Κεφάλαιο 1
Ο Έβαν διέσχιζε το δάσος με τα καταπράσινα δέντρα, το γρασίδι και τα δεκάδες λουλούδια. Στα αριστερά του το ποτάμι κυλούσε ήρεμα. Βάδιζε με σιγουριά, με την κόκκινη κάπα του να ανεμίζει και το σπαθί του ζωσμένο στο πλάι της ζώνης του. Ήταν όμως αρκετά σκεπτικός και ανήσυχος.
Έφτασε σε ένα ξέφωτο.
«...Αυτή η αποστολή πρέπει να είναι πολύ σημαντική... Ο Λόρδος Μέντες είπε ότι πρέπει να την κρατήσω μυστική με κάθε κόστος...» αναλογίστηκε. Στο βάθος υπήρχε ένα τείχος με δυο σιδερένιες πύλες. Εκεί τον περίμενε ένας μεσήλικας άνδρας με έναν μοβ, μακρύ και χοντρό μανδύα ο οποίος αναδείκνυε τον πλούτο του. Αυτός ήταν ο Λόρδος Μέντες. Τον πλησίασε.
«Λοιπόν, νεαρέ Έβαν, τα κατάφερες.» του είπε.
«Θα βουτούσα μέσα στο Στόμα της Κολάσεως για να αφανίσω εκείνα τα τέρατα, Λόρδε μου!» του είπε αποφασιστικά προσπαθώντας να κρύψει την ανησυχία του.
«Άκουσε με. Οι πράκτορες μας επιτέλους βρήκαν τον Βασιλιά μας... Θέλω να εισβάλλεις μέσα σε αυτό το οχυρό. Εντόπισε τον βασιλιά και αναφέρσου πίσω σε εμένα. Τότε, οι ιππότες μου θα τον ελευθερώσουν!»
Ο Έβαν θα ήθελε πολύ να ήταν ο ίδιος ο οποίος θα τον ελευθέρωνε. Γιατί να μη μπορούσε να κάνει μια ηρωική πράξη σαν τους γονείς του; Όμως δε μπορούσε να παρακούσει τις διαταγές του Λόρδου Μέντες,
«...Όπως επιθυμείτε, Λόρδε μου...» απάντησε.
Πέρασε το τείχος και έψαξε να βρει έναν άλλο τρόπο να μπει μέσα γιατί οι πόρτες του ήταν κλειδωμένες. Έστριψε στα αριστερά και πέρασε μέσα από κάτι δέντρα. Εκεί υπήρχε μια άλλη είσοδος που άνοιξε με έναν διακόπτη δαπέδου. Την άνοιξε και μπήκε.
Σε αυτό το βιβλίο, τα κεφάλαια θα είναι μικρά όπως σας είχα συνηθίσει στο πρώτο. Σιγουρα πάντως υα υπάρξουν και μεγαλύτερα από αυτό. Θα ήθελα να διαβάσω τις γνώεμς σας. Πώς σας φάνηκε το πρώτο κεφάλαιο;
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro