30. Το να σου αρέσει ο χορός είναι ένα σίγουρο βήμα προς το να ερωτευτείς. ΙΙ
~Στις στιγμές που κυλάνε,
όλα τ' άστρα μου σβήνω!
Στην αυλαία που πέφτει,
απ' του χρόνου το ξέφτι ζητάω να πιαστώ!
Κι όσα έχω σημάδια
με όνειρα θα τα ντύνω!
Σαν παλιό ραβασάκι
σε λιωμένο σακάκι θα σ' αναζητώ!
Κι όπως κρατάει η βροχή το ρυθμό
και σαν τρελή η καρδιά μου χορεύει ταγκό!
Εγώ μέσα σε δρόμους καθρέφτες θα ψάχνω τους φταίχτες που χάνω όλα αυτά που αγαπώ...~
•Τραγούδι «Τ' απογεύματα τ' άδεια».
Ερμηνεύει η Γλυκερία.
Τριτοπρόσωπη αφήγηση.
Όταν η Βάλερι ανοίξει τα βλέφαρα της κάτω από τα ζεστά της σκεπάσματα της παίρνει μερικά δευτερόλεπτα για να συνειδητοποιήσει δύο πράγματα: πρώτον, μόλις ξύπνησε και νιώθει σχεδόν ευτυχισμένη και δεύτερον, μισεί τον εαυτό της που αρνήθηκε να κοιμηθεί με τον Άλεκ. Τεντώνεται νωχελικά. Σήμερα έχει ραντεβού στο νοσοκομείο με τον Φρέντι, για να μάθει επιτέλους πότε θα μπορέσει να φορέσει πουεντ.
Σηκώνεται και σχεδόν σέρνεται μέχρι το μεγάλο παράθυρο απέναντι από το κρεβάτι, τραβάει την σκούρο γκρι κουρτίνα και το δυνατό φως της μέρας εισβάλει απότομα στο δωμάτιο. Ο ουρανός είναι γκρίζος και ελάχιστες αχτίδες φωτός κάνουν την εμφάνισή τους, μα αρκούν για να την κάνουν να κλείσει στιγμιαία τα μάτια της. Παίρνει μια βαθιά ανάσα. Χαμογελάει. Νιώθει πως η ζωή της έχει αρχίσει επιτέλους να φτιάχνει. Έχει περάσει πολλά, έχει αντέξει ακόμα περισσότερα, είναι η στιγμή η ζωή να της δώσει αυτά που της αξίζουν, αυτά που της χρωστάει.
Ο Άλεκ γεμίζει μια κούπα καφέ, τη στιγμή που το μεγάλο ρολόι του σπιτιου στο Μέιφερ δείχνει οκτώ και μισή. Η διάθεση του είναι κάτι παραπάνω από καλή και ξέρει ότι το οφείλει σε εκείνη και σε ό,τι υπάρχει μεταξύ τους. Το μυαλό του παίζει συνεχόμενα όλα όσα έζησε μαζί της την προηγούμενη μέρα και το χαμόγελο δεν λέει να ξεκολλήσει από το πρόσωπο του ούτε για ένα λεπτό. Η Βάλερι του καίει το μυαλό, αλλά δεν τον νοιάζει, το λατρεύει. Την λατρεύει.
Η εικόνα της, τη μια να αναστενάζει από κάτω του και την άλλη να χαλαρώνει στην αγκαλιά του βλέποντας ταινία, του προκαλεί τέτοια ευφορία που σχεδόν δεν μπορεί να το διαχειριστεί. Πίνει μια γουλιά καφέ και πιάνει το κινητό του από τον πάγκο.
Δένει τα κορδόνια των λευκών αθλητικών της και έπειτα κοιτάζεται στον ολόσωμο καθρέφτη. Παρατηρεί τον εαυτό της, καθισμένη ακόμα στο κρεβάτι. Τα μαύρα ίσια μαλλιά της, η σιελ φόρμα της, το λευκό φούτερ της. Περνάει μια τούφα πίσω από το αυτί και, κάπως διστακτικά, χαμογελάει στον εαυτό της. Παίρνει μια βαθιά ανάσα.
«Είσαι καλά.» λέει αργά και με σταθερή φωνή, κάτι που χρόνια ψελλίζει στον εαυτό της. Συγκριτικά είναι λίγες οι φορές που είναι όντως καλά, τόσο μέσα της όσο και σωματικά. Κλείνει τα μάτια της, τεντώνοντας το κορμί της προσεκτικά.
'Είσαι καλά.'
Το κινητό της που χτυπάει την ξυπνάει. Μόλις βλέπει την αναγνώριση το χαμόγελο επιστρέφει πιο λαμπερό από ποτέ.
«Καλημέρα.» απαντάει.
«Καλημέρα, μικρό!» η χαρωπή φωνή του κάνει την καρδιά της να φτερουγίσει σαν πεταλούδα που μόλις βγήκε από το κουκούλι της. Δαγκώνεται για να μη χαμογελάσει σαν πρωτάρα έφηβη, θεωρεί πως δεν είναι τίποτα από τα δυο έτσι και αλλιώς.
«Πώς είσαι;»
«Μια χαρά, εσύ;»
«Καλά κι εγώ. Τώρα ετοιμάζομαι να πάω στο νοσοκομείο.» κάθεται ακόμα στο κρεβάτι και στερεώνοντας το κινητό ανάμεσα στον ώμο και το κεφάλι της, βάζει στη λευκή μεγάλη τσάντα της κλειδιά, ακουστικά, πορτοφόλι κι αν μπορούσε να πάρει ολόκληρο το σπίτι της και να το χωρέσει εκεί μέσα, θα το είχε κάνει.
«Θες να σε πάω εγώ;» σταματάει τις κινήσεις της, πιάνοντας ξανά το κινητό. Χαμογελάει ξανά, σε σημείο που έχουν αρχίσει να την πονάνε τα μάγουλα της.
«Όχι, όχι. Δεν χρειάζεται να μπεις σε κόπο.» ο Άλεκ κουνάει το κεφάλι αποδοκιμαστικά.
«Δεν μπαίνω σε κανένα κόπο. Το αντίθετο μάλιστα, πρόφαση ψάχνω για να σε δω.» στην ειλικρινή του απάντηση δαγκώνει τα χείλη της με δύναμη για να μην ουρλιάξει.
«Και εγώ θέλω να σε δω, αλλά έχω καλέσει ήδη ούμπερ.» ο Άλεκ χαμογελάει ακούγοντας τη φωνή της, σκεπτόμενος το πόσο προβληματισμένη θα δείχνει αυτή τη στιγμή.
«Τότε να με πάρεις τηλέφωνο όταν τελειώσεις, να έρθω να σε πάρω.» προτείνει χαρούμενος. Θέλει να τη δει όσο τίποτα άλλο! Τόσο, που απορεί με τον εαυτό του, γιατί έχασε τόσο χρόνο; Αυτό που νιώθει κάθε φορά που η μπαλαρίνα με τα κεχριμπαρένια μάτια είναι κοντά του, χωρίς υπερβολή δεν το έχει νιώσει ποτέ πριν. Έχει γνωρίσει πολλές γυναίκες στη ζωή του, όμως με εκείνη είναι αλλιώς. Τον κάνει να χαίρεται σαν μικρό παιδί κάθε φορά που την βλέπει.
Καμία, ποτέ, δεν κατάφερε να τον κάνει πραγματικά χαρούμενο. Μόνο η Valery, η μικρή του μπαλαρίνα.
Η καρδιά της κοντεύει να σπάσει στα λόγια του και φοβάται, τρέμει μέσα της για όσα μπορεί να ακολουθήσουν. Πόσο ελπίζει όλο αυτό να βγει σε καλό...
«Εντάξει, θα σε πάρω μόλις τελειώσω.» δεν το σκέφτεται περισσότερο, συμφωνεί και θέλει να χοροπηδήσει πάνω-κάτω σαν παιδί από τον ενθουσιασμό που τη γεμίζει ως πάνω.
«Να προσέχεις.» η καρδιά της λιώνει σαν καραμέλα στη φωτιά, ακούγοντας το πόσο πολύ μαλακώνει η φωνή του όταν της μιλάει.
«Θα προσέχω.»
Η Βάλερι κοιτάει το πλέον κλειστό τηλέφωνο με ένα αχνό χαμόγελο. Αφήνοντας μια ανάσα σηκώνεται τελικά από το κρεβάτι, βάζοντας το επίσης λευκό φουσκωτό μπουφάν της. Παίρνει την τσάντα της και αφήνοντας ένα φιλί στο κεφαλάκι του Ταζ φεύγει από το δωμάτιο
Ένα λεπτό αργότερα βγαίνει από το σπίτι με μια ιδέα να έχει καρφωθεί στο μυαλό της. Όταν το ούμπερ σταματήσει σχεδόν δίπλα της, ανοίγει την πόρτα και κάθεται στα πίσω καθίσματα.
«Καλημέρα σας. Πού πάμε;» ρωτάει τυπικά ο οδηγός, κοιτώντας την μέσα απο τον καθρέφτη.
«Καλημέρα. Πάμε στο Μέιφερ. Ξεκινήστε και θα σας πω!»
***
«Τώρα!» ο Άλεκ περπατάει βαριεστημένα προς την πόρτα, με την μισογεμάτη κουπα καφέ ακόμα στα χέρια του. Δεν είχε καμία απολύτως όρεξη να δει κανέναν. Εκτός κι αν πρόκειται για τη Βάλερι, εκεί η όρεξη του φτάνει από το μηδέν στο εκατό. Παρόλα αυτά, όταν ανοίξει κάθε ελπίδα να δει την κοπέλα του χάνεται, γιατί στην είσοδο στέκεται η Γκαλένα. Ξεφυσάει σιγανά, παρόλα αυτά προσπαθεί να μη δείξει τη δυσαρέσκεια του.
'Είναι η μητέρα του παιδιού σου και ένας άνθρωπος που κάποτε αγάπησες πολύ. Κρίμα είναι.'
«Καλημέρα γλυκέ μου!» μπαίνει μέσα με τέτοιο αέρα, λες κι ο χώρος της ανήκει. Κάποτε του άρεσε, κάποτε το λάτρευε. Κάποτε. Τώρα όχι.
«Καλημέρα!» ο συγκρατημένος τόνος του δεν περνάει απαρατήρητος από την εντυπωσιακή Ρωσίδα, που ήδη νιώθει τα νεύρα της να τεντώνονται από την συμπεριφορά του.
«Σκέτο καλημέρα; Κάποτε με το καλημέρα μου έδινες και ένα φιλί που με έκανε να το σκέφτομαι για ώρες!» λέει τάχα αθώα, μα και κάπως νοσταλγικά. Προσπαθεί να θυμηθεί πότε σταμάτησε να απολαμβάνει τις μικρές εκδηλώσεις αγάπης του, μα μέσα της ξέρει πολύ καλά πότε άρχισαν όλα. Ή μάλλον, πότε τελείωσαν όλα.
Στριφογυρίζει τα μάτια του ελαφρώς ενοχλημένος, θέλει να του σπάσει τα νεύρα, να κερδίσει μια αντίδραση από εκείνον, κάτι που θα της δείξει ότι έχει ακόμα πάνω του μια στοιχειώδη επιρροή. Όμως ο Άλεκ την έχει καταλάβει πια, και υπόσχεται στον εαυτό του πως δεν θα της περάσει.
«Πώς κι από δω; Έγινε κάτι με το μωρό;» προσπερνάει το σχόλιο της, ρωτώντας κατευθείαν για το θέμα που τον νοιάζει.
«Όχι, όλα καλά. Ήθελα μόνο να δω τι κάνεις.» τα μαργαριτάρια που έχει για δόντια λάμπουν μέσα από το χαμόγελο της, όμως δεν του προκαλούν πια τίποτα. Κανένα απολύτως συναίσθημα.
«Υπάρχει εδώ και χρόνια ένα αντικείμενο που λέγεται τηλέφωνο. Θα μπορούσες να το χρησιμοποιήσεις και να μάθεις τι κάνω.» στα λόγια του σφίγγει το χαμόγελο της για να μην του απαντήσει αυτό που πραγματικά σκέφτεται. Γιατί λίγο ακόμα να συνεχίσει να της μιλάει έτσι και θα του κοπανήσει τίποτα στο κεφάλι!
«Δεν θα καθόμουν για πολύ έτσι κι αλλιώς. Περαστική ήμουν!» με μούτρα κατεβασμένα και διάθεση στο μηδέν, σχεδόν γρυλίζει με αμηχανία, όσο περπατάει προς την πόρτα. Μόλις όμως την ανοίξει, βγάζει μια κραυγή πέφτοντας στα γόνατα. O Άλεκ με δύο μεγάλες δρασκελιές βρίσκεται κοντά της, πιάνοντας την προστατευτικά από τη μέση.
«Τι...τι έγινε; Τι έπαθες;» η τρομαγμένη χροιά του δεν κρύβεται ακόμα κι αν καταβάλει προσπάθεια, προκαλώντας στην πρώην αρραβωνιαστικιά του ένα αχνό χαμόγελο που προσπαθεί να κρύψει αμέσως.
«Πονάω.» τα δάχτυλα της πλέκονται και σφίγγουν τα δικά του, περνώντας του μαγικά αυτό που νιώθει. Γιατί τώρα, ο Άλεκ νιώθει να πονάει και μόνο στη σκέψη να έπαθε κάτι το μωρό. Τρίβει απαλά τη μέση της μη ξέροντας πως αλλιώς μπορεί να τη βοηθήσει. Το μόνο που υπάρχει στο μυαλό του είναι δυο λέξεις: μωρό, νοσοκομείο. Κλείνει τα μάτια της σφιχτά ανασαίνοντας βαθιά. Μοιάζει να υποφέρει. Σηκώνει απαλά τον κορμό της, τώρα τον κοιτάει στα μάτια. Βουρκώνει.
«Ω, Άλεκ...» κρύβει το κεφάλι της στο στέρνο του πιο ευάλωτη από ποτέ. Εκείνος, σαστισμένος ακόμα, τυλίγει τα χέρια του γύρω της. Παίρνει μερικές βαθιές ανάσες φοβισμένος. Όχι, τρομοκρατημένος! Σηκώνει το κεφάλι της από το σώμα του, τον κοιτάει βαθιά στα μάτια και μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα τα χείλη της αγγίζουν τα δικά του. Γουρλώνει τα μάτια του με φρίκη, τα χέρια του κρατάνε τους ώμους της προσπαθώντας να την απομακρύνουν. Μάταια!
Το ούμπερ σταματάει έξω από το διαμέρισμα του Άλεκ περίπου δεκαπέντε λεπτά από την στιγμή που παρέλαβε την Βάλερι.
«Σας ευχαριστώ πολύ.» μόλις η κάρτα της ακουμπήσει το μηχάνημα και η διαδρομή πληρωθεί, η κοπέλα ανοίγει την πόρτα και βγαίνει από το αμάξι. Κάνει δυο βήματα και προσπερνάει τις δύο κιτρινοπράσινες τέφρες με το χαμόγελο να μην έχει ξεκολλήσει ούτε ένα δευτερόλεπτο από το πρόσωπο της και τότε κάνει το λάθος, γυρνάει το κεφάλι της προς την είσοδο. Το χαμόγελο της ανήκει επίσημα στο παρελθόν.
«Άλεκ.» η φωνή της βγαίνει σαν ψίθυρος.
Η Γκαλένα επιτέλους απομακρύνεται με ένα μικρό χαμόγελο, γιατί νίκησε. Έτσι νιώθει. Ο Άλεκ καταφέρνει να την σπρώξει προς τα πίσω απαλά ξεροβήχοντας. Περνάει το χέρι του μέσα από τα μαλλιά του γεμάτος αμηχανία. Ξεφυσάει.
«Γκαλένα» παίρνει μια ανάσα.
«αυτό δεν θα το ξανά κάνεις. Ποτέ. Είμαι με την Βάλερι και με φέρνεις σε εξαιρετικά δυσκολη θέση.» της μιλάει ήρεμα, κοιτώντας την όμως τόσο βαθιά στα μάτια που της προκαλεί πόνο. Κουνάει το κεφάλι της θετικά, μη βγάζοντας ούτε φθόγγο. Τότε, και μόνο τότε, ο Άλεκ γυρίζει το κεφάλι του, ακόμα μουδιασμένος, και του παίρνει μόνο ένα δευτερόλεπτο μέχρι να την εντοπίσει. Στην αρχή βλέπει τα μαύρα της μαλλιά, έπειτα το πρόσωπο της και ύστερα από μια στιγμή την πλάτη της, αφού η Βάλερι έχει αρχίσει ήδη να περπατάει προς την αντίθετη κατεύθυνση. Η καρδιά του σταματάει στη συνειδητοποίηση: η Βάλερι είδε το φιλί.
'Γαμώτο!'
«ΒΆΛΕΡΙ!» αρχίζει να τρέχει προς το μέρος της μέσα στον πανικό. Τον ακούει, μα δεν γυρίζει. Την προλαβαίνει μόνο επειδή εκείνη δεν μπορεί ακόμα να τρέξει, πιάνει το χέρι της μα η κοπέλα το τραβάει σχεδόν την ίδια στιγμή σαν να την χτύπησε ρεύμα. Ωστόσο, το πρόσωπο της δεν αποτυπώνει κανένα συναίσθημα.
«Μη φεύγεις!» σχεδόν την εκλιπαρεί. Οι αναπνοές του είναι γρήγορες, όσο γρήγοροι είναι και οι χτύποι της καρδιάς του.
«Άστο, Άλεκ! Έκανα λάθος που ήρθα.» δεν του φωνάζει, όμως τα μάτια της που τον κοιτούν με απογοήτευση τον κάνουν να νιώθει σαν τον πιο απαίσιο άνθρωπο στον πλανήτη.
«Όχι, σε παρακαλώ! Δεν είναι αυτό που νομίζεις!» αναγνωρίζει από μόνος του πόσο γελοία ακούγεται αυτή η φράση δυνατά και μπορεί να το δει στον τρόπο που δεν κρατιέται και στριφογυρίζει τα μάτια της.
«Σου είπα να μην παίξεις μαζί μου!» αυτό το λέει σχεδόν με παράπονο που του ραγίζει την καρδιά.
«Δεν παίζω! Ορκίζομαι! Απλά πόνεσε ξαφνικά και τρόμαξα εγώ και μετά με φίλησε. Προσπαθούσα να τη σπρώξω, αλήθεια!» μιλάει τόσο γρήγορα και με τέτοια απόγνωση που τελικά σταματάει τις προσπάθειες της να φύγει. Τον κοιτάει διχασμένη.
«Άλεκ-»
«Σου τ' ορκίζομαι!» επιμένει. Αφήνει μια ανάσα.
«Δεν ξέρω.» παραδέχεται. Δεν τον κοιτάει στα μάτια, αν το κάνει θα είναι σαν να υπογραφεί την ήττα της και το ξέρει πολύ καλά.
«Πάμε σπίτι. Θα στο πει και η ίδια!» την τραβάει απαλά από το χέρι αποφασισμένος, όμως η Βάλερι γουρλώνει τα μάτια και αντιστέκεται. Αυτό της έλειπε.
«Όχι, εντάξει! Σε πιστεύω!» παραδίνεται μήπως και αποφύγει αυτόν τον εξευτελισμό, κάτι που τελικά το καταφέρνει κι ας συνεχίζει η καρδιά της να βουλιάζει στη θύμηση αυτής της εικόνας. Ο άνδρας με τα γαλάζια μάτια ξεφυσάει ανακουφισμένος, προτού λυγίσει και τα χείλη του αγγίξουν μαλακά τα δικά της. Δεν ανταποκρίνεται, απλά στέκεται όσο την φιλάει.
Απτόητος, πλέκει τα χέρια του με τα δικά της τρυφερά και αρχίζουν να περπατάνε μέχρι το σπίτι, μαζί αυτή την φορά. Η Γκαλένα τους βλέπει να πλησιάζουν, πιάνοντας κατευθείαν το κράτημα τους. Πεισμώνει ακόμα περισσότερο, όμως χαμογελάει δήθεν μετανιωμένη.
«Ελπίζω να μη σας δημιούργησα πρόβλημα!» το πονηρό γελάκι της δεν περνάει απαρατήρητο από την μπαλαρίνα. Στριφογυρίζει τα μάτια της για να μην της ορμήσει και της βγάλει τα μαλλιά τρίχα τρίχα.
'Διπρόσωπη.'
«Κανένα πρόβλημα. Είμαστε μια χαρά!» ενημερώνει εκείνη με ένα μικρό χαμόγελο. Όλη της η διάθεση έγινε σκόνη, μα δεν πρόκειται να της δώσει αυτή τη χαρά. Έχει περάσει πολύ δύσκολα στη ζωή της για να την κερδίσει μια Γκαλένα με τόσο φθηνά κόλπα. Η Ρωσίδα δεν κρατιέται, υψώνει το φρύδι. Η μικρή παίζει μαζί της και αυτό δεν της αρέσει καθόλου.
«Πολύ χαίρομαι!» ξεροβήχει.
«Πρέπει να φύγω. Άλεκ θα τα πούμε.» τινάζει τα μαλλιά της προς τα πίσω με τουπέ και με ένα βλέμμα γεμάτο υποσχέσεις, φεύγει επιτέλους από το σπίτι.
'Μη σε χάσουμε.'
«Νόμιζα ότι δεν θα έρθεις.» σχολιάζει ο Άλεκ όταν η πόρτα κλείσει και το χαμόγελο του ζεσταίνει κάπως το ψύχος μέσα της, μα είναι ήδη αργά. Όλη της η καλή διάθεση έχει εξατμιστεί.
«Ναι, είπα να σου κάνω έκπληξη.»
'Και μου την έκανες εσύ.' κρατιέται με δυσκολία να μην το σχολιάσει.
«Καλά έκανες, χάρηκα πολύ!» περνάει το χέρι του γύρω από τη μέση της,
φέρνοντας την ακόμα πιο κοντά του. Η ανάσα της σταματάει σε αυτό, η πολύ κοντινή επαφή την κάνει να ζαλιζεται και το κράτημα του την καίει.
Αγκαλιάζει απαλά τα χείλη της δίχως δεύτερη σκέψη, τον φιλάει πίσω, όμως συνεχίζει να είναι αποστασιοποιημένη. Μια δύναμη την κάνει να θέλει να τον χαστουκίσει που δεν την σταμάτησε πριν κάνει την κίνηση και στη συνέχεια να πάει να ξεμαλλιάσει αυτήν την κινούμενη παγίδα, αλλά θυμάται πως αν σιχαίνεται κάτι περισσότερο από την Γκαλένα αυτό είναι η βία.
«Πρέπει να πάω στο νοσοκομείο.» ψελλίζει ελαφρώς ανακουφισμένη όταν απομακρυνθούν. Χαϊδεύει απαλά τα μαλλιά της γνέφοντας θετικά.
«Θα σε πάω εγώ, δώσε μου δυο λεπτά να ντυθώ.» της αφήνει ακόμα ένα πεταχτό φιλί στα χείλη κι ύστερα αρχίζει να απομακρύνεται. Δεν του προβάλλει καμία αντίσταση, ούτε όμως δέχεται. Κρατάει μια παθητική στάση απέναντι του, και είναι κάτι που ο Άλεκ μπορεί με ευκολία να καταλάβει.
Από τη μια του αρέσει που ζηλεύει, σε ποιόν άνθρωπο δεν θα άρεσε, άλλωστε, να ξέρει ότι ο άνθρωπος του φοβάται μην τον χάσει; Από την άλλη όμως, δεν μπορεί έστω να συμβιβαστεί με τη σιωπή και την παθητικότητα της και περισσότερο δεν μπορεί να πει και κάτι, θα κάνει τα πράγματα χειρότερα, πιστεύει.
Στη διαδρομή μέχρι το νοσοκομείο το μόνο που ακούγεται στο αυτοκίνητο είναι τα τραγούδια που παίζουν στο ράδιο και τους κρατούν συντροφιά. Το ένα του χέρι βρίσκεται στο μπούτι της, ενώ ανά τακτά χρονικά διαστήματα της ρίχνει ματιές, απλά για να βεβαιωθεί ότι δεν θα εκραγεί ακριβώς δίπλα του. Η Βάλερι είναι πυρ και μανία. Το κινητό της χτυπάει και ξεφυσάει πριν απαντήσει.
«Παρακαλώ;» κοιτάει ευθεία μπροστά χωρίς όρεξη.
«Α, γεια σας.....ναι, μια χαρα, ευχαριστώ.» ύστερα από μερικά δευτερόλεπτα κλείνει τα μάτια της, στηρίζοντας το κεφάλι της στο παραθύρο του συνοδηγού.
«Ναι, κατάλαβα. Εντάξει. Αύριο. Σας ευχαριστώ πολύ.» ψελλίζει και το κλείνει σχεδόν αμέσως.
«Μας υποχρέωσες και εσύ.» μουρμουρίζει κοιτώντας τώρα έξω από το παράθυρο.
«Τι έγινε;» της ρίχνει μια ακόμα ματιά, λίγο πριν στρέψει την προσοχή του στο δρόμο.
«Ακυρώθηκε το ραντεβού στο νοσοκομείο. Έτυχε κάτι έκτακτο στον γιατρό Κουκ και το μετέφεραν για αύριο.» τα χέρια της είναι σταυρωμένα κάτω από το στήθος της, το βλέμμα της δεν ξεκολλάει από το παράθυρο και εύχεται να την είχαν πάρει νωρίτερα ώστε να μη χρειαζόταν να βγει καθόλου από το σπίτι της.
«Τέλεια! Θα πάμε για πρωινό τότε!» αναφωνεί ενθουσιασμένος, στρίβοντας σε μια διασταύρωση. Πιέζει τα χείλη της σε μια ευθεία γραμμή, ενώ πιέζει τον εαυτό της να πάρει μια βαθιά ανάσα για να μην τον βρίσει. Την ενοχλεί που συμπεριφέρεται σαν να μη συνέβη τίποτα, γιατί συνέβη.
«Γεεευυυ!» σαρκάζει. Ύστερα από μερικά λεπτά, το αυτοκίνητο του Άλεκ στρίβει ξανά, όμως τώρα η Βάλερι δεν βλέπει δρόμο, βλέπει δέντρα, βλέπει ένα μικρό ποτάμι και μερικά παγκάκια. Μπροστά τής απλώνεται ένα πανέμορφο μα κάπως απομονωμένο πάρκο. Γυρίζει να τον κοιτάξει μπερδεμένη, όμως σαν να της κάνει αντίποινα δεν μπαίνει στον κόπο να της μιλήσει.
«Δεν θα πάμε για πρωινό;»
«Θα πάμε.» λέει, σταματάει, γυρνάει το κλειδί στη μίζα. Το αυτοκίνητο σταματάει. Γυρνάει να την κοιτάξει εκνευριστικά ήρεμος.
«Όταν σταματήσεις να έχεις νεύρα.» ένα νευρικό γέλιο βγαίνει από τα χείλη της στην οριακά τρελή του απαίτηση. Υψώνει αυτόματα το δεξί της φρύδι.
«Εγώ ξεκίνησα με πολύ καλή διάθεση σήμερα, αλλά για κοίτα! Σε είδα να φιλιέσαι με την πρώην σου!» ο τόνος της φωνής της ανεβαίνει αισθητά και μισεί τον εαυτό της γι'αυτό, κυρίως όταν δει τον κόπο με τον οποίο ο Άλεκ προσπαθεί να κρύψει ένα χαμόγελο.
«Σου εξήγησα πως έγινε.» η γεμάτη υπομονή φωνή του, ταράζει το νευρικό της σύστημα.
«ΕΊΜΑΣΤΕ ΑΚΌΜΑ ΣΤΟΝ ΠΡΏΤΟ ΜΉΝΑ! Όταν θα ξεκινήσουν οι ναυτίες, οι καούρες, όταν το σώμα της θα αρχίσει να αλλάζει, όταν θα κλαίει χωρίς λόγο και δεν θα μπορεί μόνη της ούτε να σταθεί με ευκολία από το βάρος που θα σηκώνει, τι θα γίνει τότε;» η καρδιά της τρέμει στη σκέψη πως αργότερα, μόλις η Γκαλένα αρχίσει να χρειάζεται όντως βοήθεια, ο Άλεκ άθελά του θα πέσει στους ιστούς αυτής της αράχνης. Αν είναι ακόμα μαζί δηλαδή.
Αγγίζει απαλά το μάγουλο της, μα του χτυπάει το χέρι. Με ένα μικρό γελάκι πιάνει τα χέρια της, όσο εκείνη παλεύει να ελευθερωθεί από το κράτημα του. Την ακινητοποιεί. Γαλήνιο μπλε πάνω στο θυμωμένο κεχριμπάρι.
«Βάλερι» προφέρει αργά το όνομα της, όμως δεν τον αφήνει να μιλήσει.
«Κοίτα με στα ματιά και πες μου ότι δεν νιώθεις το παραμικρό ερωτικό συναίσθημα για εκείνη.» μοιάζει να το απαιτεί, μα στην πραγματικότητα σχεδόν τον ικετεύει. Δεν της αρέσει που ζηλεύει, καθόλου, όμως φοβάται τόσο πολύ ότι μπορεί να γίνει κάτι και να τον χάσει που η σκέψη αυτή της προκαλεί πανικό. Της χαμογελάει τρυφερά, λίγο πριν αφήσει ένα μικρό φιλάκι στα χέρια της.
«Η μόνη γυναίκα που με κάνει να νιώθω το οτιδήποτε, είσαι εσύ.» δεν παίρνει το βλέμμα του από το δικό της όσο το λέει, θέλει να είναι σίγουρος ότι θα τον πιστέψει. Στα ματια της δεν βλέπει ανακούφιση, ή ικανοποίηση, βλέπει μόνο ταραχή και κάτι άλλο, κάτι που μοιάζει με φόβο. Τινάζει τα χέρια της και γυρνάει ξανά το βλέμμα της ευθεία μπροστά.
«Το καλό που σου θέλω, Τζέιμς.» ψελλίζει. Ύστερα γυρνάει να τον κοιτάξει ξανά.
«Θα το πω μια φορά και θέλω να το θυμάσαι, γιατί δεν θα υπάρξει δεύτερη· υπάρχουν πολλά πράγματα που θα μπορούσα να συγχωρήσω σε έναν άνθρωπο και να του δώσω δεύτερη ευκαιρία στη ζωή μου, εκτός από τα εξής: τη βία, την κοροϊδία και την απιστία. Αν ποτέ μάθω ότι μου κάνεις κάτι από αυτά, έχουμε τελειώσει.» τον κοιτάει στα μάτια όσο τα λέει και την καθησυχάζει που δεν αλλάζει ούτε στο ελάχιστο έκφραση.
Σκύβει ελαφρά ενώνοντας το μέτωπο του με το δικό της, την κοιτάει για μια στιγμή προτού τελικά σκύψει και της αφήσει ένα φιλί στα χείλη. Η Βάλερι νιώθει την ανάγκη να αναστενάξει σε αυτό, με δεν το κάνει ακόμα κι όταν η γλώσσα του αρχίσει να ψάχνει τη δική της, μόνο ανταποκρίνεται. Όταν απομακρυνθεί, χαϊδεύει απαλά το μαλακό δέρμα του αυχένα της.
«Δεν πρόκειται.» της υπόσχεται.
«Πάμε για πρωινό;» ρωτάει αργά, όσο βολεύεται καλύτερα στη θέση του οδηγού. Κουνάει το κεφάλι της αρνητικά.
«Για να είμαι ειλικρινής νιώθω λίγο κουρασμένη, καλύτερα να πάω να ξαπλώσω.» είναι αλήθεια και φαίνεται στο πρόσωπο της. Το προηγούμενο βράδυ ήταν τόσο ενθουσιασμένη που δεν κατάφερε να κοιμηθεί καλά, την περισσότερη ώρα την πέρασε σκεπτόμενη αυτά που είχαν προηγηθεί. Και έπειτα, ο θυμός της ακόμα δεν έχει καταλαγιάσει. Θέλει ακόμα να πιάσει στα χέρια της την Ρωσίδα και να την πνίξει!
«Εντάξει τότε, θα σε πάμε σπίτι!» της χαμογελάει θερμά, φιλώντας την πεταχτά. Γυρίζει το κλειδί στη μίζα και το αυτοκίνητο ξεκινάει.
Λίγο πριν την αφήσει στο σπίτι της, καταλήγει να του υπόσχεται πως το βράδυ θα βγουν, όχι μόνοι τους, αλλά με τους δυο φίλους τους. Για ασφάλεια. Αφήνει ένα δυνατό φιλί στα χείλη της και φεύγει μόνο όταν εκείνη βάλει το κλειδί στην εσοχή. Η Βάλερι μπαίνει στο σπίτι κουρασμένη, τα λόγια της Γκαλένα δεν έχουν σταματήσει να παίζουν στο μυαλό της μετά από αυτό το χαζό φιλί.
«Είμαι έγκυος, Βάλερι. Έχω το παιδί του. Το παιδί ενός μεγάλου και δυνατού έρωτα. Αργά ή γρήγορα θα γυρίσει σε μένα. Και το ξέρεις!»
Αναστενάζει βαθιά με την απελπισία να της κλείνει το μάτι. Αυτή η γυναίκα είναι κάτι παραπάνω από εκνευριστική και αλαζονική, αυτή η γυναίκα δεν έχει τίποτα να χάσει κι αυτό την κάνει άκρως επικίνδυνη.
«Για πόσο νομίζεις θα είναι κοντά σου; Την ώρα του περνάει, ακόμα κι αν τώρα δεν μπορεί να το δει. Όταν γεννηθεί το παιδί μας θα σε ξεχάσει. Βλέπεις, θα είναι συνέχεια κοντά του και..αυτόματα, θα είναι όλη τη μέρα ανάμεσα στα πόδια μου.»
Το στομάχι της γυρίζει σε αυτή τη δήλωση και νιώθει καλύτερα μόνο όταν δει τον Ταζ να την πλησιάζει νωχελικά από τον πάνω όροφο. Έχει όμως πεισμώσει τόσο πολύ, που υπόσχεται στον εαυτό της πως πρόκειται να αφήσει αυτή την οχιά να της χαλάσει όλα όσα προσπαθεί να χτίσει! Όχι μετά από τόση δουλειά που έχει κάνει με τον εαυτό της για να μπορεί να αντέξει το παραμικρό από το αντίθετο φύλο, ακόμα κι αν πρόκειται για ένα φιλί.
Χαϊδεύει απαλά την κοιλίτσα του Ταζ λίγο πριν ανέβει στο δωμάτιο. Αποφασίζει πως αυτή είναι μια πολύ, πολύ κουραστική μέρα, παρόλα αυτά η ασφάλεια του σπιτιού της, η μεγάλη βόλτα που έβγαλε τον Ταζ, ο τρόπος που απασχόλησε το μυαλό της φτιάχνοντας φαγητό και έναν κορμό σοκολάτας και ο μονόωρος ύπνος που χάρισε στον εαυτό της, κάνει τις ώρες να περάσουν πάρα πολύ γρήγορα, γιατί τώρα το μεγάλο ρολόι στο δωμάτιο της δείχνει οκτώ το βράδυ. Η Βάλερι βγαίνει από το μπάνιο τυλιγμένη με μια κόκκινη πετσέτα, ενώ με μια μικρότερη τραβάει την υγρασία από τα μαύρα μαλλιά της.
Κάπου τη στιγμή που έβαζε τον κορμό στην κατάψυξη, είχε ήδη αποφασίσει πως θα πήγαινε στο μαγαζί που είχαν κανονίσει με τη Στέισι και όχι με τον Άλεκ, κάτι που δεν έκανε κανέναν να απορήσει.
Σιγομουρμουρίζοντας το «Unstoppable» της Sia αρχίζει να στεγνώνει τα μαλλιά της, αφήνοντας τα να πέσουν ίσια στους ώμους, απλώνει την κρέμα σώματος με άρωμα μπισκότο και βάζει τα μαύρα βαμβακερά εσώρουχα. Τα μάτια της εξερευνούν το εσωτερικό της ντουλάπας μέχρι που βρίσκει ακριβώς αυτό που ψάχνει. Σήμερα είναι από τις λίγες φορές που η Βάλερι νιώθει όμορφη κι αυτό την κάνει να θέλει να περιποιηθεί τον εαυτό της λίγο παραπάνω.
Τα χέρια της πιάνουν ένα ζευγάρι κόκκινες γόβες σχεδόν με νοσταλγία. Χρειάστηκε σχεδόν να παρακαλέσει τον Φρέντι Κουκ να την αφήσει να βάλει ψηλά παπούτσια κι εκείνος αν και διστακτικός στην αρχή, της έδωσε άδεια μέχρι επτά πόντους το πολύ. Κοιτάει μαγεμένη τις γόβες σχεδόν με δάκρυα στα μάτια, θα μπορούσαν να είναι παπούτσια ταγκό, αλλά τους λείπουν μερικοί πόντοι.
Είκοσι λεπτά αργότερα, με ένα σχεδόν διάφανο λιπ μπαλμ με γεύση κακάο βούτυρο ολοκληρώνει το απαλό της μακιγιάζ, ακριβώς τη στιγμή που η κόρνα του αυτοκινήτου της Στέισι ακούγεται, κάνοντας τον Ταζ να γαβγίσει στιγμιαία. Παίρνοντας την κόκκινη τσάντα της και το μαύρο της παλτό, βγαίνει από το σπίτι. Η καλύτερη της φίλη κορνάρει ρυθμικά όταν την δει, προκαλώντας της γέλιο.
«Τι ομορφιές είναι αυτές!» λέει η Στέισι χαρούμενη μόλις η κοπέλα μπει στο αυτοκίνητο. Σκύβει και της αφήνει ένα μεγάλο φιλί στο μάγουλο.
«Ευχαριστώ και ανταποδίδω.»
«Πώς είσαι;» το αμάξι ξεκινάει την ίδια στιγμή, αφήνοντας πίσω το σπίτι και την Όξφορντ Στριτ.
«Εχω ακόμα λίγα νεύρα με την άλλη, αλλά προσπαθώ να τα κρύψω. Όχι τίποτα άλλο, ο Άλεκ το ευχαριστιέται όσο τίποτα!» η Στέισι γελάει στην απόγνωση της.
«Ζήλειααα!» κάνει τραγουδιστά, μα την μιμείται για να την κοροϊδέψει.
«Πώς νιώθεις που θα δεις τον Τζέισον;» ρωτάει ύστερα από λίγο, λες και αυτή είναι η πρώτη ερώτηση που ήθελε να της κάνει. Εκείνη δείχνει να το σκέφτεται, όταν τελικά κουνήσει τους ώμους αδιάφορα.
«Δεν ξέρω. Αν εξαιρέσεις εκείνο το φιλί δεν είχαμε ποτέ κάτι, συν ότι είμαι σίγουρη πως δεν του έδωσα ποτέ καμία ελπίδα, οπότε θεωρώ ότι δεν θα αισθανθώ άβολα. Τώρα θα δείξει.» ξεφυσάει καθώς το λέει, η Στέισι γνέφει θετικά.
«Εσύ πώς νιώθεις που θα δεις τον Τζέισον;» μόλις το ξεστομίσει, γυρίζει το πρόσωπο της ευθεία μπροστά στο δρόμο, ψηλώνοντας λιγάκι το ράδιο.
«Δεν με νοιάζει.»
Ένα τέταρτο αργότερα το σιέλ αυτοκίνητο της σταματάει έξω από το μαγαζί, όπου και παρκάρει. Βγαίνουν έξω με την ίδια ελπίδα: ότι αυτή η βραδιά δεν θα εξελιχθεί σε φιάσκο. Και για μια από τις δυο, η ελπίδα αυτή πρόκειται να βγει αληθινή.
Μόλις ο Άλεκ αντικρίσει τη Βάλερι, όλα τα συστήματα που τον βοηθούν να ζει παύουν για λίγο να λειτουργούν. Τα μάτια του κολλάνε στο μαύρο φόρεμα με τη διαφάνεια πάνω από το μπούστο, που αγκαλιάζει το σώμα της λες και φτιάχτηκε αποκλειστικά για εκείνη. Το αναθεματισμένο φόρεμα που ήδη θέλει να της βγάλει, φτάνει μια παλάμη πάνω από το γόνατο και τονίζει τα γυμνασμένα από το χορό πόδια της, κάνοντας τα να φαίνονται ακόμα πιο όμορφα απ' όσο είναι.
Την ίδια τύχη δυστυχώς έχει και ο Τζέισον δίπλα του που, παρά τις ενοχές, δεν μπορεί να ξεκολλήσει το βλέμμα του από την μπαλαρίνα. Νιώθει ένοχες, γιατί παρόλο που εκείνος τη γνώρισε πρώτος δεν παύει να είναι η κοπέλα του καλύτερου του φίλου!
'Που να πάρει η ευχή, πώς έχω μπλέξει έτσι;' εύχεται να μην το είπε δυνατά και να έμεινε μόνο στη σκέψη του.
«Καλησπέρα!» αναφωνεί όλο χαρά η Στέισι μόλις φτάνουν δίπλα τους, ξέροντας πως κανένας άλλος δεν θα το κάνει.
«Γεια.» ο πρασινομάτης άνδρας προσπαθεί να ακουστεί χαρούμενος, αλλά σχεδόν αποτυγχάνει, όταν βλέπει τον Άλεκ να περνάει το χέρι του γύρω από την μέση της Βάλερι και αφού κάτι της ψιθυρίσει, να τη φιλάει απαλά.
Και είναι περίπου η ίδια στιγμή, που η Βάλερι αποφασίζει ότι νιώθει πολύ άβολα κοντά στον Τζέισον. Το ηλίθιο φιλί που χωρίς καν να το σκεφτεί της έδωσε παραλίγο να καταστρέψει κάθε μικρή κλωστή από τη φιλία που έχουν ξεκινήσει να χτίζουν. Μα εκείνη ξέρει ότι δεν θα το αφήσει έτσι, τον εκτιμάει σαν άνθρωπο και δεν πρόκειται να τον απομακρύνει για ένα λάθος. Διότι μόνο ως λάθος μπορεί να το δει.
«Πώς είσαι Στέισι;» παιχνιδιάρικα και έχοντας ακόμα τη Βάλερι στην αγκαλιά του, ο Άλεκ της χαμογελάει πλατιά. Ακόμα μια διαφορά ανάμεσα στη νυν και την πρώην του· τις φίλες της Γκαλένα δεν της άντεχε για παραπάνω από μισή ώρα! Εκτός από μια, που τελικά κι αυτή κάποια στιγμή σταμάτησε να έχει επαφές μαζί της. Από τότε έπρεπε να το έχει καταλάβει.
«Μια χαρά, εδώ, σου έφερα το κορίτσι σου!» του κάνει πλάκα, κλείνοντας του το μάτι. Ο Τζέισον κατεβάζει μούτρα ακόμα περισσότερο.
«Πάμε μέσα.» λέει άχαρα και χωρίς να περιμένει κανέναν εισβάλει στο μαγαζί. Η Στέισι παίρνοντας μια ανάσα για να μην του μιλήσει όπως πραγματικά θέλει τον ακολουθεί σιωπηλή.
Ο Άλεκ κουνάει τους ώμους του και πιάνοντας από το χέρι την κοπέλα του που τον κοιτάει στεναχωρημένη, μπαίνουν κι αυτοί μέσα στο μαγαζί. Στεναχωριούνται και οι δύο που τον έβλεπαν έτσι, όμως και να μην υπήρχε ο Άλεκ στο προσκήνιο ο Τζέισον πάλι δεν θα είχε καμία ελπίδα με τη Βάλερι! Γιατί πάντα τον έβλεπε φιλικά και μόνο.
Το τραπέζι που κάθονται οι δύο πρώτοι, βρίσκεται κοντά στην τζαμαρία, παρόλα αυτά όχι πολύ μακριά από ένα μικρό, κενό χώρο που σήμερα χρησιμοποιείται ως πίστα, αφού το μαγαζί έχει οργανώσει βραδιά χορού, κάτι που έκανε τη Βάλερι πρώτα να θέλει να τσιρίξει και μετά να θέλει να κλάψει.
«Καλησπέρα σας.» ένας σερβιτόρος γύρω στα είκοσι τρία πλησιάζει το τραπέζι, χαμογελάει εγκάρδια στα κορίτσια και δυστυχώς λίγο πιο τυπικά στους άνδρες, κάτι που γίνεται αντιληπτό από τον Άλεκ αμέσως αφού ισιώνει την πλάτη του την ίδια στιγμή. Τους αφήνει από έναν κατάλογο.
«Όταν είστε έτοιμοι, φωνάξτε με.»
Κάθονται ο καθένας στη θέση του αμίλητοι, κοιτώντας τους καταλόγους νιώθοντας ακόμα πιο άβολα από τη στιγμή που μπήκαν, ο καθένας για διαφορετικό λόγο. Το κινητό του Άλεκ δονείται, η ματιά της μπαλαρίνας πηγαίνει ασυναίσθητα εκεί. Αυτός βήχει, εκείνη ρουθουνίζει εκνευρισμένη.
«Έλα Γκαλένα.» λέει αργά, μόλις το σηκώνει, η Βάλερι δεν κρατιέται της ξεφεύγει ένα γελάκι.
«Όχι, έχω δουλειά.» κάνει κι άλλη παύση. Τώρα κοιτάει από μόνος του την κοπέλα.
«Είσαι στον πρώτο μήνα δεν γίνεται να σου μυρίζουν πράγματα.» τρίζει μέσα από τα δόντια του, ευχόμενος να ανοίξει η γη να τον καταπιεί. H Βάλερι γελάει νευρικά.
'Αν δεν τρελαθώ σήμερα, δεν θα το κάνω ποτέ!'
«Γεια σου Γκαλένα!» γρυλίζει και το κλείνει. Κοιτάει την την κοπέλα δίπλα του, εκείνη δεν μπαίνει στον κόπο να ανταποδώσει πια. Το βλέμμα της παραμένει καρφωμένο στον κατάλογο.Η Στέισι ξεροβήχει.
«Τι θα πάρετε;» κάνει μια προσπάθεια να σπάσει τον πάγο, μα η κολλητή της το κάνει δύσκολο.
«Κώνειο.» ο Άλεκ ξεφυσάει όταν την ακούσει.
«Ρε Βάλερι»
«Σοβαρά, Άλεκ; Σοβαρά; Ήθελα να ήξερα τι της μύρισε στον πρώτο μήνα! Και κυρίως, τι δεν μπορεί να το παραγγείλει εννιά η ώρα το βράδυ!» ο εκνευρισμός της είναι φανερός, κάτι που εν μέρει διασκεδάζει τον Τζέισον και του δίνει ενέργεια.
«Έχεις δίκιο.» παραιτείται. Έχει στ' αλήθεια δίκιο, όμως αυτή τη στιγμή δεν μπορεί να κάνει τη συζήτηση που θέλει μαζί της.
«Ευχαριστώ.»
«Εγώ προτείνω να πάρουμε κρασί!» ξανά η Στέισι κάνει την προσπάθεια της.
«Συμφωνώ.» η αδιάφορη φωνή του Τζέισον μόνο εντείνει τα νεύρα της κοπέλας δίπλα του.
«Βάλερι;» ρωτάει ο Άλεκ.
«Και εγώ συμφωνώ.» χτυπάει τα νύχια της στο τραπέζι ρυθμικά.
«Τότε ας πάρουμε κρασί.» μόλις ο Άλεκ το πει, η Στέισι σηκώνει το χέρι της, κάνοντας νόημα στον σερβιτόρο. Της χαμογελάει πλησιάζοντας.
«Είστε έτοιμοι;»
«Ναι. Θέλουμε ένα μπουκάλι κρασί.»
«Λευκό, κόκκινο ή ροζέ;»
«Κόκκινο, ξηρό, ημίγλυκο!» η Βάλερι, ανυπομονώντας να φύγει ο σερβιτόρος ώστε να τσακωθεί με την ησυχία της, πετάγεται πριν οι άλλοι προλάβουν να μιλήσουν. Ο νεαρός σερβιτόρος την κοιτάει με μια λάμψη στα μάτια του, ο Άλεκ περνάει αυτόματα το χέρι του γύρω της.
«Διαβασμένη!» χαριτολογεί κι όταν η Στέισι γελάσει νευρικά, τους κλείνει το μάτι και απομακρύνεται. Και περνάνε μόνο τρία δευτερόλεπτα.
«Σου έκλεισε το μάτι.» σφυρίζει μέσα από τα δόντια του. Συγκρατεί μετά βίας τον εαυτό του από το να του σπάσει τα μούτρα μέσα στο μαγαζί.
«Και στην Στέισι το έκλεισε!» τον κοιτάει έτοιμη να του επιτεθεί και μόνο που τολμάει να της κάνει παρατήρηση, κυρίως μετά τα σημερινά! Δεν ξέρει αν θέλει να τον βουτήξει από το πουκάμισο να τον φιλήσει, ή να σηκωθεί απλά να φύγει και να τον παρατήσει εδώ!
«Δεν με νοιάζει η Στέισι! Συγγνώμη Στέισι.» λέει τις τελευταίες λέξεις λίγο πιο σιγά, κοιτάζοντας την κοπέλα απέναντι του.
«Κάντε δουλειά σας παιδιά!» κουνάει το χέρι αδιάφορα.
«Άλεκ μην προσπαθείς να βγεις από πάνω γιατί ειδικά σήμερα δεν σε παίρνει!» έχει γυρίσει πλέον ολόκληρο το σώμα της ώστε να τον κοιτάει. Ο ψυχισμός της κρέμεται από μια κλωστή και νιώθει πως από λεπτό σε λεπτό θα βάλει τα κλάματα. Ή θα του επιτεθεί.
«Πολύ καλά!» ανεβάζει τον τόνο της φωνής του, γυρνώντας το βλέμμα του άλλου. Το πρόσωπο της κοκκινίζει.
'Πεντάχρονο!'
«Τέλεια!» σχεδόν φωνάζει, καθώς στρέφει το πρόσωπο της από την άλλη. Για λίγο πέφτει σιωπή στο τραπέζι τους. Τελικά, η Στέισι γελάει.
«Αυτοί οι άνθρωποι τώρα είναι ερωτευμένοι!» τρία ζευγάρια μάτια γυρνούν να την κοιτάξουν σοκαρισμένα τόσο από αυτό που είπε, όσο και από την ευκολία με την οποία το έκανε. Λες και τάχα κανείς δεν έχει καταλάβει ως τώρα τι υπάρχει ανάμεσα τους!
«Στέισι, τι είπες;» ρωτάει αργά η Βάλερι.
«Τι; Δεν το ξέρατε; Ω, συγγνώμη που το μαθαίνετε έτσι!» ειρωνεύεται.
Η Βάλερι κοιτάει αργά τον άνδρα δίπλα της. Σαν να ξύπνησε από έναν βαθύ ύπνο, συνειδητοποίησε τι πραγματικά είναι αυτό που καίει τα σωθικά της, τι είναι αυτό που κάνει τους παλμούς της να αυξάνουν ταχύτητα, όλο και πιο γρήγορα. Κι άλλο, κι άλλο!
Ο Άλεκ την κοιτάει ήδη. Η καρδιά του χτυπάει αλύπητα το στήθος του, θέλει να βγει έξω και να παραδοθεί στα χέρια της. Ολοκληρωτικά. Ο Τζέισον βλέποντας αυτούς τους δύο δαγκώνεται, νιώθει την καρδιά του να ραγίζει και μαζί με τη δική του ραγίζει και εκείνη της Στέισι.
Ο κριτικός, απλώνει το χέρι του και σφίγγει το ζεστό και μικρό δικό της μέσα του, κάνοντας την καρδιά της να θέλει να σπάσει. Και κάπου εκεί, μια μουσική ηχεί στ' αυτιά τους. Σηκώνει το βλέμμα της.
Ταγκό, είναι ταγκό. Ο πιο ερωτικός, ο πιο έντονος, ο πιο δικός τους χορός. Αυτός είναι θα τους ενώσει και θα τους κάνει να καταλάβουν πως ό,τι κι αν ακολουθήσει από δω και πέρα, δεν θα αλλάξεις ποτέ το εξής: αυτοί οι δυο, η Βάλερι και ο Άλεκ, μέσα από τα προβλήματα και τις δυσκολίες που έχουν περάσει αλλά και όσες θα ακολουθήσουν, πάντα και για πάντα, θα ανήκουν ο ένας στον άλλον. Ήρθαν σε αυτή τη ζωή με σκοπό να την κάνουν ομορφότερη. Κι ας μην το ξέρουν ακόμα.
«Χορεύουμε;» ψιθυρίζει, μ' ένα μικρό πλάγιο χαμόγελο.
Κοκκινίζει, μα του γνέφει σαν υπνωτισμένη. Την οδηγεί αργά μέχρι την πίστα μαζί με τα υπόλοιπα ζευγάρια που χορεύουν, το χέρι του την τραβάει πάνω του, περνώντας το γύρω από τη μέση της. Το δικό της ξεκουράζεται στον ώμο του και προσπαθεί να αγνοήσει την τόσο κοντινή επαφή που της κόβει την ανάσα. Με το άλλο, μπλέκει τα δάχτυλα τους μεταξύ τους. Το μπλε των ματιών του, καρφώνεται στα φλογερά δικά της που καθρεφτίζουν τον πόθο της για εκείνον. Όλα μπαίνουν σε παύση, ο ήχος των καρδιών τους μπερδεύεται με το βιολί και το αρμόνιο!
Και τότε...
Δύο μπροστά, ένα δεξιά, ένα πίσω. Την στροβιλίζει απαλά και πάλι από την αρχή. Ένα αριστερά, τρία μπροστά, δυο πίσω. Παρατηρεί τα χείλη του να ψελλίζουν τα βήματα, του χαμογελάει. Το σώμα του που γέρνει προς τα πίσω, δίνει στο δικό της την ευκαιρία να πέσει προς τα μπροστά.
«Μην σκέφτεσαι!» με πάθος του λέει.
«Ακολούθησε το σώμα σου! Το σώμα πάντα ξέρει.» τη σφίγγει λοιπόν πιο αποφασιστικά πάνω του, γιατί το σώμα του αυτό θέλει να κάνει, γιατί το σώμα του τη ζητάει, γιατί στην τελική το σώμα όντως ξέρει.
Τη σπρώχνει μαλακά, μα του λείπει η ζεστασιά της, οπότε την τραβάει ξανά πάνω του, τόσο που τα κορμιά τους σχεδόν ενώνονται! Κάνει ακόμα δύο βήματα μπροστά, κάνει κι ένα δεξιά. Τα πόδια της σταυρώνουν δίπλα στα δικά του. Τώρα θέλει περισσότερο από ποτέ αυτά τα πόδια να τυλιχτούν γύρω του, τόσο που σχεδόν πονάει.
Τη γυρνάει με την πλάτη της ακουμπάει το στέρνο του, κάνοντας την καρδιά του να βαράει πια το στέρνο του. Τη θέλει. Θεέ μου, πόσο τη θέλει! Τα χέρια του την αγγίζουν από το κεφάλι μέχρι τους γοφούς και θέλει να βρίσει που πρέπει να σταματήσει εκεί! Έξι βήματα μπροστά και δεν αρνείται πια τον έρωτα του. Έξι αριστερά και νιώθει έτοιμη να πιάσει όλους της τους φόβους και να τους πετάξει κάτω, με την ελπίδα ότι θα σπάσουν.
Η καρδιά της κολλάει ξανά πάνω στο στήθος του, συγχρονίζεται με τη δική του. Μοιάζουν μια. Ένα μεγάλο βήμα μπροστά κι ακόμα ένα αριστερά και μια παύση. Η καρδιά της έχει σταματήσει να χτυπάει, μένει σιωπηλή μπροστά στη μουσική.Οι παλμοί του τον εγκαταλείπουν. Τίποτα δεν έχει σημασία πια. Μόνο εκείνη. Η μουσική χάνεται αργά, το σώμα της γέρνει προς τα πίσω, το πόδι της αγκαλιάζει το δικό του απαλά.
Κεχριμπάρι πάνω στο μπλε και για ακόμα μια φορά και όλα σταματούν.
Γειά σας κοτοπουλάκια μου!🐥
Τι κάνετε; Πώς είστε;
Ελπίζω καλά!
Πείτε μου τα νέα σας! Εμένα ο Ιούνιος ξεκίνησε με πολλές αλλαγές που ντάξει είναι για καλό, αλλά κάπως μου σπαραξαν την καρδούλα!
Πάμε στο κεφάλαιο;
Χριστέ μου, μου βγήκε η ψυχή να το διορθώσω αλλά ορίστε! Πάρτε το!
Και τι δεν είχε αυτό το κεφάλαιο!
Εύχομαι μόνο να μην θέλετε να κάψετε την Γκαλένα στην πυρά!
Τι πιστεύετε ότι θα γίνει στο επόμενο;
Αυτααααα.
Αν σας άρεσε το κεφάλαιο ψηφίστε και σχολιάστε.
Αντιιιιοοοοοςςςςς🥰🍟.
-Δέσπ.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro