Κεφάλαιο Όγδοο/part 5
Ελλάδα
Είχε σχεδόν μεσημεριάσει και η Ήλια ετοιμαζόταν για να πάει στο κομμωτήριο, μαζεύοντας την ειδική, επαγγελματική της τσάντα όπου έβαζε όλα τα σύνεργα για την δουλειά. Ο Μετίν είχε ντυθεί και εκείνος, αναζητώντας με το κινητό του πιθανά μέρη για να επισκεφτεί σκοτώνοντας την ώρα του.
«Θα είσαι σίγουρα εντάξει;»τον ρώτησε η Ήλια καθώς ετοιμαζόταν να διαβεί το κατώφλι μαζί του.
«Θα είμαι μία χαρά, καθώς ευτυχώς στις μέρες μας διαθέτουμε και ηλεκτρονικούς χάρτες. Θα πάω μία βόλτα στο κέντρο της Αθήνας, θα κάτσω να φάω και έπειτα θα περάσω από εσένα, από τη δουλειά σου για να γυρίσουμε μαζί πίσω. Γράψε μου τη διεύθυνση στις σημειώσεις. Αύριο το πρωί, θα ήθελα να συναντηθώ με τη φίλη σου προκειμένου να μου ανακοινώσει την απόφασή της και να λήξουμε το θέμα εδώ, ή να πάμε παρακάτω» τελείωσε κάπως κοφτά τη φράση του, ωστόσο η Ήλια αδυνατούσε να διαφωνήσει μαζί του.
Κατέβηκαν τις σκάλες της πολυκατοικίας και οι δρόμοι τους χώρισαν ελαφρώς αμήχανα στο πρώτο σταυροδρόμι. Ο Μετίν, κουβαλούσε μαζί του μία παλιά, σχολική τσάντα με τα απολύτως απαραίτητα, τα οποία ήταν το πορτοφόλι του και φυσικά η φωτογραφική του μηχανή. Σε αυτό συμφωνούσαν απόλυτα με τον Κενάν. Πως η φωτογραφική μηχανή θα έπρεπε πάντοτε να είναι το δεξί χέρι του κάθε ταξιδιώτη που σέβεται τον εαυτό του. Με γρήγορο βηματισμό έφτασε στον ηλεκτρικό σταθμό του Πειραιά. Πλήθος ανθρώπων, άγνωστων τον προσπερνούσαν, ο καθένας κουβαλώντας τη δική του ιστορία, όπως και ο Μετίν κουβαλούσε τη δική του άλλωστε Από το μυαλό του ξεκίνησαν να περνούν διάφορα σενάρια, τα περισσότερα αρνητικά.
Ήταν όμορφο να έχει μία σχέση σοβαρή, να μένει στο ίδιο σπίτι με την γυναίκα που αγαπά, να φτιάχνουν ο ένας στον άλλο φαγητό, να γελούν. Ωστόσο, η ιστορία του με την κοπέλα εκείνη, στην οποία είχε χαρίσει έτσι απλά κάτι πολύ παραπάνω από τον ίδιο του τον εαυτό, για να πάρει σαν απάντηση την απάτη με τον αδερφό του, του είχε κοστίσει αφάνταστα. Μπορεί για εκείνους που δεν τον γνώριζαν καλά, να έμοιαζε σκληρόκαρδος και ίσως ένα επιφανειακό πειραχτήρι, ωστόσο στην πραγματικότητα, ήταν υπερβολικά ευαίσθητος και αυτό τον εξόργιζε περισσότερο. Πάντοτε τον πλήγωνε το γεγονός πως ο πατέρας του είχε αδυναμία στον μεγάλο του αδερφό, ενώ εκείνον τον έβλεπε υποτιμητικά, εξαιτίας των γυναικείων τρόπων του, όπως συχνά του τόνιζε.
Πλέον, μπορούσε με ευκολία να παραδεχτεί έστω και στον εαυτό του, πως τον πατέρα του τον αντιπαθούσε. Οι δυο τους έμοιαζαν με δύο αιώνιες, αντικρουόμενες δυνάμεις των οποίων οι δρόμοι δεν φαίνονταν να τέμνονται πουθενά. Φτάνοντας στο Μοναστηράκι, ξεκίνησε να βαδίζει στα γραφικά σοκάκια της Πλάκας χαζεύοντας τα τουριστικά μαγαζιά, ώσπου ένα του τράβηξε ευθύς την προσοχή. Πουλούσε κυρίως λευκά φορέματα, απλά, μακριά, στο στύλ της αρχαίας Ελληνίδας. Τότε, στη θέση της ψεύτικης, πλαστικής κούκλας που το φορούσε στη βιτρίνα, εμφανίστηκε το πρόσωπο της Ήλιας, με το έντονο, φλογερό μαλλί και ταπεραμέντο.
΄΄Τι στο καλό μου συμβαίνει επιτέλους;΄΄αναρωτήθηκε και για λίγο έκατσε στο πέτρινο πεζούλι ακριβώς έξω από το μαγαζί.
Πάλι ένιωθε εκείνο το συναίσθημα που τον ωθούσε να προσφέρει. Ήθελε να της το κάνει δώρο, καθώς μέσα του μπορούσε να την φανταστεί δίχως καμία αμφιβολία να το φορά και να λάμπει, το ύφασμα να αγκαλιάζει το υπέροχο σώμα της και να τον συνοδεύει σε κάποια έξοδο βραδινή σιμά στην παραλία. Η τιμή δεν είχε για εκείνον καμία σημασία, στην τελική αν έβλεπε τα σκούρα, θα της έλεγε πως ήταν μία καλή και ευγενική χειρονομία για να της ανταποδώσει την φιλοξενία. Τη στιγμή που το αγόραζε, έστρεψε το βλέμμα του στο ρολόι του. Η κοπέλα θα σχολούσε σε περίπου τρείς ώρες και εκείνος είχε απόλυτη ανάγκη να δοκιμάσει επιτέλους ένα πιάτο μουσακά, σε κάποια από τις δεκάδες ταράτσες της περιοχής.
Η Ήλια από την άλλη αδυνατούσε να συγκεντρωθεί στη δουλειά της, ενώ αρκετές φορές, έπιανε τον εαυτό της να χαμογελά στη σκέψη κάποιου πειράγματος εκ μέρους του νεαρού από την Τουρκία. ΄΄Αυτός ο άνθρωπος θα με τρελάνει τελείως΄΄ ψιθύρισε στον εαυτό της, όταν το σκούξιμο μίας πελάτισσας, σε συνδυασμό με την μυρωδιά της καμένης τρίχας, την προειδοποίησαν πως μάλλον είχε αφήσει το πιστολάκι, λίγα δευτερόλεπτα παραπάνω. Απέναντί της ακριβώς, βρισκόταν ένα ρολόι τοίχου, το οποίο μαγνήτιζε με το επίμονο βλέμμα της συχνά πυκνά. Της απέμενε ακόμη μία ώρα δουλειάς, ωστόσο κάνοντας ένα μικρό διάλειμμα για να πιεί λίγο νερό, είδε ακριβώς έξω από την τζαμαρία, μια γνωστή φυσιογνωμία να στέκεται και να την χαιρετά πρόσχαρα. Ήταν ο Πέτρος και εκείνη αφαιρώντας την ποδιά της, έτρεξε για να τον συναντήσει.
«Τελικά ο κόσμος είναι υπερβολικά μικρός» της είπε «Εδώ δίπλα έχει ένα βιβλιοπωλείο και εγώ χρειαζόμουν τον εκτυπωτή του για μία δουλειά. Τυχαία περνούσα, ωστόσο για ακόμη μία φορά το καροτένιο σου μαλλί σε πρόδωσε» της είπε με μία κάποια τρυφερότητα στη χροιά της φωνής του.
Καθώς τον κοιτούσε, όφειλε να παραδεχτεί πως ήταν όμορφος, με γλυκά χαρακτηριστικά να λαξεύουν το πρόσωπό του.
«Σε λίγο τελειώνω τη δουλειά. Θα μπορούσαμε να φύγουμε μαζί» πρότεινε ξεχνώντας ωστόσο εντελώς, το γεγονός πως με τον Μετίν είχαν συμφωνήσει να συναντηθούν έξω από το μαγαζί για να επιστρέψουν στο σπίτι.
Τρία τέταρτα αργότερα, εκείνη σχόλασε και μαζί με τον Πέτρο που την περίμενε για λίγο στους καναπέδες, αποφάσισαν να πάνε μία μικρή βόλτα. Σχεδόν ταυτόχρονα με εκείνους, λίγα στενά παρακάτω, ο Μετίν έτρεχε να την προλάβει, προκειμένου να μην καθυστερήσει. Φτάνοντας μπροστά ακριβώς από το μαγαζί, ενημερώθηκε από τις συναδέλφους της, πως είχε φύγει πριν λίγα λεπτά μαζί με κάποιον νεαρό.
Τότε, ένιωσε για κάποιον λόγο την καρδιά του να σταματά, ενώ κοίταξε με αηδία τη σακούλα που κρατούσε στο χέρι του. Είχε κάνει για ακόμη μία φορά, μία παρορμητική κίνηση να αγοράσει κάτι σε μία κοπέλα που στην ουσία δεν γνώριζε. Τι περίμενε; Η ίδια δεν του είχε δώσει ποτέ και κανένα δικαίωμα να ελπίζει. Μα τι να ελπίζει; Πως ίσως το προηγούμενο βράδυ, κατόρθωνε να της κλέψει ένα φιλί. Για την ακρίβεια ήταν έτοιμος να το κάνει, αν δεν τους διέκοπτε το τηλεφώνημα εκείνου του νεαρού. Αποκαρδιωμένος, πήρε τον δρόμο της επιστροφής για το διαμέρισμά της, ενώ άξαφνα θυμήθηκε πως η κοπέλα είχε αφήσει ένα δεύτερο ζευγάρι κλειδιά, κρυμμένο στην γλάστρα έξω ακριβώς από την πόρτα, σε περίπτωση που κάτι γινόταν και εκείνος ήθελε να επιστρέψει νωρίτερα. Επιταχύνοντας, έφτασε στην πολυκατοικία και ανέβηκε τα σκαλιά. Έσκαψε στο χώμα της γλάστρας προκειμένου να εντοπίσει τα κλειδιά και επιτέλους κατάφερε να μπει στο διαμέρισμα ανάβοντας όλα τα φώτα. Περιφερόμενος με την ησυχία του, έριξε μία φευγαλέα ματιά στις φωτογραφίες της κοπέλας, αλλά και σε εκείνον τον πίνακα που απεικόνιζε την χορεύτρια. Την προηγούμενη ημέρα είχαν εξομολογηθεί ο ένας στον άλλο, σημαντικά γεγονότα που αφορούσαν τη ζωή τους. Κάπου εκεί είχε νιώσει μία οικειότητα, ενώ μπροστά του έβλεπε να χτίζεται σιγά σιγά μία αόρατη γέφυρα για κάτι περισσότερο. Ακόμη και οι φίλοι όμως εξομολογούνται πράγματα και ήταν ξεκάθαρο πως εκείνη τον είχε τοποθετήσει σε αυτήν την κατηγορία.
Με σκυφτό το κεφάλι εισήλθε στο δωμάτιό του, αποφασίζοντας να μαζέψει τα πράγματά του, με προορισμό κάποιο ξενοδοχείο στο κέντρο της πρωτεύουσας. Το δώρο ωστόσο, ήθελε να της το αφήσει. Απογοητευμένος, σήκωσε την μικρή του βαλίτσα και αποχώρησε, ενώ την ίδια στιγμή, η Ήλια είχε μόλις συνειδητοποιήσει πως είχε ξεχάσει τη συνάντησή τους.
«Συγγνώμη, μα πρέπει να φύγω» είπε βιαστικά στον Πέτρο, ο οποίος ένευσε καταφατικά, ενώ εκείνη ξεκίνησε να τρέχει με προορισμό το σπίτι της. Ανέβηκε τα σκαλιά δύο-δύο, άνοιξε την πόρτα και η πρώτη της κίνηση ήταν να μπει στο δωμάτιο του νεαρού. Το άρωμά του είχε μείνει να προσδίδει μία ανάμνηση στον χώρο, καθώς τα πράγματά του έλειπαν.
΄΄Όχι ρε γαμώτο΄΄ τα έβαλε με τον εαυτό της, μέχρι που ανακάλυψε την μεγάλη σακούλα στον καναπέ επάνω. Διστακτικά την πλησίασε και την άνοιξε βγάζοντας από μέσα το υπέροχο, λευκό φόρεμα.
΄΄Όταν σε είδα εχθές με το απλό νυφικό, δεν μπόρεσα να αντισταθώ στη σκέψη να το φοράς και να με συνοδεύεις. Μα καθώς για ένα τέτοιο βήμα, ούτε λόγος ακόμη, λέω να κάνουμε την αρχή με αυτό εδώ που θυμίζει λίγο την αρχαία Ελλάδα. Τι λες; Δέχεσαι;΄΄ της είχε γράψει μόλις το είχε αγοράσει και εκείνη αναστέναξε, βάζοντάς τα με τον εαυτό της.
Στο τραπέζι της κουζίνας, υπήρχε ένα δεύτερο χαρτί που πάνω του έγραφε τον τόπο και την ώρα της αυριανής του συνάντησης με την Ιλεάνα.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro