Κεφάλαιο Τρίτο/ part 3
Περνώντας το κατώφλι της πόρτας του διαμερίσματός μου, διαπίστωσα πως στο κινητό μου υπήρχαν δύο αναπάντητες κλήσεις, τις οποίες άθελά μου είχα αγνοήσει, μιας και εκεί που καθόμουν δεν είχε καλό σήμα. Στη θέα μου ο Έκτορας σηκώθηκε αδέξια από τον καναπέ κατευθυνόμενος προς το μέρος μου, με την ανησυχία να σκιάζει το πρόσωπό του.
«Καλά ρε Ιλεάνα, μα πού ήσουν;» με ρώτησε «Σε πήρα τηλέφωνο δύο φορές και έδειχνε πως δεν είχε καν σήμα» τον άκουσα να διαμαρτύρεται και για πρώτη φορά έπιασα τον εαυτό μου να αρνείται να δώσει εξηγήσεις, οι οποίες θα έφερναν επιπλέον προβλήματα στην επιφάνεια.
«Ίσως και να μην είχε πράγματι σήμα. Την βόλτα ωστόσο την είχα ανάγκη μιας και οι τοίχοι του πατρικού μου είχαν ξεκινήσει να δημιουργούν μία θηλιά γύρω από τον λαιμό μου» του απάντησα θυμωμένη.
«Καλά, ο λόγος που θίχτηκες τόσο, ήταν απλώς γιατί ο πατέρας σου αδίκησε έναν τύπο από την Τουρκία που δεν τον γνωρίζεις καν; Μου φαίνεται λιγάκι υπερβολικό» ξεκίνησε και ξεφύσησα με απόγνωση. Για ακόμη μία φορά, ο Έκτορας στεκόταν στην επιφάνεια των γεγονότων, μα από την δική του πλευρά ίσως να έπραττα το ίδιο.
«Ξέρεις κάτι; Η αδικία απέναντι σε έναν άνθρωπο, θεωρείται κατά την άποψή μου ανήθικη.Η προσπάθεια δε χειραγώγησής μου μέσω αυτής της αδικίας, ξεπερνά τα όρια της ανοχής μου. Αυτός ήταν και ο βασικός λόγος που ξέσπασα. Έκτορα, τον γνωρίζεις τον πατέρα μου καιρό τώρα. Καταλαβαίνω πως εσείς οι δύο τα πηγαίνετε περίφημα, ωστόσο αύριο θα είμαι εγώ η γυναίκα σου. Μαζί μου θα γυρνάς στο σπίτι και όχι με τον πατέρα μου, επομένως, από το να με βλέπεις να φεύγω μόνη μου, την επόμενη φορά, σήκω από το αναθεματισμένο το τραπέζι και ακολούθησέ με! Στάσου στο πλευρό μου όπως σου αρμόζει. Σε λίγο καιρό θα ενώσουμε τις ζωές μας. Πώς θα γίνει αυτό αν βαδίζουμε σε ξεχωριστά μονοπάτια;» προσπάθησα να τον προβληματίσω κάνοντας επίκληση στο συναίσθημά του.
«Έχεις δίκιο. Πρέπει να σε στηρίζω γιατί θα γίνεις η γυναίκα της ζωής μου, όχι δηλαδή πως δεν είσαι ήδη. Υπόσχομαι να το κάνω περισσότερο από εδώ και μπρος. Γι'αυτό, ξέχνα για σήμερα τον πατέρα σου και την παρεξήγηση, γιατί σου έχω ετοιμάσει μία έκπληξη. Έλα μαζί μου στην κουζίνα» με προέτρεψε και με πήρε τρυφερά από το χέρι προκειμένου να μου παρουσιάσει την προετοιμασία που είχε κάνει, παρά το σπιτικό φαγητό της μητέρας μου.
Το αγαπημένο μου έδεσμα ήταν ανέκαθεν ένα από τα πιο απλά πιάτα, ωστόσο πάντοτε το απολάμβανα σαν να το δοκίμαζα για πρώτη φορά. Φυσικά αναφέρομαι στην πασίγνωστη καρμπονάρα. Ο Έκτορας, είχε ετοιμάσει δύο πιάτα και είχε στρώσει όμορφα το τραπέζι, με χρώματα γήινα που αγαπούσα, ενώ είχε τοποθετήσει στο βάζο φρέσκα τριαντάφυλλα, για την ακρίβεια κόκκινα, μιας που ήξερε την άποψή μου για το ομορφότερο άνθος του κόσμου.Ο φωτισμός του χώρου, ρυθμιζόταν πάντοτε από εμάς μέσω του διακόπτη.
«Λοιπόν, νιώθεις καλύτερα;» με ρώτησε και ένευσα θετικά.
Είχαμε καιρό να αφιερώσουμε στον εαυτό μας μία τέτοια απλή στιγμή και να την μοιραστούμε. Μας είχε καταπιεί η ρουτίνα και το τρέξιμο του γάμου. Μου σέρβιρε το κρασί και κάναμε πρόποση στην μελλοντική, κοινή μας ζωή. Μέσα μου ωστόσο, κάτι είχε αλλάξει, σαν να είχε παραχωρήσει η καρδιά μου, έστω και μερικά εκατοστά από τον προσωπικό της πολύτιμο χώρο, προκειμένου να εισβάλει ακόμη ένας. Ένα πρόσωπο που με τόση ευκολία, είχε μπει στη ζωή μου τόσο ξαφνικά και απρόβλεπτα. Μέσα μου γέλασα με τον ίδιο μου τον εαυτό. Η ζωή δεν ήταν αμερικάνικη ταινία και εγώ έπρεπε στα σίγουρα να κόψω τις πολλές ρομαντικές ιστορίες μέσα από τις οποίες τα νέα κορίτσια καλλιεργούσαν φρούδες ελπίδες, μίας σχέσης ανατρεπτικής.
«Είναι όλα υπέροχα» ομολόγησα στον Έκτορα που δεν έπαψε λεπτό να χαμογελά, μόνο για σηκωθεί από την καρέκλα που καθόταν και να με πλησιάσει αργά.
«Απόψε η βραδιά είναι δική μας. Βάλε το κινητό σου στο αθόρυβο και το ίδιο θα κάνω και εγώ μωρό μου» μειδίασε και ξεκίνησε να με φιλά απαλά.
Η αλήθεια, παρά τους αρχικούς δισταγμούς μου, αποφάσισα να παραδοθώ αργά σε εκείνον και τις προθέσεις του. Μου άρεσε αυτό που ζούσα τώρα και μου είχε λείψει. Οι δυο μας, σβήσαμε μαζί τα κεριά από το τραπέζι για να μεταφερθούμε στην κρεβατοκάμαρα. Καθώς γινόμασταν ένα μέσα στο μισοσκόταδο, για κλάσματα, στο μυαλό μου πετάχτηκε η εικόνα του Κεναν και καθώς δεν είχα εικόνα από τον Έκτορα εξαιτίας της απουσίας του φωτισμού, το μυαλό μου αποφάσισε να μου παίξει ένα άσχημο παιχνίδι, αλλοιώνοντας την πραγματικότητα και τοποθετώντας στη θέση του άνδρα που έκανε έρωτα εκείνη τη στιγμή, το πρόσωπο με τα φουρτουνιασμένα μάτια, σαν το κύμα της θάλασσας, το πρόσωπο με τα εβένινα μαλλιά, το θλιμμένο χαμόγελο και τον ανατολίτικο αέρα.
Τρομοκρατημένη απόδιωξα το όνειρο αγκαλιάζοντας τον Έκτορα πιο σφιχτά. Το κορμί του είχε ιδρώσει και το γνωστό άρωμά του, έκανε κατάληψη στην καρδιά μου. Οι χτύποι της σαν να γαλήνεψαν, και οι δυο μας μείναμε αγκαλιασμένοι, για να παραδοθούμε σε ένα λυτρωτικό ύπνο που τόσο πολύ είχα ανάγκη.
Κωνσταντινούπολη
Εκείνο το καληνύχτα, είχε μείνει να κρέμεται από τα χείλη του. Η αλήθεια, σε καμία περίπτωση δεν καρτερούσε πως η κοπέλα θα ήθελε να του μιλήσει στην κάμερα, ωστόσο μόλις το πληροφορήθηκε, έτρεξε να φορέσει μία μπλούζα, καθώς δεν το θεωρούσε πρέπον να εμφανίζεται ημίγυμνος σε μία γυναίκα που ακόμη δεν την γνώριζε και που χειρότερα ακόμη, ανήκε στο ευρύτερο περιβάλλον της δουλειάς του. Παρά το γεγονός πως είχε ένα σχετικά όμορφο σώμα, όχι ιδιαίτερα γυμνασμένο, μα με ψηλό κορμό και ανοιχτές πλάτες, ο Κενάν πάντοτε θεωρούσε ανώριμους εκείνους που έριχναν τις γυναίκες κάνοντας επίδειξη της σωματικής τους ομορφιάς. Αν εξαιρούσες το καλοκαίρι και την εμφάνιση στην παραλία, ο Κενάν θεωρούσε πως η θέαση του σώματός του, ήταν πολύ προσωπική υπόθεση και θα ανήκε μονάχα στην γυναίκα εκείνη που θα στεκόταν δίπλα του, ως ένας δεσμός, αν φυσικά ποτέ έβρισκε την κατάλληλη.
Είχε ξημερώσει Σάββατο και ο ίδιος είχε αποφασίσει να περάσει από το μαγαζί του πατέρα του, παλεύοντας να σπάσει τον τοίχο που είχε σηκώσει στην οικογένειά του. Η ψυχρότητα μεταξύ τους του δημιουργούσε μία επιπλέον μελαγχολία. Τη στιγμή που έριχνε κρύο νερό στο πρόσωπό του, έπιασε τον εαυτό του να σταματά αυθόρμητα και να δημιουργεί στο μυαλό του την εικόνα της Ιλεάνας. Είχε παρατηρήσει έναν υποβόσκον πόνο στο βλέμμα της και αυτό δεν του άρεσε. Θεωρούσε, πως οι γυναίκες που διακρίνονταν κυρίως από εσωτερική ομορφιά, έπρεπε να ανθίζουν καθημερινά σαν τα άγρια τριαντάφυλλα. Τουλάχιστον εκείνος, φρόντιζε κάποτε να κάνει την Μπινάζ ευτυχισμένη. Θυμόταν με νοσταλγία, πως από την ημέρα που είχε πληροφορηθεί για την εγκυμοσύνη της, δεν την είχε αφήσει να σκύψει ούτε μία φορά. Κάθε πρωί, ο ίδιος γονάτιζε για να της δένει τα κορδόνια των παπουτσιών και αργότερα, σε πιο προχωρημένο μήνα, να της κουβαλά την τσάντα μέχρι τη δουλειά της, όπου την άφηνε έξω ακριβώς από το δημοτικό σχολείο. Αρκετές φορές, της ετοίμαζε πρωινό και είχε αναλάβει εκείνος όλες τις δουλειές του σπιτιού που ήταν βαριές.
Πολλές φορές, την είχε δει να κλαίει από συγκίνηση, εξαιτίας όλης αυτής της αφοσίωσης του άντρα της, καθώς η κολλητή της φίλη, είχε πέσει σε μία αντίθετη περίπτωση. Ο Κενάν τα απογεύματα που γυρνούσε, καθόταν στον καναπέ, πάντοτε με εκείνο το τετράδιο, παλεύοντας να ολοκληρώσει το παιδικό παραμύθι που είχε ξεκινήσει. Η Μπινάζ σεβόταν απόλυτα τις ώρες της συγκέντρωσής του και απλά, βαστώντας τον αγκαλιά, παρακολουθούσε τηλεόραση, ή διάβαζε και εκείνη το δικό της βιβλίο. Όλες αυτές οι σκέψεις, είχαν περάσει αστραπιαία από το μυαλό του εκείνο το πρωινό και μαζί με το νερό της βρύσης, κύλησαν και τα δάκρυά του, για το κενό που είχε δημιουργηθεί στην ψυχή του. Τότε όμως ήταν που συνειδητοποίησε κάτι. Πως παρά το γεγονός πως μονάχα ο Μετίν, γνώριζε για το θέμα της Μπινάζ τόσο καλά, μόλις εχθές και μέσα σε μερικά λεπτά, είχε σχεδόν εξομολογηθεί το βάσανό του και σε μία άγνωστη κοπέλα. Το ακόμη πιο τρομακτικό για τον ίδιο, ήταν πως δεν το είχε μετανιώσει ούτε για μία στιγμή.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro