75. (α) Άλεξ εν δράσει..
Πλευρά Άλεξ
Είμαι με τον Πάνο σε μια καφετέρια και παρακολουθούμε τον αγώνα του ΠΑΟΚ με τον Αστέρα Τρίπολης. Όμως και οι δύο είμαστε σε έναν δικό μας κόσμο. Χώρισε προχτές και ο Πάνος με την ψυλομήτα την Έλενα και είναι στο μαύρο του το χαλί, όχι όμως χειρότερα από εμένα. Ακόμα δεν έχω χωνέψει πώς με άδειασε χωρίς καν να με αφήσει να μιλήσω, ενώ ξεκίνησα και πήγα στα Γιάννενα για χάρη της. Η αχαριστία και ο εγωισμός της δεν έχουν όρια και αυτή τη φορά με έβγαλε από τα ρούχα μου. Δεν νομίζω να μπορούσε να το τραβήξει περισσότερο, το τερμάτισε! Όμως αυτό δεν πρόκειται να περάσει έτσι, δεν πρόκειται να την συγχωρέσω αυτή τη φορά, όχι τουλάχιστον σύντομα και εύκολα. Η Άρια χρειάζεται ένα γερό μάθημα και ακόμα κι αν είμαι ο πιο ακατάλληλος άνθρωπος για να της παραδώσω μαθήματα υποχώρησης του εγωισμού, θα είμαι αυτός που θα την κάνει να καταλάβει ότι δεν είναι όλα δεδομένα. Εγώ, δεν είμαι δεδομένος για αυτήν, όπως κι αυτή δεν είναι δεδομένη για εμένα. Η διαφορά μας, όμως, είναι ότι εγώ το έχω χωνέψει. Έχει φροντίσει η ίδια να μου το δώσει να το καταλάβω, μπλέκοντας συνεχώς τον Άγγελο παντού! Να βάλω μια υπενθύμιση: αν αποφασίσω κάποια στιγμή να τη συγχωρέσω, να με συγχωρέσει και γενικά αν κάποια στιγμή καταφέρουμε να είμαστε ξανά μαζί - πράγμα χλωμό, γιατί πάντα θα συμβαίνει κάτι που θα μας κάνει άνω κάτω - να θυμηθώ να βάλω τον όρο μου. Άγγελος τέρμα, οριστικά και αμετάκλητα.. Ας το αποθηκεύσω κάπου πίσω - πίσω στον εγκέφαλό μου, σε περίπτωση που κάποια στιγμή στο μακρινό μέλλον το χρειαστώ.
-Γκολ! μου σφυρίζει από δίπλα ο Πάνος, που σε αντίθεση με εμένα καταφέρνει να συγκεντρωθεί στον αγώνα, και βλέπω το γκολ κατά της ομάδας μου στην επανάληψη.
Αμάν ρε ΠΑΟΚ, μια παρηγοριά είχαμε μας την στέρησες κι αυτήν! Σε δύο λεπτά τελειώνει το ματς, οπότε κάνω νόημα στον Πάνο να τα μαζεύουμε.
Πάνω που πάω να κλείσω το ασύρματο δίκτυο στο κινητό μου, εμφανίζεται στην αρχική στο Facebook ένα τσεκ-ιν το οποίο μου ανεβάζει το αίμα στο κεφάλι. Τι δουλειά έχει η Άρια με αυτούς; Και μόνο το όνομα του Βασίλη μου φτάνει για να γίνω έξω φρενών. Ο τύπος ασπάζεται τη γνώμη "ό,τι κινείται εκτελείται", είναι ένα χρόνο μεγαλύτερος από εμάς και η Άρια παίζει να είναι μέσα στα δέκα - δεκαπέντε κορίτσια από το σχολείο, τα οποία δεν έχει καταφέρει να ρίξει στο κρεβάτι του. Και η Άρια είναι - όχι μόνο στον ίδιο χώρο μαζί του - αλλά και στην ίδια παρέα; Κι αν έχει απλώσει τα χέρια του; Θα του τα κόψω και θα του τα δώσω να τα φάει!!
-Πάμε Famous τώρα! λέω στον Πάνο ανακοινώνοντάς του τον νέο προορισμό μας, που διαφέρει από τον αρχικό, ο οποίος ήταν τα σπίτια μας.
-Όχι ρε Άλεξ, να χαρείς. Δεν έχω καμιά όρεξη..
-Δεν σε πάω βόλτα βλάκα! Αν δεν θέλεις η κοπέλα σου να περάσει το βράδυ με το Βασιλάκη, έλα μαζί μου!
-Τι; Η Έλενα; με ρωτάει συγχυσμένος.
Άλλος καψουρεμένος από εδώ.. Θα μου πείτε μιλάω κι εγώ τώρα, αλλά θα σας απαντήσω πολύ ευγενικά να σκάσετε! Τέτοια ώρα, τέτοια λόγια..
Φτάνουμε τρέχοντας στο μαγαζί που βρίσκονται τα κορίτσια και μπαίνουμε χωρίς να χάσουμε χρόνο, αναζητώντας τες.
Τη βλέπω καθισμένη στο μπαρ μόνη της και από εδώ ακόμα μπορώ να καταλάβω ότι έχει πιει. Γιατί ρε Άρια; Γιατί; Ελπίζω μόνο αυτός ο μαλάκας να μην άπλωσε τα χέρια του. Αλλά με αυτόν θα ασχοληθώ αργότερα..
Καταφέρνω να φτάσω κοντά της την ώρα ακριβώς που ο μπάρμαν της δίνει το ποτό της. Ίσως το τριακοστό ποτό της για σήμερα το βράδυ. Γιατί στο καλό της δίνει να πιει; Είναι ανήλικη!!! Πριν προλάβει να το πάρει το αρπάζω και σπρώχνω μακριά.
-Σταμάτα. Έχεις γίνει πίτα! τη σταματάω.
-Άσε με! παραπονιέται, χωρίς ακόμα να με καταλάβει προφανώς.
-Πόσο έχεις πιει; τη ρωτάω αλλά απάντηση δεν παίρνω. Σήκω, φεύγουμε! της λέω και τη σηκώνω από το σκαμπό.
-Άσε με κάτω.. συνεχίζει να γκρινιάζει και μου σπάει περισσότερο τα νεύρα.
-Δεν σε αφήνω! Έχεις πιει όλο το μπαρ, θα σε πάω σπίτι σου θέλεις δεν θέλεις!
-Άλεξ; με ρωτάει μπερδεμένη.
-Επιτέλους, άρχισες να επικοινωνείς! Πού είναι τα πράγματά σου; τη ρωτάω.
-Δεν ξέρω! λέει χαζογελώντας.
Αν δεν ήταν η Άρια, θα την είχα χτυπήσει τώρα έτσι σαν σπαστικιά που κάνει!
-Μην τολμήσεις και φύγεις από εδώ! τη διατάζω και πάω να βρω τα πράγματά της.
Βρίσκω το μπουφάν της παραπεταμένο σε έναν καναπέ και ευτυχώς είναι μέσα το κινητό της και κάποια λεφτά. Οπότε και τσάντα να είχε, δεν πειράζει. Τρέχω πάλι πίσω στο μπαρ και ευτυχώς για αυτήν είναι ακόμα εκεί.
-Φόρα το! της λέω και τη βοηθάω να βάλει το μπουφάν της, αφού ούτε αυτό δεν μπορεί να κάνει με τόσο που έχει πιει..
-Είναι μικρό! Δεν μου κάνει.. γελάει υστερικά και αρνείται να το φορέσει.
Τη βάζω να κάτσει ξανά στο σκαμπό και παίρνω τα χέρια της και τα βάζω μέσα στα μανίκια. Αν είναι δυνατόν Άρια, χειρότερα από πεντάχρονο. Κουμπώνω το φερμουάρ και αφού επιτέλους είναι έτοιμη, την πιάνω από τη μέση και τη σέρνω έξω από το μαγαζί.
-Προχώρα! της λέω και προσπαθώ να την κάνω να προχωρήσει.
-Άλεξ, είσαι καλός όταν θέλεις.. μου λέει τραυλίζοντας.
-Εσύ δεν είσαι ποτέ! της λέω στα μούτρα αλλά δεν φαίνεται να την πειράζει.
Προσπαθώ να τη βάλω μέσα στο ταξί, όμως με μια Άρια πιωμένη, να τραγουδάει και να αρνείται να μπει μέσα δεν είναι και τόσο εύκολο.
-Άσε με Άλεξ, δεν πρέπει να με φροντίζεις. Είμαι μια ηλίθια εγωίστρια και δεν σου αξίζω. Άφησέ με εδώ, μόνη μου, να πεθάνω στο πεζοδρόμιο. Άσε με σου λέω!
Τελικά καταφέρνω να τη βάλω μέσα, δίνω τη διεύθυνση του σπιτιού μου στον ταξιτζή και προσπαθώ να την ηρεμήσω.
-Δεν σου αξίζω! Άσε με.. φωνάζει και είναι έτοιμη να κλάψει, όμως ακόμα και μεθυσμένη, παραείναι σκληρή για να κλάψει. Κάτι τέτοιες ώρες νιώθω ότι είναι ξεχωριστή.
-Αυτά θα τα συζητήσουμε αύριο, που θα είσαι νηφάλια. Και δεν θα τολμήσεις να ξαναπιείς! Αλλά θα στο ξαναπώ αύριο, γιατί τώρα και που σου το είπα, είναι σαν να μην το έκανα.
-Μμ.. απαντάει και γέρνει στον ώμο μου.
Δεν είμαι σίγουρος ότι άκουσε τα τελευταία που της είπα, αλλά αύριο θα τα ακούσει από την καλή και από την ανάποδη.
Φτάνουμε έξω από το σπίτι μου και προσπαθώ να την ξυπνήσω. Πληρώνω τον οδηγό, προσπαθώ να τη βγάλω ενώ είναι μισοκοιμισμένη - μισοξύπνια και την ανεβάζω στο σπίτι.
-Τώρα θα κάτσεις ήρεμα, δεν θα μιλάς γιατί θα ξυπνήσουν οι γονείς μου και δεν νομίζω να θέλεις να σε δουν σε αυτήν την κατάσταση.
Μου γνέφει καταφατικά και βάζει το δάχτυλό της στο στόμα της και κάνει "σουτ". Εντάξει, τουλάχιστον αυτό το κατάλαβε.
Μπαίνουμε μέσα και την ανεβάζω στο δωμάτιό μου. Την αφήνω στο κρεβάτι και κατεβαίνω στην κουζίνα να πάρω νερό και να της φτιάξω καφέ. Πρέπει να γυρίσει στο σπίτι της, αλλά αν τη δει η μάνα της έτσι, δεν θα την αφήσει να ξαναδεί το φως του ηλίου.
Όταν επιστρέφω στο δωμάτιο, έχει βολευτεί στο κρεβάτι και έχει αποκοιμηθεί. Μένω να τη χαζεύω για λίγο, δεν θέλω να διακόψω τον ύπνο της, όμως έτσι ανάσκελα που έχει ξαπλώσει φοβάμαι μήπως πάθει καμιά αναρρόφηση. Συν του ότι πρέπει να επιστρέψει στο σπίτι.
-Άρια, ξύπνα, σε πήρε ο ύπνος.. προσπαθώ να την ξυπνήσω χαϊδεύοντάς της τα μαλλιά.
Καμιά αντίδραση, κοιμάται του καλού καιρού. Αποφασίζω να την αφήσω λίγα λεπτά ακόμα και μετά ξαναπροσπαθώ.
-Άρια, σε παρακαλώ, πρέπει να ξυπνήσεις! Έλα Άρια, κορίτσι μου..
-Πού είμαι; Άλεξ; με ρωτάει μπερδεμένη ανοίγοντας για λίγο τα μάτια της.
-Στο σπίτι μου, όμως πρέπει να επιστρέψεις στο δικό σου. Ή να ενημερώσεις τη μάνα σου ότι θα μείνεις στης Ολίβιας.
-Θα μείνω στης Ολίβιας! ψιθυρίζει χωρίς να ανοίξει τα μάτια της.
Καμία επικοινωνία με το περιβάλλον.. Βρίσκω το κινητό της και προσπαθώ να το ξεκλειδώσω, αλλά η προσπάθειά μου πάει χαμένη.
-Πρέπει να στείλουμε μήνυμα στη μάνα σου. Πες μου τον κωδικό.
-Νομίζω είναι 98... 67! μου λέει και κάνω την προσπάθεια, αν και δεν πιστεύω να ισχύει.
-Δεν είναι αυτός Άρια, ξαναπροσπάθησε!
-Μήπως 9876; μου λέει πιο σίγουρα τώρα.
-Ναι! Μπράβο μωρό μου! λέω πριν προλάβω να το σκεφτώ.
Γιατί το ανοίγω το στόμα μου; Η Άρια είναι πιωμένη, αλλά εγώ παραφέρομαι και λέω ασυναρτησίες. Ευτυχώς όμως δεν φαίνεται να το προσέχει..
Πληκτρολογώ στα γρήγορα ένα μήνυμα στη μητέρα της που λέει: "Μαμά, η Ολίβια ήπιε λίγο παραπάνω και πηγαίνουμε στο σπίτι της Έλενας. Μας είπε να κοιμηθούμε εκεί, μπορώ;" Σε δευτερόλεπτα έρχεται απάντηση: "Όχι Άρια, είναι πολύ αργά. Σε περιμένω, μην αργήσεις"
Να πάρει! Από αυτήν θα πήρε η Άρια.. Σκέφτομαι να στείλω ένα ακόμα, αλλά δεν πιστεύω ότι έχω καμιά ελπίδα να της αλλάξω γνώμη, οπότε παίρνω απόφαση να την ξυπνήσω μια και καλή.
-Άρια, πρέπει να σηκωθείς και να συνέλθεις. Η μάνα σου σε περιμένει! της λέω και την σηκώνω παρά τη γκρίνια της.
Φαίνεται ελάχιστα καλύτερα, αλλά εξακολουθεί να είναι σε άσχημη κατάσταση.
-Πιες! τη διατάζω και της δίνω να πιει νερό.
-Δεν θέλω! γκρινιάζει και διώχνει από κοντά της το ποτήρι.
Η υπομονή μου εξαντλείται όμως.. Άντε!
-Ο μόνος τρόπος να νιώσεις καλύτερα είναι να βγάλεις ότι πήγες και ήπιες. Οπότε άσε τη γκρίνια και πάμε στο μπάνιο χωρίς δεύτερη κουβέντα. Και ήσυχα! της θυμίζω.
-Πφ, καλά.. παραπονιέται αλλά με ακολουθεί.
-"Μόνη καρδιά, μόνη θα γυρνώ στα στέκια σου και πάλι, μόνος κι εσύ, μόνη κι εγώ μες του πιοτού τη ζάλη" τραγουδάει ενώ μπαίνουμε στο μπάνιο.
-Σταμάτα επιτέλους! τη μαλώνω και επιτέλους κλείνει το στόμα της. Θα πιεις μέχρι να σου έρθει εμετός! της λέω και παρά τις διαμαρτυρίες της, της φέρνω το ποτήρι στα χείλη.
Μετά από δύο ποτήρια νερό και άπειρα παράπονα, τη βλέπω να πιάνει την κοιλιά της και να κοκκινίζει. Ήρθε η ώρα.. Η ώρα που τρέμω περισσότερο. Σε περίπτωση που δεν το θυμάστε, έχω παραδεχτεί ότι ο εμετός είναι ο χειρότερος φόβος μου. Το ξέρω, καθόλου τιμητικό για έναν Άλεξ, αλλά είναι η αλήθεια! Όμως παρόλα αυτά, είναι η δεύτερη φορά που είμαι δίπλα της ενώ ξερνάει! Η πρώτη ήταν εκείνο το βράδυ πριν λίγους μήνες που ήμασταν ακόμα στα μαχαίρια. Καλά, όχι ότι τώρα είμαστε καλύτερα.. Είχε έρθει ο δικός της Θεσσαλονίκη, αλλά της είχε φερθεί σαν μαλάκας. Αλλά όχι, εγώ είμαι πάντα το κακό παιδί, αυτός άγγελος, μεταφορικά και κυριολεκτικά. Την έγραφε για αυτήν την ηλίθια τη Δήμητρα, αλλά φυσικά τον συγχώρεσε! Αλλά εμένα, ούτε καν με άφησε να της μιλήσω.. Στη θύμισή του πώς με έδιωξε από τα Γιάννενα συγχύζομαι τόσο, που μου έρχεται να την παρατήσω εδώ μέσα να πεθάνει.
Όμως εκείνη την ώρα, τραντάζεται ολόκληρη και σκύβει πάνω από τη λεκάνη της τουαλέτας. Στη στιγμή τρέχω πίσω της και της πιάνω τα μαλλιά πίσω, για να μην λερωθεί και προσπαθώ να μην ξεράσω κι εγώ, ακούγοντάς την να βγάζει από μέσα της τον εσωτερικό της κόσμο.
-Άρη, δεν μπορώ άλλο! κλαψουρίζει και μου έρχεται να της βάλω το κεφάλι μέσα στην τουαλέτα.
Άκου "Άρη".. Πάλι καλά που δεν με είπε και "Άγγελο"!
-Νιώθω απαίσια Άρη. Δεν μπορώ άλλο αυτήν την κατάσταση. Δεν αντέχω, θέλω να γυρίσω πίσω, θέλω τον Άλεξ! κλαίει πάνω από την τουαλέτα και ακούγεται καλύτερα τώρα.
-Άρια, ο Άλεξ είμαι.. της λέω και γυρίζει έκπληκτη να με αντικρύσει, σκουπίζοντας τα μάτια της.
-Άλεξ; με ρωτάει έντρομη και μάλλον αρκετά πιο νηφάλια.
-Έλα, ηρέμησε, πρέπει να σε πάω σπίτι σου.
-Συγγνώμη, δεν.. προσπαθεί να πει αλλά μπερδεύει τα λόγια της.
Τη βοηθάω να σηκωθεί και επιστρέφουμε στο δωμάτιό μου να της δώσω τον καφέ και να πάρουμε τα πράγματά της. Δεν είναι ακόμα εντελώς καλά..
-Πιες! της δίνω την κούπα με τον καφέ.
-Δεν μπορώ Άλεξ, το στομάχι μου είναι χάλια! παραπονιέται.
-Καλό είναι να πιεις, έστω και λίγο.
-Μια γουλιά μόνο.. λέει και παίρνει την κούπα.
Την επόμενη στιγμή βγάζει τη γουλιά, μέσα στο ποτήρι ευτυχώς.
-Δεν μπορώ.. λέει ξεψυχησμένα και μου δίνει την κούπα.
-Εντάξει, δεν πειράζει. Είσαι καλύτερα έτσι κι αλλιώς. Πάμε, η μαμά σου περιμένει..
-Μπορώ να πάω και μόνη μου, δεν χρειάζεται να με πας..
-Ξέχασε το! Δεν κυκλοφορείς μόνη σου τέτοια ώρα.. Φόρα το μπουφάν σου και πάμε.
Στο δρόμο για το σπίτι της περπατάμε αμίλητοι. Νιώθω ότι είναι καλύτερα, αλλά ζαλίζεται ακόμα, αν κρίνω από το πώς περπατάει. Όταν φτάνουμε, με παρακαλάει να την ανεβάσω μέχρι πάνω, γιατί δεν μπορεί να μπει μόνη της στο ασανσέρ. Το κακό είναι ότι δεν βρίσκει τα κλειδιά της και αναγκάζεται να χτυπήσει το κουδούνι.. Χειρότερη στιγμή για να γνωρίσω τη μάνα της δεν θα μπορούσε να υπάρξει. Τρέμω στην κυριολεξία μέχρι να ανοίξει η πόρτα και να αντικρύσω μια μάνα της Άριας να μας κοιτάει εξονυχιστικά, εμένα και τη μεθυσμένη κόρη της, στις τρισήμιση η ώρα το πρωί, στην πόρτα του σπιτιού της.
Και ναι! Ο Άλεξ επέστρεψε δυναμικά! Τι λέτε; Για χωρισμένοι, πολύ την φρόντισε, πάρα πολύ βασικά!! Και η μεγάλη ώρα "πεθεράς-γαμπρού" έφτασε.. Τα σχόλια δικά σας!
Επόμενο την Κυριακή..❤
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro