Κεφάλαιο Όγδοο/part 3
Η έκφραση του προσώπου της Άρτεμις, δήλωνε τρόμο. Μετά τα τελευταία γεγονότα είχε ξεκινήσει ένα απόκοσμο ντόμινο δίχως μέση και εμφανώς, δίχως τέλος.
«Λοιπόν, πάρε τηλέφωνο στο σπίτι σου και πες σε αυτό το τομάρι να έρθει εδώ και να λογαριαστούμε ώστε να τελειώσει αυτή η κωμωδία! Εξαιτίας της αβλεψίας του να ξεχάσει το κινητό, βγήκαν όλα στη φόρα!» με προέτρεψε και οργισμένη, κάλεσα στο σταθερό του σπιτιού.
Μόλις άκουσα τη φωνή της μητέρας μου, το μόνο που της είπα με σχετική ακόμη ψυχραιμία, ήταν να ειδοποιήσει τον Έκτορα να έρθει μονάχος του στο σπίτι. Εκείνη, ως κλασσική περίπτωση μητέρας, ξεκίνησε να με ρωτά αν ήταν όλα καλά και αν είχε συμβεί κάτι, ωστόσο αποφάσισα να μην της δώσω καμία παραπάνω πληροφορία αν δεν μιλούσα πρώτα με τον ίδιο. Πράγματι, ένα τέταρτο αργότερα, άκουσα τα κλειδιά του και κατόπιν τον είδα να εισέρχεται στο διαμέρισμα εμφανώς ταραγμένος.
«Για ηθοποιός πάντως είναι τέλειος. Να του πεις να το σκεφτεί σοβαρά» μου ψιθύρισε η Άρτεμις και αμέσως πήρε τα πράγματά της και ετοιμάστηκε να φύγει «Ειλικρινά το σάλιο μου, δεν το χαραμίζω για να το προσγειώσω στο υπέροχο προσωπάκι σου» έφυγε κλείνοντας με φόρα την πόρτα πίσω της.
Μείναμε οι δυο μας, με μόνη παρέα τη σιωπή της οργής, της αμηχανίας και της προδοσίας. Δακρυσμένη ακόμα, πήρα στα χέρια μου το κινητό του και το πέταξα με φόρα στον καναπέ.
«Αυτή που σε πήρε τηλέφωνο, μπορεί να είναι κυριολεκτικά του δρόμου, αλλά εσύ είσαι ακόμη πιο αισχρός. Πώς μπόρεσες να το κάνεις αυτό και μάλιστα με μία γυναίκα παντρεμένη και με παιδί; Δεν ντράπηκες; Δεν σε αηδίασε ο ίδιος σου ο εαυτός;» ξεκίνησα να του φωνάζω και εκείνος φάνηκε κυριολεκτικά συντετριμμένος.
«Αγάπη μου, τι είναι αυτά που λες; Ξέρω πολύ καλά ποια πήρε τηλέφωνο. Αυτή η σιχαμένη η Μάρθα. Βλέπεις της αρνήθηκα τις καλές συστάσεις και δεν μπόρεσε να πάρει αύξηση, όπως επίσης πρέπει να σου πω, πως δεν είναι η πρώτη φορά που με παίρνει τηλέφωνο και λέει αυτά τα πράγματα. Το έκανε ακόμη και όταν ήμασταν εδώ με τους γονείς μου. Γι'αυτό και έφυγα ταραγμένος αν θυμάσαι. Δεν θα μπορούσα ποτέ μου να κάνω κάτι τέτοιο, σου το ορκίζομαι» ξεκίνησε να μου λέει, η χροιά της φωνής του έσπαγε.
«Αφού δεν είχε ιδέα πως το σήκωσα εγώ το τηλέφωνο, ώστε να κάνει μία κίνηση εκδίκησης. Εκείνη όμως δεν δίστασε να σου ζητήσει να την ικανοποιήσεις, όπως μόνο εσύ γνωρίζεις προφανώς» γρύλισα και τον είδα να με πλησιάζει και παλεύει να με αγκαλιάσει.
«Για εκείνη δεν έχει σημασία. Διαρκώς με ενοχλεί απαιτώντας όλα όσα φαντάζομαι πως άκουσες. Υπόσχομαι να της δώσω ένα γερό μάθημα αγάπη μου» πρόφερε πειστικά.
Τη στιγμή εκείνη, η συνείδησή μου φάνηκε πράγματι να πείθεται, γιατί είχε την ανάγκη να πειστεί. Γιατί με έναν πατέρα δολοφόνο, δεν μπορούσε να χωνέψει πως είχε και μία τέτοια σχέση όλον αυτόν τον καιρό. Η λογική ωστόσο, έθετε τα δικά της όρια.
«Γιατί δεν μου είπες τίποτε λοιπόν;» τον ρώτησα κοφτά.
«Γιατί να σε ανησυχήσω; Μάλιστα θα την πάρω τηλέφωνο μπροστά σου, να της τα πω ένα χεράκι και αύριο θα ζητήσω την απόλυσή της. Δεν πάει άλλο, αρκετά την κάλυψα» τελείωσε και κατευθύνθηκε προς τον καναπέ για να πάρει το τηλέφωνό του.
«Ειλικρινά, θέλω πολύ να σε πιστέψω. Το έχω τρομερή ανάγκη ξέρεις μετά από όλα όσα μου έτυχαν σήμερα. Ωστόσο, θέλω το χρόνο μου. Ζήτησε συγγνώμη από τους γονείς σου εκ μέρους μου, καθώς εκείνοι τουλάχιστον δεν μου φταίνε πουθενά και άφησέ με να κοιμηθώ στην γιαγιά μου απόψε».
Κανείς και τίποτε δεν θα μου άλλαζε τη γνώμη. Βαθιά μέσα μου γνώριζα πως ο Έκτορας ήταν ένοχος, απλώς δεν είχα το κουράγιο το απαιτούμενο της διαχείρισης.
«Να ξέρεις πως ό,τι χρειαστείς, εγώ θα είμαι εδώ. Αν θελήσεις να μου πεις τι σου συνέβη σήμερα, να ξέρεις πως μπορείς να με εμπιστευθείς. Μην αφήνεις τρίτους να εισχωρούν ανάμεσά μας, σε ικετεύω» μου ψιθύρισε έχοντας πλησιάσει μία ανάσα μακριά από εμένα.
«Εσύ τους άφησες τους τρίτους να εισβάλλουν. Μάλλον η σχέση μας, διαθέτει πολλές ρωγμές αφήνοντας περιθώρια» του απάντησα και πήρα ένα σακίδιο βάζοντας μέσα ένα παντελόνι και τρείς μπλούζες.
Μαζεύοντας και το πορτοφόλι μου μαζί με το μπουφάν μου, άνοιξα την πόρτα και έφυγα σχεδόν τρέχοντας. Τα γεγονότα γυρνούσαν μέσα στο μυαλό μου, σαν θύελλα μανιασμένη και επικίνδυνη. Δεν ήξερα πλέον ποιόν να εμπιστευθώ, τη στιγμή που ο ίδιος μου ο πατέρας με είχε προδώσει και η προδοσία από τον γονιό, κυριολεκτικά πονούσε πολύ. Οι γονείς, είναι αρκετές φορές το στήριγμά μας, ο βράχος μας ο σταθερός στη ζωή, στον οποίο μπορούμε να στηριχτούμε για να αντιμετωπίσουμε τα εμπόδια. Εγώ ωστόσο, ήμουν μόνη μου πλέον, με μόνα στηρίγματα τις δύο φίλες μου και για όσο ακόμη ήταν δίπλα μου, την πολυαγαπημένη μου γιαγιά.
Φτάνοντας στο διαμέρισμά της, χτύπησα το κουδούνι ανυπόμονα και μόλις εκείνη φάνηκε στην πόρτα, έπεσα στην κυριολεξία στην αγκαλιά της κλαίγοντας. Εκείνη, διατηρώντας πάντοτε την σοφία της σιωπής, τις πιο κατάλληλες στιγμές, το μόνο που μου είπε, ήταν πως είχε φτιάξει κουλουράκια σμυρναίικα από εκείνα που μου άρεσαν. Οι δυο μας καθίσαμε μαζί στην κουζίνα και τότε πήρα το θάρρος να την ρωτήσω:
«Πόσο καλά γνωρίζεις τον γιό σου;»
Την είδα που μόρφασε θλιμμένα και προσπάθησε να βρει τις κατάλληλες λέξεις. Η ερώτησή μου την είχε εμφανώς ταράξει και ας πάλεψε εντέχνως να το κρύψει. Τον γνώριζε μάλλον πολύ καλά, σαφώς καλύτερα από εμένα που αγαπούσα καθώς φάνηκε να ζω τυλιγμένη με έναν σύννεφο ρομαντισμού που θόλωνε διαρκώς την λογική μου.
«Κάποτε, πίστευα πως τον ήξερα, ωστόσο από ένα σημείο και μετά δεν είμαι βέβαιη γι'αυτό. Εκείνος ευθύνεται για την κατάστασή σου; Σου έκανε κάτι;» με ρώτησε πικραμένα.
«Δεν θέλω να το συζητήσω τώρα, ωστόσο επιθυμώ να μου μιλήσεις ανοιχτά για τον πατέρα μου» της ζήτησα και εκείνη πίνοντας μία γουλιά χαμομήλι, ξεκίνησε.
«Με τον πατέρα σου, είχαμε πολλές κόντρες στη ζωή μας. Είχε μοιάσει στον παππού σου που μπορεί να μην τον πρόλαβες, αλλά σαν χαρακτήρες ήταν ίδιοι. Ο Ιάσωνας κυνηγούσε το χρήμα με κάθε τρόπο και κάθε μέσον. Έκανε δουλειές παράξενες, τις οποίες ποτέ του δεν μου αποκάλυψε με λεπτομέρειες, μα μία ημέρα τον γύρεψαν στο σπίτι μας κάτι αλήτες και από εκεί κατάλαβα πως ήταν μπλεγμένος κάπου άσχημα. Έπειτα, γνώρισε την Ειρήνη, τη μητέρα σου και του ζήτησα, τον παρακάλεσα, να γυρίσει σελίδα στη ζωή του αν ήθελε να δημιουργήσει μία οικογένεια. Έτσι, άνοιξε εταιρεία ταξιδιών και από τότε, νιώθω πιο ήρεμη, μα ο δεσποτικός του χαρακτήρας ώρες- ώρες με φοβίζει. Όταν γνωριστήκατε με τον Έκτορα, υπέθεσα πως τίποτε δεν ήταν τυχαίο, αλλά σε έβλεπα καλά, μέχρι την ημέρα που ήρθες και μου μίλησες για...τον όμορφο γείτονα από απέναντι. Ξέρεις πως δεν τους χωνεύω σαν λαό εξαιτίας της ιστορίας μας. Ωστόσο, δεν σε έχω ξαναδεί να λάμπεις έτσι και μπήκα σε σκέψεις πως ο γάμος που πας να κάνεις, θα είναι λάθος» μου είπε και εγώ έβαλα ξανά τα κλάματα.
«Πρέπει να σου αποκαλύψω κάτι» κατόρθωσα να ψελλίσω και έγειρε περισσότερο προς το μέρος μου «Όταν πήγαμε με τα κορίτσια στην Κω, τυχαία ήρθε και ο Κενάν με δύο φίλους του. Πέρασα υπέροχα και δεν στο κρύβω, μαγικά. Όλα όμως διαλύθηκαν ένα βράδυ που βγήκαμε με τον Κενάν και δύο άντρες του επιτέθηκαν μαχαιρώνοντάς τον. Τον άφησαν παράλυτο Ελενάκι μου..»ψέλλισα και την είδα να ταράζεται τοποθετώντας το χέρι της μπροστά από το στόμα της «Σήμερα λοιπόν που τυχαία έψαχνα κάτι κοστολόγια στο γραφείο του πατέρα μου, έπεσα επάνω σε αυτό» της είπα δέιχνοντάς της τη φωτογραφία και την είδα να ταράζεται περισσότερο, μέχρι που τοποθέτησε το χέρι της στο στήθος της βαριανασαίνοντας.
«Ιλεάνα τι προσπαθείς να μου πεις; Πως ο Ιάσωνας έβαλε αυτούς τους άντρες να...Θεέ μου δεν μπορώ ούτε να το ξεστομίσω....»ξεκίνησε να τρέμει.
«Ακριβώς Ελένη μου, γιατί μισεί τον Κενάν και ήθελε να εξασφαλίσει τον γάμο μου με τον Έκτορα. Ήθελε να με ελέγξει για ακόμη μία φορά, μονάχα που αυτό το έγκλημα θα το πληρώσει. Ο φίλος του Κενάν ήρθε και μου ζήτησε να πάω στην Πόλη γιατί έπεσε σε κατάθλιψη και με αναζητά. Αρνείται να ακολουθήσει θεραπείες εξαιτίας μου και εξαιτίας της κατάστασης στην οποία άθελά του μπλέχτηκε. Τι θα κάνω; Τι θα του πω; Πώς θα τον κοιτάξω στα μάτια όταν γνωρίζω πως ευθύνεται ο πατέρας μου για τη δυστυχία του;» ξεκίνησα τις ερωτήσεις για να την δω να παλεύει να με ηρεμήσει όσο αυτό ήταν δυνατό.
«Άκουσέ με αγάπη μου, μπορεί ο Ιάσωνας να είναι γιός μου, αλλά τον είχα προειδοποιήσει πως αν πειράξει την οικογένειά του, θα με βρει μπροστά του»ξεκίνησε ενώ δάκρυα κυλούσαν στα ρυτιδιασμένα της μάγουλα «κάποια στιγμή σου έδωσα έναν φάκελο με χρήματα. Είναι αρκετά για να πας απέναντι και υπόσχομαι πως εγώ θα σε καλύψω έστω και για λίγο. Αν ο πατέρας σου το μάθει, φοβάμαι και για εσένα και για τον νεαρό. Επίσης, μπορεί για την κατάστασή του να ευθύνεται ο πατέρας σου, εσύ όμως δεν φέρεις καμία ευθύνη. Αν ο Κενάν σε αγαπάει πολύ, τότε θα το καταλάβει. Μην του πεις ψέματα γιατί θα τα βρεις μπροστά σου. Ξεκίνα αυτή τη σχέση βασισμένη μονάχα στην αλήθεια. Αυτή ενώνει το ζευγάρι. Όταν το αποφασίσεις, σύντομα, πήγαινε στην Πόλη και υπόσχομαι να σε καλύψω για λίγο εγώ, ώστε να μην μάθει τίποτε ο Ιάσωνας. Μέχρι τότε, κλείσε το κεφάλαιο του Έκτορα. Είναι αμαρτία και για την οικογένειά του» τελείωσε και δίνοντάς μου ένα φιλί, με άφησε για να πάει να ξαπλώσει.
--------------------------
Όλη τη νύχτα ο Μετίν πάλευε να κοιμηθεί, μα οι σκέψεις τον βασάνιζαν. Για την ακρίβεια, σκεφτόταν τη γυναίκα στο διπλανό δωμάτιο. Τι του συνέβαινε τελοσπάντων; Πήγαινε να μπλέξει σε μία κατάσταση, όπου πιθανότατα να πληγωνόταν ξανά. Είχε ακούσει την αντρική φωνή στο τηλέφωνο και είχε δει το ελαφρώς χαρούμενο ύφος που χαραζόταν στο πρόσωπο της Ήλιας. Προβληματισμένος κοίταξε την ώρα. Ήταν έξι τα ξημερώματα και ο ίδιος αποφάσισε να σηκωθεί, πατώντας ξυπόλητος στο ζεστό δάπεδο. Η πόρτα του διπλανού δωματίου ήταν μισάνοιχτη και στάθηκε για λίγο μπροστά της αποφασίζοντας τελικά να ενδώσει στον πειρασμό και να εισέλθει κρυφά στο δωμάτιο. Η Ήλια κοιμόταν βαριά ακόμη, το καταλάβαινε από την ανάσα της. Διστακτικά πλησίασε στο κρεβάτι και στάθηκε δίπλα της παρατηρώντας την στο μισοσκόταδο της αυγής. Έπειτα, γονάτισε και άγγιξε απαλά το μάγουλό της. Αφήνοντάς της ένα φιλί στο κεφάλι, έφυγε ξανά με προορισμό την κουζίνα. Ήθελε να της ετοιμάσει εκείνος το πρωινό για σήμερα.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro