Κεφάλαιο Όγδοο/part 2
Βαστούσα τη φωτογραφία στα χέρια μου και ειλικρινά δεν ήξερα τι έπρεπε να κάνω. Να ουρλιάξω; Να κλάψω; Να φύγω τρέχοντας δίχως να δώσω λογαριασμό σε κανέναν; Πίεζα τον εαυτό μου με μανία να σκεφτεί, ενώ βαθιά μέσα στο κεφάλι μου, άκουγα τον χτύπο ενός ρολογιού. Σαν να μετρούσε ο χρόνος αντίστροφα και έπειτα, ο ίδιος χτύπος συγχρονίστηκε με την καρδιά μου. Πάθαινα κρίση πανικού. Πάντοτε έτσι ξεκινούσε και παρά το γεγονός πως είχα πολλά χρόνια να την νιώσω, η κατάσταση μου ήταν απολύτως οικεία. Ήταν επικίνδυνος. Ο άνδρας που μέχρι πριν λίγα λεπτά αποκαλούσα πατέρα μου, ήταν μία επικίνδυνη προσωπικότητα.
Δίχως να μπορώ να μιλήσω, καθώς η ταχυπαλμία δεν μου το επέτρεπε, πάλεψα να βάλω τη φωτογραφία στην τσέπη μου, τσαλακώνοντάς την και έπειτα, αφέθηκα να καταρρεύσω αργά στο πάτωμα ανοίγοντας τα δύο πρώτα κουμπιά ενός τζιν πουκαμίσου που φορούσα. Θυμάμαι και από το παρελθόν μου, πως όποτε με έπιανε κρίση πανικού, εγώ πάλευα να την πολεμήσω με ένα ζεστό και χαλαρωτικό μπάνιο, ή στην χειρότερη περίπτωση με θετικές σκέψεις. Εντούτοις, αυτή τη στιγμή, οι σκέψεις μου ήταν η μία χειρότερη και πιο καταστροφική από την άλλη, με τα σενάρια τρόμου να περνάνε διαδοχικά από μπροστά μου σαν ταινία. Αποτέλεσμα αυτού ήταν να αγχώνομαι περισσότερο, δυσχεραίνοντας την κατάστασή μου. Αδιέξοδο. Ζούσα σε ένα αδιέξοδο. Έπρεπε να φύγω άμεσα από αυτό τον πνιγηρό μέρος. Η ώρα ωστόσο είχε περάσει και η μητέρα μου αποφάσισε να με αναζητήσει η ίδια, μόνο για να με βρει καθισμένη μπροστά από το γραφείο του πατέρα μου, ιδρωμένη και σε άθλια κατάσταση.
«Αγάπη μου; Είσαι καλά; Μίλησέ μου, σε παρακαλώ» ξεκίνησε να φωνάζει, μέχρι που ήρθαν και οι υπόλοιποι.
«Αφήστε την να αναπνεύσει» άκουσα τη φωνή του Έκτορα, ωστόσο το νευρικό μου σύστημα, το ένιωθα να καταρρέει λεπτό με το λεπτό.
«Φεύγω» ψέλλισα βαστώντας το κεφάλι μου με νευρικότητα.
«Τι εννοείς;» με ρώτησε έντρομος ο πατέρας μου, μα βλέποντάς τον να με πλησιάζει, μαζεύτηκα στην γωνία σαν πληγωμένο ζώο.
«Αφήστε με! Θέλω να φύγω, δεν νιώθω καλά. Απόψε θα κοιμηθώ στην γιαγιά μου την Ελένη» τους ανακοίνωσα και είδα τους γονείς του Έκτορα να αλληλοκοιτάζονται με απορία.
«Αγάπη μου, αν αγχώνεσαι για τον γάμο, να ξέρεις πως δεν είναι ανάγκη. Όλα θα πάνε καλά, θα το δεις. Υπομονή χρειάζεται μόνο, αγάπη και όρεξη για να γίνουν όλες οι ετοιμασίες σωστά» άκουσα τη γλυκερή φωνή της Χρυσούλας και πάλεψα να χαμογελάσω, έστω και αμήχανα.
«Δεν φταίει ο γάμος, μην ανησυχείτε. Ωστόσο, έχω ανάγκη να κοιμηθώ στη γιαγιά μου και θα ήθελα να δείξετε κατανόηση. Είμαστε πολύ δεμένες και σήμερα ειδικά την έχω ανάγκη» επέμεινα και ένευσαν θετικά.
«Μην ανησυχείς και δεν παρεξηγούμε» άκουσα τον Ιωσήφ και παραπατώντας ακόμη, σηκώθηκα, φόρεσα το μπουφάν μου και βγήκα από το σπίτι τρέχοντας.
Η αλήθεια ήταν πως χρησιμοποίησα την γιαγιά μου σαν μία πρόφαση, που θα μου άνοιγε ωστόσο ευκολότερα τον δρόμο προς την ελευθερία μου. Αυτός ο δρόμος, ήταν άγνωστος και βρισκόταν οπουδήποτε αλλού, πέρα από το σπίτι μου που πλέον ορθωνόταν πίσω μου σαν το φάντασμα μίας επίπλαστης ευτυχίας. Έπιασα τον εαυτό μου να τρέχει στους έρημους δρόμους της γειτονιάς, δίχως κάποιον συγκεκριμένο προορισμό, μέχρι που τυχαία βρήκα ένα παγκάκι. Εκεί έκατσα για λίγη ώρα κλαίγοντας γοερά, ενώ από την τσέπη μου τράβηξα την τσαλακωμένη φωτογραφία. Προσπαθούσα να βρω μία αιτία που θα δικαιολογούσε την ύπαρξή της στο γραφείο του πατέρα μου. Μία εξήγηση που να με απέτρεπε από το να σκεφτώ, πως ο πατέρας μου ήταν βαθύτατα μπλεγμένος σε αυτό που συνέβη στον Κενάν και που τον καταδίκασε να ζει παράλυτος. Από την άλλη, πάλευα να σκεφτώ τον λόγο που θα μπορούσε να τον έχει οδηγήσει σε μία τόσο αποτρόπαια πράξη. Φυσικά, μία λογική εξήγηση ήταν πως η ύπαρξη του Κενάν, του είχε γίνει εμμονή και πως για να του γίνει εμμονή, είχε στα χέρια του στοιχεία που αποδείκνυαν την πιθανή μας επικοινωνία. Ωστόσο, πώς θα μπορούσε να τα έχει βρει; Με παρακολουθούσε μέσω του Αχιλλέα; Ίσως είχα κάνει εγώ κάποια λάθος κίνηση που με είχε προδώσει. Και πάλι όμως. Τίποτε δεν ήταν αρκετό για την εικόνα που είχα πλάσει για εκείνον. Ο πατέρας μου ήταν άνθρωπος σκοτεινός.
Οι ερωτήσεις που έθετα στον εαυτό μου, κυριολεκτικά δεν είχαν τελειωμό και η κρίση του πανικού καραδοκούσε καλά κρυμμένη, στην σκιά της τσακισμένης μου ψυχολογίας, έτοιμη να ρίξει τα δίχτυα της για ακόμη μία φορά. Ταραγμένη, αποφάσισα να καλέσω την Άρτεμις, η οποία μόλις με άκουσε, μου ζήτησε απλώς να της διαβάσω το όνομα του μπροστινού μου δρόμου και τον αριθμό της πολυκατοικίας που στεκόμουν. Είκοσι λεπτά αργότερα, άκουσα την κόρνα της, μα της εξήγησα πως δεν ήμουν σε θέση να μετακινηθώ αλλιώς θα σωριαζόμουν στο πεζοδρόμιο αναίσθητη.
Η Άρτεμις έχοντας σπουδάσει ψυχολογία, είχε πάντοτε τον τρόπο να με ηρεμεί. Η αγκαλιά της αποτελούσε το τέλειο απάγκιο. Ακόμη και η σιωπή της έμοιαζε ευεργετική όταν τα λόγια φάνταζαν ακατάλληλα προς χρήση ορισμένες στιγμές.
«Αγάπη μου, τι συνέβη; Έγινε τίποτε με τον Έκτορα;» με ρώτησε και ήταν λογικό να τον σκεφτεί πρώτο.
«Χειρότερο» της απάντησα «Έχει να κάνει με τον πατέρα μου και ειλικρινά αναρωτιέμαι, αν θα έπρεπε να τον αποκαλώ ακόμη έτσι» πρόφερα με πικρία.
«Μα, τι εννοείς;» ξεκίνησε να με ρωτά εμφανώς ταραγμένη και εγώ απλώς έβγαλα από την τσέπη μου τη φωτογραφία που απεικόνιζε τον Κενάν και εμένα στην Κω.
Η Άρτεμις την πήρε στα χέρια της, κοιτάζοντάς την προσεκτικά και παλεύοντας για χάρη μου να διατηρήσει την ψυχραιμία της.
«Σε παρακαλώ, μονάχα μην μου πεις πως ήταν τυχαίο. Ο πατέρας μου ήξερε για κάποιον λόγο, ή υποψιαζόταν, πως ο Κενάν θα μπορούσε να βρεθεί μαζί μου στο νησί. Φοβόταν πως διατηρούσαμε ακόμη επαφές και ήθελε να σιγουρευτεί. Θα έστειλε κάποιον από τα σκυλάκια του στο νησί και θα είδε τον Κενάν. Θυμάμαι, την ημέρα της επίθεσης, παρατήρησα ένα αυτοκίνητο, που βρισκόταν παρκαρισμένο πίσω ακριβώς από αυτό που είχαμε νοικιάσει και το οποίο μας ακολούθησε μέχρι σχεδόν το παραλιακό μέρος που επιλέξαμε. Τότε, δεν έδωσα σημασία, μα τώρα όλα βγάζουν νόημα. Ο πατέρας μου φοβήθηκε πως θα διέλυα τον γάμο μου με τον Έκτορα για χάρη του Κενάν» ολοκλήρωσα παλεύοντας να βάλω τα γεγονότα σε μία σειρά και παρατηρώντας την Άρτεμις να έχει κυριολεκτικά χλομιάσει. Όταν αναφερόμουν φωναχτά στις σκέψεις μου, εκείνες θέριευαν. Υιοθετούσαν σάρκα και οστά, γίνονταν επικίνδυνες.
«Ωστόσο, δεν είναι λίγο παράξενη η εμμονή του πατέρα σου με τον Έκτορα; Εννοώ, είναι μορφωμένος με καλή δουλειά, αλλά εντάξει δεν είναι και ο πρίγκιπας της Αγγλίας υποθέτω. Ακόμη και αν δεν υπήρχε Κενάν, εσύ έχεις το δικαίωμα να αλλάξεις γνώμη γι'αυτόν τον γάμο» μου απάντησε και με τάραξε περισσότερο.
«Η παράλογη εμμονή μαζί του, ανοίγει δρόμους απόκοσμους, τοποθετώντας ένα πράγμα στη μέση. Τη δουλειά και κατ' επέκταση τα λεφτά. Κάποια συμφωνία θα κρατά τον πατέρα μου δέσμιο του Έκτορα. Ωστόσο Άρτεμις, έχεις καταλάβει τι συζητάμε τόση ώρα; Πως ο ίδιος μου ο πατέρας με έχει παρακολουθήσει και έβαλε άνθρωπο να σκοτώσει, να τραυματίσει, ή να απειλήσει τον Κενάν. Ποιος μου λέει πως δεν θα το ξανακάνει; Πώς θα πάω εγώ να βρω τον Κενάν; Θα θέσω τη ζωή του σε κίνδυνο, ενώ αν μάθει ο Μετίν πως ουσιαστικά ευθύνομαι εγώ για την κατάσταση του φίλου του, τότε θα με μισήσει και με το δίκιο του, μην σου πω πως θα με βγάλει και από τη μέση. Πρέπει να μείνω μακριά από τον Κενάν για να τον προστατέψω» της είπα και με κοίταξε περίλυπα.
«Και θεωρείς πως είναι προτιμότερο να υποκύψεις στους εκβιασμούς ενός εγκληματία; Συγγνώμη, είναι και πατέρας σου, αλλά μην του κάνεις το χατίρι. Άκουσέ με, θα πάμε τώρα σπίτι σου και θα παλέψουμε να βρούμε πιθανές αποδείξεις για συνεργασία οικονομική ή άλλη μεταξύ του Έκτορα και του Ιάσωνα. Έχεις τα κλειδιά και όλοι λείπουν» μου είπε και το βρήκα υπέροχη ιδέα.
Η συγκεκριμένη ημέρα, είχε ούτως ή άλλως καταστραφεί για εμένα, που είχα μόλις χάσει και επίσημα ένα μέλος της οικογένειάς μου. Ο πατέρας μου για εμένα, ήταν σαν έννοια νεκρός. Με ψυχή ταραγμένη ακόμη, μπήκα στο αυτοκίνητο της φίλης μου, αβέβαιη για όλα όσα θα ακολουθούσαν, για να βρεθούμε πέντε λεπτά αργότερα στο κατώφλι του διαμερίσματός μου. Εισήλθαμε μέσα φουριόζες, ανάβοντας όλα τα φώτα και ξεκινώντας να σκαλίζουμε αρχικά τον χαρτοφύλακα του Έκτορα, δίχως όμως αποτέλεσμα. Δεν υπήρχε απολύτως τίποτε το ύποπτο στα συγκεκριμένα χαρτιά. Το ψάξιμο συνεχίστηκε εντατικά για πολύ ώρα, έχοντας κυριολεκτικά χτενίσει το διαμέρισμα και έχοντας ανοίξει κάθε συρτάρι και ντουλάπι, ακόμη και εκείνο της αποθήκης. Κατάκοπες πια, καταλήξαμε να πίνουμε το τσάι της παρηγοριάς, όταν άκουσα τον ήχο από ένα κινητό τηλέφωνο.
«Δικό σου» είπα βαριεστημένα στην φίλη μου, η οποία ένευσε αρνητικά. Ήταν του Έκτορα. Κατά πώς είχε φανεί, το είχε ξεχάσει στο σπίτι λίγο πριν φύγει για το πατρικό μου.
Ακολουθώντας τον ήχο της δόνησης, το βρήκα επάνω στον πάγκο της κουζίνας, αλλά ο αριθμός μου ήταν άγνωστος.
«Σήκωσέ το, αλλά μην μιλήσεις» είπε η Άρτεμις και υπάκουσα με κομμένη την ανάσα.
΄΄Έλα μωρό μου, ο γιός μου και ο άντρας μου κοιμούνται. Ελπίζω το ίδιο και το ξενέρωτο το γυναικάκι σου. Μου έλειψες Εκτοράκι μου...΄΄.
Το κινητό γλίστρησε από το χέρι μου σαν να είχα αγγίξει πυρακτωμένο κάρβουνο. Ζούσα μία ζωή παράλληλη. Δεν ήταν δικό μου αυτό το ψέμα! Όχι, δεν μου ανήκε, δεν μπορεί να ήμουν τόσο ηλίθια, τόσο τυφλή ή τόσο φοβισμένη να κολυμπήσω επιτέλους στα βαθιά νερά της αλήθειας δίχως να πνιγώ.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro