Κεφάλαιο Τέταρτο/ part 6
Καθόμουν στο μπαρ, παρέα με εκείνον τον άντρα που τον τελευταίο καιρό είχε τρυπώσει ύπουλα τη σκέψη μου. Η αμηχανία μου ήταν έκδηλη και έτσι είχα συγκεντρωθεί στο ποτό που έπινα. Το ίδιο έμοιαζε να πάλευε να κάνει και εκείνος, ωστόσο συχνά τα βλέμματά μας αντάμωναν, κάνοντας την καρδιά μου να χάνει και έναν χτύπο.
«Λοιπόν, πώς βρεθήκατε στο νησί μας;» τον ρώτησα για να ξεκινήσω τη συζήτηση και τον είδα να χαμογελά.
«Η ιστορία είναι μεγάλη και ειλικρινά δεν ξέρω αν αξίζει τον κόπο να το συζητήσουμε» μου είπε, ωστόσο δεν πτοήθηκα.
«Θα ήθελες να πάμε μία βόλτα στη θάλασσα; Ο ήχος της ηρεμεί και βοηθά τις κουβέντες να ανοίξουν πιο εύκολα» του πρότεινα και φυσικά δέχτηκε. Κατά πώς φαινόταν αγαπούσε και εκείνος τη θάλασσα.
Κάνοντας ένα πλάγιο σήμα στην Ήλια, που συζητούσε σχετικά τυπικά με τον Μετίν, πήραμε στο χέρι τα ποτά μας και κατευθυνθήκαμε προς την μεριά της παραλίας. Η αλήθεια, το ελαφρύ, ανοιξιάτικο αεράκι, με έκανε να ανατριχιάσω και είδα τον Κενάν να βγάζει το γκρίζο μπουφάν του και να το περνά ανάλαφρα στους ώμους μου.
«Θα ήθελα να μάθω την ιστορία σου. Για κάποιον παράξενο λόγο, η μοίρα μας συνδέει συνέχεια και όχι μόνο επαγγελματικά. Γενικά μου αρέσει πολύ να συναναστρέφομαι με άτομα από διαφορετικές χώρες και με αλλιώτικες κουλτούρες. Έχεις πάντοτε κάτι καινούργιο να μάθεις» πρόφερα και ένιωσα το πρόσωπό μου να φλέγεται.
«Και όμως, έχω την εντύπωση, πως οι λαοί μας μοιάζουν. Οι συνήθειές μας δεν διαφέρουν και τόσο. Για παράδειγμα, όπως και εσείς σε αρκετές περιπτώσεις μετά από ένα γεύμα σερβίρετε τσάι, το ίδιο κάνουμε και εμείς σε ένδειξη φιλοξενίας. Αν όμως μπορούσα να σκεφτώ μία μικρή διαφορά, είναι πως εμείς όταν μπαίνουμε στο σπίτι κάποιου, συχνά βγάζουμε τα παπούτσια μας, κάτι που εδώ αν έχω καταλάβει καλά, δεν συνηθίζεται και τόσο. Επίσης, τόσο εμείς όσο και εσείς, αγαπάμε τον καφέ και το ψωμί που συνοδεύει παραδοσιακά το γεύμα μας. Όπως βλέπεις, οι διαφορές είναι μικρές και γυρνάνε κυρίως γύρω από το θέμα της θρησκείας. Εκεί, υπάρχει ένα μικρό χάσμα, αλλά εμένα δεν με απασχολεί» ολοκλήρωσε και χαμογέλασα πονηρά.
«Δεν μου είπες όμως, τι σε φέρνει στα μέρη μας;» τον ρώτησα ξανά.
«Με έφερε το κότερο του Κάλιχ. Παραθέριζα στο Μπόντρουμ, ή όπως είναι η ελληνική ονομασία, Αλικαρνασσός, όταν έπειτα από ένα ατύχημα, εγώ και ο Μετίν γνωρίσαμε τον Κάλιχ. Έσωσα τον πατέρα του από βέβαιο πνιγμό και εκείνος μου πρόσφερε μία θέση στην εταιρεία του. Είναι πολύ γνωστή» μου είπε.
«Αυτό είναι πραγματικά υπέροχο. Πώς ονομάζεται η εταιρεία;»τον ρώτησα.
«Είναι η ναυτιλιακή Κοζτζούογλου» μου απάντησε και ευθύς γούρλωσα τα μάτια μου. «Συμβαίνει κάτι;» ρώτησε ο Κενάν με απορία.
«Είναι η ανταγωνιστική εταιρεία του Έκτορα, του αρραβωνιαστικού μου» του απάντησα «αλλά εντάξει είναι κορυφή και πρέπει να δεχτείς τη θέση δίχως δεύτερη σκέψη. Η δουλειά και σίγουρα οι αμοιβές, θα είναι υψηλές» πρόφερα και ο ίδιος φάνηκε να το σκέφτεται.
«Σκοπεύεις να παντρευτείς σύντομα;» με ρώτησε και ξαφνιάστηκα.
Δεν περίμενα σε καμία περίπτωση μία τέτοια ερώτηση, ωστόσο αυτό που ενδόμυχα με συγκλόνισε, ήταν το γεγονός πως η απάντηση, δεν δόθηκε απευθείας. Είχα δεύτερες σκέψεις και αυτό ήταν ολοφάνερο. Η σκέψη του γάμου δεν σκαρφάλωνε αυτόματα στο μυαλό μου, δεν προκαλούσε ρίγη χαράς στην ψυχή μου.
«Συγγνώμη, δεν ήθελα να σε κάνω να νιώσεις άσχημα. Δεν έχω κανένα δικαίωμα να ρωτώ για τα προσωπικά σου» τον άκουσα να απολογείται.
«Δεν πειράζει, είναι λογικό να ρωτάς από τη στιγμή που γνωρίζεις πως έχω αρραβωνιαστικό. Έχουμε ξεκινήσει τις προετοιμασίες γιατί ο γάμος θα είναι το Σεπτέμβρη, σε ένα παραθαλάσσιο μέρος» του είπα και τον είδα να αναστενάζει.
«Έτσι είχα σχεδιάσει κάποτε και τον δικό μου γάμο. Θυμάμαι πως είχαμε καλέσει ελάχιστα άτομα. Δεν ήθελα να έχω πολύ κόσμο, ήθελα απλά να παντρευτώ τη γυναίκα που αγαπούσα και να χαρούμε οι δυο μας την στιγμή, δίχως τα αδιάκριτα βλέμματα των φίλων και των συγγενών» ξεκίνησε την αφήγηση «Λίγο αργότερα, έμεινε έγκυος στο διάστημα που είχαμε πάει ένα ταξίδι στο Βιετνάμ, το γαμήλιο ταξίδι μας, δώρο από τους γονείς της και τον πατέρα μου, που είχε βάλει στην άκρη όλες του τις οικονομίες για εμένα..»συνέχισε κομπιάζοντας.
«Και τελικά;» ρώτησα διστακτικά.
«Την ημέρα που έγινε το δυστύχημα, η Μπινάζ έχασε το μωρό. Ήταν οκτώ μηνών. Δεν κατάφερα ούτε να το αγκαλιάσω για τελευταία φορά, δεν με άφησαν. Έθαψα τον υιό μου, δίπλα στη γυναίκα μου» τελείωσε και τον είδα να σκουπίζει μερικά δάκρυα.
«Μα αυτό είναι φρικτό. Είχες το δικαίωμα να δεις το παιδί σου, ήσουν ο πατέρας. Έστω και για έναν τελευταίο αποχαιρετισμό».
«Η μητέρα μου επέμενε πως θα ήταν καλύτερα έτσι. Θα μπορούσα να το ξεπεράσω πιο εύκολα. Ωστόσο, ας τα αφήσουμε αυτά δεν έχουν σημασία και ας πιούμε στις χαρές και στα όνειρά μας, ακόμη και τα απραγματοποίητα» μου είπε και τσουγκρίσαμε.
«Ποιο είναι λοιπόν το όνειρό σου;» τον ρώτησα.
«Το όνειρό μου, είναι να ζήσω μία ζωή σύμφωνα με τους δικούς μου κανόνες. Η ζωή μου στην Τουρκία με πιέζει. Βλέπεις, η παράδοση εκεί επιζητά απόλυτη υπακοή και σεβασμό στην οικογένεια, η οποία αρκετές φορές σου επιλέγει και το ταίρι σου, ειδικά στην περίπτωση των γυναικών» πρόφερε.
«Μα, αυτό είναι πολύ άσχημο. Πώς μπορείς να περάσεις το υπόλοιπο της ζωής σου με κάποιον, με τον οποίο δεν είσαι ερωτευμένος;» έθεσα την ερώτηση και κάπου εκεί ήρθε ο εαυτός μου να με αποδοκιμάσει.
«Αυτό λέω και εγώ και είναι και ο βασικός λόγος που έχω συχνά συγκρούσεις με την οικογένειά μου, που με πιέζει να παντρευτώ την Σεϊντά, την αδερφή του Μετίν. Ωστόσο, εγώ δεν μπορώ. Θέλω, όταν νιώσω έτοιμος, η γυναίκα που θα επιλέξω να κάνει την καρδιά μου να χτυπά ακανόνιστα. Αυτό σημαίνει έρωτας ακόμη και αν δεν διαρκεί για πάντα. Τουλάχιστον θέτεις τις σωστές βάσεις, οι οποίες αργότερα θα μετατραπούν σε ρίζες βαθιές» μου είπε και απαλά πήρε το χέρι μου στο δικό του και το τοποθέτησε στο σημείο της καρδιάς.
Κάτω από την παλάμη μου, ένιωσα τους παλμούς του έντονους, γρήγορους, ακανόνιστους, μα το ίδιο συνέβαινε και με εμένα. Διστακτικά λοιπόν, πήρα και εγώ με την σειρά μου το άλλο του χέρι και το ακούμπησα στο στήθος μου.
«Θαρρώ πως κάτι τέτοιο εννοείς».
Κωνσταντινούπολη
Η Σελέν με τον Αντνάν, είχαν μόλις φύγει από το νοσοκομείο, όπου νοσηλευόταν η Σεϊντά, ευτυχώς σε σταθερή κατάσταση. Όση ώρα ο Αντνάν οδηγούσε προς το σπίτι, η Σελέν έπαιζε νευρικά με ένα μαντήλι, το οποίο κουβαλούσε πάντοτε μέσα στην τσάντα και που της φαινόταν χρήσιμο ειδικά τις ώρες της προσευχής.
«Έχεις πάρει καθόλου τηλέφωνο τον υιό σου; Δεν ντράπηκε να σηκωθεί και να φύγει, έτσι απλά!Με τον Εζέλ και την οικογένειά του, είμαστε χρόνια ολόκληρα φίλοι. Τι θα σκεφτούν; Πως εξαιτίας του ανεπρόκοπου του Κενάν, η κόρη τους παραλίγο να οδηγηθεί στον θάνατο; Λοιπόν, δεν ξέρω τι θα κάνεις, ειλικρινά, αλλά πρέπει να πείσεις τον Κενάν να επιστρέψει και να αναλάβει επιτέλους τις ευθύνες του» ξεκίνησε την μουρμούρα η Σελέν, ενώ είδε από τον καθρέπτη τον Αντνάν να αλλάζει δέκα χρώματα.
Για λίγο, στάθμευσε το αυτοκίνητό του στην άκρη του πεζοδρομίου και την κοίταξε μέσα στα μάτια.
«Ειλικρινά, μερικέςφορές δεν αντιλαμβάνομαι καθόλου τη στάση σου. Ο Κενάν σου έχει δείξει, πως δενμπορεί να δει ερωτικά τη Σεϊντά. Τι στο καλό θέλεις Σελέν; Να δεις τον υιό σουδυστυχισμένο; Αρχικά δε λέω σε υποστήριξα, ωστόσο έχω αρχίσει και κουράζομαιτόσο με τη στάση τη δική σου, όσο και με εκείνη του Εζέλ» τελείωσε και λίγοπριν βάλει ξανά μπροστά την μηχανή, της είπε «Μην φοβάσαι και γνωρίζω πολύκαλά, πως ποτέ σου δεν χώνεψες τη Μπινάζ. Για κάποιον παράξενο λόγο, ήσουνπάντοτε κολλημένη με τη Σεϊντά. Εντούτοις, αυτή η εμμονή σου, καταντά απόκουραστική, έως άρρωστη» φώναξε και η Σελέν σώπασε προτού βυθιστεί σε κάποιεςσκοτεινές, πολύ σκοτεινές αναμνήσεις, σκονισμένες, μα όχι ξεχασμένες, του παρελθόντος.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro