ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8
Ενώ λοιπόν εκείνο το βράδυ η Αναστασία ήταν οχτώ μηνών έγκυος, άκουγε διάφορους θορύβους από την κρεβατοκάμαρα. Πήγε να κρυφακούσει από περιέργεια και άκουσε τη μητέρα της να λέει:
"Αυτό το μωρό δεν πρέπει να γεννηθεί. Η βασιλική οικογένεια δεν πρέπει να συνεχιστεί. Πρέπει να πεθάνουν όλοι. Με αυτό το δηλητήριο ο νέος πρίγκιπας θα πεθάνει, όπως πέθανε και η ψυχή μου τη μέρα που με αρνήθηκε ο Κώστας." Η Αναστασία κατάλαβε. Η μητέρα της ήταν μάγισσα. Και θα σκότωνε το παιδί της και όλη τη βασιλική οικογένεια.
Έφυγε κρυφά μες στη νύχτα δένοντας ένα σεντόνι από το μπαλκόνι του δωματίου της και πήγε στο παλάτι και βρήκε τον Δημήτρη. Του είπε ότι άκουσε.
"Πρέπει να τιμωρηθεί και να προλάβουμε τα χειρότερα. Θα στείλω αμέσως φρουρούς να τη συλλάβουν." Είπε εκείνος. "Εσύ εννοείται ότι θα μείνεις εδώ."
«Σε παρακαλώ Δημήτρη, φοβάμαι! Κι αν έχει δικούς της μες στο παλάτι και μας σκοτώσουν; Πάμε να ζήσουμε μαζί κάπου αλλού και να γεννήσω με ασφάλεια! Ξέρω το κατάλληλο μέρος."
Ο Δημήτρης δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Ξύπνησε τον πατέρα του, του είπε για όλα αυτά και εκείνος έστειλε αμέσως φρουρά για να συλλάβουν τη Φατίμα. Συμφώνησε ότι ο γιος του και η Αναστασία έπρεπε να φύγουν μέχρι να καταδικαστεί η Φατίμα. Έπειτα ο Δημήτρης σέλωσε ένα άλογο και ετοίμασε ελάχιστα ρούχα για εκείνον και για την Αναστασία, η οποία πάνω στη βιασύνη της δεν πήρε δικά της, της έδωσε όμως μιας υπηρέτριας. Ο Δημήτρης τη βοήθησε να ανέβει στο άλογο κι εξαφανίστηκαν.
"Δείξε μου το δρόμο!" Της είπε.
"Είναι το χωριό της αδελφής μου. Θα βγεις απ την πόλη, θα περάσεις τα χωράφια και θα φτάσουμε." Προς μεγάλη έκπληξη του Δημήτρη, το άλογο αν και γέρικο πήγαινε πολύ γρήγορα.
Το χωριό ήταν έρημο και σκοτεινό. Απ ότι η Αναστασία του είχε εξηγήσει στο δρόμο, ήταν πολύ φτωχικό και οι κάτοικοι ντύνονταν με κουρέλια. Τα ρούχα τους δεν είχαν καμία σχέση με τα δικά τους.
"Ευτυχώς μες στη νύχτα δεν θα μας δουν ότι είμαστε απ την πόλη." Είπε ο Δημήτρης και το άλογο τώρα πια περπατούσε μόνο.
Δεν ήξεραν ποιο ήταν το σπίτι και πήγαιναν στην τύχη, ώσπου είδαν όλως τυχαίως μια γυναίκα να κάθεται έξω από ένα σπίτι.
"Αναστασία; Εσύ είσαι;" Ήταν η Ελισάβετ.
"Είναι ανάγκη να μείνουμε εδώ." Είπε η Αναστασία και η Ελισάβετ τους κατέβασε απ το άλογο, το έδεσε σε ένα δέντρο, τους έβαλε στο σπίτι της και τους έδωσε ένα κρεβάτι. Το ζευγάρι κοιμήθηκε κατευθείαν.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro