Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7


ΚΕΝΤΡΟ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΜΙΝΑΣΝΤΡΙΛ

Ο Λούις και η Σοφία βρίσκονταν έξω από την πύλη του κάστρου της Μίνασντριλ. Ήταν όλο χτισμένο από γκρίζα πέτρα, το ίδιο και όλα τα σπίτια, οι δρόμοι και τα σοκάκια σε όλη την πόλη. Ένας φρουρός τους άνοιξε και αφού έγιναν οι απαραίτητες συστάσεις είπε:

«Βασίλισσα Σοφία, εσείς μπορείτε να περάσετε. Αλλά δεν νομίζω το ίδιο και για τον συνοδό σας. Ο βασιλιάς δεν καλωσορίζει ποτέ ξένους.»

Η Σοφία τότε πήγε να διαμαρτυρηθεί μα ο Λούις τη σταμάτησε και της είπε:

«Δεν πειράζει, Λαίδη μου. Πηγαίνετε εσείς και θα σας περιμένω.» Έπειτα έγειρε στο αυτί της και ψιθύρισε: «Θα προσπαθήσω να μπω κρυφά.» Η Σοφία ένευσε με ελπίδα ότι θα κατάφερνε να την ακολουθήσει μέσα στο παλάτι και αποφάσισε να συναντήσει πρώτη τον βασιλιά και να του μιλήσει για να του εξηγήσει. Μπήκε στο παλάτι και ο μεγαλόσωμος φρουρός της πύλης έκλεισε το δρόμο στον Λούις χαμογελώντας κοροϊδευτικά.

Ο Λούις τον αγνόησε, συγκρατώντας το θυμό του και προχώρησε προς την αντίθετη κατεύθυνση. Λίγο πιο κάτω, μπήκε σε μια μπυραρία.

Το μάτι του έπεσε πάνω σε έναν μυστήριο τύπο, ο οποίος έπινε μπύρα καθισμένος σε ένα σκαμπό της μπάρας. Ήταν αδύνατος και φορούσε ένα καφέ καπέλο και παλιά, φτωχικά ρούχα. Πήγε να του μιλήσει.

«Καλησπέρα.» του είπε αφού κάθισε στο διπλανό σκαμπό.

«Γεια!» του είπε ο τύπος.

«Ξέρεις, δεν είμαι από αυτά τα μέρη. Για την ακρίβεια, πρώτη φορά επισκέπτομαι τη Μίνασντριλ και θα ήθελα κάποιες πληροφορίες. Με λένε Λούις.»

«Τι θες να μάθεις; Εγώ είμαι ο Τζακ και είμαι ο καλύτερος κλέφτης αυτής της πλευράς του ωκεανού! Για οποιαδήποτε κλεψιά, απάτη ή κομπίνα εμένα ρωτάνε όλοι.» Ο Λούις δεν μπορούσε να πιστέψει πόσο τυχερός ήταν! Σίγουρα ένας ληστής ήταν το καταλληλότερο άτομο για να τον βάλει κρυφά στο παλάτι. Έγειρε πιο κοντά για να μην τους ακούσουν και του είπε συνωμοτικά:

«Θέλω να μπω στο παλάτι. Κάτι μου λέει ότι εσύ μπορείς να με βοηθήσεις.»

«Να μπεις στο παλάτι;» επανέλαβε έκπληκτος. «Και γιατί, αν επιτρέπεται;»

«Δε μπορώ να σου πω. Πάντως είναι πολύ σημαντικό.»

«Και δεν μπορείς να μπεις έτσι απλά από την μπροστινή πύλη, ε;»

«Όχι. Οι φρουροί δεν καλωσορίζουν ποτέ ξένους σαν εμένα.»

«Όπως το περίμενα. Υπάρχει ένας κωδικός ωστόσο, ένα όνομα, το οποίο μόνο οι γαλαζοαίματοι κι όσοι δουλεύουν μέσα στο παλάτι γνωρίζουν. Αν βρούμε αυτό τον κωδικό και τον πεις στον φρουρό της πύλης, θα σε αφήσει να περάσεις.»

Το σκέφτηκε για λίγο και συνέχισε:

«Τώρα που το λες, το παλάτι σίγουρα θα έχει διάφορα πολύτιμα συμπράγκαλα που θα μπορούσαν να με κάνουν πλούσιο. Έχω καιρό να κάνω μια γερή μπάζα, οπότε ευκαιρία να μπω κι εγώ μαζί σου και να κλέψω κάνα δυο πραγματάκια. Μην ανησυχείς, ο βασιλιάς δεν θα πάρει πρέφα τίποτα. Ναι, θα μπορούσα να μας βάλω μέσα απόψε... αλλά θα πρέπει κι εσύ να μου δώσεις μια αμοιβή. Δεν δουλεύω ποτέ και για κανέναν τζάμπα. Τι θα έλεγες για ένα ποτό των πενήντα νομισμάτων;» Ο Λούις έδειξε το μεγάλο ποτήρι με τη μπύρα του Τζακ:

«Μα πίνεις ήδη.»

«Ένα ποτό δεν είναι ποτέ αρκετό... και αυτό που θέλω είναι πολύ ακριβό για να το αγοράσω. Μόνο οι πλούσιοι το πίνουν.»

«Εντάξει.» συμφώνησε ο Λούις. «Θα σε κεράσω.»

Αφού ήπιε λίγο από το πανάκριβο ποτό που τον κέρασε ο Λούις, ο Τζακ αναφώνησε με απόλαυση και είπε:

«Υπέροχο!» Ο Λούις προτίμησε να παραμείνει νηφάλιος, ώστε να έχει καθαρό μυαλό έτσι δεν ήπιε τίποτα, απλά έκανε παρέα στον Τζακ καθώς εκείνος απολάμβανε το ποτό του. Όταν το τελείωσε, βγήκαν μαζί από τη μπυραρία.

«Δεν μπορούμε να μπουκάρουμε μέχρι το σκοτάδι, γι' αυτό θα σε συναντήσω δίπλα στο πανδοχείο που είναι κοντά στο παλάτι τη νύχτα.» είπε ο Τζακ και του έδωσε οδηγίες για να πάει εκεί. «Πάρε έναν υπνάκο στο πανδοχείο και πέρνα τη μισή μέρα εκεί. Θυμήσου, μόλις σκοτεινιάσει θα σε συναντήσω έξω απ' το πανδοχείο. Εις το επαναδείν!» είπε και χωριστήκανε.

«Ο στρατός των Μόργκοστ έρχεται!» άκουσε τότε ο Λούις έναν άγνωστο να λέει. «Θα μας σκοτώσουν όλους! Δε θέλω να πεθάνω...»

Κατευθύνθηκε προς το πανδοχείο. Σε μια άκρη του δρόμου άκουσε μια παρέα αντρών να συζητούν:

«Έχω ακούσει φήμες που λένε ότι ο στρατός των Μόργκοστ θα φτάσει σύντομα. Αλλά όλα αυτά είναι φήμες!» Λίγο πιο κάτω, σε κάτι σκαλιά, ένας άλλος τον έπιασε και του είπε:

«Οι Μόργκοστ έρχονται. Νομίζω είναι καλύτερα να πας σπίτι αμέσως και να προστατεύσεις την οικογένεια σου...» Ο Λούις τον καθησύχασε λέγοντας χαμηλόφωνα πως όλα θα πάνε καλά χτυπώντας τον απαλά στην πλάτη και τον προσπέρασε.

Λίγο πιο πέρα βρισκόταν το πανδοχείο. Άνοιξε την πόρτα και μπήκε μέσα. Μια κοπελίτσα με μοβ μαλλιά τον ρώτησε:

«Θα θέλατε να ξεκουραστείτε;»

«Ναι,» απάντησε ο Λούις. Η κοπέλα του έδωσε ένα κρεβάτι στο ισόγειο στο οποίο κοιμήθηκε αμέσως, με τόση κούραση από το ναυάγιο κι έπειτα.

Είχε νυχτώσει όταν ξύπνησε. Σηκώθηκε, πλήρωσε την κοπέλα για το κρεβάτι και βγήκε έξω. Δίπλα απ' το πανδοχείο τον περίμενε ο Τζακ.

«Άργησες, αργόσχολε! Ακολούθα με!» του είπε. Προχώρησαν και ανέβηκαν πολλά σκαλιά τα οποία οδηγούσαν επάνω σε ένα από τα τείχη του κάστρου. Αφού συνέχισαν αθόρυβα βρέθηκαν πίσω από μερικούς φρουρούς. Εκεί υπήρχε μια καταπακτή. Ο Τζακ διέρηξε την κλειδαριά της και είπε:

«Άνοιξα την καταπακτή που οδηγεί στο δωμάτιο με τις πανοπλίες. Άντε μέσα, φόρα μια στολή και προσπάθησε να μάθεις τον κωδικό. Οι φρουροί σε αυτή τη μεριά του παλατιού είναι όλοι βλήματα, θα στον ξεράσουν αμέσως.» Ο Λούις πήδηξε μέσω της καταπακτής μέσα σ' ένα δωμάτιο που φαινόταν πως ήταν τα αποδυτήρια των φρουρών. Απ' το δίπλα δωμάτιο άκουσε δυο φρουρούς να συζητούν. Φόρεσε γρήγορα μια πανοπλία και πέρασε στο δίπλα δωμάτιο.

«Έι, θυμάστε ακόμα τον κωδικό για την πύλη;» τους ρώτησε και εκείνοι κοίταξαν ο ένας τον άλλον.

«Δεν είμαι σίγουρος, αλλά νομίζω ότι το πρώτο γράμμα είναι Μ. Μπόρας, κάτι τέτοιο.» είπε ο ένας.

«Όχι, ρε χαμένε. Μπόρας δεν είναι με τίποτα. Αφού το τελευταίο γράμμα είναι Ν.» αντέτεινε ο άλλος. «Είναι Όλιν, νομίζω. Μα ούτε κι εγώ είμαι σίγουρος.»

«Το θυμήθηκα! Μπέντζιν είναι ο κωδικός!» αναφώνησε τότε ο άλλος.

«Ευχαριστώ.» είπε ο Λούις, χαρούμενος που πήρε τόσο εύκολα αυτή την πληροφορία από τους αφελείς φρουρούς. Έφυγε αμέσως για να μην κινήσει τις υποψίες τους, επέστρεψε στο δωμάτιο με τις πανοπλίες και αφού απαλλάχτηκε από αυτή που φορούσε και το περιττό βάρος της, ανέβηκε πάλι πάνω και είπε ότι άκουσε στον Τζακ.

«Τώρα που έχουμε τον κωδικό, ας πάμε στην πύλη.» είπε ο Τζακ. «Ώρα να αποκτήσω μια μικρή περιουσία από τα μπιχλιμπίδια του βασιλιά.» και αφού έτριψε τα χέρια του έφυγε τρέχοντας. Ο Λούις έσπευσε να τον ακολουθήσει και τον συνάντησε ξανά μπροστά από την πύλη. Ευτυχώς, ο φρουρός ήταν διαφορετικός από εκείνον που είχε συναντήσει το μεσημέρι με τη Σοφία.

«Γεια σας. Είμαστε... ε... καινούργιοι υπηρέτες του παλατιού και ήρθαμε για να πιάσουμε νυχτερινή βάρδια.» του είπε τότε ο Τζακ.

«Ξέρετε τον κωδικό;» τους ρώτησε ο φρουρός δύσπιστα.

«Μπέντζιν.» απάντησε με σιγουριά ο Λούις.

«Σωστά. Μπορείτε να περάσετε.» Τους άνοιξε και μπήκαν μέσα. 

"Ωραία. Οι νυχτερινοί φρουροί σε αυτή τη μεριά είναι πιο αυστηροί και δεν αφήνουν κανέναν να κυκλοφορεί νύχτα, ειδικά όσο προχωράμε προς την αίθουσα του θρόνου. Θα μας περάσουν από ανάκριση, για αυτό θα πρέπει να περάσουμε μεταμφιεσμένοι." είπε ο Τζακ.

"Σε τι θα μεταμφιεστούμε;" 

"Σε αυτά." Ο Τζακ έδειξε μερικά άδεια βαρέλια σε μια γωνία του διαδρόμου.

Έβαλαν από ένα βαρέλι από πάνω τους και προχωρούσαν όταν απομακρύνονταν τα φώτα απ' τους δαυλούς των φρουρών στο σκοτάδι, βλέποντας οι ίδιοι από κάτι τρύπες που υπήρχαν στα βαρέλια.

Σταμάτησαν μπροστά από μια άλλη πύλη.

«Ωραία, εδώ χωριζόμασε. Ήρθε η ώρα μου να αποκτήσω τον πολυπόθητο θησαυρό. Χάρηκα για τη γνωριμία, Λούις. Δεν ξέρω τι έχεις σκοπό να κάνεις και γιατί ήθελες τόσο πολύ να μπουκάρεις εδώ, αλλά πρόσεχε!» είπε ο Τζακ και έφυγε.

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro