Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Η θυσία μιας μητέρας

... το αριστερό μπράτσο της Σελήνης.

Η πρόσκρουση της σφαίρας είναι πολύ ισχυρή και την εκτοξεύει αρκετά μέτρα πίσω, ρίχνοντάς την στην πλάτη της. Ο πόνος είναι βασανιστικός. Αυτή νιώθει το χέρι της να καίει. Το αίμα μουσκεύει το μανίκι της. Αλλά δεν ουρλιάζει. Δεν θα δώσει αυτή την ικανοποίηση στην Ασπασία.

Αυτή προσπαθεί ν' αναπνεύσει, αλλά είναι δύσκολο. Το γιλέκο πιέζει το στήθος της. Αυτό το καταραμένο βάρος είναι αβάσταχτο. Αλλά, όχι, δεν είναι το γιλέκο. Το βάρος στο στήθος της είναι κάτι άλλο. Αυτή ανοίγει τα μάτια της και το μόνο που βλέπει είναι η κάννη του όπλου. Η Ασπασία έχει το πόδι της στο στήθος της για να την κρατήσει κάτω. Στέκεται από πάνω της, στοχεύοντας στο πρόσωπό της.

«Αυτά τα μάτια. Τόσο ίδια με τα δικά του»

Αυτό είναι, Σελήνη. Το τέλος είναι εδώ. Η πρώτη σφαίρα δεν σε σκότωσε, αλλά τι γίνεται με τη δεύτερη; Αχ, Άρη μου! Που είσαι; Όχι, Σελήνη, μην τα παρατάς τώρα. Πρέπει να κερδίσεις λίγο χρόνο. Πρέπει να προσπαθήσεις. Εκείνος θα έρθει. Πάντα έρχεται.

«Δαλιδά ...»

«Μη με λες έτσι! Δεν είμαι πια αυτή. Εκείνη πέθανε όταν ανακάλυψε ότι ο άντρας που αγαπούσε περισσότερο απ' οτιδήποτε άλλο ήθελε άλλη γυναίκα. Είμαι η Ασπασία Αβράμογλου και τώρα θα σου ρίξω την θανατηφόρα βολή, εκεί, ανάμεσα στα μάτια. Τα δικά του μάτια»

«Σε παρακαλώ, μην το κάνεις!»

«Κάποιες τελευταίες λέξεις;»

Η Σελήνη παίρνει τα μάτια της απ' την κάννη του όπλου και κοιτάζει ψηλά, ανάμεσα στα δέντρα. Κοιτάζει το φεγγάρι που έχει ακόμα τις κόκκινες σκιές γύρω του.

«Συγγνώμη, Άρη μου. Σ' αγαπάω!»

«Πήγαινε στην κόλαση, σπέρμα του διαβόλου!»

Η Σελήνη κλείνει τα μάτια της, περιμένοντας ν' ακούσει τον πυροβολισμό, αλλά μια φωνή σπάει τη σιωπή της νύχτας. Μια φωνή που αυτή μπορεί να ξεχωρίσει ανάμεσα σ' ένα εκατομμύριο φωνές. Η δική του φωνή.

«Τηλέμαχε, ΤΩΡΑ!»

Μια πνοή αέρα και το βάρος εξαφανίζεται απ' το στήθος της. Δύο δυνατά μπράτσα την αρπάζουν και μια πολύ γνώριμη μυρωδιά την τυλίγει. Ο Άρης, φανερά τρομοκρατημένος, βγάζει τα μαλλιά απ' το πρόσωπό της.

«Σελήνη μου; Όχι! Όχι, διάολε! Άνοιξε τα ματάκια σου, ψυχή μου. Σε παρακαλώ!»

Αυτή ανοίγει τα μάτια της και τον κοιτάζει να εκπνέει ανακουφισμένος.

«Άρη μου ... Ήρθες»

«Φυσικά και ήρθα, μωρό μου. Πάντα θα έρχομαι»

«Συγγνώμη! Εγώ ...»

«Σώπα! Δεν πειράζει!»

«Πονάει το χέρι μου»

Αυτός σηκώνει το μανίκι της και τα δάχτυλά του γεμίζουν αίμα.

«Όχι, διάολε!»

Χωρίς να χάσει χρόνο, βγάζει τη ζώνη του και την τυλίγει σφιχτά ακριβώς πάνω απ' την πληγή, κάνοντας την να φωνάξει απ' τον πόνο.

«Συγγνώμη, Γατούλα μου, αλλά πρέπει να σταματήσουμε την αιμορραγία»

«Μου την φύλαγες, ε; Απ' το ατύχημα. Οφθαλμόν αντί οφθαλμού»

«Έχεις το θράσος να κάνεις αστεία μετά απ' αυτό που έκανες; Στ' ορκίζομαι, Γατούλα, όταν γίνεις καλύτερα, θα σε σκοτώσω»

«Εντάξει»

Αμέσως μετά, αυτός βγάζει το σακάκι του και το πετάει μακριά. Με τα δόντια του, σκίζει ένα κομμάτι ύφασμα απ' το πουκάμισό του και δένει την πληγή.

«Πρέπει να πάμε στο νοσοκομείο»

«Άρη μου, συγγνώμη πραγματικά»

Της χαϊδεύει τα μάγουλα με τα ματωμένα δάχτυλα του.

«Σσσσ! Τελείωσε τώρα»

Αυτή ανοίγει το στόμα της για να πει κάτι, αλλά ένας πυροβολισμός σκάει τη φούσκα στην οποία βρίσκονται κάθε φορά που κοιτάζουν ο ένας τον άλλον. Ενστικτωδώς, αυτός βάζει το σώμα του ως ασπίδα για να την προστατεύσει, αλλά αυτή τη φορά η σφαίρα στοχεύει κάποιον άλλο. Ποιον; Για να το μάθουμε αυτό, πρέπει να πάμε λίγο πίσω, την στιγμή που ο Άρης διέταξε τον Τηλέμαχο να επιτεθεί ...

«Τηλέμαχε, ΤΩΡΑ!»

Ο σκύλος πηδάει και αρπάζει το χέρι της Ασπασίας που κρατάει το όπλο. Αυτή ουρλιάζει, αλλά τα δυνατά σαγόνια του Τηλέμαχου σφίγγουν σαν μέγγενη και της σπάνε τον καρπό ενώ τα κοφτερά του δόντια ξεσκίζουν το δέρμα της. Τα δάχτυλά της ανοίγουν και το όπλο πέφτει στα πόδια του Τζάκου, που έχει φτάσει στα δέντρα μαζί με τους άλλους. Αυτή παλεύει να ξεφύγει απ' τα δυνατά σαγόνια του σκύλου, σφαδάζοντας απ' τον πόνο.

«Βοήθεια! Κάποιος να με βοηθήσει! Πάρτε από πάνω μου αυτό το θηρίο!»

Ο Τζάκος κλωτσάει το όπλο μακριά και δίνει την εντολή.

«Κάτω, Τηλέμαχε!»

Ο σκύλος οπισθοχωρεί και πηγαίνει δίπλα στον αφέντη του, χωρίς να σταματήσει να δείχνει τα δόντια του. Η Ασπασία, ακουμπώντας το ματωμένο χέρι της στο στήθος της, σηκώνει το κεφάλι και κοιτάζει τον γιο της για πρώτη φορά μετά από είκοσι έξι χρόνια. Το πρόσωπο της μαλακώνει και τα μάτια της γεμίζουν δάκρυα. Προσπαθεί να τον αγγίξει με το άλλο της χέρι, αλλά ο Τζάκος κάνει ένα βήμα πίσω.

«Μην τολμήσεις να μ' αγγίξεις!»

Αυτός την κοιτάζει με μίσος. Τα μάτια του είναι παγωμένος χρυσός και η φωνή του κοφτερή σαν ξυράφι.

«Τζανέτο μου ...»

«Πώς τολμάς να λες τ' όνομα μου; Πώς τολμάς να με κοιτάς;»

«Γιε μου ...»

«Δεν είμαι γιος σου. Η μητέρα μου πέθανε πριν από είκοσι έξι χρόνια απ' τη θλίψη της για τον θάνατο του πατέρα μου»

«Λυπάμαι, Τζανέτο»

«Σταμάτα να με λες έτσι. Το όνομά μου είναι Τζάκος. Το όνομα που μου έδωσε ο πατέρας μου. Ο πατέρα μου, μωρή σκύλα. Ο πατέρας μου που μου τον στέρησες όταν τον χρειαζόμουν περισσότερο. Και τώρα νομίζεις ότι θα ξεχάσω τα πάντα με μια συγγνώμη; Να ξεχάσω τι απ' όλα; Τον φόνο του πατέρα μου; Τον ψεύτικο θάνατο σου; Την απόπειρα δολοφονίας της αδερφής μου; Τι απ' όλα, μωρή γαμημένη σκύλα;»

Τη στιγμή που ο Τζάκος αναφέρει τη Σελήνη, το πρόσωπο της Ασπασίας αλλάζει ξανά. Αυτή παίρνει την αληθινή της μορφή. Την μορφή του αδυσώπητου μίσους και της γνήσιας παραφροσύνης.

«Αυτό το έκτρωμα δεν είναι αδερφή σου. Εσύ είσαι ο μόνος απόγονος του Στέφανου. Μόνο εσύ. Αυτή είναι ο διάβολος. Ο πατέρας σου πέθανε εξαιτίας της»

«Ο πατέρας μου πέθανε επειδή τον σκότωσες. Είσαι μία ψυχρή δολοφόνος και θα πληρώσεις για όλα»

Η Ασπασία ξεσπάει σε ασυγκράτητα, σατανικά γέλια.

«Πάντα ήσουν ευκολόπιστος, Τζανέτο. Αν δεν ήσουν, δεν θα μπορούσα να σε ξεγελάσω»

«Ήμουν μόλις δεκατεσσάρων χρονών, μωρή σκύλα! Αλλά όλα τελείωσαν για σένα τώρα. Απέτυχες! Δεν θα πληγώσεις ποτέ ξανά κανέναν»

«Για να γίνει αυτό, θα πρέπει να με σκοτώσεις εδώ και τώρα»

«Νομίζεις ότι δεν μπορώ να το κάνω;»

«Όχι, αγαπημένε μου γιε. Δεν μπορείς! Αλλά ορκίζομαι ότι δεν θα σταματήσω μέχρι να σκοτώσω αυτή τη πουτάνα. Δεν θα σταματήσω ποτέ!»

Ο Τζάκος είναι έτοιμος να την πιάσει απ' το λαιμό, αλλά μια φωνή τον σταματά. Μια φωνή που κανείς δεν περίμενε ν' ακούσει. Η φωνή της Αλίκης Νουβάκη.

«Έη, Δαλιδά! Μπορεί να νομίζεις ότι ο γιος σου δεν μπορεί να σε σκοτώσει, αλλά τι γίνεται με εμένα;»

Η Αλίκη, ενώ ο Τζάκος μιλούσε στη μητέρα του, περπάτησε απαρατήρητη μέχρι εκεί που αυτός είχε κλωτσήσει το όπλο, το πήρε και τώρα σημαδεύει την καρδιά της Ασπασίας, που την κοιτάζει μην μπορώντας να την αναγνωρίσει.

«Ποια είσαι εσύ;»

«Δεν με θυμάστε, κυρία Ηλιοπούλου; Παράξενο. Είμαι η γυναίκα που αγαπούσε ο άντρας σου. Η μόνη γυναίκα που αγάπησε ποτέ ο Στέφανος. Είμαι η μητέρα της Σελήνης, μωρή σκύλα, και, επιπλέον, είμαι αυτή που θα σε σκοτώσει τώρα! Δεν θα σ' αφήσω να πειράξεις την κόρη μου!»

«Τώρα σκέφτηκες την κόρη σου; Τι στοργική μητέρα! Όταν τη βασάνιζες όλα αυτά τα χρόνια ήταν καλά;»

«Δεν χρειάζεται να μου το θυμίζεις αυτό. Ξέρω ότι ήμουν απαίσια μητέρα γι' αυτήν, και γι' αυτό θα προσπαθήσω να λυτρωθώ σκοτώνοντας σε»

«Πρόσεχε, Αλίκη. Αν με πειράξεις, ο Λέανδρος θα σε σκοτώσει»

Τώρα είναι η σειρά της Αλίκης να γελάσει.

«Αυτός ο καριόλης δεν μπορεί να με πειράξει πια. Τον έστειλα εκεί που θα σε στείλω κι εσένα»

«Όχι! Περίμενε!»

«Αυτό είναι για τον Στέφανο, μωρή σκύλα!»

Και με απόλυτη ηρεμία, η Αλίκη πατάει τη σκανδάλη και στέλνει τη σφαίρα κατευθείαν στην καρδιά της Ασπασίας. Όλοι στέκονται ακίνητοι. Παρακολουθούν τη δράση γύρω τους σαν να στέκονται πίσω από έναν γυάλινο τοίχο. Στη λευκή μπλούζα της Ασπασίας, ένας κόκκινος λεκές απλώνεται όλο και περισσότερο και αυτή πέφτει. Αμέσως μετά, έτσι όπως είναι ξαπλωμένη στο χώμα, μέσα σε μια λίμνη απ' το αίμα της, στρέφει το κεφάλι της στη Σελήνη.

«Εσύ ... Εσύ φταις για όλα! Θα σε ...»

Αλλά δεν τελειώνει αυτό που ήθελε να πει. Το αίμα ξεχύνεται απ' το στόμα της σαν σιντριβάνι και αφήνει την τελευταία της πνοή καθώς σέρνεται όπως όλα τα σκουλήκια στο χώμα. Η Αλίκη, χωρίς ν' αφήσει το όπλο, στρέφεται στη Σελήνη, η οποία έχει σηκωθεί και ακουμπάει στα δυνατά μπράτσα του Άρη.

«Σελήνη, παιδί μου ... Τώρα μπορείς να ησυχάσεις. Μπορείς να ζήσεις τη ζωή που σου αξίζει. Κανείς δεν θέλει να σε πληγώσει πια. Όσοι σε μισούσαν, είναι όλοι νεκροί και εσύ είσαι ελεύθερη»

«Μητέρα ...»

«Όχι, παιδί μου. Μη με λες έτσι. Δεν μου αξίζει αυτός ο ιερός τίτλος»

«Ευχαριστώ, Αλίκη»

«Μη μ' ευχαριστείς. Ήταν το λιγότερο που μπορούσα να κάνω για σένα. Ελπίζω μόνο ότι μια μέρα θα βρεις τη δύναμη να με συγχωρήσεις»

«Θα προσπαθήσω»

«Αυτό μου αρκεί. Τώρα, πριν φύγω ...»

Αυτή στρέφεται στον Άρη.

«Άρη, παιδί μου, σε παρακαλώ, να την προσέχεις. Μην αφήσεις κανέναν να την πληγώσει ξανά»

«Θα το κάνω»

«Σ' ευχαριστώ»

Αυτή γυρίζει στον Τζάκο τώρα.

«Τζάκο, ίσως θα έπρεπε να ζητήσω συγγνώμη γι' αυτό που έκανα στη μητέρα σου, αλλά δεν θα το κάνω. Δεν το μετανιώνω»

«Αυτή η γυναίκα δεν ήταν η μητέρα μου. Ήταν μια τρελή σκύλα που ήθελε να σκοτώσει την αδερφή μου. Σου είμαι υπόχρεος γι' αυτό που έκανες»

«Τότε μπορώ να σου ζητήσω κάτι;»

«Τι;»

«Ο πατέρας σου είναι θαμμένος στο Πρώτο Νεκροταφείο»

«Ναι»

«Θα ήθελα να με θάψετε μαζί του, στον ίδιο τάφο. Μπορείς να το κάνεις αυτό για μένα;»

Ο Τζάκος κοιτάζει τη Σελήνη κι εκείνη συμφωνεί μ' ένα νεύμα.

«Εντάξει, Αλίκη. Όταν έρθει η ώρα, η Σελήνη κι εγώ θα σε πάμε κοντά του»

«Ευχαριστώ. Σας ευχαριστώ όλους σας!»

Και τότε συνέβη κάτι που κανείς δεν περίμενε και επομένως κανείς δεν μπορούσε να το σταματήσει. Η Αλίκη σηκώνει τα μάτια της στον ουρανό, χαμογελώντας.

«Στέφανε, αγάπη μου, το έκανα. Έσωσα την κόρη μας, και τώρα μπορώ επιτέλους να έρθω κοντά σου»

Αυτή βάζει το όπλο στο κεφάλι της, τραβάει τη σκανδάλη και τινάζει τα μυαλά της στον αέρα. Η Σελήνη ουρλιάζει και καταρρέει στην αγκαλιά του Άρη, ο οποίος τη σηκώνει, τρέχει στο αυτοκίνητο μαζί με τον Τζάκο και τη Μαίρη, και όλοι μαζί φεύγουν σφαίρα για το νοσοκομείο. Ο Οδυσσέας, ο Αλέκος και ο Ορέστης παίρνουν τα σκυλιά και πάνε σπίτι για να περιμένουν την Χλόη και την Θαλασσινή να επιστρέψουν με τα παιδιά. Ο Βίκος μένει εκεί για να βοηθήσει τον Νέγρο, τον Σκύλο και τον Μικρούλη να καθαρίσουν το χάος.

«Τι στο διάολο έγινε εδώ, Δράκε;»

«Δεν έχω ιδέα»

«Πώς μπήκε αυτή η σκύλα εδώ μέσα; Από πού ήρθε;»

«Κάποιος πρέπει να τη βοήθησε»

«Πρέπει να τον βρούμε. Θα τον σκοτώσω με τα ίδια μου τα χέρια»

«Δράκε, πρέπει ν' αναλάβεις. Χρειαζόμαστε εντολές και ο Λύκος δεν είναι σε θέση αυτή τη στιγμή»

«Το ξέρω. Λοιπόν ... Μικρούλη, εσύ θ' αναλάβεις να βρεις τον προδότη. Αν είναι κάποιος απ' τους άντρες του Χασάπη, ενημέρωσε τον και θα τον φροντίσει αυτός»

«Και αν είναι δικός μας;»

«Αυτό δεν θέλω ούτε να το σκέφτομαι, αλλά αν συμβαίνει, βάλτον να διαλέξει»

«Ανάμεσα σε τι;»

«Ανάμεσα στην αυτοκτονία και σε μια κατ' ιδίαν συνάντηση με τον Λύκο»

«Εγώ θ' αυτοκτονούσα χωρίς δισταγμό»

«Το ίδιο θα έκανα κι εγώ. Τέλος πάντων! Νέγρο, εσύ θα φροντίσεις τη μητέρα της Σελήνης. Κάνε ότι είναι απαραίτητο για την ταφή της στον τάφο του Στέφανου Ηλιόπουλου. Θέλω να γίνουν όλα σύμφωνα με τις επιθυμίες της. Της το χρωστάμε»

«Αυτή η γυναίκα είχε κότσια τελικά»

«Εσύ, Σκύλε, φώναξε τους άλλους να έρθουν να πάρουν τη σκύλα. Πηγαίνετε την εκεί που ζούσε αυτός ο μπάσταρδος ο Λέανδρος. Πλασάρετε στην αστυνομία ότι μετά την αποτυχία της επίθεσης στην Σελήνη, αυτοί οι δύο τσακώθηκαν, αυτός τη σκότωσε και μετά πήρε υδροκυάνιο για ν' αυτοκτονήσει. Δεν χρειάζεται να μάθει κανένας ποιος πραγματικά τους σκότωσε»

«Ο Λύκος θα συμφωνήσει μ' αυτό;»

«Ναι. Ήθελε πραγματικά να τη βοηθήσει, αλλά ... Τέλος πάντων!»

«Τότε άστο σε μένα»

«Κάντε αυτά που σας είπα και μετά να πάτε να ξεκουραστείτε. Εγώ πάω σπίτι»

«Όταν έχεις νέα για την κυρά μας, να μας ενημερώσεις»

«Εντάξει»

~ ΠΙΣΩ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΤΖΑΚΟΥ & ΤΗΣ ΜΑΙΡΗΣ ~

Όταν ο Βίκος μπαίνει στο σαλόνι, βρίσκει τον Αλέκο, τον Οδυσσέα, την Θαλασσινή, τον Ορέστη και την Χλόη να κάθονται στους καναπέδες πάνω απ' το τηλέφωνο. Αυτός σωριάζεται στην πολυθρόνα και τρίβει τα μάτια του.

«Κανένα νέο;»

«Όχι ακόμα»

«Τα παιδιά;»

«Επάνω. Κοιμούνται ήδη»

«Δεν πήραν χαμπάρι τίποτα, έτσι;»

«Ευτυχώς όχι»

«Τα σκυλιά;»

«Ξεκουράζονται στην κουζίνα με κρύο νερό και πολλές λιχουδιές»

«Δεν θέλω ούτε καν να φανταστώ τι θα γινόταν αν δεν είχαμε τα σκυλιά»

Η Θαλασσινή πλησιάζει τον Βίκο.

«Εσύ, αγάπη μου, πώς νιώθεις;»

«Σκατά. Πώς αλλιώς;»

Ο Αλέκος ρωτάει κάτι.

«Πώς γαμήθηκαν πάλι όλα τόσο πολύ;»

«Δεν ξέρω, αλλά θα μάθω. Κάποιος από μέσα πρέπει να βοήθησε αυτή τη σκύλα να μπει στον κήπο. Ο Μικρούλης έχει αναλάβει να τον βρει»

«Τι θα γίνει με τη μητέρα της Σελήνης;»

«Ο Νέγρος θα φροντίσει να γίνουν όλα σωστά. Όπως ακριβώς ήθελε αυτή»

«Τι θα πούμε στην αστυνομία;»

«Την αλήθεια. Η Αλίκη αυτοκτόνησε όταν έμαθε την αλήθεια για τον φόνο του Στέφανου»

«Και η Ασπασία;»

«Αφού προσπάθησε κι απέτυχε να σκοτώσει τη Σελήνη, η σκύλα πήγε στο σπίτι του Λέανδρου. Εκεί τσακωθήκανε, εκείνος τη σκότωσε και μετά πήρε υδροκυάνιο για ν' αυτοκτονήσει. Το καταλάβαμε όλοι;»

«Αυτό είναι το σωστό. Μπράβο, Βίκο»

«Ήταν το λιγότερο που μπορούσαμε να κάνουμε»

«Πιστεύετε ότι η Σελήνη έχει κάτι σοβαρό;»

«Όχι. Είδα το μπράτσο της. Η πληγή είναι διαμπερής. Η σφαίρα μπήκε και βγήκε. Επίσης, αυτή κουνούσε το χέρι της, οπότε το κόκαλο δεν έσπασε»

«Σκέφτομαι τον Τζάκο. Πίσω στην ίδια αίθουσα αναμονής εξαιτίας μιας καταραμένης σφαίρας»

«Και ο Άρης θα είναι κομμάτια»

«Μην ανησυχείτε γι' αυτούς. Είναι η Μαίρη μαζί τους. Θα τους φροντίσει καλά»

«Γιατί δεν χτυπάει το καταραμένο το τηλέφωνο;»

~ ΣΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ~

Η Σελήνη είναι μέσα με τους γιατρούς εδώ και αρκετή ώρα, και οι άλλοι περιμένουν στη γνωστή αίθουσα αναμονής. Η Μαίρη κάθεται στη μέση, σ' αυτές τις απαίσιες σιδερένιες καρέκλες, και ο Τζάκος με τον Άρη είναι ξαπλωμένοι με τα κεφάλια τους στους μηρούς της, ένας σε κάθε πόδι, και αυτή τους χαϊδεύει τα μαλλιά.

«Μισώ αυτή την αίθουσα αναμονής. Εδώ μέσα έζησα τις χειρότερες ώρες τις ζωής μου»

«Υπομονή, Πρίγκιπα μου. Θα φύγουμε σύντομα»

«Τι κάνουν τόση ώρα; Είδα το τραύμα. Δεν ήταν σοβαρό. Λες να συμβαίνει τίποτα χειρότερο;»

«Έλα τώρα, Λύκε. Έχουν να κάνουν τόσες εξετάσεις. Μην ανησυχείς. Ο γιατρός που την ανέλαβε είναι κορυφή. Είναι αυτός που έσωσε εμένα, αλλά και τον Τζάκο, τότε με το ατύχημα με την μηχανή»

«Ναι, βρε Αγγελούδι μου, αλλά αν αργήσαμε πολύ; Αν η απώλεια αίματος ήταν μεγάλη;»

«Εγώ ανησυχώ για τα νεύρα στο χέρι της. Αν η σφαίρα έκοψε κανέναν τένοντα;»

Η Μαίρη, προσπαθώντας να τους επαναφέρει και τους δύο στη σωστή τροχιά, τους ρίχνει από μια σφαλιάρα στο μέτωπο.

«Ωχ!»

«Άουτς!»

«Αρκετά! Σκασμός και οι δύο. Αν ξανακούσω κάτι κακό να βγαίνει απ' το στόμα σας, θα χρησιμοποιήσω βία»

«Ναι, αγαπητή μου, να το κάνεις αυτό, αλλά μόνο αν μ' αφήσεις να βλέπω»

Η φωνή του Περικλή Αργυρόπουλου κάνει την Μαίρη να σηκώσει το κεφάλι.

«Ο αγαπημένος μου γιατρός!»

Αυτή σπρώχνει τους άλλους δύο, και οι τρεις τους σηκώνονται αμέσως και περπατούν προς το μέρος του γιατρού.

«Περικλή, πες μου ότι έχεις καλά νέα»

«Σ' έχω απογοητεύσει ποτέ, Τζάκο μου;»

Ο Άρης παίρνει τον λόγο.

«Αυτό σημαίνει ότι η Σελήνη μου είναι καλά, ε;»

«Ναι. Αυτή είναι μια χαρά. Η πληγής της είναι επιφανειακή, αλλά εσύ ποιος είσαι; Δεν σε ξέρω»

«Δεν είδες τη συνέντευξή μας;»

«Όχι, Μαιρούλα μου. Ήμουν στο χειρουργείο»

«Είμαι ο σύντροφος της. Άρης Λυκουρόπουλος»

Ο γιατρός κουνάει το κεφάλι του.

«Άρα, εσύ είσαι ο πατέρας του μωρού»

Η Μαίρη βγάζει μια κραυγή χαράς ενώ ο Άρης και ο Τζάκος κοιτάζονται μπερδεμένοι.

«Το μωρό; Ποιο μωρό; Δεν ... Εννοώ ... Η Σελήνη μου δεν είναι ...»

Ο γιατρός πιέζει τα χείλη του.

«Ω, Θεέ μου! Δεν το ήξερες; Η κοπέλα είναι σχεδόν δύο μηνών έγκυος»

Η Μαίρη αρχίζει να πανηγυρίζει.

«Το ήξερα! Το ήξερα! Γι' αυτό έτρωγε τόσο πολύ. Ναι! Ναι! Ναι!»

Ο Τζάκος ζητάει κάποιες διευκρινήσεις.

«Μα γιατί δεν βρήκαν την εγκυμοσύνη μετά το ατύχημα;»

«Ήταν πολύ νωρίς και δεν φαινόταν στις εξετάσεις. Είδα τον φάκελο της. Αυτό το μωρό είναι γραφτό να γεννηθεί. Αυτός ή αυτή είναι μαχητής»

Ενώ οι άλλοι μιλούν με τον γιατρό, ο Άρης κοιτάζει το κενό, προσπαθώντας να χωνέψει τα υπέροχα νέα που μόλις άκουσε.

«Η Σελήνη μου είναι έγκυος. Έχουμε μωρό. Το δικό μου μωρό. Τι να κάνω τώρα; Πού να πάω;»

Ξαφνικά, τα γόνατα του λύνονται, αλλά ευτυχώς ο Τζάκος είναι εκεί για να τον πιάσει.

«Έλα, ρε Άρη, σύνελθε!»

«Τζάκο, καταλαβαίνεις τι συμβαίνει; Η Σελήνη μου θα με κάνει πατέρα. Εγώ θα γίνω πατέρας. Εγώ ...»

Η Μαίρη γυρίζει τα μάτια της.

«Κι εγώ νόμιζα ότι δεν υπήρχε χειρότερος απ' τον Τζάκο, αλλά έκανα λάθος!»

«Έλα, Αγγελούδι μου! Μην τον κρίνεις αυστηρά. Είναι η πρώτη του φορά»

«Κοίτα ποιος μιλάει!»

«Πολύ αστείο, Δόκτωρ Φρανκενστάιν»

Ο Άρης, στηριζόμενος πάντα στον Τζάκο, απευθύνεται στον γιατρό.

«Μπορώ να τη δω;»

«Ναι, φυσικά. Ακολούθησε με»

Ο Τζάκος τον αφήνει σιγά-σιγά.

«Μπορείς να περπατήσεις, φιλαράκο;»

«Δεν ξέρω. Έτσι νομίζω. Θα δούμε»

Πριν φύγουν, ο γιατρός δείχνει τον Τζάκο με το δάχτυλο.

«Τζάκο, μην πάτε πουθενά. Θέλω να σας μιλήσω για τις συνθήκες του τραυματισμού της κοπέλας και το γεγονός ότι η οικογένεια σας είναι μαγνήτης για σφαίρες»

«Εδώ θα είμαστε, Γιατρέ»

Όταν ο γιατρός πήγε μέσα με τον Άρη, ο Τζάκος και η Μαίρη κάλεσαν στο σπίτι πρώτα για να τους πουν τα καλά νέα και δεύτερον για να ρωτήσουν τι ακριβώς πρέπει να πουν στον γιατρό. Μόλις κλείνουν το τηλέφωνο, κάθονται στις καρέκλες.

«Πώς νιώθεις, Πρίγκιπα;»

«Ανακουφισμένος, λυπημένος και παρανοϊκά χαρούμενος»

«Πώς μπορείς και νιώθεις όλα αυτά μαζί;»

«Είναι πολύ απλό, Αγγελούδι μου. Είμαι ανακουφισμένος που η τρελή σκύλα τελικά πέθανε. Είμαι λυπημένος για τη μητέρα της Σελήνης και χαίρομαι παρανοϊκά που έρχεται το μωρό. Το φαντάζεσαι; Ένα νέο μωρό στο σπίτι μας»

«Και τι γίνεται με την ηθική σου; Πού πήγε ο αυστηρός αδερφός;»

«Πίστεψες πραγματικά έστω και μια λέξη που είπα;»

«Όχι. Ούτε μία. Ξέρω ότι η οικογένεια είναι το μόνο που έχει σημασία για σένα και τίποτα άλλο»

«Μια οικογένεια που μεγαλώνει κι άλλο, Αγγελούδι. Υπάρχει κάτι καλύτερο απ' αυτό;»

«Να σου πω κάτι;»

«Τι;»

«Ζηλεύω λίγο»

«Ποιον;»

«Την εγκυμοσύνη της Σελήνης»

Ο Τζάκος γουρλώνει τα μάτια του.

«Περίμενε! Θέλεις κι άλλο παιδί; Τέταρτο;»

«Θα ήταν κακό αν ήθελα;»

«Πλάκα κάνεις; Θα ήταν το πιο όμορφο πράγμα»

«Θέλεις κι εσύ;»

«Δεν έχεις ιδέα πόσο»

«Δεν είναι λίγο αργά; Είμαι σαράντα χρονών»

«Και λοιπόν; Εσύ είσαι υγιής, εγώ είμαι υγιής και αγαπιόμαστε τόσο πολύ. Τι άλλο χρειάζεται;»

«Άρα, σταματάω το χάπι; Θ' αρχίσουμε να δουλεύουμε πάνω σ' αυτό;»

«Από απόψε το βράδυ. Θα σου έλεγα από τώρα, αλλά αν ο Περικλής μας πιάσει να πηδιόμαστε στην τουαλέτα, θα μας κάνει λοβοτομή»

Αυτή πέφτει στην αγκαλιά του, γελώντας.

«Σ' αγαπάω, τρελέ μου Πρίγκιπα!»

«Κι εγώ σ' αγαπάω, τρελό Αγγελούδι μου!»

Εντωμεταξύ, όταν ο Άρης φτάνει έξω απ' το δωμάτιο της Σελήνης πιάνει το χερούλι, αλλά δεν ανοίγει την πόρτα, κάνοντας τον γιατρό ν' απορήσει.

«Τι συμβαίνει; Γιατί δεν μπαίνεις μέσα;»

«Γιατί θέλω να σε ρωτήσω κάτι χωρίς να τ' ακούσει η Σελήνη»

«Τι θέλεις να με ρωτήσεις;»

«Είπες ότι η Σελήνη μου είναι σχεδόν δύο μηνών έγκυος, αλλά τον περασμένο μήνα είχε κανονικά περίοδο. Πώς γίνεται αυτό; Μήπως υπάρχει κάποιο πρόβλημα με την εγκυμοσύνη;»

«Δεν υπάρχει απολύτως κανένα πρόβλημα. Ο γυναικολόγος μας την εξέτασε και τα βρήκε όλα φυσιολογικά. Όσο για την έμμηνο ρύση, μερικές φορές έρχεται τους πρώτους μήνες της εγκυμοσύνης»

«Άρα, δεν χρειάζεται να ανησυχώ, σωστά;»

«Σωστά. Αυτό που πρέπει να κάνεις είναι ν' απολαύσεις τη γλυκιά αναμονή»

«Όσο γι' αυτό ... Μχμμμ ... Μπορώ να ... Μπορώ να την αγγίζω;»

Ο γιατρός γελάει.

«Την ίδια ακριβώς ερώτηση μου έκανε και ο Τζάκος την πρώτη φορά. Ναι, μπορείς, αλλά πρέπει να είσαι λίγο ευγενικός»

«Γιατί το λες αυτό, Γιατρέ;»

«Πως να στο πω; Είδα τα σημάδια και αυτό που σου λέω είναι να περιοριστείτε κάπως μέχρι να γεννήσει»

«Κατάλαβα, αλλά έχω μια απορία»

«Τι απορία;»

«Είπες ότι είδες τα σημάδια. Πως κατάλαβες ότι είναι συναινετικό και όχι κακοποίηση;»

«Είμαι γιατρός πάρα πολλά χρόνια, αγαπητέ μου και έχω την εμπειρία να ξεχωρίζω αυτά τα δύο»

«Ευχαριστώ, Γιατρέ»

«Πήγαινε μέσα τώρα. Μην την αφήνεις να περιμένει άλλο»

«Ναι. Ναι. Πηγαίνω»

Ο Άρης ανοίγει την πόρτα και μπαίνει στο δωμάτιο. Η Σελήνη είναι ξαπλωμένη στο κρεβάτι με τα μάτια της κλειστά και το χέρι της τυλιγμένο σε καθαρή γάζα. Αυτός περπατάει αθόρυβα και κάθεται δίπλα της.

«Γατούλα μου, κοιμάσαι;»

Αυτή ανοίγει τα μάτια της και το πρόσωπό της φωτίζεται μ' ένα πλατύ χαμόγελο που λάμπει σαν ήλιος. Με το ένα της χέρι πιάνει το δικό του, ενώ με το άλλο χαϊδεύει την κοιλιά της.

«Λύκε μου, στο είπε ο γιατρός; Έχω ένα κουτάβι εδώ μέσα»

Εκείνος βάζει το ελεύθερο χέρι του στην κοιλιά της.

«Ακόμα δεν μπορώ να το πιστέψω»

«Είσαι ευτυχισμένος;»

«Είμαι ο πιο ευτυχισμένος άντρας στον κόσμο. Εσύ;»

«Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο. Σε λίγους μήνες θα έχουμε ένα όμορφο αγοράκι»

«Πώς ξέρεις ότι θα είναι αγόρι;»

«Μου το είπε ο πατέρας μου»

«Δεν καταλαβαίνω»

«Στ' όνειρο μου, λίγο πριν φύγει, μου είπε ότι είναι περήφανος για τον Τζάκο, όσο είναι αυτός για τους γιους του και όσο θα είσαι κι εσύ για τον δικό σου γιο»

«Τους γιους του; Μα αυτός έχει μόνο έναν γιο»

«Ποιος ξέρει; Ίσως έχουμε κι άλλο χαρμόσυνο νέο»

Αυτός σκύβει και φιλάει την κοιλιά της.

«Αν ο πατέρας σου έχει δίκιο και το κουτάβι μας είναι αγόρι, πώς θα τον βγάλουμε;»

«Θέλει και ρώτημα; Θα του δώσουμε το όνομα του πατέρα σου. Ερμής»

«Αυτό είναι υπέροχο, αλλά ο δικός σου πατέρας ...»

«Υπάρχει ήδη ένας Στέφανος. Δεν μας χρειάζεται άλλος»

Κοιτάζοντας την μ' ευγνωμοσύνη, της πιάνει τα χέρια και τα φέρνει στα χείλη του.

«Σ' ευχαριστώ, ψυχή μου»

«Ευχαρίστησε με βάζοντας με στο ασφαλές μου μέρος»

Αυτός ξαπλώνει δίπλα της και ανοίγει το χέρι του. Αυτή κουλουριάζεται στην αγκαλιά του και τρίβει τη μύτη της στο στήθος του.

«Είσαι θυμωμένος μαζί μου;»

«Γιατί να είμαι;»

«Επειδή βγήκα κρυφά απ' το σπίτι»

«Καλύτερα να μην το συζητήσουμε αυτό. Τουλάχιστον όχι τώρα»

«Δεν θέλεις να μάθεις τι συνέβη ή γιατί το έκανα;»

«Θέλω, αλλά όχι αυτή τη στιγμή»

«Πες μου τουλάχιστον αν είσαι θυμωμένος ή όχι. Θέλω να ξέρω τι να περιμένω»

«Ήμουν, αλλά δεν είμαι πια»

«Σ' επηρέασε η εγκυμοσύνη, ε; Το κουτάβι μας μ' έσωσε, έτσι δεν είναι;»

«Ναι»

Αυτή χαϊδεύει την κοιλιά της και ψιθυρίζει.

«Την γλίτωσα. Ευχαριστώ, Κουτάβι μου»

Αυτός χαμογελάει και την τραβάει ακόμα πιο κοντά του.

«Έλα τώρα, πες μου πώς νιώθεις»

«Να σου πω την αλήθεια, νιώθω λίγο παράξενα. Πέρα απ' τη χαρά μου για το μωρό, νιώθω άδεια. Είδα τη μητέρα μου να σκοτώνει εν ψυχρώ μια γυναίκα και μετά να τινάζει τα μυαλά της στον αέρα, και δεν νιώθω τίποτα. Είμαι κακιά;»

«Όχι, μωρό μου. Αυτή η γυναίκα, η μητέρα σου, σε βασάνιζε για χρόνια. Είναι πολύ φυσιολογικό να μη λυπάσαι για τον θάνατό της, αλλά πρέπει τουλάχιστον να παραδεχτείς ότι αυτό που έκανε ήταν πολύ γενναίο»

«Ναι, το παραδέχομαι και θα προσπαθήσω να τη συγχωρήσω μια μέρα, αλλά όχι ακόμα»

«Όποτε είσαι έτοιμη, Γατούλα. Η συγχώρεση θέλει χρόνο. Μην βιαστείς»

«Ξέρεις τι απέγινε το σώμα της;»

«Δεν ξέρω, αλλά είμαι σίγουρος ότι οι άλλοι θα το φροντίσουν»

«Θέλω να γίνουν τα πράγματα σωστά. Αυτό της το χρωστάω»

«Όλα θα γίνουν όπως πρέπει, Γατούλα, αλλά εσύ δεν πρέπει ν' ανησυχείς γι' αυτό. Τώρα έχεις μόνο δύο πράγματα για ν' ανησυχείς. Το ένα είναι το μωρό μας»

«Και το άλλο;»

«Ο πατέρας του μωρού»

«Ποιος είναι; Τον ξέρεις;»

«Ευθυμήσαμε, Γατούλα!»

«Πω-Πω! Πόσο ευαίσθητος!»

«Άσε την ειρωνεία και πες μου πώς είναι το χέρι σου; Πονάς;»

«Λίγο. Θα το φιλήσεις να περάσει;»

Αυτός της πιάνει απαλά το χέρι και ακουμπάει τα χείλη του στη γάζα. Εκείνη μουγκανίζει.

«Μμμμ ...»

«Πέτυχε;»

«Όπως κάθε άλλη φορά»

«Πονάς πουθενά αλλού;»

«Βασικά, ναι»

«Πού;»

«Παντού. Σ' όλο μου το σώμα. Έλα, άρχισε να φιλάς»

Αυτός ρίχνει το κεφάλι του πίσω και γελάει δυνατά.

«Είσαι απίστευτη!»

Εκείνη τον κοιτάει μαγεμένη.

«Ξέρεις τι ερωτεύτηκα πρώτα σε σένα;»

«Το θεϊκό μου κορμί;»

«Μιλάω σοβαρά»

«Τότε, το υπέροχο καβλί μου»

«Σταμάτα πια!»

«Εντάξει. Εντάξει. Πες μου»

«Το γέλιο σου. Ο τρόπος που ρίχνεις το κεφάλι σου πίσω και γελάς με την καρδιά σου. Με γοητεύει κάθε φορά»

«Γατούλα μου, δεν ξέρω τι να πω»

«Δεν χρειάζεται να πεις τίποτα. Απλά φίλα με. Γιατί τα χείλη σου είναι το δεύτερο πράγμα που ερωτεύτηκα πάνω σου»

Χωρίς άλλα λόγια, αυτός, χαϊδεύοντας την κοιλίτσα της, σκύβει μπροστά και πιέζει τα χείλη του στα δικά της πριν της ψιθυρίσει.

«Σ' αγαπάω πολύ. Σας αγαπώ και τους δυο»

«Κι εμείς σ' αγαπάμε»


Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro