Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Πίσω από ένα σπασμένο βουλοκέρι/ part 3

Η Νίνα έμεινε ακίνητη να τους κοιτάζει, η ματιά της ωστόσο, παρέμενε καρφωμένη κυρίως στη φίλη της. Μη θέλοντας να φανεί αδιάκριτη, τη βοήθησε με τα πράγματά της και κατόπιν της ψιθύρισε πως θα συναντιούνταν αργότερα και αν εκείνη το επιθυμούσε, στο Ρίτα, το μαγαζί του αδερφού της. Απέναντί της, ο νεαρός φαινόταν θλιμμένος.

«Χάρηκα Ρωμαίο. Να ξέρεις πως τα γράμματά σου ήταν πολύ όμορφα, όπως και να έχει. Μας θύμισες μία άλλη εποχή, ξεχασμένη, μακριά από την απρόσωπη τεχνολογία» του είπε η Νίνα και χαμογελώντας στη Μαριάντζελα για μία τελευταία φορά, αποχώρησε. Η κοπέλα τον κοίταξε ελαφρώς αμήχανη.

«Θα ήθελες να έρθεις; Ή προτιμάς να περπατήσουμε;» τον ρώτησε.

«Ίσως θα ήταν καλύτερο να τα λέγαμε κάπου πιο ήσυχα και έπειτα, αν ακόμη το επιθυμείς, μπορούμε να περπατήσουμε. Μπορώ να σε βοηθήσω με τη βαλίτσα σου, μοιάζει βαριά» της πρότεινε ελαφρώς ντροπαλά.

«Δεν πειράζει...»

«Μην ανησυχείς, δεν είναι τίποτε» την σήκωσε και μαζί κατευθύνθηκαν στο εσωτερικό της πολυκατοικίας.

Μόλις εισήλθαν στο διαμέρισμα, εκείνη άνοιξε ευθύς τα παντζούρια, επιτρέποντας στο φως του ήλιου να εισέλθει. Ήταν τότε που φάνηκε το μπαλκόνι εκείνου του δωματίου που φιλοξενούσε τον Ρωμαίο τις δύσκολες στιγμές του. Εκείνος μετακινήθηκε προς τα εκεί, δείχνοντάς της το σκοτεινό δωμάτιο.

«Είχε θέα στο δικό σου μπαλκόνι» ξεκίνησε και η κοπέλα χαμογέλασε.

«Ήσουν...ήσουν εκείνη η ήσυχη φιγούρα λοιπόν, που για τουλάχιστον ένα εξάμηνο, έμενε κάποτε στο συγκεκριμένο δωμάτιο» απάντησε και κατόπιν άλλαξε απότομα το θέμα «Θα ήθελες φρέσκο χυμό λεμονιού; Μου τον έφερε μόλις η Νίνα»

«Ευχαρίστως» της απάντησε με ένα μειδίαμα και κάθισε αργά στον καναπέ.

Στα μάτια του, διαφαινόταν μία καλοσύνη, μία πραότητα. Η Μαριάντζελα  ωστόσο αισθάνθηκε μπερδεμένη. Δύο αδέρφια, ο ένας ήταν ο συγγραφέας εκείνων των γραμμάτων που της άλλαξαν τη ζωή, που την παρότρυναν να πραγματοποιήσει ένα ταξίδι στις ομορφιές της χώρας της, με πυξίδα τα δικά του ονειρεμένα μέρη. Ο άλλος...Αχ, αυτός ο άλλος. Η σχέση τους είχε με βεβαιότητα περάσει από σαράντα κύματα. Ο Μικέλε ήταν το κάτι άλλο, ήταν αυτή η προσωπικότητα που την ωθούσε στα όριά της και που ταυτόχρονα, την φιλούσε προστατευτικά στο μέτωπο, δείχνοντάς της την υποστήριξή της. Ξεκίνησε να τον αντιπαθεί, να ονειρεύεται το πρόσωπό του τυπωμένο στα είδη υγιεινής και κατέληξε να τον έχει συνεπιβάτη σε μία διαδρομή πρωτόγνωρη.

΄΄Ανάθεμα!΄΄ ψέλλισε σχεδόν μέσα από τα δόντια της καθώς σέρβιρε τον χυμό με λίγα παγάκια.

Επιστρέφοντας με τον δίσκο, τον άφησε με προσοχή μπροστά από τον Ρωμαίο.

«Συγγνώμη που δεν έχω κάτι άλλο να σου προσφέρω, μα έλειπα για αρκετές μέρες και κατά πώς φαίνεται, θα λείψω ξανά μέχρι το τέλος της άδειάς μου» ολοκλήρωσε καθώς σκεφτόταν μέσα σε όλα και τον γάμο της ξαδέρφης της που απειλητικά διεκδικούσε θέση στο προσωπικό της πρόγραμμα.

«Μην ανησυχείς. Αυτή τη φορά, θα σου προσφέρω εγώ κάτι. Βασικά απαντήσεις» έκανε την αρχή ο Ρωμαίος παρόλο που του ήταν υπερβολικά δύσκολο να ξεστομίσει ορισμένες λέξεις και μία αλήθεια βαριά σαν ογκόδη πέτρα « Λοιπόν, όλα ξεκίνησαν από εκείνο το δωμάτιο που έχει θέα τα μικρά σου παρτέρια εδώ έξω» χαμογέλασε για λίγο, μα πάντοτε, υπήρχε μία σκιά που αμαύρωνε την ομορφιά ενός χαμόγελου ημιτελούς «Εκεί έμενα κάθε φορά που ερχόμουν στο Μιλάνο για...» κόμπιασε «Για χημειοθεραπείες» ολοκλήρωσε και μαζί με τις κουβέντες του, απελευθερώθηκε και ένας αναστεναγμός.

Εκείνη άξαφνα ανασήκωσε το κεφάλι της.

«Χημειοθεραπείες; Ω, λυπάμαι...είσαι καλά τώρα;» δεν ήξερε ειλικρινά τι έπρεπε να πει. Εκείνος δεν απάντησε.

«Τυχαία επέλεξα το συγκεκριμένο ξενοδοχείο, τουλάχιστον στην αρχή. Μου άρεσε να κάθομαι στο παράθυρο, με βοηθούσε ψυχολογικά πολύ, ήθελα να ρουφήξω εικόνες. Εικόνες από την καθημερινή ζωή των ανθρώπων, στους οποίους είχε δοθεί εν αγνοία τους, ένα υπέροχο δώρο. Η υγεία. Ένα πρωί λοιπόν, λίγο πριν μεταβώ στο νοσοκομείο σε πρόσεξα. Είχες βγει έξω, κοιτούσες με λατρεία τα λουλούδια σου, τα φρόντιζες, τους μιλούσες. Άλλοτε πάλι τραγουδούσες. Ήσουν μία εικόνα θετική για εμένα, μία ελπίδα στο μαρτύριο που με περίμενε. Έπειτα, ένα βράδυ σε άκουσα να κλαις. Η...φωνή σου ήταν λίγο δυνατή όταν μιλούσες στο τηλέφωνο και από τα συμφραζόμενα, κατάλαβα πως το ζήτημα αφορούσε μάλλον το ράγισμα της καρδιάς σου. Δεν σου άξιζε να στεναχωριέσαι. Έτσι, είχα την λαμπρή ιδέα, να αναζητήσω τρόπο, ώστε να σε φέρω κοντά με τον Μικέλε. Κατά καιρούς, τον έβλεπα και εκείνον να μαραζώνει με σχέσεις που δεν του άρμοζαν. Μπορεί να είναι διάσημος, μοντέλο, ωστόσο τίποτε από όλα αυτά δεν τον κάνουν ευτυχισμένο. Θεώρησα πως εσύ θα τον έκανες. Συγγνώμη ειλικρινά που ανακατεύτηκα. Γράφοντάς σου αυτά τα γράμματα και με το ανάλογο βουλοκέρι, ήξερα πως εκείνος θα τα αναγνώριζε. Αυτό με κάποιον τρόπο θα σας έφερνε κοντά, ίσως ωθώντας σας να πραγματοποιήσετε αυτό το ταξίδι που ονειρευόμουν χρόνια, μα ποτέ δεν έκανα»

Η Μαριάντζελα τον κοιτούσε αμίλητη. Ειλικρινά δεν είχε ιδέα τι έπρεπε να σχολιάσει. Είχε καταλάβει πως ο Ρωμαίος αγαπούσε τον αδερφό του και επιθυμούσε το καλύτερο για εκείνον.

«Ειλικρινά, ήταν ένας πρωτότυπος τρόπος για να φέρεις δύο ανθρώπους κοντά. Πού να ήξερες και εσύ πως ήμουν το τελευταίο άτομο για να το προωθήσεις στον κύριο Μπαρτολίνι, η μεγαλύτερη αντιφάν του. Είχε μόλις πνίξει αδέξια το κινητό μου στα βρωμερά κανάλια, δίχως να υποδείξει τον παραμικρό οίκτο ή μετάνοια»

Ο Ρωμαίος γέλασε.

«Αυτός είναι σίγουρα ο αδερφός μου. Αντιδρά λιγάκι σπασμωδικά απέναντι σε άγνωστους. Θεωρεί φαντάζομαι, πως σχεδόν άπαντες τον πλησιάζουν για αυτόγραφο. Όταν όμως ενημερώθηκα για το περιστατικό, τότε πια βεβαιώθηκα πως σε εσένα όφειλα να αφήσω τα γράμματα. Τελικά, μήπως άλλαξε η γνώμη σου  στο ταξίδι ή ο μικρός τα μούσκεψε και εκεί;»

Η Μαριάντζελα στραβοκατάπιε με θόρυβο.

«Ε, λίγα νερά τα έκανε. Εντάξει το φταίξιμο δεν ήταν αποκλειστικά δικό του, μα εκείνης της ματριόσκας από τη Μόσχα! Τελοσπάντων, ας το ξεχάσουμε ειλικρινά. Έτσι και αλλιώς οι δρόμοι μας χωρίστηκαν»

«Είσαι βέβαιη;» την ρώτησε, μα ήταν η σειρά της να μην απαντήσει. «Εντάξει, δεν θα σε πιέσω. Απλώς, θέλω να ξέρεις πως ο Μικέλε, κάτω από όλο αυτό το απαστράπτον πέπλο, είναι ένα καλό παιδί που λαχταρά για μία ειλικρινή σχέση στη ζωή του. Από όσο μπορούσα να καταλάβω, και εσύ το ίδιο. Κρίμα που χώρισαν οι δρόμοι σας» τελείωσε και έχοντας πιει και την τελευταία γουλιά από την λεμονάδα του, σηκώθηκε με κόπο από τον καναπέ και στάθηκε μπροστά της, τείνοντας το χέρι του «Χάρηκα πολύ που μιλήσαμε και πλέον δεν υπάρχουν μυστικά μεταξύ μας. Ίσως τελικά περπατήσουμε μία άλλη φορά» χαμογέλασε πάντοτε θλιμμένα.

«Χάρηκα και εγώ πολύ που γνώρισα τον αξιόλογο και ταυτόχρονα μυστηριώδη συγγραφέα αυτών των πολυπόθητων και τελικά πολύπαθων γραμμάτων. Θα περιμένω» του απάντησε.

Ο Ρωμαίος αργά βγήκε έξω, δίχως να γνωρίζει πως ο αδερφός του είχε κάνει τα αδύνατα, δυνατά προκειμένου να πάρει εξιτήριο. Γνωρίζοντας πού βρισκόταν το ξενοδοχείο της διαμονής του, είχε τρέξει να τον βρει, όταν τον είδε να βγαίνει από ένα σπίτι. Ευθύς έκανε τη σύνδεση, βλέποντας ταυτόχρονα την γνωστή σεφ, να χαιρετά πρόσχαρα τον μεγάλο του αδερφό από το μπαλκόνι. Πάγωσε. Ο Ρωμαίος το ίδιο, όπως και η Μαριάντζελα που είχε σταθεί με το χέρι μετέωρο. Μα, τι τον είχε πιάσει; Κανείς δεν του χρωστούσε, δεσμός μαζί της δεν υπήρχε, όμως μέσα του μία φωτιά σιγόκαιγε. Μία ύπουλη φωτιά που ονομαζόταν ζήλεια. Δεν είχε νιώσει ξανά κάτι παρόμοιο, ούτε καν όταν αντίκρισε τον Ένζο, αυτή τη δίποδη φαρσοκωμωδία που αποτελούσε κάποτε τον αρραβωνιαστικό της κοπέλας, που τώρα είχε μαρμαρώσει μπροστά από τις γλάστρες της. Ήταν μάλλον η σειρά του να νιώσει εκτεθειμένος, περισσότερο με τη στάση που είχε υιοθετήσει αυτή τη στιγμή.

«Μικέλε» τον κάλεσε ο Ρωμαίος μα εκείνος ξεκίνησε να υποχωρεί τρέχοντας. Άπαντες κατάλαβαν ευθύς τι είχε σκεφτεί. Η Μαριάντζελα βρέθηκε να κατεβαίνει τα σκαλιά «Άστον, θα του εξηγήσω εγώ με ψυχραιμία» την καθησύχασε, ωστόσο η κοπέλα είχε απλώς μείνει να αναρωτιέται για ποιον λόγο τελικά χρωστούσε εξηγήσεις στον Μικέλε.

Ο ίδιος ο Μικέλε, βρέθηκε εντός του πολυτελούς του αυτοκινήτου, να κινείται με ιλιγγιώδη ταχύτητα στο δρόμο για το σπίτι του. Οι γονείς θα έλειπαν, είχαν επαγγελματικές υποχρεώσεις, επομένως η βίλα θα βρισκόταν επιτέλους στο έλεος το δικό του και των φίλων του. Καθόλη τη διάρκεια της διαδρομής, η εικόνα της κοπέλας και του αδερφού του, αναδυόταν διαρκώς στο μυαλό του.

΄΄Σταμάτα να το σκέφτεσαι. Η Μαριάντζελα δεν είναι η κοπέλα σου, ήταν η συνοδός σου σε ένα ταξίδι που πρωτίστως είχες ανάγκη εσύ΄΄΄ξεκίνησε το υποσυνείδητο ΄΄Όμως και πάλι. Ποια θα σε ήθελε εσένα; Πάντοτε τον αδερφό σου προτιμούσαν για κάτι σοβαρό, μέχρι που ο καρκίνος διέλυσε τον τελευταίο του δεσμό. Ο Ρωμαίος έχασε τον εαυτό του, βοήθεια δεν δεχόταν από κανέναν...΄΄

Δεν είχε ιδέα πώς κατόρθωσε να πάρει τη στροφή, δίχως να πατήσει ως και την Γκούφη που είχε τρέξει να τον υποδεχτεί. Χαϊδεύοντας τον γιγάντιο σκύλο, διέσχισε τον κήπο ταχύτατα για να βρεθεί εντός του κενού χώρου του πατρικού του. Τα βήματά του αντιλαλούσαν καθώς κατευθυνόταν προς την πισίνα. Τελικά άλλαξε γνώμη και βρέθηκε στο δωμάτιό του ξαπλωμένος στο νεανικό του κρεβάτι. Το κεφάλι του εξαιτίας των ραμμάτων έτσουζε, το ίδιο και τα μάτια του. Ένας ύπνος τον τύλιξε παράξενος, όταν ένιωσε κάποιον να τον σκουντά ανάλαφρα. Μισάνοιξε τα μάτια του και αντίκρισε τον Ρωμαίο.

«Δεν σε άκουσα» πρόφερε αμήχανα.

«Λογικό, κοιμόσουν βαθιά»

Αμηχανία.

«Κοίτα, σχετικά με πριν...»ξεκίνησε ο Μικέλε.

«Ξέρω πως σου αρέσει αδερφέ και της αρέσεις και εσύ, δεν χωρά αμφιβολία γι' αυτό» μπήκε κατευθείαν στο ψητό και ο Μικέλε ταράχτηκε.

«Δεν γνωρίζω στ' αλήθεια για ποιο πράγμα μιλάς. Ήσουν σπίτι της...Εσύ...πάντα άρεσες στις γυναίκες, τους άρεσες ειλικρινά εννοώ» ομολόγησε και ο Ρωμαίος χάιδεψε απαλά τα μαλλιά του μακριά από το χτύπημα.

«Άκουσέ με, εγώ επισκέφθηκα απλώς την κοπέλα για να της εξηγήσω τον λόγο ύπαρξης των γραμμάτων και να της μιλήσω για εσένα. Η εικόνα της όλους αυτούς τους μήνες, απλώς αποτελούσε ένα βάλσαμο ψυχής για εμένα. Δεν την είδα ποτέ ερωτικά, αντιθέτως, θεώρησα πως θα ήταν για εσένα, μία όμορφη σχέση αν σας δινόταν η ευκαιρία να γνωριστείτε. Θα ήταν λιγότερο επώδυνο να γνωρίζω πως εσύ είσαι καλά και ευτυχισμένος, όταν εγώ...όταν εγώ ίσως δεν βρίσκομαι πια μαζί σου»

Ο Μικέλε οργίστηκε.

«Σταμάτα! Σταμάτα πια με αυτήν την κουβέντα! Δεν θέλω να μιλάς έτσι! Δεν θέλω να σε ακούω! Έκοψες τις θεραπείες γιατί είσαι καλά! Έτσι δεν είναι;»

«Μικέλε...Σταμάτησα γιατί...»

«Γιατί είσαι καλά!» συνέχισε να ουρλιάζει.

«Όχι αδερφέ...»

«Ναι! Μη μιλάς!» ο Μικέλε είχε αρχίσει να κοκκινίζει ολόκληρος, να βυθίζεται σε ένα παραλήρημα άρνησης.

«Σταμάτησα γιατί δεν υπήρχε νόημα! Διάολε! Δεν έχω ελπίδες! Ακούς; Δεν έχω μήτε ελπίδες, μήτε χρόνο!Πεθαίνω!» ξέσπασε με λυγμούς κόβοντας την ανάσα του αδερφού του. Το επόμενο βήμα, ήταν να βγει από το δωμάτιο κοπανώντας με φόρα την πόρτα πίσω του.

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro