί λίγο ακόμα την απόλαυση μου.

«Μπορώ ν' αντισταθώ σε οτιδήποτε. Σε κάθε γαμημένο πειρασμό. Το μόνο πράγμα στο οποίο δεν μπορώ ν' αντισταθώ είναι η επιθυμία μου να γαμήσω αυτό το υπέροχο μουνί που αγκαλιάζει τόσο σφιχτά το καβλί μου. Είσαι πολύ ξεχωριστή, Γατούλα, και είσαι αποκλειστικά δική μου»

«Ναι, Αφέντη»

«Πες το!»

«Είμαι αποκλειστικά δική σου»

«Μπράβο το κορίτσι μου!»

«Μπορείς, σε παρακαλώ, ν' αρχίσεις να με γαμάς τώρα;»

«Θα ουρλιάξεις για μένα;»

«Όπως κάνω πάντα, Αφέντη μου»

Και το κάνω. Μπορείτε να ρωτήσετε τους γείτονες γι' αυτό. Μχμμμ ... Δεν θα έχω μούτρα να βγω απ' το σπίτι! Τέλος πάντων! Τώρα θα ήθελα να με αφήσετε ν' απολαύσω τον Λύκο μου, οπότε ας επιστρέψουμε στην σκοπιά της αγαπημένης μας συγγραφέα. Ήταν υπέροχα που μίλησα μαζί σας. Αντίο σας!

~ ΑΡΚΕΤΗ ΩΡΑ ΑΡΓΟΤΕΡΑ ~ ΑΚΟΜΑ ΣΤΗΝ ΚΟΥΖΙΝΑ ~

Ο Άρης και η Σελήνη, αρκετά χαρούμενοι και πολύ, πολύ πεινασμένοι, απολαμβάνουν το κρύο γεύμα τους.

«Η ομελέτα είναι κρύα»

«Δεν φταίω εγώ, Γατούλα. Εσύ με προκάλεσες. Τώρα φάε και μη μιλάς. Εξάλλου, το μόνο πράγμα που σ' αρέσει να τρως ζεστό είναι το ...»

«Α! Α! Α! Μην το πεις!»

«Γιατί;»

«Γιατί αν τ' ακούσω, θ' αρχίσω να το σκέφτομαι και θα καταλήξουμε ξανά στο πάτωμα»

Αυτός αρχίζει να γελάει.

«Αν συνεχίσεις έτσι, Γατούλα, θα πρέπει να σε πάω για απεξάρτηση σύντομα»

«Πολύ αστείο!»

Αυτή του βγάζει τη γλώσσα της και εκείνος της χαμογελάει, αλλά μετά σοβαρεύει.

«Θέλεις να μιλήσουμε για κάτι σοβαρό τώρα; Δεν έχουμε μιλήσει καθόλου απ' το πρωί που γύρισες»

«Για ποιο πράγμα;»

«Γιατί με άφησες; Δεν σκέφτηκες καθόλου τι θα μου έκανε η φυγή σου;»

«Άρη, εγώ ... Εγώ ...»

«Ξέρεις κάτι; Γάμησε το. Δεν έχει σημασία πια. Ότι έγινε, έγινε. Είσαι εδώ τώρα. Ήταν βλακεία μου που το ανέφερα. Καλύτερα να το ξεχάσουμε»

«Θα το συζητήσουμε κάποια μέρα, στ' ορκίζομαι. Απλά όχι τώρα. Εντάξει;»

«Εντάξει»

Αυτός συγκεντρώνεται στο πιάτο του και συνεχίζει να τρώει ήσυχα.

«Δεν είσαι θυμωμένος μαζί μου, έτσι;»

«Τι; Φυσικά και όχι. Πως σκέφτηκες κάτι τέτοιο; Δεν θα μπορούσα ποτέ να σου θυμώσω. Εξάλλου, εσύ δεν φταις σε τίποτα. Αν υπάρχει κάποιος που φταίει, αυτός είμαι εγώ»

«Άρη, σταμάτα! Δεν θέλω ν' ακούσω άλλα. Φταίμε κι οι δυο. Και οι δύο δεν τηρήσαμε τις υποσχέσεις μας. Κάναμε λάθη και τώρα θα τα διορθώσουμε μαζί. Σύμφωνοι;»

«Σύμφωνοι»

«Έλα να δώσουμε χέρια τότε. Ξέρεις, για να σφραγίσουμε τη συμφωνία»

Αυτή προσφέρει το χέρι της, αλλά εκείνος έχει κάτι άλλο στο μυαλό του. Έναν άλλο τρόπο για να σφραγίσουν τη συμφωνία.

«Βασικά, έλα εδώ»

Της πιάνει το χέρι και την τραβάει πάνω του.

«Τι κάνεις τώρα;»

«Οι καλύτερες συμφωνίες, Γατούλα, σφραγίζονται μ' ένα φιλί. Όχι με μια κρύα χειραψία»

«Σοβαρά, ε;»

«Σοβαρότατα»

«Αφού το λες εσύ»

Αυτή κλείνει τα χείλη του με τα δικά της, γελώντας στο στόμα του. Μετά, χωρίς να φύγει απ 'την αγκαλιά του, τον ρωτάει κάτι που καίγεται να μάθει, από τότε που έμαθε την αλήθεια.

«Άρη, να σε ρωτήσω κάτι χωρίς να θυμώσεις;»

«Δεν μ' αρέσει καθόλου αυτό, αλλά ρώτα με»

«Θέλεις να μου πεις λεπτομέρειες για το τι συνέβη ανάμεσα σε σένα και τον Πέτρο;»

«Πρέπει πραγματικά να το κάνω αυτό;»

«Μόνο αν δεν χαλάσει η διάθεσή σου»

«Όταν είσαι δίπλα μου, τίποτα δεν μπορεί να χαλάσει τη διάθεσή μου. Τι θέλεις να μάθεις;»

«Τι σου είπε για μένα; Πώς με περιέγραψε;»

«Σαν μια υστερική, ανοργασμική, ανασφαλής και ηλίθια γυναικούλα που το μόνο άξιο πράγμα πάνω της είναι η ομορφιά της»

Εκείνη τη στιγμή, αυτή κάνει κάτι που δεν έχει ξανακάνει. Χτυπά τη γροθιά της στον πάγκο, γρυλίζοντας.

«Αυτός ο πουτάνας γιος θα πληρώσει γι' αυτό. Θα τον κάνω να πληρώσει!»

Αυτός, χωρίς να πιστεύει στα μάτια του, την κοιτάζει με το στόμα ανοιχτό.

«Τι; Γιατί με κοιτάς έτσι;»

«Κατάλαβες τι έκανες;»

«Τι έκανα;»

«Κοπάνησες τον πάγκο, γρυλίζοντας»

«Και λοιπόν; Είμαι νευριασμένη. Όχι! Βασικά είμαι έξαλλη!»

«Το ξέρω και το κατανοώ. Έχεις κάθε δικαίωμα να αισθάνεσαι έτσι. Απλά, αυτό που έκανες, δεν το έχεις ξανακάνει. Συνήθως εγώ αντιδρώ έτσι, όχι εσύ»

«Και τι; Είναι κακό αυτό;»

«Κακό; Το εντελώς αντίθετο, μωρό μου. Είναι καταπληκτικό. Εσύ αλλάζεις και γίνεσαι αυτό που πραγματικά είσαι. Γίνεσαι σαν εμένα. Θεέ μου! Είμαι τόσο περήφανος για σένα!»

Αυτή, ακούγοντας αυτά τα λόγια, τα λόγια που δεν έχει ξανακούσει ποτέ και από κανέναν, τον κοιτάζει με ικετευτικά μάτια.

«Τι είπες μόλις τώρα;»

«Είπα πολλά, μωρό μου. Ποιο απ' όλα;»

«Είπες ότι είσαι περήφανος για μένα»

«Ε, ναι. Και;»

«Πες το μου ξανά. Σε παρακαλώ!»

«Είμαι περήφανος για σένα, αλλά δεν καταλαβαίνω. Τι συμβαίνει, Γατούλα;»

«Τίποτα δεν συμβαίνει. Εγώ απλά ... Εγώ ... Εγώ ...»

Αυτή δεν μπορεί να συγκρατήσει τα δάκρυα της. Λογικό, αφού τα δάκρυα της χαράς είναι πολύ δύσκολο να τα συγκρατήσεις. Αυτός την σφίγγει επάνω του.

«Έλα τώρα, βρε μωρό μου. Μη μου το χαλάς. Γιατί κλαις;»

«Συγγνώμη! Απλά ... Κανείς δεν μου είπε ποτέ ότι είναι περήφανος για μένα. Τέλος πάντων! Δώσε μου ένα λεπτό και θα συνέλθω»

«Ίσως θα μπορούσες να χρησιμοποιήσεις ένα καλό φιλί αυτή τη στιγμή»

«Νομίζω πως έχεις δίκιο. Αυτό είναι μια εξαιρετική ιδέα»

«Πραγματικά δεν ξέρω τι να κάνω μαζί σου»

«Μπορείς να το βρεις αργότερα. Τώρα φίλα με»

Το φιλί θα είχε εξελιχθεί σε κάτι περισσότερο αν δεν τους διέκοπτε η φωνή του Ορέστη, ερχόμενη απ' το σαλόνι.

«Έη! Καυλωμένα ζώα ...; Γιου χου! Έρχομαι μέσα. Ελπίζω να είστε αξιοπρεπής. Τουλάχιστον όσο μπορείτε να είστε»

Ο Άρης και η Σελήνη κοιτάζονται και αρχίζουν να χαχανίζουν.

«Δώσε μας ένα λεπτό, κολλητέ»

«Για όνομα του Θεού! Τι στο πούτσο κάνετε εκεί μέσα;»

«Κοντά έπεσες!»

Αυτή πάει και κάθεται σ' ένα σκαμπό και κατεβάζει όσο πιο κάτω μπορεί το πουκάμισο που φοράει. Αυτός προσπαθεί να ηρεμήσει την στύση του που είναι εμφανώς ορατή, αλλά, κάτι το ότι δεν φοράει εσώρουχο, κάτι τα παιχνίδια πριν, δεν μπορεί.

«Γάμα το! Δεν υπάρχει σωτηρία. Έλα μέσα!»

Ο Ορέστης μπαίνει δειλά-δειλά στην κουζίνα, κρατώντας ένα μεγάλο μπολ στο χέρι.

«Πριν μου πείτε οτιδήποτε, έχω μια ερώτηση. Τι διάολο συνέβη εδώ μέσα όσο έλειπα; Υπάρχει μια περίεργη μυρωδιά στο σπίτι»

Ο Άρης τρίβει το σαγόνι του.

«Λοιπόν ...»

Ο Ορέστης σηκώνει το χέρι.

«Ξέρεις κάτι; Ξέχνα το! Δεν θέλω να μάθω λεπτομέρειες»

Ο Άρης γελάει, ενώ η Σελήνη καρφώνει τα μάτια της στα χέρια του Ορέστη.

«Τι έχεις εκεί;»

Ο Ορέστης είναι έτοιμος να ακουμπήσει το μπολ στον πάγκο, όμως το μετανιώνει.

«Μπορώ τουλάχιστον να χρησιμοποιήσω τον πάγκο ή τον μαγαρίσατε κι αυτόν;»

«Η δεξιά πλευρά είναι καθαρή. Η αριστερή, όχι και τόσο»

Ο Ορέστης βάζει το μπολ στη δεξιά πλευρά, γυρίζοντας τα μάτια του.

«Η μαμά μου σας στέλνει κοκκινιστό μοσχαράκι με μακαρόνια. Καλή όρεξη!»

«Ω, Θεέ μου! Δώστο μου αυτό!»

Η Σελήνη αρπάζει το μπολ και αρχίζει να τρώει λαίμαργα μέσα απ' αυτό. Ο Ορέστης κοιτάζει τον Άρη.

«Ξέρεις κάτι, κολλητέ; Εκτός απ' το να την ... ξέρεις! Πρέπει και να την ταΐζεις μια στο τόσο. Φιλική συμβουλή»

«Θα ακολουθήσω τη συμβουλή σου, αλλά πρώτα, έλα εδώ»

Ο Άρης αγκαλιάζει τον Ορέστη.

«Ευχαριστώ για όλα! Μ' έσωσες για άλλη μια φορά»

«Αρούλη, σταμάτα! Ξέρεις ότι δεν έχεις λόγο να μ' ευχαριστείς. Έκανα μόνο αυτό που θα έκανες κι εσύ για μένα. Τίποτα περισσότερο»

«Ακόμα κι έτσι, δεν ξέρω πώς μπορώ να σου το ξεπληρώσω»

«Ξέρω εγώ. Υπάρχει κάτι ... Θέλω να πω, υπάρχει κάτι που πρέπει να σου πω»

«Τι συμβαίνει, Ορέστη;»

«Καλύτερα να κάτσεις πρώτα»

Ο Άρης κάθεται στο σκαμπό δίπλα στην Σελήνη, που δεν έχει σταματήσει να τρώει, και ο Ορέστης κάθεται απέναντί τους και παίρνει μια βαθιά ανάσα για να πάρει θάρρος και να ξεστομίσει αυτό που θέλει να πει.

«Λοιπόν ... Επειδή δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος να στο πω, θα στο πω ευθέως. Έρχεται η ξαδέρφη μου»

Ο Άρης στενεύει τα μάτια και κοιτάζει τον φίλο του με καχυποψία.

«Ποια ξαδέρφη;»

«Η γνωστή ξαδέρφη»

Ο Άρης τρίβει το μέτωπο του με το πρόσωπο του στα πρόθυρα της απελπισίας.

«Και όταν λες έρχεται, πού ακριβώς έρχεται; Εδώ στην πόλη;»

«Εδώ στο σπίτι»

Ο Άρης πετάγεται όρθιος, λίγο πανικόβλητος.

«Τι; Όχι! Όχι! Με τίποτα! Με κανέναν τρόπο! Ξέχνα το!»

«Αρούλη, σε παρακαλώ, άκουσέ με»

«Ν' ακούσω τι; Ξέχασες τι έγινε την τελευταία φορά; Γιατί δεν πάει να μείνει στην αδερφή σου;»

«Αυτό ήταν το αρχικό σχέδιο, αλλά ο ανιψιός μου κόλλησε ανεμοβλογιά και η αδερφή μου δεν μπορεί να έχει επισκέπτες όσο το παιδί είναι άρρωστο»

«Ας πάει στην μητέρα σου τότε»

«Ο πατριός μου έχει γρίπη»

«Υπέροχα! Όλοι είναι άρρωστοι και την σκαπουλάρουν. Γιατί δεν είπες κι εσύ κάτι;»

«Σαν τι;»

«Δεν ξέρω. Κάτι. Οτιδήποτε. Ότι έχουμε κάποια περίεργη μεταδοτική ασθένεια. Ότι υιοθετήσαμε έναν πύθωνα. Ότι αρχίσαμε να εκτρέφουμε νυχτερίδες βαμπίρ»

«Συγγνώμη που επεμβαίνω, Λύκε, αλλά δεν νομίζεις ότι είσαι λιγάκι υπερβολικός;»

«Γατούλα, δεν έχεις ιδέα περί τίνος πρόκειται»

«Κούκλα, ο Άρης έχει δίκιο. Η τελευταία φορά ήταν κάπως άβολη»

«Τι έγινε; Τι είναι αυτή η ξαδέρφη τελικά;»

«Ένα μεγάλο σπυρί στον κώλο. Και πιο συγκεκριμένα, στον δικό μου κώλο»

«Μάλιστα»

«Έχεις δίκιο, ρε Άρη, αλλά αυτό ήταν τότε. Τώρα τα πράγματα έχουν αλλάξει. Αυτή αρραβωνιάστηκε. Δεν θα 'ρθει μόνη της»

«Έχεις χάσει το μυαλό σου; Δύο άνθρωποι; Πού θα κοιμηθούν; Δεν μένουμε στο Προεδρικό Μέγαρο, σε περίπτωση που δεν το έχεις προσέξει»

«Για όνομα του Θεού πια!»

Η Σελήνη αρχίζει να γελάει τόσο δυνατά που τα μάτια της γεμίζουν δάκρυα.

«Τι ακριβώς σου φαίνεται τόσο αστείο, Γατούλα;»

«Εσύ. Είσαι τόσο αστείος όταν υπερβάλεις. Είσαι ένας χαριτωμένος βασιλιάς του δράματος»

Ο Άρης συνοφρυώνεται, κάτι που κάνει τη Σελήνη να γελάσει ακόμα πιο δυνατά.

«Χαίρομαι που σε διασκεδάζω»

«Συγγνώμη, αλλά δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. Καλύτερα να πάω στο μπάνιο να ηρεμήσω. Ω, Θεέ μου!»

Καθώς η Σελήνη τρέχει προς το μπάνιο κρατώντας το στομάχι της απ' τα γέλια, ο Άρης την ακολουθεί με το βλέμμα χαμογελώντας και ο Ορέστης τον χτυπάει φιλικά στην πλάτη.

«Για να πούμε την αλήθεια, ποτέ δεν πίστευα ότι θα σ' έβλεπα έτσι, αλλά μ' αρέσει πολύ»

«Πώς έτσι; Τι εννοείς;»

«Με λουρί, φιλαράκο. Με λουρί!»

Ο Ορέστης αρχίζει να γελάει ανεξέλεγκτα και ο Άρης δείχνει τα δόντια του.

«Είσαι πολύ μαλάκας!»

«Κάτω, Αρούλη! Καλός λύκος!»

«Εκεί που είσαι, ήμουνα, κι εδώ που είμαι, θα 'ρθεις. Περίμενε μέχρι να ερωτευτείς κι εσύ και μετά βλέπουμε, πανίβλακα»

«Δεν το αρνούμαι, αλλά μέχρι τότε, ας παίξουμε λίγο. Πιάσε αυτό!»

Ο Ορέστης παίρνει ένα κομμάτι μπέικον και το πετάει στον αέρα, αλλά ο Άρης μένει ακίνητος και τον κοιτάζει με τα χέρια σταυρωμένα μπροστά στο στήθος του καθώς το μπέικον προσγειώνεται στα πόδια του.

«Μάθε κάτι, μαλάκα. Μπορεί η τίγρης και το λιοντάρι να είναι πιο δυνατά, αλλά ο λύκος, ακόμα κι αν δέχτηκε το λουρί, δεν παίζει ποτέ στο τσίρκο. Τώρα καθάρισε το χάλι που δημιούργησες και πήγαινε για ύπνο. Έχουμε μια μεγάλη και δύσκολη μέρα μπροστά μας αύριο»

«Τι στο διάολο, ρε Άρη;»

Ο Άρης πλαισιώνει το πρόσωπο του Ορέστη και του δίνει ένα φιλί στο μέτωπο γελώντας.

«Σ' αγαπάω, Βήτα»

«Είσαι μεγάλος μαλάκας, Άλφα. Με όλο τον σεβασμό»

Ο Άρης φεύγει απ' την κουζίνα και ο Ορέστης κοιτάζει γύρω του μ' ένα βλέμμα αηδίας στο πρόσωπό του.

«Γάμησε το! Θα καθαρίσουμε το πρωί»

Και πάει και αυτός για ύπνο.

~ ΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ ΠΡΩΙ ~

Ο Ορέστης μπαίνει στην κουζίνα καθώς χασμουριέται και βρίσκει τον Άρη και τη Σελήνη σε πολύ καλή διάθεση. Αυτή είναι καθισμένη στον πάγκο και τα χέρια της είναι τυλιγμένα γύρω του, έτσι όπως αυτός στέκεται όρθιος ανάμεσα στα πόδια της. Αυτοί μοιράζονται ένα φλιτζάνι καφέ.

«Καλημέρα, ηλιαχτίδες μου»

«Καλημέρα, παίδαρε. Πού είναι το φιλί μου;

«Εδώ, κούκλα»

Ο Ορέστης φιλάει τη Σελήνη στο μάγουλο.

«Εγώ δεν έχω φιλί, παίδαρε;»

«Εσύ, μαλάκα, πήγαινε να γαμηθείς»

«Καλημέρα και σε σένα»

Ο Ορέστης γεμίζει μια κούπα με καφέ και κάθεται σ' ένα σκαμπό.

«Τι υπάρχει στην ατζέντα για σήμερα;»

«Φασίνα, κούκλα»

«Μην υπολογίζεται σε μένα»

«Και, αν μου επιτρέπεται να ρωτήσω, γιατί αυτό;»

«Πρέπει να πάω στην αντιπροσωπεία, Γατούλα μου. Λείπω τόσες μέρες και έχει μαζευτεί πολύ χαρτούρα»

Τη στιγμή που ο Άρης αναφέρει εκείνες τις μέρες, μια σκιά περνάει απ' τα μάτια του, θολώνοντας για λίγο το λαμπερό τους μπλε χρώμα. Όσο κι αν επιμένει για το αντίθετο, ο πόνος εκείνων των ημερών θα μείνει για πάντα χαραγμένος στη μνήμη του. Η Σελήνη περνάει το χέρι της μέσα απ' τα μαλλιά του.

«Δεν πειράζει, Λύκε. Θα βοηθήσω εγώ τον Ορέστη να καθαρίσει»

«Δεν θέλω να κάνεις δουλειές, μωρό μου. Δεν θέλω να κουράζεσαι. Μπορώ να φωνάξω μια καθαρίστρια απ' το κλαμπ»

«Σαχλαμάρες. Δεν θα με σκοτώσει λίγη φασίνα. Είμαι η κυρία του σπιτιού ή δεν είμαι; Εγώ παίρνω τις αποφάσεις»

«Εσύ παίρνεις τις αποφάσεις, Γατούλα»

«Δεν ξέρω αν το ανέφερα, αλλά ... Με λουρί!»

«Σκάσε, ρε μαλάκα!»

Ο Άρης πετάει μια χαρτοπετσέτα στον Ορέστη, ο οποίος γελάει δυνατά μαζί με τη Σελήνη.

«Τι ώρα θα έρθουν οι καλεσμένοι μας, Ορεστάκο;»

«Γύρω στο μεσημέρι»

«Εσύ θα είσαι εδώ, έτσι; Δεν ξέρω τι ώρα θα επιστρέψω και δεν θέλω ν' αφήσω τη Σελήνη μόνη της μ' αυτή την μουρλή»

«Μην ανησυχείς, Λύκε. Άδειασα το πρόγραμμα μου για σήμερα. Θα είμαι εδώ όλη την ώρα για να φροντίζω τον θησαυρό σου»

«Ωραία!»

«Μου τη δίνει όταν μιλάτε για μένα σαν να μην είμαι εδώ»

«Συγγνώμη, Γατούλα»

«Συγγνώμη, κούκλα»

«Σας συγχωρώ. Πείτε μου τώρα τι ακριβώς συνέβη με την ξαδέρφη την τελευταία φορά. Είμαι πολύ περίεργη»

«Η περιέργεια σκότωσε τη γάτα, Γατούλα»

«Καλή προσπάθεια, Λύκε. Άντε, πείτε μου»

«Είσαι σίγουρη ότι θες να μάθεις;»

«Έλα τώρα, Ορέστη! Τι νομίζεις ότι είμαι; Καμιά τρελή γκόμενα που θα κάνει σκηνή ζηλοτυπίας για κάτι που συνέβη πριν καν ο Άρης μάθει ότι υπάρχω; Σε παρακαλώ!»

«Αυτή η γυναίκα είναι το όνειρο κάθε άντρα. Τελεία και παύλα!»

«Ναι, είμαι. Αλλά τώρα, εσύ, Λύκε, κράτα το στόμα σου κλειστό και, εσύ, παίδαρε, άνοιξε το. Είμαι όλη αυτιά»

«Συγγνώμη, αλλά αυτή μόλις με διέταξε; Τι στο διάολο συμβαίνει εδώ;»

«Σου φόρεσε λουρί. Αυτό συμβαίνει. Γαμώτο! Τρελαίνομαι!»

Η Σελήνη αγριοκοιτάζει τον Ορέστη.

«Θα μου πεις ή όχι;»

«Εντάξει, κούκλα. Θα σου πω. Η ξαδέρφη μου ήταν ερωτευμένη με τον Άρη από τότε που ήταν μικρό κοριτσάκι, αλλά ο κύριος από δω δεν την κοίταξε ποτέ»

«Είναι συγγενής. Απαγορευμένη περιοχή»

Η Σελήνη κοιτάζει τον Άρη.

«Αν δεν ήταν συγγενής, θα σ' ενδιέφερε;»

«Όχι. Δεν είναι ο τύπος μου. Είναι ξανθιά και εγώ προτιμώ τις μελαχρινές»

«Ναι. Προσπάθησα να την αποτρέψω, να την κάνω να καταλάβει ότι δεν είχε καμία ελπίδα, αλλά ήταν ανένδοτη. Όταν μετακόμισε στη Θεσσαλονίκη με την οικογένεια της, τα πράγματα ηρέμησαν. Μέχρι που χρειάστηκε να την φιλοξενήσουμε για περίπου ένα μήνα»

«Τι έγινε τότε;»

Αυτή τη φορά, την ιστορία συνεχίζει ο Άρης.

«Υπέφερα. Με ακολουθούσε παντού, ακόμα και στο μπάνιο. Δεν μπορούσα ούτε να κατουρήσω με την ησυχία μου. Έψαχνε την ντουλάπα μου, φορούσε τα ρούχα μου, έψαχνε το κινητό μου και μου έκανε σκηνές όταν έβρισκε μηνύματα ή κλήσεις από άλλες γυναίκες. Μια φορά εισέβαλε στο ντους όταν ήμουν μέσα και μια άλλη φορά τη βρήκα να κοιμάται γυμνή στο κρεβάτι μου όταν γύρισα σπίτι το βράδυ. Μετά απ' αυτό κοιμόμουν στο κλαμπ γιατί φοβόμουν να γυρίσω σπίτι»

Ο Ορέστης παίρνει ξανά την σκυτάλη.

«Μετά απ' όλα αυτά απείλησα να την διώξω και τότε φρίκαρε. Άρχισε να ουρλιάζει και να χτυπά τον εαυτό της και να λέει ότι όσο κι αν την παρακαλέσει ο Άρης δεν θα γίνει ποτέ δική του. Είχε φτιάξει μια ανύπαρκτη ιστορία μέσα στο μυαλό της και χρειάστηκε να νοσηλευτεί για αρκετό διάστημα. Αλλά τώρα είναι μια χαρά και απολύτως λογική»

«Το καλό που της θέλω!»

Η Σελήνη σουφρώνει τα χείλη της.

«Ξέρεις κάτι; Δεν την αδικώ. Είναι λογικό αυτό που έπαθε. Ο Άρης έχει αυτή την ικανότητα»

«Ποια ικανότητα, Γατούλα;»

«Να τρελάνεις μια γυναίκα, Λύκε. Μιλάω εκ πείρας»

Ο Ορέστης γελάει και ο Άρης βγαίνει απ' την αγκαλιά της Σελήνης.

«Ευχαριστώ πολύ, Γατούλα»

Αυτή σηκώνει τους ώμους και αυτός κατευθύνεται προς την πόρτα.

«Πού πας τώρα;»

«Πάω να ντυθώ. Έχω αργήσει»

Λίγο πριν αυτός βγει απ' το δωμάτιο, η Σελήνη πηδάει απ' τον πάγκο και τρέχει κοντά του.

«Λύκε, περίμενε!»

«Τι;»

«Δεν χρειάζεται ν' ανησυχείς για την ... Πώς τη λένε;»

«Τζένη»

«Για την Τζένη, λοιπόν. Δεν χρειάζεται ν' ανησυχείς καθόλου»

«Και γιατί αυτό παρακαλώ;»

«Γιατί έχεις εμένα τώρα. Αν αυτή προσπαθήσει να κάνει κάτι, θα την τακτοποιήσω εγώ»

«Άρα, μπορώ να κοιμάμαι ήσυχος, ε;»

«Απολύτως!»

«Δώσε μου ένα φιλί»

Αυτή σηκώνεται στις μύτες και φιλάει τα χείλη του. Μετά, αυτός πηγαίνει μέσα και εκείνη γυρίζει πίσω στον πάγκο για να συνεχίσει το πρωινό της. Ο Ορέστης την κοιτάζει κάπως περίεργα.

«Γιατί με κοιτάς έτσι, παίδαρε;»

«Προσπαθώ να καταλάβω τι είναι αυτό που έχεις»

«Ποιο; Δεν καταλαβαίνω»

«Μέχρι τώρα, μόνο εγώ μπορούσα να του μιλάω έτσι. Κανείς άλλος. Αν κάποιος τολμούσε, αυτός γινόταν έξαλλος. Και τώρα με σένα ... Έχουν δίκιο τελικά αυτοί που λένε ότι η αγάπη είναι παντοδύναμη. Τώρα το βλέπω καθαρά»

«Τότε ήρθε η ώρα ν' αγαπήσεις κι εσύ κάποια»

«Έχεις κάποια να μου προτείνεις;»

«Δεν ξέρω. Ίσως και να έχω. Αλλά πρώτα πρέπει ... Τέλος πάντων! Θα το δούμε»

«Ξέρεις κάτι, κούκλα; Αν είναι να 'ρθει, θε να 'ρθει, αλλιώς θα προσπεράσει»

«Ναι, αλλά κάτι μου λέει μέσα μου ότι πολύ σύντομα θα γίνουμε τέσσερεις σ' αυτό το σπίτι»

«Μακάρι, κούκλα! Μακάρι!»

~ ΑΡΚΕΤΕΣ ΩΡΕΣ ΑΡΓΟΤΕΡΑ ~ ΑΡΓΑ ΤΟ ΜΕΣΗΜΕΡΙ ~

Ο Ορέστης και η Σελήνη έχουν ήδη καθαρίσει το σπίτι και τώρα κάθονται, ολίγον ξεθεωμένοι, στον καναπέ και περιμένουν να έρθουν οι καλεσμένοι τους. Ο Άρης, ο οποίος έχει τηλεφωνήσει στη Σελήνη πολλές φορές, εκνευρίζοντας τον Ορέστη, είναι ακόμα στην αντιπροσωπεία του και θα είναι εκεί για αρκετή ώρα ακόμα. Ή και όχι. Όταν επιτέλους χτυπάει το κουδούνι, η Σελήνη τρέχει στην κρεβατοκάμαρα για ν' αλλάξει ρούχα, ενώ ο Ορέστης πηγαίνει ν' ανοίξει την πόρτα.

«Αγαπημένε μου ξαδερφούλη, πόσο μου έλειψες! Ω, Θεέ μου. Έχεις γίνει ακόμα πιο όμορφος!»

Η Τζένη, μία όμορφη, ξανθιά, με καστανά μάτια, κοπέλα, γύρω στα τριάντα, αγκαλιάζει τον Ορέστη, αλλά εκείνος απαντάει μονάχα με έναν ψυχρό χαιρετισμό.

«Γεια σου, Τζένη»

«Γιατί τέτοιος ψυχρός χαιρετισμός; Έχεις να με δεις τόσο καιρό»

«Μπορείς να με κατηγορήσεις; Η τελευταία φορά ήταν σκέτη καταστροφή»

«Περασμένα ξεχασμένα»

«Για σένα, ίσως. Για μας, όχι και τόσο. Τέλος πάντων! Μη στέκεστε στην πόρτα. Περάστε μέσα»

Η Τζένη και ο άντρας που τη συνοδεύει μπαίνουν μέσα. Ο Ορέστης κλείνει την πόρτα και σκανάρει με το βλέμμα τον άγνωστο άντρα. Κάτι δεν πάει καλά μ' αυτόν. Κάτι που δεν του αρέσει καθόλου. Είναι μεσαίου ύψους και βάρους, με μαύρα μαλλιά και πράσινα μάτια. Λόγω της δουλειάς του ως φωτογράφος, αυτός μπορεί αντικειμενικά να κρίνει αν κάποιος είναι όμορφος ή όχι. Αυτός ο άντρας είναι αρκετά γοητευτικός, αλλά έχει ένα μυστικό. Σίγουρα κάτι κρύβει. Η Τζένη, ανίδεη σχετικά με τις σκέψεις του Ορέστη, κάνει τις συστάσεις.

«Ορέστη μου, θα ήθελα να γνωρίσεις τον αρραβωνιαστικό μου, Μάρκο Ιακωβίδη, αρχιτέκτονα. Μάρκο, αγάπη μου, αυτός είναι ο αγαπημένος μου ξάδερφος, Ορέστης Ριζόπουλος, φωτογράφος. Ελπίζω να τα βρείτε μεταξύ σας και να γίνετε καλοί φίλοι»

Ο Ορέστης σφίγγει το χέρι του Μάρκου, αν και πιστεύει ότι πολύ δύσκολα θα γίνει φίλος μαζί του, αλλά φυσικά δεν το λέει δυνατά. Το αντίθετο, μάλιστα.

«Χαίρομαι που σε γνωρίζω, Μάρκο. Ελπίζω να κάνεις την Τζένη μας ευτυχισμένη»

«Κι εγώ χαίρομαι, Ορέστη, και όσο για το άλλο, θα βάλω τα δυνατά μου»

«Ελάτε να σας δείξω το δωμάτιό σας»

Ο Ορέστης αποφάσισε να τους δώσει το δικό του δωμάτιο και εκείνος να κοιμάται στον καναπέ για όσο διάστημα μείνουν εκεί. Καθώς αυτοί πηγαίνουν προς τα μέσα, η Τζένη ρωτάει κάτι που κάνει τ' αυτιά του Ορέστη ευάλωτα στους ψύλλους.

«Πού είναι ο Άρης;»

«Στη δουλειά. Θα έρθει αργότερα. Είναι όμως εδώ το κορίτσι του. Θα τη γνωρίσετε σε λίγο»

«Το κορίτσι του; Ας γελάσω! Είμαι σίγουρη ότι εννοείς την ξεπέτα του από χθες το βράδυ»

«Όχι, Τζένη. Εννοώ το κορίτσι του, την σχέση του, την σύντροφο του. Μένει κι αυτή εδώ μαζί μας. Ο Άρης δεν είναι αυτός που θυμάσαι. Έχει αλλάξει»

«Αυτό θα το πιστέψω όταν το δω με τα μάτια μου»

«Θα το δεις, αλλά σε προειδοποιώ να προσέχεις»

«Ο φίλος σου δεν είναι ο μόνος που έχει αλλάξει, ξέρεις. Έχω αλλάξει κι εγώ»

«Ελπίζω να ισχύει αυτό και να μην μας προκαλέσεις κανένα πρόβλημα»

Αφού ο Ορέστης τους έδειξε το δωμάτιο και αυτοί εγκαταστάθηκαν, επιστρέφουν όλοι στο σαλόνι για να συναντήσουν την κοπέλα του Άρη.

«Λοιπόν; Πού είναι το κορίτσι;»

Ο Ορέστης πηγαίνει προς την κρεβατοκάμαρα και χτυπάει διακριτικά την πόρτα.

«Κούκλα, αργείς; Οι καλεσμένοι μας περιμένουν να σε γνωρίσουν»

Η φωνή της Σελήνης ακούγεται πίσω απ' την πόρτα.

«Σε δύο λεπτά θα είμαι εκεί»

Ο Ορέστης επιστρέφει στο σαλόνι και ο Μάρκος τον κοιτάζει με απορία.

«Με συγχωρείς, Ορέστη, αλλά αποκαλείς την κοπέλα του φίλου σου, κούκλα;»

«Ναι. Γιατί σου κάνει εντύπωση;»

«Γιατί είναι περίεργο. Αναρωτιέμαι πώς το ανέχεται εκείνος. Και δεν μπορώ να καταλάβω επίσης πως σε αφήνει μόνο μαζί της χωρίς να φοβάται»

«Δεν φοβάται γιατί ξέρει πολύ καλά ότι αυτό το κορίτσι είναι σαν αδερφή για μένα. Δεν έχει να φοβηθεί τίποτα από μένα ή κανέναν άλλο. Η κοπέλα τον λατρεύει σαν Θεό και φυσικά τα αισθήματα είναι αμοιβαία»

Η Τζένη καγχάζει.

«Ποτέ δεν πίστευα ότι ο Αρούλης είχε καρδιά και μπορούσε ν' αγαπήσει. Είμαι πολύ περίεργη να γνωρίσω την κοπέλα που κατάφερε κάτι τέτοιο»

«Μην τολμήσεις να τον αποκαλέσεις Αρούλη ποτέ ξανά, και ειδικά μπροστά του. Μόνο εγώ μπορώ να τον λέω έτσι και το ξέρεις πολύ καλά. Πρόσεχε, Τζένη. Μην τον εκνευρίσεις. Αυτό είναι το σπίτι του και μπορεί να μας πετάξει όλους έξω. Πρόσεχε καλά!»

«Είσαι πολύ υπερβολικός, το ξέρεις; Έλεος!»

«Μα καλά, τι είναι πια αυτός ο Άρης; Κάποιου είδους τέρας;»

«Το ακριβώς αντίθετο. Είναι ο καλύτερος και πιο στοργικός άνθρωπος που υπάρχει, αλλά είναι επίσης και ένας λύκος που υπερασπίζεται την περιοχή του και τα μέλη της αγέλης του μέχρι θανάτου»

«Α, ναι! Άρης, ο Λύκος. Το θυμάμαι αυτό! Όταν ήμασταν παιδιά, εκείνος ήταν πάντα ο Άλφα, εσύ ο Βήτα, και εγώ ήμουν πάντα ο Ωμέγα. Δεν ήταν καθόλου αστείο!»

«Άρης, ο Λύκος, ε; Κάτι μου θυμίζει αυτό. Ένας φίλος μου είπε κάποτε για κάποιον που ...»

Αλλά ο Μάρκος δεν προλαβαίνει να τελειώσει την πρόταση του γιατί η Σελήνη μπαίνει στο σαλόνι και μόλις τον βλέπει, αρχίζει να ουρλιάζει.

«Μάρκο; Μάρκο Ιακωβίδη; Τι στο διάολο κάνεις εδώ;»


Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro