Κεφάλαιο Δέκατο/part 6
Προσπάθησε να διατηρήσει την ψυχραιμία του και να τους καθυστερήσει μέχρι κάποιος να ερχόταν για βοήθεια. Ο άντρας που τον κρατούσε, αντιλήφθηκε το κόλπο της καθυστέρησης, ενώ βήματα γοργά τον έκαναν να παρατήσει τον Κάλιχ και να τρέξει στα σκοτάδια του διαδρόμου, προτού επανέλθει το ρεύμα. Δύο λεπτά αργότερα, τα φώτα άναψαν και δύο φρουροί ιδρωμένοι, φάνηκαν μπροστά του με την Άρτεμις δίπλα να ασθμαίνει από την ταραχή, ενώ οι φωνές του Κενάν ακούγονταν από τον κάτω όροφο. Εξαιτίας της διακοπής του ρεύματος, δεν είχε κατορθώσει να χρησιμοποιήσει τον ανελκυστήρα.
«Κύριε, έγιναν όλα ξαφνικά. Μας απέσπασε την προσοχή ο ένας και δεν κατορθώσαμε να εντοπίσουμε τον συνεργό του. Χίλια συγγνώμη Κάλιχ» του είπε ο ένας φρουρός ο οποίος τον σήκωνε επάνω για να μεταφερθεί επειγόντως στο νοσοκομείο εξαιτίας της μαχαιριάς που είχε δεχτεί στον ώμο του.
Ο Κενάν τον καρτερούσε στον κάτω όροφο φωνάζοντας και μόλις τον είδε να κατεβαίνει υποβασταζόμενος από τους δύο άντρες του, του είπε :
«Μόλις γίνεις καλά, θέλω να μου πεις την αλήθεια Κάλιχ. Φοβήθηκα πολύ για εσένα σήμερα! Είμαι βέβαιος πως την γνωρίζεις και μην μου πεις ψέματα πως η σημερινή απόπειρα δολοφονίας σου, ή απειλής είχε να κάνει με προσωπικά σου ζητήματα γιατί δεν θα σε πιστέψω» ολοκλήρωσε και ο Κάλιχ με την Άρτεμις τον κοίταξαν με μελαγχολία. Ο Κενάν ξεφύσησε καθώς είχε ένα άσχημο προαίσθημα για όλα αυτά. Όλοι μαζί, μπήκαν στο αυτοκίνητο του Κάλιχ με οδηγό τον έναν από τους δύο άντρες του και ξεκίνησαν να κατευθύνονται στο νοσοκομείο σιωπηλοί.
Παρά τα ράμματα που χρειάστηκαν εξαιτίας του βάθους του τραύματος, θα γινόταν καλά, αλλά έπρεπε να κρατά το χέρι του όσο μπορούσε σε ακινησία. Η επιστροφή στο σπίτι ήταν δύσκολη για όλους. Αν κοιτούσε κάποιος ουδέτερος θεατής τα μάτια των τριών αυτών ανθρώπων, θα διέκρινε την οργή στον Κενάν και την απέραντη θλίψη στους άλλους δύο. Ο Κάλιχ ήθελε να του πει όλη την αλήθεια, που κατά βάθος υποψιαζόταν πως είχε ακούσει και ο Μετίν, ο οποίος πιθανότατα είχε πληροφορηθεί και για επιπλέον γεγονότα. Ωστόσο, το να συνεχίσουν να τον κοροϊδεύουν δεν ήταν η λύση, και ο Κάλιχ ήθελε να αφήσει την αποκάλυψη να λάβει χώρα επιτέλους.
Έχοντας ετοιμάσει τσάϊ πράσινο, κάθισαν στο σαλόνι με τα μέτρα να έχουν τετραπλασιαστεί. Ο μόνος ήχος που ακουγόταν, ήταν εκείνος από τα κουτάλια που χτυπούσαν στην πορσελάνη, καθώς ανακάτευαν το ρόφημα.
«Ποιος θα κάνει την αρχή;» ρώτησε αυστηρά ο Κενάν και οι άλλοι δύο αλληλοκοιτάχτηκαν.
«Εγώ» απάντησε ο Κάλιχ και ο Κενάν έγειρε ελαφρώς πίσω το σώμα του, σαν να τον παρακινούσε να ξεκινήσει την αφήγησή των αλγεινών γεγονότων. «Θα σου πω την δική μου αλήθεια, αυτή που εγώ ανακάλυψα. Όταν σου συνέβη εκείνη η επίθεση, το σαράκι της αμφιβολίας τρύπωσε στο μυαλό μου, καθώς μονάχα ένας αλαφροϊσκιωτος θα πίστευε πως όλο αυτό ήταν απόπειρα ληστείας. Ήξερα πως είχες βγει με την Ιλεάνα και για κάποιον λόγο, το όνομα και το επίθετο του πατέρα της, μου ήταν γνωστά από κάπου. Ξεκίνησα να ψάχνω για το όνομα του Ιάσωνα πληροφορίες και ειλικρινά αυτό που ανακάλυψα, δεν ήταν καθόλου καλό. Ο Ιάσωνας Πετράκης λοιπόν, πριν από αρκετά χρόνια και καθώς υποψιάζομαι, πριν από την δημιουργία της οικογένειάς του ήταν εκτελεστής. Σε περίπτωση που αυτός ο όρος δεν σου λέει τίποτε απολύτως, θα σου εξηγήσω πως έτσι ονόμαζαν κυρίως εκείνους που αναλάμβαναν να δολοφονήσουν κάποιον έπειτα από παράκληση και πληρωμή κάποιου άλλου. Δυστυχώς για την οικογένεια, ο Ιάσωνας είναι ακριβώς αυτό» έκανε μία πάυση καθώς παρατήρησε πως τα χαρακτηριστικά στο πρόσωπο του Κενάν, είχαν παγώσει.
«Μα, πώς είναι δυνατόν; Ο Ιάσωνας εργάζεται ως ταξιδιωτικός πράκτορας και..» πήγε να πει μα ο Κάλιχ τον σταμάτησε.
«Άστο Κενάν. Ο Ιάσωνας πάλεψε να κάνει μία στροφή στην καριέρα του, μήπως και έσωζε τα αποκαϊδια της υπόληψής του. Επίσης, μελέτησα την ημέρα του ατυχήματος της γυναίκας σου και ανακάλυψα, πως ο πατέρας της βρισκόταν στην Τουρκία, ωστόσο μου έμενε ακόμη άγνωστο το πρόσωπο με το οποίο συναντήθηκε. Φυσικά, όλα αυτά ανατράπηκαν και συνάμα επιβεβαιώθηκαν μία ημέρα μετά την απόπειρα αυτοκτονίας του Μετίν. Δεν είχα κατορθώσει να του πάρω λέξη μέχρι τότε. Ήταν σε κατάσταση σοκ, σε τέτοιο βαθμό που με έβαλε σε υποψίες καθώς στο δικό μου το μυαλό, τα κομμάτια του παζλ έτρεχαν να ενωθούν με το ταίρι τους. Ο Μετίν θα πήγαινε στο σπίτι του για να μαζέψει τα πράγματά του, ωστόσο καθυστερούσε και εμένα αυτή η καθυστέρηση μου φάνηκε ύποπτη. Με δεδομένο το γεγονός πως είχε προηγηθεί ένας πολύ άσχημος καβγάς με τον πατέρα του, ανέβηκα επάνω να τον βρω, έχοντας αφήσει την Άρτεμις στο αυτοκίνητο. Τότε, είδα μπροστά μου έναν Εζέλ να παλεύει να τραυματίσει τον Μετίν, του οποίου το χέρι έσταζε αίμα. Τον απείλησα πως γνώριζα πολλά, αλλά τότε, πιάστηκε μονάχος του στην παγίδα που του είχα στήσει. Πάνω στην αλλοφροσύνη του, δεν μέτρησε τις κουβέντες και ξεστόμισε κάτι...» ξεκίνησε ο Κάλιχ με την Άρτεμις να έχει βάλει τα κλάματα και τον Κενάν να έχει κυριολεκτικά ιδρώσει τόσο από το σοκ, όσο και από την αγωνία για την εξέλιξη των γεγονότων.
«Μίλα Κάλιχ που να με πάρει!»του φώναξε και εκείνος κινήθηκε αμήχανα με το χέρι του να του δίνει γροθιές πόνου.
«Ο υιός σου, το αγέννητο παιδί σου τελικά γεννήθηκε. Αυτό το κάθαρμα ο Εζέλ γνωρίζει πού είναι και πλέον είμαι βέβαιος πως εκείνος συναντήθηκε τότε με τον Ιάσωνα για να βγάλουν από την μέση την Μπινάζ. Κενάν, ειλικρινά λυπάμαι για όλα μα θα σου ζητήσω μία τεράστια χάρη. Μην διώξεις από δίπλα σου εκείνους που αγαπάς. Αναφέρομαι στον Μετίν και την Ιλεάνα. Δεν φταίνε αν εκείνοι που τους έφεραν στον κόσμο είναι ανήλεα καθάρματα. Σε ικετεύω. Ο Μετίν πήγε να πεθάνει εξαιτίας αυτού του γεγονότος» προσπάθησε να του πει, ωστόσο ο Κενάν κυριολεκτικά τραβούσε τα μαλλιά του κλαίγοντας.
«Το παιδί μου ζει; Τι είναι αυτά που λες; Τι μου λες; Πως ο Εζέλ, ο θείος μου που με ξέρει από μωρό, που μεγάλωσα πλάϊ στα παιδιά του, που ο πατέρας μου τον θεωρεί αδερφικό του φίλο και έχουν μαγαζί μαζί, οι δυό τους, πως εκείνος σκότωσε τη γυναίκα μου; Και ο Μετίν; Γιατί δεν με βρήκε να μου το πει αμέσως; Γιατί εσύ μου το λες τώρα; Πού είναι το παιδί μου; Αν πάθει κάτι, ειλικρινά δεν ξέρω και εγώ τι θα γίνει! Αν μπορούσα να περπατήσω θα έπνιγα με τα χέρια μου αυτό το κάθαρμα και ας σάπιζα στη φυλακή. Και η Ιλεάνα; Είναι δυνατόν να μην γνωρίζει για τον πατέρα της, ο οποίος κατά πώς φαίνεται ήθελε να με βγάλει από την μέση; Θα τρελαθώ!Θα τρελαθω τελείως!» ξεκίνησε να ουρλιάζει και η Άρτεμις είχε στην κυριολεξία διπλωθεί στη θέση της, καθώς η συμπεριφορά του Κενάν την τρόμαζε.
Τα δύο κυανά σκούρα του μάτια, έμοιαζαν με ανταριασμένες θάλασσες που ανακάτευε ακατάπαυστα η τρίαινα του Ποσειδώνα. Το πρόσωπό του είχε κοκκινίσει και ο ίδιος δίνοντας ώθηση στα χέρια του πάλεψε να σηκωθεί, μέχρι που παραπάτησε και σωριάστηκε στο πάτωμα κλαίγοντας γοερά. Ο Κάλιχ έτρεξε να τον βοηθήσει μα εκείνος τίναξε το χέρι του μακριά.
«Τι έκανα για να καταστραφώ έτσι; Τι αμάρτημα διέπραξα για να με εκδικηθεί με αυτόν τον τρόπο η ζωή μου;» έλεγε ξανά και ξανά ενώ λυγμοί κατέκλυζαν το κορμί του.
Αθήνα
Η κουβέντα με την γιαγιά Ελένη, είχε καταπραϋνει το άλγος του Μετίν. Παρά το απίστευτα βαρύ μυστικό που κουβαλούσε, τουλάχιστον ένιωθε αποφασισμένος να κάνει τους φταίχτες να πληρώσουν. Έπρεπε να φτάσει στον πυρήνα της αλήθειας και να ανακαλύψει ποια ήταν τελοσπάντων η αναθεματισμένη αφορμή για όλα. Ωστόσο, τις απαντήσεις τις είχε εν μέρει πάρει, όταν είχε κρυφακούσει την κουβέντα ανάμεσα στον πατέρα του και τη μητέρα του Κενάν. Ο Εζέλ έβλεπε την κόρη του σαν αντικείμενο που έπρεπε να πουλήσει στον παιδικό του φίλο εξασφαλίζοντας έμμεσα οικονομικά οφέλη. Πάντοτε ασφυκτιούσε με την φτωχική ζωή που έκανε, κάτι που δεν συνέβαινε με τον Αντνάν που πάντοτε προσπαθούσε για το καλύτερο, νιώθοντας ευγνωμοσύνη που τουλάχιστον είχαν όλοι την υγεία τους.
«Πού ταξιδεύεις;» άκουσε την φωνή της Ήλιας, σαν απόηχο.
«Στους εφιάλτες μου και στη δυστυχία μου» της απάντησε με μάτια εκ νέου βουρκωμένα.
«Θα ήθελες να πάμε μία βόλτα;» τον ρώτησε και εκείνος κούνησε τους ώμους του σαν να μην τον ένοιαζε. Το δείπνο με την Ιλεάνα και την Ελένη είχε λήξει εξάλλου με εκείνους να κάθονται τόση ώρα σε ένα παγκάκι.
Βλέποντας τον σε αυτήν την κατάσταση, τον πλησίασε διστακτικά μετρώντας τις κινήσεις της αλλά και τις δικές του αντιδράσεις. Με το ένα της χέρι, χάϊδεψε απαλά το στήθος του και άφησε το κεφάλι της να ακουμπήσει στο σημείο της καρδιάς του. Εκείνος δεν φάνηκε να δυσανασχετεί, ωστόσο οι κινήσεις του ήταν διστακτικές.
«Δεν είσαι με εκείνο το παιδί που σε έπαιρνε τηλέφωνο και που για χάρη του εμένα με ξέχασες εντελώς;» την ρώτησε και εκείνη τον κοίταξε μέσα στα μάτια αποφασισμένη.
«Ήμουν αγενής εκείνη την ημέρα και ηλίθια γενικότερα. Άκου Μετίν, ειλικρινά στη ζωή μου είμαι κολλημένη με την ρουτίνα μου και το δέχομαι. Δεν ξέρω γιατί, μα οι αλλαγές ακόμη και οι μικρές με αγχώνουν. Σε γνώρισα στο νησί και...Μου άρεσες. Μου πήγαινες κόντρα σε όλα, αλλά παράλληλα ήσουν και τρυφερός, προστατευτικός όταν ήθελες. Μέσα μου γνώριζα την αλήθεια. Πως μου άρεσες. Φοβόμουν όμως και ο φόβος με έκανε να φανώ ηλίθια. Ο Πέτρος δεν μου άρεσε ποτέ. Ήταν πολύ καλό παιδί, αλλά δεν ήταν εσύ» του είπε και τον είδε να μαλακώνει το βλέμμα του.
«Και εγώ φοβόμουν και ήμουν εγωιστής. Πάντοτε ήθελα να βρω μία κοπέλα από την χώρα μου που να μοιάζουμε σε όλα. Αγαπώ και εγώ την ρουτίνα μου άλλωστε. Όταν σε γνώρισα ξεκίνησε ένας εσωτερικός πόλεμος μέσα μου. Από την μία μου άρεσες, από την άλλη φοβόμουν τη διαφορετικότητά μας, αλλά όταν σε πήρε τηλέφωνο εκείνο το βράδυ ο φίλος σου, ένιωσα ζήλεια. Σου είχα εξομολογηθεί το πρόβλημά μου με τις σχέσεις και μα το Θεό, ετοιμαζόμουν να σε φιλήσω....» της είπε και εκείνη τη στιγμή οι ομιλίες διακόπηκαν απότομα.
Η Ήλια χαμογέλασε και ο Μετίν χάϊδεψε απαλά το πρόσωπό της κλείνοντας και οι δύο ταυτόχρονα τα μάτια τους, προκειμένου να νιώσουν ο ένας τον άλλο με όλες τις υπόλοιπες αισθήσεις. Ένιωσε τα χείλη του να τρίβονται απαλά στα δικά της και την αγκαλιά του να την καλωσορίζει. Τίποτε άλλο δεν είχε σημασία εκείνη τη στιγμή.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro