Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

37. Φυγή.

~Πόλλ' εφέλκεται φυγή κακά ξυν αυτή.

–Η φυγή σέρνει μαζί της πολλά προβλήματα.~

•Ευριπίδης, 480-406 π.Χ., Αρχαίος τραγικός (Μήδεια).

Τριτοπρόσωπη αφήγηση.

Έχουν περάσει μόνο δύο μέρες από τότε που o Άλεκ ζήτησε από τον φίλο του να ψάξει εκείνη τη γυναίκα. Ήξερε πολύ καλά που απευθύνθηκε, όταν χρειάστηκε. Ο Μάρκους  τον είχε βοηθήσει σε μια πολύ δύσκολη περίοδο της ζωής του και ήταν κοινό μυστικό το πόσο εύκολα έβρισκε πληροφορίες για κάποιον. Ακόμα κι αν αυτός ο κάποιος, ήταν απλά ένας άνθρωπος που πέρασε από δίπλα του. Ο Μάρκους είναι πραγματική διάνοια σε ό,τι αφορά κώδικες και υπολογιστές, ένα χάρισμα που πολλοί προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν. Μερικές φορές, με ανορθόδοξους τρόπους.

Ωστόσο, η αστυνομική του ταυτότητα είναι αυτή που τελικά τον έκανε υψηλόβαθμο μέλος της κοινωνίας και όχι έναν καταζητούμενο χάκερ, ή ένα ικανό μέλος στην ομάδα κάποιου μαφιόζου. Το όνομα του κρυβόταν πίσω από τα μεγαλύτερα σκάνδαλα και αυτό τον έκανε μισητό για πολλούς και άκρως επικίνδυνο για ακόμα περισσότερους. Οπότε, όπως ήταν αναμενόμενο, ούτε σαράντα οκτώ ώρες από την επικοινωνία τους, το τηλέφωνο του Άλεκ χτύπησε ξανά. Είναι επτά το πρωί και αφού πρώτα βρίσει, στη συνέχεια αναρωτιέται ποιος μαλάκας τον βλέπει στον ύπνο του.

«Ναι;» η βραχνή από τον ύπνο φωνή του κάνει τον Μάρκους να ρολλάρει τα μάτια του απηυδησμένος.

«Κοιμάσαι ρε τεμπελόσκυλο;» ανοίγει το ένα μάτι και κοιτάει το σκοτεινό του δωμάτιο. Δεν του παίρνει παραπάνω από τρία δευτερόλεπτα για να καταλάβει ποιος είναι. Ανασηκώνεται αμέσως.

«Δεν είμαστε όλοι ανώμαλοι αγόρι μου, να ξυπνάμε πριν βγει ο ήλιος!» τρίβει τα μάτια του καθώς σηκώνεται.
«Είχαμε κανένα νέο από αυτό που σου ζήτησα;»

«Πρώτον, ο ήλιος ανέτειλε πριν δεκαπέντε λεπτά. Αν ανοίξεις το παντζούρι σου θα το διαπιστώσεις και μόνος σου. Δεύτερον, φίλε όχι απλά νέο. Η τύπισσα που μου ζήτησες να ψάξω μόνο αλλαγή φύλου δεν έκανε!» γελάει ενθουσιασμένος με την ανακάλυψη του, αγνοώντας πόσο πόνο κουβαλάει αυτή η ιστορία. Ο Άλεκ από την άλλη σμίγει τα φρύδια μπερδεμένος, βάζοντας την καφετιέρα του σε λειτουργία. Τι στο καλό σημαίνει αυτό;

«Δηλαδή;» ρωτάει καθώς προχωράει προς το μπάνιο, έτοιμος να ξεκινήσει την πρωινή του ρουτίνα πριν ετοιμαστεί ο καφές του.

«Δηλαδή, Αλκμήνη Σταματάκη το γένος Χρύσα Παπαδάκη. Ο πατέρας της, Ερρίκος Σταματάκης ήταν από το Ηράκλειο Κρήτης, όπου και διέμεναν. Ήταν αστυνομικός και πολύ αυστηρός. Ξέρεις τώρα, πατρίς, θρησκεία, οικογένεια. Άλλα μυαλά! Μόλις αυτή ενηλικιώθηκε, μάζεψε τα μπογαλάκια της και ήρθε στο Λονδίνο για να σπουδάσει χορό. Έμεινε σταθερά στο Λονδίνο για τρία χρόνια, μέχρι το 1997. Άνοιξη του '96, παρατάει τη σχολή και κλείνετε στο σπίτι της δουλεύοντας για λίγο ως σερβιτόρα, ώσπου στα είκοσι τρία της, κάπου στα μέσα του '97 τα μαζεύει άρον άρον και γυρνάει Ελλάδα. Δεν ξέρω τι συνέβη και πώς, αλλά σε μια εβδομάδα είχε γυρίσει πάλι πίσω.» έκανε μια παύση, ο Άλεκ τον άκουσε να ανάβει ένα τσιγάρο, όσο ο ίδιος άφηνε την οδοντόβουρτσα του πίσω στη θέση της.

«Μισό μήνα μετά, το Μάιο του '97 ο πατέρας της πέθανε από ανακοπή. Γύρισε ξανά αλλά με τη μάνα της ήταν στα μαχαίρια. Φήμες λένε ότι πλακώθηκαν στην κηδεία, οπότε για ακόμη μια φορά, η μικρή μας Αλκμήνη γυρνάει και πάλι στο Λονδίνο. Η καφετέρια που δούλευε έκλεισε και εκείνη ήταν άνεργη. Ώσπου, Φλεβάρη του '98, πουλάει τα έπιπλα της εδώ, μαζεύει ό,τι της ανήκει και γυρνάει στην Ελλάδα. Στην Κρήτη, αλλά όχι στο Ηράκλειο. Αυτή τη φορά πάει στα Χανιά, τη γενέτειρα της μητέρας της και έκτοτε έχουν εξαφανιστεί τα ίχνη της.» λίγο μετά το τέλος της αφήγησης του γελάει αλαζονικά.
«Για τους άλλους.» ο κυνηγός πίνει επιτέλους την πρώτη γουλιά από τον καφέ του και αναζητά κι ο ίδιος τα τσιγάρα του, περιμένοντας υπομονετικά τον φίλο του να συνεχίσει. Η υπόθεση έχει στ' αλήθεια πολύ ζουμί.

«Και έχουμε και λέμε. Από μαύρα κάνει τα μαλλιά της κόκκινα, βάζει πράσινους φακούς για να καλύψει το καστανό χρώμα των ματιών της και το σημαντικότερο, αλλάζει το επίθετο της και παίρνει αυτό της μητέρας της. Δεν ξανά πάτησε το πόδι της ποτέ ούτε στο Ηράκλειο, εξαιρείται η φορά που πήγε για την κηδεία της μαμάς της πριν δύο χρόνια στην οποία δεν έγινε αντιληπτή από κανέναν, αλλά ούτε και στο Λονδίνο. Για όσους την ξέρουν, είναι πια η Αλκμήνη Παπαδάκη, μια από τις πιο συμπαθής και ταυτόχρονα πιο κλειστές γυναίκες των Χανίων. Ευγενική με όλους, εργατική, αλλά χωρίς ιδιαίτερες σχέσεις με κανέναν.» ο Άλεκ έχει μείνει άναυδος. Πώς μπορούσε αυτή η γυναίκα να κάνει όλα αυτά, μόνο και μόνο για να αφήσει το παιδί της; Ξαφνικά, νιώθει ευλογημένος για τη δική του μητέρα που δεν έφυγε ποτέ από το πλευρό του.
«Το αστείο είναι...» ξεκινάει να λέει ο Μάρκους, χωρίς όμως να γελάει.

«Τι;» Χριστέ μου, έχει κι άλλο;

«Δεν ήταν μπλεγμένη ούτε με ναρκωτικά και βαποράκια, ούτε με τίποτα από όλα αυτά τα σκατά που μπορεί να μπλέξει μια ψαρωμένη φοιτήτρια από την επαρχία, όταν έρχεται στη μεγαλούπολη. Ήταν μια πολλά υποσχόμενη μπαλαρίνα, που απλά μια μέρα έδωσε μια και τα κατέστρεψε όλα! Και μη μου πεις ότι δεν μπορώ να το ξέρώ αυτό, γιατί πίστεψε με, μπορώ.» δίνει έμφαση στην τελευταία λέξη.

«Ναι και τι με αυτό;» δεν μπορεί να καταλάβει πού θέλει να καταλήξει ο φίλος του, ο οποίος γελάει με την αφέλεια του. Δεν ήταν ούτε επτάμιση ανάθεμα! Ήθελε να τα πιάνει όλα με την πρώτη;

«Για ποιο λόγο να αλλάξει ταυτότητα σχεδόν, από την στιγμή που δεν είναι μπλεγμένη;»

'Για να αποφύγει την κόρη της.' Αυτή η σκέψη τεντώνει ακόμα περισσότερο τα νεύρα του.

«Ωστόσο, υπάρχει κάτι περίεργο.» ο αναπτήρας ακούγεται για δεύτερη φορά.

«Τι περίεργο;» ξαφνικά η περιέργεια του έχει χτυπήσει κόκκινο.

«Παράλληλα με τη δική σου υπόθεση, ερευνώ κι ένα λάθος που έγινε την ίδια περίοδο σε ένα νοσοκομείο με κάτι μωρά που μπερδεύτηκαν και δόθηκαν σε λάθος οικογένειες. Στις κάμερες, βρήκα τη φίλη μας την Αλκμήνη, ξαπλωμένη σε ένα φορείο. Το έψαξα λίγο, αλλά δε βρήκα κάτι με το όνομα της. Ωστόσο, υπάρχει μια εισαγωγή στο όνομα Μπλέικ Μόρς στις 29 Δεκεμβρίου του 1996. Στην μαιευτική του Σέντ Μαίρι. Το τσέκαρα και τελικά, Μπλέικ Μόρς δεν υπάρχει. Ή μάλλον, υπάρχει, αλλά εκείνη την εποχή ήταν στην Ισπανία. Η Ελληνίδα φίλη μας έδωσε προφανώς ψεύτικα στοιχεία. Απλά...δεν ξέρω Άλεκ, σαν να μην ήταν στ' αλήθεια για εκείνη. Μπήκε στις 29, βγήκε δύο μέρες μετά στις 31 και δεν ξανά πήγε ποτέ. Και σε όλα αυτά που βρήκα, δεν αναφέρθηκε πουθενά μωρό. Και ποτέ κανένας φίλος της δεν ανέφερε εγκυμοσύνη ή κάτι, εδώ δεν αναφέρθηκε καν γκόμενος!» ακούγεται μπερδεμένος. Στον Άλεκ φάνηκε λογικό αυτό, ωστόσο, δεν μίλησε για ένα λεπτό.

«Μάλιστα, κατάλαβα.» σχεδόν είχε τελειώσει τον καφέ του.

«Τέλος πάντων, σε κλείνω. Πρέπει να πάω στο τμήμα να τους χαρίσω τις μαγικές μου ικανότητες.» Γέλασε. Μαλάκας και αλαζόνας όπως τον θυμάται. Ωστόσο, πάντα πρόθυμος να βοηθήσει.

«Εντάξει, αν μάθεις κάτι νεότερο στείλε μου. Σε ευχαριστώ και πάλι.»πέρασε τα χέρια του μέσα από τα μαλλιά του, αφήνοντας έναν μικρό αναστεναγμό. Κοιτάει έξω από το παράθυρο. Προσπαθεί να επεξεργαστεί όλες αυτές τις πληροφορίες, σκεπτόμενος μόνο ένα πράγμα.

Πώς θα πει στην μπαλαρίνα όλα αυτά;

***

Περπατάει πάνω κάτω παραπάνω από δέκα λεπτά. Βρίσκεται σε σύγχυση και δεν μπορεί να ηρεμήσει. Έχει βουτήξει στην άρνηση. Πώς μπόρεσε αυτή η γυναίκα να τα κάνει όλα αυτά; Καλύτερα να είχε κάνει έκτρωση. Ο Άλεκ την παρατηρεί αγχωμένος, δεν αντέχει να τη βλέπει έτσι. Όσο κι αν εκείνη δεν το παραδέχεται, ο ίδιος ξέρει πως βαθιά μέσα της, έχει ανάγκη να την αποδεχτεί η μαμά της. Και όλη της η στάση φωνάζει μονάχα μια λέξη: απόρριψη.

Είναι το χειρότερο συναίσθημα που έχει νιώσει ποτέ της και, δυστυχώς, δεν σταματά ποτέ να το βιώνει.

«Σε παρακαλώ, έλα να κάτσεις και θα βρούμε μια λύση.» προσπαθεί να την ηρεμήσει, μάταια.

«Όχι, όχι! Δεν κατάλαβες, δεν θα βρούμε τίποτα. Θα πάω στην Ελλάδα και θα την βρω!» φυσάει και ξεφυσάει, τα μάτια της φαίνονται πρησμένα και κουρασμένα, όμως δεν έχει σταματήσει ούτε ένα λεπτό να κινείται. Σηκώνεται από τον καναπέ πλησιάζοντας την αργά. Περνάει τα χέρια του γύρω από τη μέση της, εκείνη αφήνει μια τρεμάμενη ανάσα.

«Μωρό μου, αν δεν θέλει να σε δει; Τι θα κάνεις; Πώς θα το διαχειριστείς;» ρωτάει αργά, περνώντας της μια τούφα πίσω από το αυτί. Κλείνει τα μάτια της στο μαλακό και ζεστό άγγιγμα του. Την χαλαρώνει πάρα πολύ.

«Ας μη θέλει, δε με νοιάζει! Εμένα με ρώτησε αν ήθελα να με αφήσει;» οι γεμάτες παράπονο λέξεις φεύγουν από τα χείλη της πριν προλάβει να τις σκεφτεί. Της χαμογελάει γλυκά στην παραδοχή της κι ας το έκανε πάνω στην πίεση της. Κοκκινίζει ολόκληρη. Γαμώτο.
«Εννοούσα...εγώ-» βάζει το δείκτη του στα χείλη της, αποτρέποντας την από το να δικαιολογηθεί. Αυτή η μικρή κίνηση έχει γίνει συνήθεια πλέον, μα ακόμα της κόβει την ανάσα

«Είναι εντάξει το να θες να σε είχε κρατήσει. Δεν χρειάζεσαι να απολογείσαι για ίσα νιώθεις!» μουρμουρίζει πάνω από τα χείλη της.

«Προς το παρόν, θέλω να πάω βόλτα. Χρειάζομαι να πάρω λίγο αέρα.» αλλάζει επιτυχώς θέμα, κερδίζοντας ένα χαμόγελο. Αυτή η μικρή καμπύλη προκαλεί ρίγος στη σπονδυλική της στήλη.

«Θέλεις να πάμε για πρωινό; Ξέρω ένα μαγαζί κοντά στο σπίτι της Στέισι που κάνει ωραίες βάφλες.» προτείνει περνώντας τα χέρια του γύρω από τη μέση της. Γνέφει θετικά, τα μάτια της κοιτούν τα δικά του, δεν θέλει να σπάσει την επαφή. Τον θέλει τόσο πολύ. Φοβάται ότι όλο αυτό θα την αρρωστήσει, αλλά πώς να του το πει;

Τώρα περνάει εκείνη τα χέρια της γύρω από τον λαιμό του, τρίβει τα χείλη της με τα δικά του ώσπου τον φιλάει. Η καρδιά του κάτω από το μπορντό πουκάμισο σταματάει με τον καλύτερο τρόπο. Τις λατρεύει αυτές τις παύσεις, αυτές τις ανακοπές, γιατί του τις χαρίζει εκείνη.

***

Το toxic της Μπρίτνεϊ Σπίαρς ακούγεται δυνατά μέσα από τα ακουστικά στ' αυτιά της Στέισι. Η κοπέλα τρέχει φορώντας ένα φούτερ μαύρο και ένα γκρι κολάν, τα μακριά καρέ ξανθά μαλλιά της είναι πιασμένα σε έναν σφιχτό κότσο, αναδεικνύοντας με τον καλύτερο τρόπο τα χαρακτηριστικά της.

Εδώ και μια εβδομάδα έχει ξανά βρει τον εαυτό της για τα καλά. Πηγαίνει για τρέξιμο κάθε πρωί λίγο μετά τις οκτώ, μετά τρώει ένα καλό πρωινό και ύστερα είτε πηγαίνει κάποια βόλτα με την Βάλερι, είτε αφιερώνει περισσότερο χρόνο στον εαυτό της μέχρι να πάει στη σχολή.

Περνάει αρκετό χρόνο με τον Στέφεν, με τον οποίον η σχέση τους προχωράει από το καλό στο καλύτερο. Ωστόσο, έχει να τον δει τέσσερις μέρες μιας που εκείνος λείπει σε ένα συνέδριο στο Λος Άντζελες και θα λείπει για πέντε μέρες ακόμα. Είναι ήρεμη. Έχει περάσει καιρός, αλλά τα κατάφερε. Η ζωή της φτιάχνει και κάθε μικρή ανασφάλεια εξαφανίζεται κάθε μέρα που περνάει. Ας είναι καλά η ψυχολόγος και ο Στέφεν.

Ούτε που ξέρει πόση ώρα έχει περάσει όταν σταματάει λαχανιασμένη σε ένα παγκάκι για ένα λεπτό. Ένα χέρι αγγίζει απαλά τον ώμο της και σχεδόν τινάζεται από φόβο, τουλάχιστον μέχρι να δει τον Τζέισον. Παίρνει μια βαθειά ανάσα, βγάζοντας παράλληλα τα ακουστικά.

«Για όνομα του θεού, με τρόμαξες!» λέει γελώντας νευρικά, γελάει και εκείνος.

«Συγγνώμη, σε φώναξα αλλά φορούσες τα ακουστικά.» δεν απαντάει, πίνει λίγο από το νερό της.
«Δεν ήξερα ότι τρέχεις.» προσπαθεί να ανοίξει συζήτηση, με το ζόρι κρατιέται να μη στριφογυρίσει τα μάτια της.

«Δεν με ρώτησες ποτέ.» η απάντηση της ακούγεται πιο επιθετική απ' όσο θα ήθελε. Ο Τζείσον δαγκώνεται.
«Τρέχω από την τρίτη γυμνασίου.» συμπληρώνει και εκείνος γνέφει.

«Μένεις εδώ κοντά;» κάνει άλλη μια προσπάθεια.

«Ναι. Εσύ;»

«Εγώ καμία σχέση με αυτή την περιοχή.» απαντάει χωρίς να έχει καμία συναίσθηση του τι λέει. Το βλέμμα του περιεργάζεται το πρόσωπο της με υπομονή. Κοιτάει πάλι εκείνη την ελίτσα στο πηγούνι. Για έναν περίεργο λόγο την λατρεύει αυτή την ελιά. Η κοπέλα δεν δείχνει να καταλαβαίνει το επίμονο κοίταγμα του.

«Τότε πώς από δω;» δεν τον κοιτάει. Κάνει μερικά καθίσματα όσο του μιλάει και φυσικά, ποιός θα αντιστεκόταν από το να κοιτάξει τους καλοσχηματισμένους γλουτούς της; Σίγουρα όχι ο Τζέισον. Αρχίζει να βήχει. Η ξανθομαλλούσα σταματάει επιτόπου και τον χτυπάει στην πλάτη. Θέλει να τον σκοτώσει; Αυτό ήθελε να κάνει;
«Είσαι εντάξει;» ρωτάει αγχωμένη. Εκείνος γνέφει θετικά, αναψοκοκκινισμένος.

«Καλά είμαι...καλά.» ψελλίζει. Αφήνει μια ανάσα ανακουφισμένη. Αρχίζουν να περπατούν με απόσταση ενός μέτρου χωρίς να μιλάνε. Ωστόσο, ο άνδρας με τα πράσινα μάτια πρέπει οπωσδήποτε να σπάσει την ησυχία.
«Ξέρεις, νόμιζα πως δεν θα ήθελες να μου μιλάς.» γυρίζει να τον κοιτάξει μπερδεμένη.

«Για ποιόν λόγο να μη θέλω να σου μιλάω;» τώρα είναι η σειρά του να την κοιτάξει. Όχι πως δεν το κάνει έτσι κι αλλιώς, απλώς τώρα το κάνει απροκάλυπτα.

«Ξέρεις.» τα μάτια του καρφώνονται στα δικά της. Τίποτα δεν σταματάει να κινείται όμως, το βλέμμα της δεν κρύβει αυτή τη φλόγα που είχε εκείνο το βράδυ. Παίρνει μια ανάσα.

«Κοίτα Τζέισον, μεγάλοι άνθρωποι είμαστε. Δεν θα σε αποφεύγω επειδή με απέρριψες ερωτικά. Μπορώ να ζήσω και με αυτό.» απαντάει ειλικρινά, ενώ συνεχίζει το περπάτημα. Μπαίνει μπροστά της.

«Κι αν δεν το είχα κάνει; Αν δεν σε είχα απορρίψει;» ο τόνος του, κοφτός και αγχωμένος, την κάνει να ανατριχιάσει στιγμιαία.

«Το έκανες όμως! Δεν αλλάζει αυτό.» κάνει κίνηση να τον προσπεράσει. Το χέρι του γραπώνει το δικό της. Την κολλάει πάνω του.

«Αλλάζει.» γρυλίζει. Τον σπρώχνει με δύναμη.

«Λυπάμαι, άργησες.» ο τόνος της δεν αφήνει περιθώριο για άλλες κουβέντες, μα ο Τζέισον ξέρει καλύτερα από αυτό.

«Το πρόβλημα είναι ότι μου άρεσε η Βάλερι; Αυτό είναι;» ακούγεται σχεδόν απελπισμένος, να πάρει είναι απελπισμένος! Μα η κοπέλα δεν δείχνει να ενδιαφέρεται.

«Δεν είναι μόνο αυτό! Έχω μάθει στη ζωή μου να μη δίνω δεύτερες ευκαιρίες σε κανέναν, οπότε δεν με νοιάζει αν θες να αλλάξεις αυτό που έγινε πριν δύο εβδομάδες. Σοβαρά δεν με νοιάζει. Πήρες μια απόφαση, μάθε να ζεις με τις επιπτώσεις των πράξεων σου. Εγώ ήθελα εσένα και εσύ τη Βάλερι. Το δέχτηκα, το σεβάστηκα. Τώρα κάνε το ίδιο!» σχεδόν του φωνάζει. Πραγματικά είχε απίστευτο θράσος! Μα πώς τολμάει να επεμβαίνει έτσι στη ζωή της;

Εκείνος δε, σχεδόν κοκκινίζει τόσο από τα νεύρα όσο κι από τη συνειδητοποίηση ότι τα συναισθήματα της έχουν αλλάξει. Λες να πάτησε ένα κουμπί και το όνομα του σβήστηκε από μέσα της.

«Κι αν δεν θέλω να το κάνω;» την προκαλεί  Δεν μπορεί να κρύβεται, τη θέλει. Και τη θέλει δική του.

«Δεν με νοιάζει τι θες! Δεν στο ζητάω, το απαιτώ! Δεν μπορείς να με αναγκάσεις να είμαι μαζί σου αν δεν θέλω!» τον κοιτούσε με μισόκλειστα ματιά. Είναι άκρως εκνευριστικός! Μα όλα σταματούν για μερικά δευτερόλεπτα. Μια φωνή ηχεί πολύ κοντά της, επτά λέξεις που την κάνουν να αναπηδήσει και ένα όνομα που κάνει την καρδιά της να σταματήσει.

«Θα αναγνώριζα τη φωνούλα σου παντού, Στέισι!» το σώμα της παγώνει ακραία. Ο Τζέισον την κοιτάει με απορία. Ποιος είναι αυτός ο άνδρας που την κάνει να χλωμιάζει; Η φωνή της βγαίνει ξεψυχισμένη, όσο ψιθυρίζει το μόνο όνομα που κάνει ακόμα τα γόνατα της να τρέμουν και την καρδιά της να χτυπάει σαν τρελή.

«Λίο;» τον ακούει να γελάει. Το γέλιο του είναι τόσο επώδυνο, θέλει να κλείσει το α μάτια και να προσευχηθεί όλο αυτό να είναι ψέμα. Γυρίζει να τον κοιτάξει. Τα σκούρα καστανά μαλλιά του, τα γαλαζογκρί μάτια του, το γυμνασμένο σώμα του και εκείνο το αλαζονικό χαμόγελο που της έκοβε πάντα την ανάσα. Τα χέρια του, μόνιμα στις τσέπες και εκείνος να στέκεται με αυτό το χαλαρό στυλάκι που πάντα στεκόταν.

«Κάνεις λες και είδες φάντασμα, γλυκούλα!» δίνει έμφαση στην τελευταία λέξη που κάποτε την έκανε να λιώνει. Τώρα το μόνο που της προκαλεί είναι αναγούλα. Δεν απαντάει, μένει να τον κοιτάζει σαστισμένη.
«Δεν θα με αγκαλιάσεις; Τέσσερα χρόνια έχεις να με δεις!» το μισό χαμόγελο του την προκαλεί να τον χτυπήσει με δύναμη. Ωστόσο, δεν το κάνει. Με αυτόν τον άνθρωπο, τίποτα από αυτά που θέλει να κάνει δεν καταφέρνει.

Γιατί, μπροστά της, δύο ανάσες μακριά στέκεται ο πρώτος της έρωτας. Και είναι αρκετά έξυπνη για να καταλάβει πως είναι ακόμα ο ίδιος χειριστικός μαλάκας με τις μεγαλύτερες ναρκισσιστικές τάσεις, που τόσα πολλά του έχει δώσει όσο ήταν μαζί.

«Καλύτερα να μου κοπεί το χέρι. Άνετα θα ζούσα άλλες δύο ζωές χωρίς να σε βλέπω.» σφυρίζει μέσα από τα δόντια της. Το χαμόγελο του μεγαλώνει, έχει ακόμα επιρροή πάνω της και του αρέσει. Εκείνη από την άλλη νιώθει το αίμα να κυλάει μέσα της με ιλιγγιώδη ταχύτητα, την καρδιά της να την παρακαλάει να βγει έξω από το στήθος της και το σώμα της να τρέμει.

«Τι κάνει η Βάλερι;» ρωτάει προκλητικά. Σφίγγει δόντια και τα χέρια.

'Γαμημένε μπάσταρδε.'

«Να την αφήσεις ήσυχη τη Βάλερι!» θέλει να ουρλιάξει, ωστόσο η φωνή της βγαίνει σταθερή και ήρεμη. Είναι σίγουρη πως η ψυχολόγος της θα νιώσει πολύ περήφανη για εκείνη που κρατάει την υπομονή της. Όμως το βλέμμα της...αν μπορούσε να τον σκοτώσει με τα μάτια, αυτή τη στιγμή θα ήταν σίγουρα νεκρός.

«Άγρια. Μ' αρέσει!» νιώθει το κάτω χείλος της να τρέμει, τα μάτια της τσούζουν.

«Τι θέλεις Λίο;» σταυρώνει τα χέρια κάτω από το στήθος. Ξαφνικά αρχίζει να κάνει πολύ κρύο, όμως το πρόσωπο της καίει. Ανεβάζω πυρετό; Μόνο αυτό μπορεί να σκεφτεί.

«Ένα γειά ήθελα να σου πω γλυκούλα, χαλάρωσε. Κάποτε δεν ξεκινούσε η μέρα σου αν δεν σου έλεγα καλημέρα.» την ειρωνεύεται. Το μυαλό του Τζέισον φωτίζεται την ίδια στιγμή. Κατάλαβε. Ο άνδρας μπροστά του δεν είμαι ο οποιοσδήποτε, είναι ο πρώτος άνδρας που έκανε την καρδιά της Στέισι να χάσει έναν χτύπο. Κι από την αντίδραση της, καταλαβαίνει ότι αυτό δεν έληξε καλά.

«Μπορώ να ζήσω και χωρίς αυτό. Φύγε.» γρυλίζει. Πρέπει να φύγει. Θέλει να φύγει. Δεν μπορεί να τον βλέπει. Εκείνος γελάει δυνατά, μια μικρή ρυτιδούλα φαίνεται στα μάγουλα του. Γελούσε συχνά, το θυμάται αυτό. Γελούσε πάντα εις βάρος των άλλων. Εις βάρος της.

«Θα τα ξανά πούμε.» η φράση αυτή ακούγεται σαν απειλή στ' αυτιά της Στέισι. Ο Λίο αρχίζει να απομακρύνεται και σύντομα χάνεται από το οπτικό της πεδίο. Αφήνει μια ανάσα και σχεδόν σωριάζεται σε ένα παγκάκι. Παίρνει βαθιές ανάσες. Ο Τζέισον τρομάζει. Την πλησιάζει και της πιάνει το χέρι. Τραβιέται με δύναμη από το κράτημα του.

«Αυτός ο άνθρωπος...» ανάσα.
«είναι ο λόγος που δεν δίνω δεύτερες ευκαιρίες.» την κοιτάει σοκαρισμένος, σκύβει μπροστά της. Καθισμένος στα γόνατα, αγγίζοντας τα χέρια της είτε θέλει είτε όχι, κάνει ίσως την πιο λάθος ερώτηση.

«Στέισι» κάνει μια παύση, γιατί δεν ξέρει καν πώς να το ξεστομίσει.
«ο πρώην σου, ήθελε τη Βάλερι;» σφιγμένα χείλη, ματιά που γυαλίζουν και ένα βλέμμα όλο παράπονο. Η Στέισι ξεσπάει σε κλάματα.

«Ήμουν δεκαπέντε όταν τον γνώρισα. Εκείνος τελειόφοιτος. Πάντα όταν τον κοιτούσα ένιωθα να κοκκινίζω και ένα μόνιμο σφίξιμο στο στομάχι. Δεν σταματούσε να με πειράζει και πολύ σύντομα έκανε την πρώτη κίνηση.» ένας λυγμός την αναγκάζει να σταματήσει. Την ακούει προσεκτικά.
«Γίναμε ζευγάρι σχεδόν αμέσως. Βλέπεις, τον ερωτεύτηκα ακαριαία και δεν είχα καμία άμυνα. Πρώτη φορά ένιωθα έτσι, με κοιτούσε και καιγόμουν. Με άγγιζε και έχανα τη γη κάτω από τα πόδια μου. Ένιωθα πολύ τυχερή...η ηλιθια.» σχεδόν μονολογεί. Ο Τζέισον νιώθει την καρδιά του να χτυπάει πολύ δυνατά.

«Όταν τελείωσε το σχολείο παρέμεινε εδώ. Για μένα, είπε. Ψέματα, απλά δεν κατάφερε να περάσει πουθενά. Το έμαθα εκ των υστέρων, αλλά τότε...δεν πίστευα στην τύχη μου! Ώσπου, λίγο μετά τον έναν χρόνο άρχισαν τα προβλήματα. Ποτέ δεν ήταν εκδηλωτικός, όμως τότε είχε παρά γίνει. Απότομος, απόμακρος σχεδόν ξένος και...βίαιος.» στην τελευταία λέξη η φωνή της σπάει. Δεν θα ξεχάσει ποτέ εκείνη την φορά που πάνω στα νεύρα του την έσπρωξε τόσο δυνατά, που χτύπησε το αυτί της στην πόρτα. Μια εβδομάδα δεν άκουγε σχεδόν καθόλου από εκείνη την πλευρά. Δεν θα βγει ποτέ από το μυαλό της το βλέμμα που της έριχναν οι φίλοι του. Σε κάποιους διέκρινε λύπηση, σε άλλους κοροϊδία. Το μόνο σίγουρο είναι ότι ποτέ δεν ήταν καλό.

«Παρόλα αυτά, δεν του κράτησα κακία για τίποτα. Μου ζήτησε συγγνώμη, μόνο στα πόδια μου δεν έπεσε και εγώ σαν θύμα που ήμουν, τον συγχωρούσα. Κάθε φορά. Οι μήνες περνούσαν και νόμιζα πως όλα πήγαιναν ρολόι. Ήταν καλός, γλυκός, τουλάχιστον όσο γλυκός μπορούσε να γίνει ο Λίο, ήταν όλα όσα ήθελα. Ώσπου, μια μέρα, είχα χορό θυμάμαι και δεν θα μπορούσαμε να βρεθούμε. Το μάθημα όμως ακυρώθηκε και σκέφτηκα, τι καλύτερο από το να του κάνω έκπληξη;» γελάει μέσα από τους λυγμούς της. Τρίβει τα χέρια της παρηγορητικά, λες και έτσι θα πάρει όλα της τα αρνητικά συναισθήματα μακριά μόνο με αυτή την κίνηση.

«Συνήθιζε να αφήνει την πίσω πόρτα ανοιχτή, οπότε μπήκα από εκεί για να του κάνω έκπληξη...και μου την έκανε αυτός.» σκουπίζει τα μάτια της.
«Κοκκινομάλλα ήταν θυμάμαι, φίλη της αδερφής του νομίζω. Την είχα δει μια δυο φορές, προφανώς όχι γυμνή και σίγουρα όχι από κάτω του, αλλά την θυμήθηκα αμέσως!» γελάει καλώς νευρικά.
«Αυτή άρχισε να τσιρίζει κι αυτός...αυτός άρχισε να γελάει! Το πιστεύεις; Γελούσε! Την έδιωξε κακήν κακώς και άρχισε να με πλησιάζει. Εγώ ήμουν το ακριβώς αντίθετο. Ένα κινούμενο ερείπιο που έκλαιγε και τον έσπρωχνε μακριά. Δεν ένιωθε τύψεις, δεν απολογήθηκε καν. Μέχρι που πάνω σε όσα είπε, πέταξε και την βόμβα του. Με είχε πλησιάσει εξ αρχής για τη Βάλερι, ήλπιζε πως μέσω εμένα θα κατάφερνε να κάνει κίνηση αλλά όπως είπε ήταν πολύ δύσκολη και απλησίαστη.» η ανάσα της βγαίνει κόφτη, σαν ξαφνικά να μην της έφτανε το οξυγόνο.

Ο Τζέισον από την άλλη, δεν πιστεύει στ' αυτιά του. Πώς μπορεί ένας άνθρωπος να φερθεί έτσι; Θέλει να τρέξει να τον προλάβει και να τον χτυπήσει ώσπου να ματώσει.

«Φαντάσου πόσο άβολο και επώδυνο ήταν. Να κοιτάω τη Βάλερι και να ξέρω ότι ο άνθρωπος που ερωτεύτηκα και αγάπησα τόσο πολύ, ο άνθρωπος που με τραυμάτισε τόσο σωματικά όσο και ψυχολογικά, με πλησίασε εξ αρχής για την καλύτερη μου φίλη!» χαμογελάει με παράπονο. Δεν ξέρει αν πρέπει να την αγκαλιάσει, να της μιλήσει, να συνεχίσει να τρίβει το χέρι της ή να την αφήσει.
«Σκέψου λοιπόν πώς ένιωσα, όταν συνειδητοποίησα ότι και τη δεύτερη φορά που ένιωσα να ερωτεύομαι έγινε πάλι το ίδιο.»

Και σαν να μην είχε νιώσει ήδη αρκετά μαλάκας, γεμίζει με ενοχές. Οι τύψεις του τρυπούν τα κόκαλα σαν το πιο κοφτερό μαχαίρι. Λες και τόσο καιρό δεν είχε συνειδητοποιήσει τι ακριβώς είχε κάνει. Άθελά του, άνοιξε μια πληγή της και χωρίς ούτε να το υποψιάζεται έριχνε αλάτι.

Την ίδια στιγμή, στο «Σφένδαμος» ένα μαγαζί πέντε λεπτά από το πάρκο κοντά στο διαμέρισμα που διαμένει η Στέισι στο Γουέστμινστερ, η κοπέλα με τα κεχριμπαρένια μάτια τρέχει προς τα έξω θυμωμένη. Του το είχε ζητήσει, τον είχε παρακαλέσει, τον είχε ικετεύσει ανάθεμα να μην κάνει σκηνή! Και εκείνος τι έκανε; Την έγραψε κανονικότατα! Ο Άλεκ αφήνοντας ένα χαρτονόμισμα στο τραπέζι ακολουθεί με βαριά βήματα την κοπέλα του. Το χέρι του αρπάζει το δικό της δυνατά.

«Μπορείς να μου πεις γιατί στο διάολο έφυγες;» προσπαθεί να κρατήσει τη φωνή του σε χαμηλό επίπεδο, ωστόσο η μπαλαρίνα δεν πρόκειται να του το κάνει τόσο εύκολο.

«Σου ζήτησα ή όχι να...να μην κάνεις σκηνή; ΣΤΟ ΖΉΤΗΣΑ ΝΑΙ Ή ΌΧΙ;» τα νεύρα της αγγίζουν το κόκκινο και η προσωρινή του ηρεμία τη βγάζει εκτός ορίων.

«ΣΕ ΚΟΙΤΟΎΣΕ ΓΑΜΩΤΟ! ΌΛΗ ΤΗΝ ΏΡΑ! ΣΕ ΦΛΈΡΤΑΡΕ ΑΠΡΟΚΆΛΥΠΤΑ ΜΠΡΟΣΤΆ ΜΟΥ! ΜΠΡΟ-ΣΤΑ-ΜΟΥ!» ουρλιάζει. Το πρόσωπο του έχει κοκκινίσει και θέλει να πάει μέσα και να σπάσει στο ξύλο τον ηλιθιο σερβιτόρο.

«ΉΤΑΝ ΑΠΛΆ ΕΥΓΕΝΙΚΌΣ! ΈΚΑΝΕ ΤΗ ΔΟΥΛΕΙΆ ΤΟΥ!» παλεύει μάταια να τον πείσει για το αυτονόητο και το λογικό. Εκείνος κάνει ένα βήμα να την πλησιάσει, μα τον σπρώχνει.

«Άκου, δεν ήθελα να κάνω σκηνή. Ήθελα απλά να καταλάβει πως είσαι δική μου!» υποστηρίζει πιο ήρεμα αυτή τη φορά, μα μόνο χειρότερα τα κάνει. Η κοπέλα σφίγγει τα χέρια της κοιτώντας τον με γουρλωμένα μάτια. Αδυνατεί να πιστέψει αυτό που άκουσε.

«Μιλάς σαν να είμαι αντικείμενο και προς έκπληξη σου, έχω καρδιά, συναισθήματα, μυαλό ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΉ ΣΚΈΨΗ!» χτυπάει τα χέρια της στο στέρνο του, κάνει ένα βήμα πίσω ασυναίσθητα. Πιάνει τους καρπούς της, ενώ την κολλάει πάνω του κτητικά. Τα χείλη τους εφάπτονται.

«Όλα αυτά σε κάνουν αυτό που είσαι Βάλερι. Και αυτό αρέσει και δεν αντέχω να σε κοιτάνε!» αυτή η έκρηξη ζήλειας, ο τρόπος που τα λέει, την κάνει να αισθάνεται περίεργα. Δεν μπορεί. Δεν μπορεί να είναι κοντά του όσο μιλάει έτσι.

«Ποιο είναι το γαμημένο πρόβλημα σου;» σφυρίζει μέσα από τα δόντια της καθώς τον σπρώχνει κάτι παραπάνω από εκνευρισμένη, σχεδόν κουρασμένη από την συμπεριφορά του.

«ΕΣΎ!» φωνάζει εκτός ορίων, πιάνοντας ξανά τα χέρια της για να τη σταματήσει. Μόλις η λέξη βγει από το στόμα του, το βλέμμα του μαλακώνει στον τρόπο που μισανοίγουν τα χείλη της, ενώ το στήθος του ανεβοκατεβαίνει από την ένταση. Ακριβώς όπως και το δικό της. Περνάει μια τούφα πίσω από το αυτί της τρυφερά.
«Εσύ!» επαναλαμβάνει, σχεδόν ψιθυριστά. Τον κοιτάει σαστισμένη, προσπαθώντας να επεξεργαστεί αυτό που μόλις άκουσε.

«Ξέρεις κάτι Άλεκ; Συγγνώμη, αλλά εγώ δεν μπορώ έτσι. Δεν μου αρέσουν οι σκηνές και οι φωνές. Δεν μπορώ να το κάνω αυτό, σίγουρα όχι αυτή τη στιγμή.» γυρίζει να φύγει. Βρίζει κάτω από την ανάσα του, τα θαλάσσωσε για ακόμα μια φορά. Είχε ανάγκη από χαλάρωση και μόνο αυτό δεν της έδωσε. Τρέχει πίσω της αγχωμένος, πρέπει να επανορθώσει.

Η Στέισι έχει ηρεμήσει λίγο μόνο, όταν βλέπει την κολλητή της να πλησιάζει στο πάρκο αλαφιασμένη.

«Κοίτα Στέισι, αλήθεια συγγνώμη. Δεν...δεν ήξερα τι είχε συμβεί. Δεν είχα καν σκεφτεί εσένα διαφορετικά, ξέρω ότι ίσως αυτό πονάει αλλά-»

«Τζέισον» διακόπτει αγχωμένη.

«Όχι θα σου πω, πρέπει να το ακούσεις!Επειδή αυτός ο Λίο σε εκμεταλλεύτηκε δεν σημαίνει πως θα σου το κάνουν όλοι και-»

«Τζέισον σταμάτ-»

«Όχι! Επειδή ο πρώην σου ήταν μαλάκας και ήθελε την κολλητή σου όσο ήσασταν μαζί, θα σταματήσεις να εμπιστεύεσαι;» η φωνή του ανεβαίνει αισθητά. Τη βλέπει να χάνει το χρώμα της.

«Τι πράγμα;» η σοκαρισμένη φωνή της Βάλερι κάνει το σώμα του Τζέισον να παγώσει. Η κοπέλα μπροστά του, βουρκωμένη και απελπισμένη, τον κοιτάει με ένα απροσδιόριστο ύφος. Γυρνάει τον κορμό του. Η μπαλαρίνα με τον καλύτερο του φίλο τους κοιτούν μπερδεμένοι.

Κι αυτό είναι μόνο η αρχή.

***

«ΈΠΡΕΠΕ ΝΑ ΜΟΥ ΤΟ ΈΧΕΙΣ ΠΕΙ!» ωρύεται εκτός εαυτού. Τα μάτια της έχουν κοκκινίσει, το σώμα της τρέμει και νιώθει ξανά εκείνη την ανάγκη να σπάσει ό,τι βρίσκεται μέσα στο σπίτι.

«ΚΙ ΑΝ ΣΤΟ ΈΛΕΓΑ ΤΙ; ΘΑ ΆΛΛΑΖΕ ΚΆΤΙ; ΘΑ ΜΕ ΕΊΧΕ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΉΣΕΙ ΛΙΓΌΤΕΡΟ;» η Στέισι φωνάζει επίσης, έχει εκνευριστεί με εκείνη, με τη Βάλερι, με τον ηλίθιο Τζέισον που δεν ξέρει να κρατά το στόμα του κλειστό και τον ακόμα πιο ηλίθιο πρώην της που ακόμα και έξω από τη ζωή της, πάλι προβλήματα της δημιουργεί.

«ΕΊΣΑΙ ΣΟΒΑΡΉ; ΉΘΕΛΑ ΝΑ ΤΟ ΞΈΡΩ ΣΤΈΙΣΙ. ΟΧΙ ΝΑ ΚΆΘΟΜΑΙ ΝΑ ΑΝΑΡΩΤΙΈΜΑΙ ΤΙ ΑΚΡΙΒΏΣ ΈΓΙΝΕ ΜΕ ΕΚΕΊΝΟΝ ΤΟ ΜΑΛΑΚΑ, ΟΧΙ ΝΑ ΜΗΝ ΞΈΡΩ ΤΙ ΝΑ ΠΩ ΓΙΑ ΝΑ ΣΕ ΚΆΝΩ ΝΑ ΝΙΏΣΕΙΣ ΚΑΛΎΤΕΡΑ!» ο Άλεκ, ακούγοντας την να φωνάζει, κάνει ένα βήμα να την πλησιάσει, όμως τον αγριοκοιτάζει. Ακόμα δεν έχει ξεχάσει τα δικά του.

«Εγώ πάντως δεν-»

«ΕΣΎ ΝΑ ΣΚΆΣΕΙΣ!» φωνάζουν ταυτόχρονα στον Τζέισον που σαν δαρμένο σκυλί κάθεται ξανά στην γωνία του.

«ΝΟΜΊΖΕΙΣ ΓΙΑ ΜΈΝΑ ΉΤΑΝ ΠΙΟ ΕΎΚΟΛΟ ΒΆΛΕΡΙ; ΔΥΟ ΆΝΔΡΕΣ ΕΡΩΤΕΎΤΗΚΑ ΣΤΗ ΖΩΉ ΜΟΥ ΚΑΙ ΟΙ ΔΥΟ ΓΟΎΣΤΑΡΑΝ ΤΗΝ ΚΟΛΛΗΤΉ ΜΟΥ!» ο λαιμός της πονάει από τις τσιρίδες, μα δεν σταματάει. Η μαυρομάλλα γελάει νευρικά, λίγο πριν κλωτσήσει το άδειο κρεβατάκι του Ταζ.

«Δεν μπορώ να το πιστέψω αυτό που συμβαίνει σήμερα! ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΆ ΔΕΝ ΜΠΟΡΏ! Η ΕΠΊ ΕΊΚΟΣΙ ΧΡΌΝΙΑ ΚΟΛΛΗΤΉ ΜΟΥ ΜΟΥ ΑΠΟΚΆΛΥΨΕ ΠΩΣ ΜΕ ΖΉΛΕΥΕ ΓΙΑ ΈΝΑΝ ΟΛΌΚΛΗΡΟ ΧΡΌΝΟ, ΠΩΣ Ο ΠΡΏΗΝ ΤΗΣ ΕΊΝΑΙ ΠΙΟ ΜΑΛΆΚΑΣ ΑΠ' ΌΤΙ ΦΑΙΝΌΤΑΝ, Η ΓΥΝΑΊΚΑ ΠΟΥ ΜΕ ΓΈΝΝΗΣΕ ΆΛΛΑΞΕ ΌΝΟΜΑ ΑΜΈΣΩΣ ΜΌΛΙΣ ΜΕ ΆΦΗΣΕ ΚΑΙ Ο ΆΝΔΡΑΣ ΠΟΥ ΕΊΜΑΙ ΜΑΖΊ ΤΟΥ ΔΕΝ ΜΟΥ ΈΧΕΙ ΚΑΜΊΑ ΕΜΠΙΣΤΟΣΎΝΗ!» αρχίζει να απαριθμεί στα δάχτυλα της όλα όσα συνέβησαν την καταστροφική αυτή μέρα, τρέμοντας από σύγχυση. Κανένας δεν μιλάει, την κοιτούν όλοι να ξεσπάει.
«Ξέρετε κάτι; Εγώ τελείωσα με αυτές τις μαλακίες. Κάντε ό,τι στο διάολο θέλετε, παραιτούμαι!» λέει και παίρνοντας την τσάντα και τα κλειδιά της, βγαίνει από το σπίτι της χτυπώντας την πόρτα πίσω της. Ο Άλεκ έκανε κίνηση να την ακολουθήσει, μα η Στέισι τον σταματάει.

«Άσε την. Θέλει να μείνει λίγο μόνη της.» ψελλίζει με βραχνή φωνή. Τα μάτια της έχουν κοκκινίσει και τσούζουν, μα αλήθεια, πώς ξεκίνησαν όλα αυτά; Πότε βγήκε για τρέξιμο και πότε κατέληξε να ακολουθεί με τους δύο άνδρες το ταξί που η Βάλερι, τσακισμένη ψυχολογικά, είχε πάρει για να τους αποφύγει;

«Στέισι...πραγματικά δεν ξέρω τι να πω.» την κοιτάει δειλά. Τα πράσινα μάτια του φωνάζουν συγγνώμη, μα δεν τη νοιάζει. Το μόνο που θέλει, είναι να γυρίσει η Βάλερι. Δεν του απαντάει. Κοιτάξει έξω από το παράθυρο και διακρίνει τις μικρές σταγόνες στο τζάμι. Βρέχει.

'Αχ, μωρέ Βάλερι.'

Πρώτος αποχωρεί ο Τζέισον, ζητώντας συγγνώμη για εκατοστή φορά, βάζει το μπουφάν του και ξεκινάει για το σπίτι του. Περνάει μια ώρα στην απόλυτη ησυχία. Ο οποιοσδήποτε θα μπορούσε να διαισθανθεί τη μάχη που γίνεται μέσα τους. Ο Άλεκ σηκώνεται όρθιος εκνευρισμένος.

«Εγώ θα πάω να την ψάξω. Αν έρθει από εδώ πάρε με τηλέφωνο.» σχεδόν διατάζει και φεύγει μέσα σε δευτερόλεπτα. Αρκείται να του γνέψει. Δεν περνάνε πέντε λεπτά και κλειδιά ακούγονται στην πόρτα. Η Βάλερι, βρεγμένη και με πρησμένα ματιά, μπαίνει στο σπίτι τουρτουρίζοντας. Μόλις βλέπει την κολλητή της σταματάει τις κινήσεις της. Παίρνει μια ανάσα και κλείνει την πόρτα πίσω της.

«Συγγνώμη.» ψιθυρίζει καρφώνοντας τα κεχριμπαρένια ματιά της, σε εκείνα της Στέισι. Η κοπέλα λυγίζει.

«Εγώ συγγνώμη.» τρέφει να την αγκαλιάσει αγνοώντας τα βρεγμένα ρούχα της.

«Στέισιι, θέλω να με βοηθήσεις σε κάτι!» ψελλίζει αργά.

«Σε τι;» Απομακρύνεται ξεφυσώντας. Βάζει μια τούφα πίσω από το αυτί.

«Θέλω να φύγω.»

***

Τους παίρνει περίπου μια ώρα να ετοιμάσουν τη βαλίτσα της. Μια ώρα, στην οποία προσπαθούσε να την πείσει να τηλεφωνήσει στον Άλεκ, αλλά εκείνη είχε θέσει τον όρο της από νωρίς. Ο Άλεκ θα το μάθει τουλάχιστον μια ώρα αφότου φύγει. Δύο ώρες μετά, βρίσκονται στο μεγάλο και πολυτελές αεροδρόμιο του Χίθροου. Ο κόσμος είναι ασφυκτικά πολύς, πράγμα που κάνει τη Βάλερι να αναρωτιέται πόσοι από αυτούς τρέχουν να ξεφύγουν από την ίδια τους τη ζωή.

«Πες μου τουλάχιστον που θα πας!» επιμένει. Έχει αρχίσει να εκνευρίζεται από τη σιωπή της κολλητής της.

«Όχι γιατί θα του το πεις. Και πίστεψε με, είμαι έξαλλη από τη συμπεριφορά του!» βαθιά μέσα της ξέρει πως αυτό που κάνει δεν είναι σωστό, ωστόσο το πείσμα την έχει κυριεύσει ως το μεδούλι.

«Ρε Βάλερι!»

«Όχι!» σχεδόν φωνάζει. Κουνάει το κεφάλι αποδοκιμάζοντας φανερά τη συμπεριφορά της.
«Πρέπει να φύγω.» σχεδόν ψιθυρίζει. Είναι η πρώτη φορά μετά από πέντε χρόνια που ταξιδεύει η μια χωρίς την άλλη. Είναι η πρώτη φορά μετά από πέντε χρόνια που αποχωρίζεται γενικά η μια την άλλη.

«Να προσέχεις. Και ό,τι, μα ό,τι θες θα με πάρεις τηλέφωνο. Χαζό.»

«Στο υπόσχομαι.» την αγκαλιάζει μια τελευταία φορά και προχωράει προς τη μεγάλη ουρά για να βγάλει το εισιτήριο.

«Γειά σας.» η κοπέλα στον γκισέ της χαμογελάει ευγενικά όταν επιτέλους φτάνει η σειρά της.

«Γειά σας. Ένα εισιτήριο για Ελλάδα παρακαλώ


























Γειά σας κοτοπουλάκια μου!🐥

Τι κάνετε; Πώς είστε;
Ελπίζω καλά!

Ξέρω ότι έχω εξαφανιστεί, αλλά ειλικρινά η ζωή τρέχει πολύ γρήγορα και μερικές φορές αδυνατώ να την προλάβω. Είμαι καλά παρόλα αυτά!❤️

Πείτε μου τα νέα σας! Μου λειψατε!!

Πάμε στο κεφάλαιο;

Η μαμά της Βάλερι είναι λίγο εξτριμ στις αποφάσεις της.

Ο Άλεκ κουκουρούκου ως συνήθως.

Η καημένη η Στέισι τι σταυρό κουβαλάει κι αυτή.

Καλά για τον ηλίθιο τον πρώην δεν συζητάμε καν.

Καιιιιι ένα εισιτήριο για Ελλάδα! Δράματα μυρίζομαι.

Τι πιστεύετε ότι θα γίνει στο επόμενο;

Αυταααα!

Αν σας άρεσε το κεφάλαιο ψηφιστε και σχολιαστε

Ααντιιιιοοοοοςςςςς🍟🥰.

-Δέσπ.

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro