Λίγο Πριν Το Τέλος ...
~ ΕΝΑ ΜΗΝΑ ΜΕΤΑ ~ ΔΕΥΤΕΡΑ, 22 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2010 ~
Ένα μήνα μετά τη γέννηση των μωρών, η ζωή στο σπίτι έχει επιστρέψει σε κάποιο βαθμό κανονικότητας, κι έτσι, ο Οδυσσέας και ο Αλέκος αποφάσισαν να πάνε στο Παρίσι για να περάσουν λίγο ποιοτικό χρόνο μαζί. Τι θα λέγατε να πάμε μαζί τους; Το ξέρω ότι το θέλετε. Άντε λοιπόν ... Άμεση Επιβίβαση!
~ ΠΑΡΙΣΙ ~ ΓΑΛΛΙΑ ~ ΑΕΡΟΔΡΟΜΙΟ ORLY ~
~ ΑΡΓΑ ΤΟ ΒΡΑΔΥ ~
Το φεγγάρι είναι ολόγιομο στον ουρανό πάνω απ' την Πόλη του Φωτός, μία απ' τις πιο ρομαντικές πόλης του πλανήτη, όταν το ζευγάρι βγαίνει απ' το αεροδρόμιο, πιασμένο χέρι-χέρι, κουβαλώντας τις αποσκευές τους. Ο Οδυσσέας χοροπηδάει σαν παιδί από χαρά και ο Αλέκος τον κοιτάζει χαμογελώντας.
«Αχ, Αλέκο μου! Δεν το πιστεύω ότι είμαστε πραγματικά εδώ»
«Αυτό που δεν πιστεύω εγώ είναι ότι θα σ' έχω αποκλειστικά για μια ολόκληρη βδομάδα. Πίσω στο σπίτι, όλοι διεκδικούν ένα κομμάτι σου κάθε καταραμένη στιγμή»
«Είσαι υπερβολικός, βρε μωρό μου. Δεν είμαι και τόσο σπουδαίος»
«Είσαι πολλά περισσότερα απ' αυτό. Είσαι μοναδικός και πάνω απ' όλα, είσαι δικός μου»
«Απ' όλα αυτά που μόλις είπες, μόνο το τελευταίο είναι σωστό. Αλλά δεν έχει σημασία τώρα. Είμαστε στο Παρίσι, μωρό μου! Από πού ξεκινάμε;»
Ο Αλέκος κοιτάζει το ρολόι του που δείχνει μισή ώρα πριν τα μεσάνυχτα, ώρα Γαλλίας.
«Τέτοια ώρα; Απ' το ξενοδοχείο»
«Δεν θα πάμε βόλτα;»
«Όχι απόψε, μωρό μου. Θέλω απλώς να περάσω τη νύχτα μαζί σου. Είσαι αρκετά διάσημος ακόμα κι εδώ. Όπου κι αν πάμε, κάποιος θα σ' αναγνωρίσει και δεν θα μας αφήσουν ήσυχους. Εκτός κι αν δεν με θέλεις και προτιμάς την παρέα των θαυμαστών σου»
Ο Οδυσσέας σουφρώνει τα χείλια του.
«Όσο δελεαστικό κι αν ακούγεται αυτό ... Κούνα τον κώλο σου και βρες ένα ταξί. Η σουίτα μας περιμένει!»
«Ήξερα ότι θα έπαιρνες τη σωστή απόφαση»
~ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟ PLAZA ATHENEE ~ SUPERIOR ΣΟΥΙΤΑ ~
Το υπερπολυτελές ξενοδοχείο που μοιάζει με παλάτι και διαθέτει ακόμα και σπα, βρίσκεται στην πιο αριστοκρατική περιοχή της πόλης, στο 8ο Διαμέρισμα, στη μοδάτη λεωφόρο Montaigne και το φθηνότερο δωμάτιο κοστίζει σχεδόν χίλια ευρώ. Συγκεκριμένα, η σουίτα του ζευγαριού, που είναι επιπλωμένη με γούστο σε στιλ Αρτ Ντεκό και προσφέρει εκπληκτική θέα στον Πύργο του Άιφελ, ακόμα κι απ' το μαρμάρινο μπάνιο της, κοστίζει δύο χιλιάδες οχτακόσια ευρώ ανά διανυκτέρευση.
Ο γκρουμ, που κουβαλάει τις βαλίτσες, ανοίγει την πόρτα και δίνει την κάρτα-κλειδί στον Αλέκο, ο οποίος του δίνει ένα διόλου ευκαταφρόνητο φιλοδώρημα. Ο γκρουμ υποκλίνεται και τους ευχαριστεί πριν φύγει. Μόλις το ζευγάρι μένει μόνο του, ο Αλέκος απευθύνεται στον Οδυσσέα, που έχει αρχίσει ήδη να εξερευνάει τριγύρω.
«Σ' αρέσει το δωμάτιο;»
«Πλάκα κάνεις; Είναι τέλειο! Αν και δεν είναι το ίδιο που μείναμε τότε»
«Ναι. Δυστυχώς, αυτό ήταν κατειλημμένο, αλλά έχει πραγματικά σημασία;»
«Όχι πραγματικά. Αφού υπάρχει κρεβάτι, είναι μια χαρά για μένα»
«Με τρελαίνεις όταν γίνεσαι άτακτος, αλλά επειδή νιώθω λίγο βρώμικος απ' το αεροπλάνο, πάω να κάνω ένα μπάνιο»
«Μόνος;»
«Είσαι περισσότερο από ευπρόσδεκτος να έρθεις αν θέλεις»
«Πήγαινε και θα έρθω. Θέλω να πάρω στο σπίτι για να τους πω ότι φτάσαμε καλά και να ρωτήσω για το Αστέρι μας»
«Εντάξει, αλλά μην αργήσεις»
«Να είσαι σίγουρος!»
Ο Αλέκος ξεφορτώνεται τα ρούχα του και μπαίνει στο μπάνιο, ενώ ο Οδυσσέας βγάζει το κινητό του και καλεί τον αριθμό ... Ποιου άλλου; Του Τζάκου, που απαντάει αμέσως παρά τη διαφορά της μιας ώρας μπροστά που βρίσκεται η Ελλάδα.
«Καλησπέρα, Αγαπούλη μου. Φτάσατε κιόλας;»
«Ναι, είμαστε ήδη στο ξενοδοχείο»
«Μμμμ ... Πες μου λεπτομέρειες. Τι φοράς;»
«Αυτή τη στιγμή; Τίποτα. Στέκομαι στο μπαλκόνι εντελώς γυμνός, πίνω σαμπάνια και κοιτάζω τον Πύργο του Άιφελ»
«Γαμώτο! Με καυλώνεις τόσο πολύ αυτή τη στιγμή. Πόσο θα 'θελα να ήμουν εκεί μαζί σου!»
«Και εκεί θα μείνεις, τρομάρα σου! Στο θα 'θελες, Διεστραμμένε. Τώρα σταμάτα να κωλοβαράς και πες μου αν είστε όλοι καλά. Το Αστέρι μου τι κάνει;»
«Όλα είναι υπό έλεγχο, Αγαπούλη μου και το Αστέρι σου είναι μια χαρά. Δεν έχεις ν' ανησυχείς για τίποτα. Το μόνο που πρέπει να κάνεις είναι ν' απολαύσεις τις διακοπές σου και τον πούτσο του αδερφού μου όσο περισσότερο μπορείς»
«Για όνομα του Θεού πια! Γεια σου, Διεστραμμένε»
«Γεια σου, Αγαπούλη μου. Σ' αγαπάω»
«Όσο κι αν το μισώ αυτό ... Κι εγώ σ' αγαπάω»
Ο Οδυσσέας τερματίζει την κλήση με τον απόηχο του γέλιου του Τζάκου στ' αυτιά του και βγαίνει στο μπαλκόνι χαμογελώντας. Ακουμπάει στο κάγκελο και παίρνει μια βαθιά ανάσα απ' τον παριζιάνικο αέρα. Απέναντι του βρίσκεται ο Πύργος του Άιφελ, επιβλητικός και θεαματικά φωτισμένος, και κάτω απ' τα πόδια του βρίσκεται ολόκληρη η πόλη.
Στο μυαλό του έρχονται τα πρόσωπα των ανθρώπων που αγαπάει, ο Αλέκος, η Πανδώρα, ο Τζάκος, η Μαίρη, ο Στέφανος και όλοι οι άλλοι, κι αυτός νιώθει πλήρης, ικανοποιημένος κι ευτυχισμένος. Τότε, σηκώνει το βλέμμα του ψηλά στον ουρανό, ανοίγει τα χέρια του κι ευχαριστεί τον Θεό για όλα όσα έχει.
«Ευχαριστώ, Μεγάλε εκεί πάνω! Αν όλα τα σκατά που πέρασα ήταν το τίμημα για όλα όσα έχω τώρα, τότε χαλάλι. Σ' ευχαριστώ και πάλι!»
Η φωνή του Αλέκου ακούγεται από μέσα.
«Πού είσαι, ρε μωρό μου; Νιώθω μοναξιά εδώ μέσα. Η μπανιέρα είναι πολύ μεγάλη»
«Έρχομαι»
Χαμογελώντας από αυτί σε αυτί, αυτός τρέχει στο μπάνιο. Το θέαμα του γυμνού, βρεγμένου Αλέκου ξαπλωμένου μέσα στην μαρμάρινη μπανιέρα, του κόβει την ανάσα, όπως κάθε φορά, και κάνει την καρδιά του να χάσει κάνα δυο χτύπους.
«Γιατί άργησες; Τι έκανες τόση ώρα;»
«Σσσσ, μωρό μου! Μη μιλάς! Απλά κοίτα!»
Αφού πρώτα επιλέγει το τραγούδι που θέλει στο τηλέφωνο του, τοποθετεί τη συσκευή στο μάρμαρο του νιπτήρα και μόλις ξεκινάει η ανεβαστική μουσική, αρχίζει σιγά σιγά να γδύνεται και να τραγουδά τους στίχους με τη γλυκιά, αισθησιακή φωνή του.
*Ποτέ δεν είπα σίγουρα δε θα ξαναγαπήσω ... Ποτέ μου εγώ δε δίστασα απ' την αρχή ν' αρχίσω ... Και να που βγήκα αληθινός κι η τύχη ήταν μαζί μου ... Ήρθες και είδα ευτυχώς ν' αλλάζει η ζωή μου.
Μάτια φεγγάρια μου ... Μου φώτισες τα βράδια μου ... Ισόβια σ' ερωτεύτηκα ... Γίνε φωτιά να πέσω. ... Μάτια φεγγάρια μου ... Μου φώτισες τα βράδια μου ... Έτσι όπως σ' ερωτεύτηκα ... Δε θα ξαναμπορέσω.
Ποτέ δεν παραδέχτηκα της μοίρας τα γραμμένα ... Όσα πυρά κι αν δέχτηκα τα έχω ξεχασμένα ...
Και είχα δίκιο τελικά η τύχη ήταν μαζί μου ... Εμπόδια δεν υπάρχουν πια αλλάζει η ζωή μου.
Μάτια φεγγάρια μου ... Μου φώτισες τα βράδια μου ... Ισόβια σ' ερωτεύτηκα ... Γίνε φωτιά να πέσω. ... Μάτια φεγγάρια μου ... Μου φώτισες τα βράδια μου ... Έτσι όπως σ' ερωτεύτηκα ... Δε θα ξαναμπορέσω*
Ο Αλέκος χαμογελάει καθώς τον βλέπει να τον κοιτάζει μ' αυτά τα υπέροχα ανοιχτοπράσινα μάτια με τον υπέροχο, σέξι τρόπο του.
«Είσαι τρελός!»
«Για σένα. Μόνο για σένα»
«Έλα εδώ, ρε τρελέ!»
Ο Οδυσσέας μπαίνει στη τεράστια μπανιέρα και γονατίζει ανάμεσα στα πόδια του Αλέκου. Ξεκινώντας απ' την κορυφή, αρχίζει να φιλάει το σώμα του. Πρώτα, το σμιλεμένο στήθος του, μετά το επίπεδο στομάχι και τους καλοσχηματισμένος κοιλιακούς του, κάνοντας τον να γκρινιάζει. Όταν φτάνει στον καβάλο του και παίρνει το καβλί του στο στόμα του, ο Αλέκος ασθμαίνει και περνάει τα χέρια του μέσα απ' τα μαλλιά του.
«Σιγά. Μην βιάζεσαι. Έχουμε όλο τον χρόνο του κόσμου»
Ο Οδυσσέας χαϊδεύει το σώμα του και ρουφάει αργά το σκληρό καβλί του Αλέκου, φροντίζοντας να καταπιεί κάθε παλλόμενη ίντσα. Όταν ο Αλέκος νιώθει ότι είναι έτοιμος να φτάσει στο απροχώρητο, πιάνει το μπράτσο του Οδυσσέα, τον τραβάει επάνω του και φιλάει τα ζουμερά χείλη του.
Ο Οδυσσέας επιστρέφει το φιλί με τρόπο που δείχνει την επιθυμία του να κατακτηθεί κι ο Αλέκος παίρνει αμέσως το μήνυμα. Χωρίς να χάσει καθόλου χρόνο, ο Αλέκος σηκώνει τον Οδυσσέα, τον βάζει να κάτσει επάνω του και βυθίζει το καβλί του στην τρύπα του. Ο Οδυσσέας σκύβει και τον φιλάει ξανά καθώς οι κινήσεις τους συγχρονίζονται απόλυτα, στόμα με στόμα, καβλί με κώλο.
Οι φωνητικές εκφράσεις ευχαρίστησης του Οδυσσέα ενθουσιάζουν τον Αλέκο και δεν μπορεί να συγκρατηθεί. Τελειώνει μέσα του και με λίγες ακόμη ωθήσεις, ο Οδυσσέας τον μιμείται, βάζοντας ένα προσωρινό τέλος σε μια αξέχαστη εμπειρία.
Λέω προσωρινό γιατί πηγαίνουν στο κρεβάτι αμέσως μετά και ο έρωτας κρατάει όλο το βράδυ. Γιατί έτσι είναι. Όπου υπάρχει αγάπη, δεν υπάρχουν φύλα, ούτε καταγωγές, ούτε χρώματα, ούτε ηλικίες. Υπάρχουν μόνο δύο άνθρωποι που δεν μπορούν να ζήσουν ο ένας χωρίς τον άλλον!
Το υπόλοιπο ταξίδι τους είναι απλά απίστευτο. Τις μέρες που ακολουθούν, αυτοί ξαπλώνουν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου στο γρασίδι κάτω απ' την εκκλησιά της Ιερής Καρδιάς (Sacré-Cœur). Περπατούν χέρι-χέρι ανάμεσα στα έργα τέχνης στο Μουσείο του Λούβρου. Παίζουν σαν παιδιά στη Ντίσνεϋλαντ. Φιλιούνται μπροστά στην Παναγία των Παρισίων (Notre Dame). Απoλαμβάνουν μουσικές παραστάσεις στην Όπερα του Παρισιού. Αγοράζουν δώρα για όλους εκτός απ' τους εαυτούς τους στη λεωφόρο των Ηλυσίων Πεδίων. Κάνουν βόλτα με το καραβάκι στον Σηκουάνα, που παρά την ομορφιά του εξακολουθεί να βρωμάει λίγο. Ανεβαίνουν στον Πύργο του Άιφελ. Χαζεύουν τα εξωτικά ψάρια στο μεγάλο Ενυδρείο και αφήνουν ακόμα ένα λουκέτο με τα ονόματα τους στη Γέφυρα των Τεχνών (Pont des Arts).
Κι όσο για τις νύχτες. Αυτές είναι γεμάτες απ' την αγάπη τους. Αυτή η αγάπη που τους κράτησε ζεστούς και μαζί όλα αυτά τα χρόνια της σχέσης τους. Και όταν νιώθουν τις μπαταρίες τους πλήρως φορτισμένες, επιστρέφουν στο σπίτι ανανεωμένοι και ακόμα πιο πολύ ερωτευμένοι, αλλά κυρίως έτοιμοι να αντιμετωπίσουν όλα τα καλά ή τα κακά που έχει ετοιμάσει ο Θεός γι' αυτούς και την αγαπημένη τους οικογένεια.
~ ΔΥΟ ΜΗΝΕΣ ΜΕΤΑ ~
Μετά τα πρώτα Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιά μαζί, όπου πέρασαν υπέροχα, οι ήρωες μας συνεχίζουν τη ζωή τους, ζώντας την κάθε στιγμή στο έπακρο. Ας πάρουμε μια γεύση...
~ ΣΑΒΒΑΤΟ, 22 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2011 ~ ΠΡΩΙ ~
~ ΚΤΗΜΑ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ~ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗ ~
~ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΤΖΑΚΟΥ & ΤΗΣ ΜΑΙΡΗΣ ~
Τα μικρότερα παιδιά, η Αναΐς, η Πανδώρα, τα δίδυμα και η Εύα έχουν πάει για κάμπινγκ με τον παππού Γιώργο και την γιαγιά Ζωή. Οι γυναίκες, η Μαίρη, η Σελήνη, η Χλόη και η Θαλασσινή, μετά από τρεις μήνες κλεισμένες στο σπίτι, έχουν πάει σ' ένα ολοήμερο σπα για να περιποιηθούν τον εαυτό τους και να χαλαρώσουν. Και οι άντρες ... Φτωχοί μου άντρες!
Όταν έχουμε οχτώ άντρες εναντίον δύο μωρών, ποιοι πιστεύετε ότι θα κερδίσουν; Για να δούμε ...
Ο Βίκος, ο Οδυσσέας και ο Αλέκος μπαίνουν στο σαλόνι και βλέπουν ένα αρκετά διασκεδαστικό θέαμα. Ο Άρης, φορώντας μόνο μια εφαρμοστή ροζ αθλητική φόρμα της Σελήνης που του είναι και πολύ στενή και πολύ κοντή, και ο Τζάκος, που φοράει την ρόμπα του ανάποδα, στα πρόθυρα της ολοκληρωτικής κατάρρευσης, προσπαθούν να κρατήσουν τα μάτια τους ανοιχτά, ενώ ο Στέφανος με τον Ιάσονα, φορώντας ζιβάγκο χοντρά πουλόβερ παρόλο που η θερμοκρασία στο δωμάτιο είναι ιδανική, ροχαλίζουν εξουθενωμένοι στον καναπέ την ίδια στιγμή που ο Ορέστης, ο μόνος που φοράει κανονικές πιτζάμες, κοιμάται καθιστός στην πολυθρόνα. Ο Οδυσσέας βάζει τα χέρια στην μέση του.
«Τι ακριβώς έγινε εδώ μέσα, ρε; Τι πάθατε όλοι σας;»
Ο Τζάκος καλύπτει τ' αυτιά του.
«Αχ, ρε Οδυσσέα, μην ουρλιάζεις, σε παρακαλώ! Πονάνε τ' αυτιά μου»
Ο Οδυσσέας, που φυσικά ούτε καν φώναξε, τον κοιτάζει μ' απορία.
«Τι λες, μωρέ; Εγώ ούτε καν φώναξα. Μίλησα κανονικά»
«Εμένα δεν μου φάνηκε έτσι»
Ο Αλέκος αρχίζει ν' ανησυχεί.
«Σοβαρά τώρα, ρε παιδιά. Είστε καλά;»
Ο Άρης παίρνει ένα ποτήρι με νερό και βρέχει το πρόσωπο και το κεφάλι του.
«Δείχνουμε να είμαστε καλά;»
«Όχι και τόσο»
Ο Βίκος μπαίνει στην κουβέντα και απευθύνεται στον Άρη.
«Τι έγινε;»
«Περάσαμε μια υπέροχη άγρυπνη νύχτα παλεύοντας με δύο μικροσκοπικά πλάσματα που, όπως βλέπεις, μας άλλαξαν τα φώτα»
Ο Αλέκος κοιτάζει τον Τζάκο.
«Μόνοι σας ήσασταν; Που ήταν οι γυναίκες;»
«Κοιμόντουσαν. Ήταν η σειρά μας να κάνουμε baby sitting»
Ο Οδυσσέας καγχάζει.
«Δηλαδή λέτε ότι εσείς, τρεις ενήλικες άντρες και δυο έφηβοι, ηττηθήκατε κατά κράτος από δύο μωρά;»
Ο Ορέστης ανοίγει τα μάτια του και γρυλίζει.
«Αυτά τα πλάσματα δεν είναι μωρά! Είναι εξωγήινοι που ήρθαν να κατακτήσουν τον πλανήτη μας και προσπαθούν να μας εξολοθρεύσουν μέσω της αϋπνίας»
Ο Άρης τρίβει τα μάτια του.
«Συμφωνώ με τον προλαλήσαντα»
Ο Τζάκος κοιτάζει τ' αγόρια στον καναπέ.
«Κι εγώ συμφωνώ. Κοίτα τα παιδιά. Τα καημένα είναι εξουθενωμένα»
Ο Αλέκος κάνει μια παρατήρηση.
«Γιατί φοράνε πουλόβερ ενώ κάνει τόση ζέστη εδώ μέσα;»
Ο Ιάσονας μουγκρίζει όταν ο Στέφανος κινείται.
«Γιατί όλα μας τα καλοκαιρινά μπλουζάκια, όπως και όλες οι πιτζάμες μας, είναι καλυμμένα με κακάκια και πάμπλουτους εμετουλάκους»
«Ξέχασες τα τσίσα, κολλητέ»
«Α, ναι! Και τσίσα»
Ο Οδυσσέας δείχνει το κάτω μέρος του σώματος του Άρη.
«Και τι τρέχει με σένα, Λύκε; Από πότε φοράς τις ροζ φόρμες της γυναίκας σου;»
«Από τότε που οι δικές μου έχουν όλες λεκιαστεί με τσίσα. Το πέος του γιου μου χτυπάει το στόχο κάθε γαμημένη φορά»
Ο Βίκος βάζει μερικά ξύλα στο τζάκι και σκαλίζει την φωτιά.
«Το ξέρετε ότι αντιδράτε υπερβολικά, έτσι; Εγώ είχα δίδυμα και κοιμόμουν τα βράδια»
Ο Τζάκος αδειάζει στο στόμα του τον καφέ που έχει απομείνει σ' ένα απ' τα φλιτζάνια.
«Ναι, έξυπνε, γιατί οι Σταγόνες σου κοιμόντουσαν στις δέκα το βράδυ και ξυπνούσαν πάλι στις δέκα την άλλη μέρα το πρωί, ακόμα και όταν ήταν νεογέννητα»
Ο Οδυσσέας συμφωνεί.
«Όπως όλα τα παιδιά μας, άλλωστε»
Ο Στέφανος γεμίζει δύο φλιτζάνια με καφέ και δίνει το ένα στον κολλητό του.
«Εκτός απ' τον Νικόλα. Αυτός μισεί τον ύπνο»
Ο Ιάσονας πίνει μια γερή γουλιά.
«Κι ο Ερμής ακολουθεί το παράδειγμα του»
Εκείνη τη στιγμή, απ' την ενδοεπικοινωνία, ακούγονται δύο γλυκές φωνούλες που κλαψουρίζουν και ο Άρης κοπανάει το κεφάλι του στο τραπεζάκι.
«Ω, Θεέ μου! Όχι πάλι!»
Ο Τζάκος σωριάζεται στον καναπέ.
«Ούτε μια ώρα δεν πέρασε. Έλα τώρα!»
Ο Στέφανος αφήνει κάτω το φλιτζάνι και απευθύνεται στον Ιάσονα.
«Εμάς μας συγχωρείτε, αλλά πάμε να κοιμηθούμε στα σκυλόσπιτα. Πάμε, κολλητέ!»
Τα δύο αγόρια σηκώνονται και το ίδιο κάνει κι ο Ορέστης.
«Και μένα με συγχωρείτε. Πάω ν' αυτοκτονήσω!»
Ο Οδυσσέας γυρίζει τα μάτια του.
«Είστε αδιανόητοι βασιλιάδες του δράματος!»
Ο Αλέκος καγχάζει.
«Μην ανησυχείτε, παιδιά. Αναλαμβάνουμε εμείς τώρα»
Ο Άρης χασμουριέται.
«Αυτοί χρειάζονται βυζιά»
Ο Οδυσσέας χαμογελάει σαρκαστικά.
«Με συγχωρείτε, αγαπητέ μου κύριε, αλλά αυτή τη στιγμή έχουμε μία μικρή έλλειψη από βυζιά. Εάν ένα πέος θα σας ήταν χρήσιμο, θα χαρούμε να βοηθήσουμε. Έχουμε οχτώ απ' αυτά. Διαλέξτε!»
Ο Άρης συνοφρυώνεται.
«Πολύ αστείο, ρε μαλάκα. Κοίτα μας! Χεστήκαμε στα γέλια. Γάλα εννοούσα. Γάλα από βυζιά ... Τέλος πάντων!»
Ο Βίκος κατευθύνεται προς την κουζίνα.
«Πάω εγώ. Έχω εμπειρία στην προετοιμασία διπλών μπουκαλιών. Πού είναι το γάλα;»
Ο Τζάκος παρασύρεται και χασμουριέται επίσης.
«Στο ψυγείο. Η Μαίρη και η Σελήνη άντλησαν αρκετό πριν φύγουν. Θα βρεις ό,τι χρειάζεσαι ... κάπου εκεί»
Ο Βίκος εξαφανίζεται στην κουζίνα και ο Οδυσσέας λέει κάτι που αρέσει πάρα πολύ στους υπόλοιπους.
«Κι εσείς, αναθεματισμένα ζόμπι, πάρτε έναν υπνάκο»
Πριν καν τελειώσει ο Οδυσσέας την φράση του, ο Τζάκος και ο Άρης σωριάζονται στο χαλί μπροστά στο τζάκι, ο Στέφανος και ο Ιάσονας πηδούν στον καναπέ ενώ ο Ορέστης πέφτει πίσω στην πολυθρόνα και, όλοι αυτοί, σε λιγότερο από ένα δευτερόλεπτο, αρχίζουν να ροχαλίζουν. Ο Αλέκος κοιτάζει τον Οδυσσέα.
«Νομίζω ότι είναι λίγο κουρασμένοι, ε;»
«Νομίζεις; Τέλος πάντων! Άντε, πάμε να φροντίσουμε αυτά τα δύο μωρά που έβγαλαν νοκ-άουτ τέσσερεις άνδρες»
Ο Αλέκος κοιτάζει τριγύρω και μετράει.
«Μα αυτοί είναι πέντε, ρε μωρό μου»
«Τ' αγόρια είναι μισοί άντρες και πιάνουν για έναν»
Ο Ιάσονας είναι πολύ κουρασμένος για ν' απαντήσει, αλλά δεν ισχύει το ίδιο και για τον Στέφανο.
«Έη! Σ' άκουσα, G-Man! Πάρτο πίσω!»
«Ό,τι πεις, Ζελεδάκι μου!»
Ο Αλέκος κι ο Οδυσσέας ανεβαίνουν επάνω, γελώντας και λίγα λεπτά αργότερα, ο Βίκος τους ακολουθεί με τα δύο μπουκάλια γάλα. Μετά από αρκετές ώρες και πολλές αλλαγές βάρδιας, οι γυναίκες επιστρέφουν σπίτι για να βρουν το σαλόνι άδειο.
«Τι στο διάολο;»
«Πού είναι όλοι;»
«Πρέπει να είναι επάνω με τα μωρά»
«Πάμε να δούμε»
Οι τέσσερις τους ανεβαίνουν τις σκάλες και πηγαίνουν στο παιδικό δωμάτιο, όπου και οι οχτώ άντρες κοιμούνται στο πάτωμα, ο ένας πάνω στον άλλον, και στο βάθος, τα δύο μωρά στην κούνια τους, ξύπνια και πολύ, πολύ χαρούμενα που κέρδισαν τον αγώνα. Η Μαίρη και η Σελήνη πηδούν πάνω απ' τα σώματα των ανδρών, πλησιάζουν την κούνια και παίρνουν τα μωρά στην αγκαλιά τους.
«Από ό,τι φαίνεται, Το ματς μεταξύ οχτώ αντρών και δύο μωρών ...
«... είναι 0-1 υπέρ των μωρών. Μπράβο, ρε παιδιά! Τους εξουδετερώσατε!»
Αυτές γελούν καθώς τα μωρά χτυπούν τα χεράκια τους κι οι άντρες βογκάνε μέσα στον ύπνο τους.
~ ΑΚΟΜΑ ΠΕΝΤΕ ΜΗΝΕΣ ΑΡΓΟΤΕΡΑ ~
Ο χρόνος περνάει γρήγορα. Ο χειμώνας τελειώνει και οι θερμοκρασίες ανεβαίνουν. Τα δύο νέα σπίτια στο κτήμα της οικογένειας έχουν σχεδόν τελειώσει. Τα σχολεία έχουν τελειώσει και τα παιδιά είναι εντελώς ελεύθερα. Τα μωρά, ο Ερμής και ο Νικόλας, είναι ήδη επτά μηνών και ο γάμος του Άρη με τη Σελήνη είναι προγραμματισμένος για τις 25 Ιουνίου.
~ ΤΕΤΑΡΤΗ, 1 ΙΟΥΝΙΟΥ 2011 ~ ΠΡΩΙ ~
~ ΚΤΗΜΑ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ~ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗ ~
~ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΤΖΑΚΟΥ & ΤΗΣ ΜΑΙΡΗΣ ~
~ ΚΡΕΒΑΤΟΚΑΜΑΡΑ ΤΟΥ ΑΡΗ & ΤΗΣ ΣΕΛΗΝΗΣ ~
Οι δυο τους είναι ξύπνιοι και λένε καλημέρα με τον δικό τους τρόπο. Αυτός είναι πάνω της και ετοιμάζεται να μπει μέσα της, αλλά κάποιος άλλος έχει διαφορετικά σχέδια και τους διακόπτει με τη γλυκιά φωνούλα του που βγαίνει απ' την ενδοεπικοινωνία. Αυτός κρύβει το πρόσωπο του στο λαιμό της γκρινιάζοντας.
«Γιατί; Γιατί, ρε γαμώτο, αυτό το μωρό δεν μ' αφήνει να σ' αγγίξω; Πρέπει να μιλήσω μαζί του πολύ σοβαρά»
«Και θα καταλάβει όλα όσα του πεις, και θα ξυπνάει μια ώρα αργότερα για να σου δίνει χρόνο να γαμήσεις. Ναι, σίγουρα! Συνέχισε να το λες στον εαυτό σου, Λύκε!»
«Ένας καυλωμένος άντρας μπορεί να ονειρεύεται, Γατούλα»
Αυτός τεντώνεται όταν αυτή σηκώνεται απ' το κρεβάτι γελώντας και φοράει τη ρόμπα της.
«Λοιπόν, αγκαλιά ή μπιμπερό;»
«Μπιμπερό»
«Εντάξει, αλλά με γάλα αυτή τη φορά, όχι καφέ. Του Ερμή δεν του αρέσει καθόλου ο γαλλικός»
«Πολύ αστείο, Γατούλα. Αυτό έγινε μια φορά τυχαία, εντάξει;»
«Εντάξει. Ο, τι πεις!»
Αυτή πηγαίνει στο παιδικό δωμάτιο κι αυτός σηκώνεται και πηγαίνει, σέρνοντας τα πόδια του, στην κουζίνα για να ετοιμάσει το μπιμπερό.
~ ΣΤΟ ΠΑΙΔΙΚΟ ΔΩΜΑΤΙΟ ~
Όταν η Σελήνη μπαίνει στο δωμάτιο, η Μαίρη είναι ήδη εκεί κρατώντας και τα δύο μωρά που παίζουν μπουνίτσες μεταξύ τους. Αυτή πλησιάζει και παίρνει τον Ερμή στην αγκαλιά της, αλλά δεν απομακρύνεται ώστε αυτός να συνεχίσει το παιχνίδι του με τον Νικόλα. Η Μαίρη της χαμογελάει.
«Καλημέρα, Σελήνη. Περίεργο δεν ακούγετε αυτό;»
Η Σελήνη γελάει.
«Ναι, όντως. Καλημέρα»
«Πώς κοιμήθηκες;»
«Καλά, αλλά λίγο. Εσύ;»
«Το ίδιο. Ο αδερφός σου δεν μ' άφησε να κοιμηθώ, παρά μόνο στις πέντε το πρωί. Καταλαβαίνεις τι εννοώ, ε;»
«Πολύ καλά γιατί συμβαίνει κάτι παρόμοιο και με τον Άρη. Τι στο καλό τους έχει πιάσει τελευταία; Όχι ότι παραπονιέμαι, βέβαια, αλλά έχουν πάθει παροξυσμό»
Η Μαίρη χαϊδεύει τα ξανθά μαλλιά του Νικόλα.
«Είναι τα μωρά»
«Τα μωρά; Τι εννοείς;»
«Υποσυνείδητα, νιώθουν ότι απειλούνται απ' τα μωρά και προσπαθούν να μας σιγουρέψουν, γιατί φοβούνται ότι θα χάσουν την αγάπη μας»
Η Σελήνη τσεκάρει την πάνα του Ερμή.
«Δεν καταλαβαίνω. Το είδος της αγάπης που νιώθω γι' αυτούς τους δύο είναι πολύ διαφορετικό, και επιπλέον, αγαπάω τον Άρη πολύ περισσότερο από τότε που γεννήθηκε ο Ερμής»
«Το ξέρω, γιατί νιώθω το ίδιο, αλλά αυτοί δεν μπορούν να το καταλάβουν. Οι άνδρες μπορεί να είναι δυνατοί, προστατευτικοί, καλοί επιχειρηματίες και πολλά άλλα, αλλά το μυαλό τους είναι κάπως μονοδιάστατο»
Οι άντρες μπαίνουν στο δωμάτιο, κρατώντας δύο μπιμπερό για τα μωρά και δύο φλιτζάνια καφέ για τις γυναίκες. Ο Τζάκος πλησιάζει την Μαίρη.
«Τι είναι μονοδιάστατο, Αγγελούδι μου;»
«Τίποτα συγκεκριμένο, Πρίγκιπα μου. Εμείς απλώς χαζοκουβεντιάζουμε»
Ο Άρης πηγαίνει στην Σελήνη.
«Πώς είναι το κουτάβι μου;»
«Το κουτάβι σου πεινάει. Δώσμου το μπιμπερό»
«Όχι. Εσύ δώσμου το μωρό. Θέλω να τον ταΐσω εγώ»
«Ευχαρίστως»
Η Σελήνη ανταλλάζει το μωρό με το φλιτζάνι του καφέ, ενώ η Μαίρη κοιτάζει τον Τζάκο.
«Εσύ, Ηλιόπουλε; Έχεις διάθεση να ταΐσεις τον γιο σου;»
«Δεν χρειάζεται να ρωτάς τ' αυτονόητα, Αυγέρη. Δώσε μου το μωρό και πάρε τον καφέ σου»
Η Μαίρη κάνει την ίδια ανταλλαγή με την Σελήνη. Μετά, οι άντρες κάθονται στις κουνιστές καρέκλες κι αρχίζουν να ταΐζουν τα μωρά, ενώ οι γυναίκες πίνουν τον καφέ τους και θαυμάζουν το όμορφο θέαμα.
~ ΑΡΓΑ ΤΟ ΜΕΣΗΜΕΡΙ ~ ΜΕΤΑ ΤΟ ΓΕΥΜΑ ~
Η Σελήνη, αφού βοήθησε τη Μαίρη με τα πιάτα, πηγαίνει στο παιδικό δωμάτιο για να ελέγξει τον Ερμή, αλλά βρίσκει μόνο τον Νικόλα στην κούνια, να κοιμάται σαν άγγελος.
«Τι στο καλό; Πού είναι το μωρό; Μα φυσικά! Ο Άρης»
Αυτή τρέχει στην κρεβατοκάμαρα τους, ανοίγει την πόρτα και το θέαμα που αντικρίζει γεμίζει την καρδιά της μ' αγάπη και αγαλλίαση. Ο Άρης είναι ξαπλωμένος ανάσκελα στο κρεβάτι κι έχει τον μικρό Ερμή να κοιμάται μπρούμητα στο στήθος του.
«Τι κάνετε εκεί εσείς οι δύο;»
Ο Άρης γυρίζει το κεφάλι του και χαμογελάει.
«Σσσσ! Κοιμάται»
«Κι εσύ τι κάνεις; Εκτός απ' το στρώμα»
«Τον χαζεύω. Είναι συναρπαστικός. Οι εκφράσεις που παίρνει. Ο τρόπος που αναπνέει. Όλα αυτά. Θα μπορούσα να τον κοιτάζω για μέρες»
«Όπως ο πατέρας του. Κι εμένα μ' αρέσει να σε κοιτάω όταν κοιμάσαι»
«Λες αλήθεια;»
«Φυσικά, αλλά από πότε αμφιβάλλεις για τον εαυτό σου;»
«Από τότε που ήρθε αυτός εδώ και τα σάρωσε όλα. Ξαφνικά νιώθω ... Πως να στο πω; Αναλώσιμος»
«Μάλιστα»
Αυτή πλησιάζει το κρεβάτι και παίρνει τον κοιμισμένο Ερμή στην αγκαλιά της. Ο Άρης απορεί.
«Τι κάνεις;»
«Πηγαίνω τον Ερμή στο δωμάτιο του»
«Γιατί;»
«Γιατί τα παιδιά δεν πρέπει να είναι μπροστά όταν τσακώνονται οι γονείς τους»
«Θα τσακωθούμε;»
«Ω, ναι! Περίμενε εδώ. Επιστρέφω αμέσως»
Αυτή φεύγει απ' το δωμάτιο και επιστρέφει λίγα λεπτά αργότερα. Δένει τα μαλλιά της σε αλογοουρά και παίρνει θέση επίθεσης.
«Και τώρα, Λύκε, οι δυο μας. Ετοιμάσου να σου τραβήξω λίγο το λουρί σου»
«Ηρέμησε, Λύκαινα. Έλα να διευθετήσουμε τις διαφορές μας σαν ενήλικες. Γυμνοί στο κρεβάτι»
Αυτός σηκώνεται όρθιος, και μιας που δεν φοράει τίποτα από πάνω, κάνει να την πλησιάσει ξεκουμπώνοντας το παντελόνι του, αλλά εκείνη του γυρίζει γρήγορα την πλάτη.
«Όχι! Ούτε καν! Σταμάτα εκεί! Μην τολμήσεις να με πλησιάσεις. Μην τολμήσεις να μ' αγγίξεις. Και για όνομα του Θεού, μη μου δείξεις τι έχεις εκεί μέσα!»
Αυτός καγχάζει.
«Έλα τώρα, Γατούλα. Δεν είναι η πρώτη φορά που το βλέπεις»
«Ακριβώς. Το έχω δει πάρα πολλές φορές και ξέρω κάθε εκατοστό του σαν την παλάμη του χεριού μου, και γι' αυτό δεν πρέπει να το δω. Όχι τώρα. Εμείς πρέπει να μιλήσουμε, και αν το δω, ξέρεις πολύ καλά που θα καταλήξουμε»
«Σ' αυτό ακριβώς βασίζομαι, Γατούλα»
«Α, όχι! Δεν θα μου ξεφύγεις τόσο εύκολα. Κούμπωσε το παντελόνι σου, γαμώτο!»
Αυτός ανεβάζει το φερμουάρ του και συνοφρυώνεται.
«Εντάξει, Γατούλα. Μπορείς να γυρίσεις τώρα»
«Τίμια κι αντρίκια, έτσι;»
«Ναι»
Αυτή γυρίζει, αλλά καλύπτει τα μάτια της προληπτικά, κάτι που τον κάνει να γελάει.
«Έλα, Γατούλα. Σου είπα ότι είναι εντάξει»
Αυτή ανοίγει τα δάχτυλα της σιγά-σιγά για να ρίξει μια ματιά και εκπνέει ανακουφισμένη όταν βλέπει ότι αυτός έχει το παντελόνι του στη θέση του.
«Ωραία! Κάτσε κάτω τώρα»
Αυτός κάθεται στο κρεβάτι κι ανοίγει τα χέρια του.
«Εντάξει, Γατούλα. Χτύπα με!»
«Σίγουρα θα το κάνω αν ξαναπείς τέτοια μαλακία»
«Μα ...»
«Σκάσε! Εγώ μιλάω τώρα!»
Αυτός στενεύει τα μάτια του και δείχνει τα δόντια του.
«Έη!»
Αυτή σταυρώνει τα χέρια μπροστά στο στήθος της.
«Σοβαρά τώρα;»
Αυτός ανασηκώνει τους ώμους.
«Είπα να προσπαθήσω»
«Χάσιμο χρόνου. Λοιπόν, προχωράω. Είπες ότι νιώθεις αναλώσιμος από τότε που ήρθε ο Ερμής. Αυτό είναι μεγάλο λάθος και ξέρεις γιατί;»
«Γιατί;»
«Γιατί ξεχνάς ότι εσύ είσαι ο λόγος που υπάρχει αυτός. Είναι εδώ εξαιτίας σου. Δεν θα τον είχα αποκτήσει ποτέ αν δεν ήσουν εσύ»
«Εσύ κάνεις λάθος, Γατούλα. Οποιοσδήποτε άντρας θα μπορούσε να σου δώσει ένα παιδί»
«Ναι, αλλά όχι αυτό το παιδί. Όχι αυτό το υπέροχο αγόρι. Εσύ μ' ευλόγησες μ' αυτό το θαύμα, και θα σου είμαι ευγνώμων για πάντα»
«Αυτό σημαίνει ότι μ' αγαπάς όπως πριν;»
«Όχι. Σημαίνει ότι σ' αγαπάω περισσότερο. Πώς να το εξηγήσω για να το καταλάβεις; Ο Ερμής δεν έκλεψε την αγάπη μου για σένα. Την πολλαπλασίασε»
«Είμαι μεγάλος κόπανος τελικά, ε;»
«Ναι, αλλά δεν πειράζει. Δεν φταις εσύ. Είσαι απλά άντρας»
Αυτός κατεβάζει το κεφάλι.
«Συγγνώμη, Γατούλα, αλλά όλα αυτά είναι καινούργια για μένα. Θα τα συνηθίσω, που θα πάει»
Αυτή πηγαίνει, κάθεται δίπλα του και του σηκώνει το κεφάλι.
«Μη νιώθεις άσχημα. Ο Τζάκος κάνει το ίδιο πράγμα, κι αυτουνού είναι η τέταρτη φορά»
«Αλήθεια; Δεν είμαι ο μοναδικός κόπανος;»
«Όχι, μωρό μου. Υπάρχουν κι άλλοι»
«Νιώθω καλύτερα τώρα»
Αυτός σκύβει να τη φιλήσει, αλλά ο Ερμής μπαίνει ξανά στο δρόμο του κάνοντας τον να γρυλίσει.
«Γαμώτο!»
Αυτή χαχανίζει.
«Συγγνώμη, Λύκε μου, αλλά πρέπει να κρατήσεις την όρεξη σου για το βράδυ. Τώρα με καλεί το καθήκον»
«Όχι. Άσε με να πάω εγώ. Πρέπει να του μιλήσω για το απαίσιο τάιμινγκ που έχει»
Αυτός τρέχει έξω απ' το δωμάτιο κι αυτή χαμογελάει και κουνάει το κεφάλι της.
«Άντρες. Τι να πω;»
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro