Κεφάλαιο Δεύτερο/ part 2
Οι δύο άντρες, βρέθηκαν να βηματίζουν κατά μήκος του λιμανιού, χαζεύοντας τα κρουαζιερόπλοια και μαντεύοντας προορισμούς στα ελληνικά νησιά. Η εταιρεία αχνοφαινόταν στο βάθος και ο Κενάν, έπιασε τον εαυτό του να ρίχνει μία κλεφτή ματιά και κατόπιν ασυναίσθητα, να αγγίζει την επαγγελματική κάρτα της κοπέλας την οποία είχε κρύψει στην τσέπη του. Δεν ήταν βέβαιος γιατί αποφάσισε να κάνει μία τέτοια κίνηση, ενώ θα μπορούσε κάλλιστα να την είχε πετάξει.
«Η κόρη του διευθυντή, ήταν πολύ χύμα τελικά. Την είδες; Μπήκε μέσα, ούτε συστήθηκε, ούτε έβγαλε άχνα δηλαδή κατά τη διάρκεια της συνάντησης. Πώς την έλεγαν; Είχε ένα περίεργο όνομα» ακούστηκε η φωνή του Μετίν, μα ο Κενάν δεν φάνηκε να θέλει να σχολιάσει κάτι από όλα αυτά. Αντιθέτως, ήθελε να αποφύγει εντελώς την συζήτηση.
«Λοιπόν, εγώ προτείνω να αφήσουμε την κοπέλα στην ησυχία της δουλειάς της, εξάλλου θα μιλάμε κυρίως με τον λογιστή της εταιρείας. Πάμε να φάμε κάπου στην Αθήνα;» ρώτησε ο Κενάν, αλλά αμέσως το πήρε πίσω καθώς ήξερε πως η επόμενη στάση, θα ήταν τα γραφεία των τούρκικων αερογραμμών στην Ελλάδα και εκείνοι θα αναλάμβαναν το μεσημεριανό τους γεύμα.
Τα γραφεία της αεροπορικής, βρίσκονταν στον παραλιακό δρόμο, στο ύψος του Φαλήρου. Οι συζητήσεις διήρκησαν αρκετή ώρα, ενώ για το μεσημεριανό γεύμα μεταφέρθηκαν στην ταράτσα του ξενοδοχείου, Μεγάλη Βρετανία, δίπλα από το δικό τους.
Στην συνέχεια, ο Μετίν, ένιωσε πως ήθελε επειγόντως, ένα δίωρο ξεκούρασης, σε αντίθεση με τον Κενάν που έψαχνε τρόπους να εξερευνήσει την πόλη της Αθήνας και να εμπνευστεί από τις εικόνες της. Ξεκινώντας με μία διαδρομή δίχως κανέναν απολύτως τουριστικό χάρτη, κατέβηκε την Ερμού που του θύμισε για λίγο την πεζοδρομημένη Ιστικλάλ. Τα μάτια του πλανήθηκαν σε όλες τις εικόνες που εισέπραττε από τους ανθρώπους και τις μυρωδιές. Του Κενάν, πάντοτε του άρεσε να βλέπει με τα μάτια της ψυχής του και να νιώθει βαθιά μέσα του, την κάθε εμπειρία που ζούσε. Έτσι ήταν δηλαδή, προτού χάσει τη Μπινάζ.
Μολαταύτα, είχε υποσχεθεί στον εαυτό του, να μην αφήσει το παρελθόν να του χαλάσει το διάλειμμα. Έχοντας φορέσει απλά, καθημερινά ρούχα, πήρε μαζί του μία τσάντα μαύρη, τύπου σχολική, όπου μέσα, είχε τοποθετήσει, εκτός από την φωτογραφική του μηχανή και ένα τετράδιο. Το συγκεκριμένο τετράδιο, έμοιαζε με ημερολόγιο, καθώς το γέμιζε παλαιότερα με σκέψεις, άλλοτε φωτεινές, άλλοτε σκοτεινές. Τελευταία, παρέμενε κενό, καθώς πλέον προτιμούσε να γράφει άλλα πράγματα, όπως παιδικά παραμύθια. Ήταν ένα χόμπι που είχε αποφασίσει να ακολουθήσει, με όνειρο να κατορθώσει να εκδώσει, έστω και ένα. Εξάλλου, το είχε κάποτε υποσχεθεί σε κάποιον και αυτήν την υπόσχεση, είχε χρέος να την τηρήσει. Κατηφορίζοντας λοιπόν τον πεζόδρομο της Ερμού, βρέθηκε κάποια στιγμή στην πλατεία στο Μοναστηράκι. Για λίγο κοντοστάθηκε για να αφουγκραστεί την μουσική των πλανόδιων καλλιτεχνών και κατόπιν, ξεκίνησε να ανηφορίζει, με στόχο να φθάσει όσο πιο κοντά γινόταν στο επιβλητικό μνημείο αυτής της χώρας, στο αρχαίο της σύμβολο. Την Ακρόπολη.
----------------------------------------------------
Ειλικρινά, αισθανόμουν πως ήθελα επειγόντως ένα διάλειμμα. Λίγο μετά τη δουλειά, επέλεξα σαν δικαιολογία το γεύμα με τους συναδέλφους, για να κατέβω με τον ηλεκτρικό στο κέντρο της Αθήνας. Αν υπήρχε ένας λόγος που αγαπούσα αυτήν την πρωτεύουσα, ήταν τα χίλια της πρόσωπα και το γεγονός πως ικανοποιούσε όλες τις συναισθηματικές ανάγκες. Αν ήθελες κόσμο, δεν είχες παρά να περπατήσεις στην Ερμού και στο Σύνταγμα. Αν πάλι επιθυμούσες την γραφικότητα και την ησυχία, τα αναφιώτικα σε περίμεναν να τα εξερευνήσεις. Εμένα μου άρεσε να περπατώ σε αυτά τα στενά. Τα θεωρούσα όμορφα, ρομαντικά, σαν να μου αφηγούνταν την δική τους ιστορία. Με ένα χαμόγελο κρυφό, ξεκίνησα και εγώ να ανηφορίζω, έχοντας μόλις βγει από τον σταθμό του ηλεκτρικού. Φυσικά, πραγματοποιώντας μονάχα μερικά βήματα, είδα ακριβώς μπροστά μου μία φιγούρα σχετικά γνώριμη. Η αλήθεια, η συγκεκριμένη εμφάνιση, ήταν αδύνατον να περάσει απαρατήρητη, καθώς ξεχώριζε λόγω της ομορφιάς και του ύψους της.
Ήταν ο Κενάν, ο οποίος ντυμένος τώρα πιο ανάλαφρα, λιγότερο επίσημα, βάδιζε ανέμελα, μα και μελαγχολικά προς την Πλάκα, εκεί ακριβώς που κατευθυνόμουν και εγώ. Τον είδα για λίγο να σταματά, έχοντας στα χέρια του τη φωτογραφική του μηχανή και να τραβά την ρωμαϊκή αγορά, έχοντας αφήσει την μαύρη, σχολική του τσάντα ακριβώς δίπλα του. Σε κλάσματα, μία φιγούρα πετάχτηκε αρπάζοντάς την και ξεκίνησε να τρέχει, με τον Κενάν να το αντιλαμβάνεται αργά προσπαθώντας να τον προλάβει και να σώσει την μικρή του περιουσία. Μην χάνοντας χρόνο, πάλεψα να ακολουθήσω την πορεία τους, όταν είδα ένα τετράδιο, πεσμένο κάτω στο πεζοδρόμιο. Το πήρα αμέσως στα χέρια μου και το άνοιξα δειλά. Τα τούρκικα γράμματα με έκαναν να καταλάβω πως ανήκε στον Κενάν, ενώ για κάποιον παράξενο λόγο έπιασα τον εαυτό μου να θυμώνει που δεν γνώριζε αυτή τη γλώσσα και αρκέστηκε στα αγγλικά και τα γαλλικά.
Καθώς το ξεφύλλιζα, πρόσεξα πως μέσα του έκρυβε ζωγραφιές για παιδιά και κείμενα που σε έκαναν να πιστεύεις πως επρόκειτο για κάποιο παιδικό παραμύθι. Μην έχοντας ωστόσο πολύ χρόνο, έτρεξα να βρω τον νεαρό άνδρα στα στενά της Πλάκας, όταν τελικά τον εντόπισα στα σκαλιά του ΄΄Γιασεμιού΄΄. Από την μία, κρατούσε την τσάντα του και από την άλλη το κεφάλι του σε ένδειξη απόγνωσης.
«Συγγνώμη....κύριε Μπουρκάσλι;» ακούστηκε η τρεμάμενη φωνή μου, έχοντας πρώτα διαβάσει το επίθετό του στην κάρτα.
Τον είδα να υψώνει το βλέμμα του και να με κοιτάζει. Ένα ρίγος διαπέρασε το κορμί μου και μόνο από αυτήν την κίνηση. Δεν ήξερα γιατί, μα αυτά τα κυανά μάτια, απλώς αιχμαλώτιζαν την ίδια σου την ανάσα.
«Καλησπέρα» άκουσα τη φωνή του. Από τον τόνο του, ένιωσα αμέσως τη μελαγχολία.
«Νομίζω πως το ταξίδι σας, δεν ξεκίνησε καλά. Περνούσα τυχαία και σας είδα στην ρωμαϊκή αγορά, καθώς επίσης και αυτόν που άρπαξε την τσάντα σας. Ελπίζω να μην χάσατε σοβαρά έγγραφα, ωστόσο εγώ βρήκα αυτό στο πάτωμα» του είπα και του έδειξα το τετράδιο.
Τη στιγμή εκείνη, το πρόσωπό του φωτίστηκε αμέσως. Από τα χέρια μου το πήρε αργά, ενώ τα μάτια του συνέχιζαν να με κοιτάζουν με ευγνωμοσύνη.
«Δεν ξέρεις πόσο σημαντικό ήταν αυτό για εμένα, κυρία...» πήγε να πει, ωστόσο τον είδα να παλεύει κυριολεκτικά με τις λέξεις και την προφορά.
«Έχεις μαζί σου την κάρτα μου;» τον ρώτησα γελώντας ελαφρώς και τον είδα να κοκκινίζει.
«Την είχα ξεχάσει στην τσέπη μου» μου είπε και μου την έδωσε.
«Ονομάζομαι Ιλεάνα λοιπόν» πρόφερα δείχνοντας την κάρτα «Δεν χρειάζεται να μιλάμε στον πληθυντικό, εξάλλου είμαστε κοντά στην ηλικία. Εγώ είμαι είκοσι εφτά. Εσύ;»
«Τριάντα. Είσαι από εδώ; Εννοώ μένεις Αθήνα;» με ρώτησε σε σπαστά αγγλικά, που το άκουσμά τους μου έφτιαχνε το κέφι.
«Μάλιστα, είμαι πρωτευουσιάνα όπως λέμε. Εσύ, πού μένεις στην Τουρκία;» τον ρώτησα.
«Εγώ γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Αττάλεια, αλλά όταν σπούδαζα μετακόμισα στην Ιστανμπούλ» μου απάντησε.
«Εννοείς, την Κωνσταντινούπολη» ανταπάντησα με στόμφο και τον είδα να ανασηκώνει ελαφρώς το φρύδι του.
«Όχι, εννοώ την Ιστανμπούλ. Εγώ έτσι την ξέρω» συνέχισε με ένα σαρκαστικό μειδίαμα στα χείλη.
«Εγώ όμως την ξέρω αλλιώς και θα συνεχίσω να την προσφωνώ με την ελληνική της ονομασία. Στο κάτω κάτω, είναι πιο εύηχο και πιο αρχοντικό» έκρωξα και τον είδα να ξεκαρδίζεται στα γέλια.
«Δεν γνωρίζω αλήθεια αν είσαι πάντα τόσο πεισματάρα, ωστόσο, θα ήθελες να πάμε μία βόλτα, προκειμένου να έχω και εγώ μία ντόπια για παρέα μου, που θα αποτρέπει ελπίζω τους υποψήφιους ληστές;» με ρώτησε.
«Πού θα ήθελες να πας;»
«Ίσως κάπου ήσυχα και με θέα. Μου αρέσουν τα μέρη με θέα, καθώς κάθε Κυριακή ανεβαίνω στον Πύργο του Γαλατά. Όταν είσαι ψηλά, τα προβλήματα της γης δεν σε αγγίζουν» ολοκλήρωσε και εγώ έμεινα να τον κοιτάζω με θαυμασμό.
Ήταν υπέροχο πράγμα να μπορείς με έναν άντρα να κάνεις όμορφους διαλόγους, λίγο ρομαντικούς, λίγο διαφορετικούς, πέραν της δουλειάς, ή του ποδοσφαίρου, όπως έκανα με τον Έκτορα. Μου άρεσε που ο Κενάν αγαπούσε τη θέα, γιατί και εγώ την αγαπούσα όλες τις ώρες.
«Ακολούθησέ με» τον προέτρεψα, δίχως για πρώτη μου φορά να κοιτάξω την ώρα στο ρολόι του καρπού μου.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro