19. Η κούραση της ψυχής δεν περνάει με τον ύπνο.
~Κουράστηκα τα όνειρα να 'ναι σ' άλλη γραμμή, να προσπαθώ με μανία να καλέσω τον συνδρομητή! Κι αυτή τη γαμημένη γυναικεία φωνή, να μου λέει πως η σύνδεση δεν είναι εφικτή! Γιατί είμαι τόσο...tired~
•Toquel.
Τριτοπρόσωπη αφήγηση.
Η ώρα είναι περίπου δύο το μεσημέρι. Ο ουρανός του Λονδίνου βρέχει ασταμάτητα, προκαλώντας ακόμα μεγαλύτερη θλίψη στη Βάλερι που είναι χωμένη κάτω από τα σκεπάσματα στο οικείο κρεβάτι της. Η Στέισι της πρότεινε να κοιμηθεί για να ξεκουραστεί. Λες και η ίδια ξέχασε πως, η κούραση της ψυχής δεν περνάει με τον ύπνο. Τα μαλλιά της είναι κάπως νωπά, μια που η καλύτερη της φίλη τη βοήθησε να κάνει μπάνιο για να διώξει την ένταση που της προξένησε η μαμά της. Αυτό βοήθησε.
Τα μάτια της είναι ανοιχτά και κοιτάει μια φωτογραφία που έχει πάνω στο κομοδίνο της, δίπλα από τη μωβ κούπα που μέσα του κρυώνει ένα χαμομήλι. Στη φωτογραφία είναι εκείνη με την Στέισι, αγκαλιά με ένα τεράστιο χαμόγελο στα χείλη και στα χέρια τους κρατάνε ένα μικρό κρεμ κουτάβι που λίγο αργότερα ονόμασαν Ταζ. Αυτή τη μέρα δεν θα την ξεχάσει ποτέ. Ήταν η μέρα που βρήκε το αγαπημένο της Γκόλντεν Ριτρίβερ. Με τη Στέισι είχε κανονίσει όταν τον είδε μέσα σε εκείνο το χαρτόκουτο.
Αφήνει μια ανάσα και κοιτάει στην κάτω πλευρά του κρεβατιού. Ο Ταζ βρίσκεται ξαπλωμένος στα πόδια της εδώ και μια ώρα, από την ώρα που ξάπλωσε δηλαδή, και δεν έχει κουνήσει καθόλου. Χτυπάει απαλά το στρώμα δίπλα της και αμέσως το σκυλάκι τρέχει και ξαπλώνει ήρεμα δίπλα της.
«Μόνο εσένα και την Στέισι εμπιστεύομαι. Κανέναν άλλον.» ψιθυρίζει και αφήνει ένα απαλό φιλί στη μουσούδα του Ταζ, που σαν απάντηση κουνάει χαρωπά την ουρά του και της γλείφει το πρόσωπο. Του γελάει απαλά.
«Το ήξερα πως παρενοχλείς σεξουαλικά τον Ταζ.» ακούγεται η φωνή της Στέισι που στέκεται στην πόρτα όλη αυτή την ώρα και έχει ακούσει κάθε λέξη από τα λόγια της κοπέλας.
Η Στέισι είναι από πάντα κάτι σαν μεγάλη αδερφή για την Βάλερι. Είναι πάντα το στήριγμα της. Εξάλλου, εκείνη τη βοήθησε να ξεφύγει από την κόλαση που ζούσε, όμως και η Βάλερι πάντα είναι εκεί για την όμορφη ξανθιά φίλη της. Είναι κάτι σαν γροθιά· όποιος τολμήσει να τα βάλει με τη μια, έχει αυτόματα να αντιμετωπίσει την οργή της άλλης. Και δεν είναι ποτέ ευχάριστο.
«Χα-χα! Είσαι πολύ αστεία Στέισι!» ρολλάρει τα μάτια, σηκώνοντας το σώμα της ελάχιστα από το κρεβάτι. Τώρα είναι καθιστή.
«Φέρε μου το θερμότερο κι άσε τα λόγια.» διατάζει και η Βάλερι βγάζει το θερμόμετρο από τη μασχάλη της με ένα απηυδισμένο βλέμμα. Η φίλη της το κοιτάει για μερικά δευτερόλεπτα.
«Τριάντα έξι και έξι.» μουρμουρίζει. Η κοπέλα στο κρεβάτι παίρνει ένα νικητήριο βλέμμα.
«Εγώ σου είπα πως δεν έχω πυρετό!» υπενθυμίζει πίνοντας μια γουλιά από το χλιαρό χαμομήλι της. Η Στέισι ξεφυσάει στην εντελώς προβλέψιμη απάντηση της. Κλασσική Βάλερι.
«Μα αφού ήσουν ζέστη! Ήθελα απλά να το επιβεβαιώσω!» απαντάει με ένα αθώο χαμόγελο που την κάνει αλοιφή. Το κουδούνι που απροσδόκητα χτυπάει, ακούγεται αχνά στον πάνω όροφο και κάνει τη Στέισι σχεδόν να βρίσει.
«Γιατί δεν πήρες σπίτι χωρίς σκάλες είπαμε;» αναρωτιέται μουτρωμένη σταυρώνοντας τα χέρια. Η Βάλερι αναστενάζει. Έχουν κάνει τόσες φορές αυτήν την κουβέντα, που πλέον δεν έχει νόημα.
«Γιατί μου αρέσουν αυτού του είδους σπίτια.»
«Και γιατί δεν βρήκες σπίτι που να έχει και ασανσέρ;» σχεδόν εκνευρισμένη βγαίνει από το δωμάτιο για να ανοίξει στον επίμονο επισκέπτη τους. Η κοπέλα γελάει. Κλασσική Στέισι, σκέφτεται για ακόμα μια φορά και χαϊδεύει τα αυτάκια του Ταζ.
Δεν προλαβαίνουν να περάσουν δύο λεπτά, όταν στο δωμάτιο της μπαίνει ο Τζέισον με ένα τεράστιο χαμόγελο στο γλυκό του πρόσωπο. Φοράει ένα δερμάτινο μπουφάν κι από κάτω ένα μαύρο μπλουζάκι, με ένα τζιν παντελόνι. Δείχνει πολύ άνετος και χαλαρός. Παρόλα αυτά , εύκολα μπορούσε να διακρίνει κανείς την ανησυχία στο βλέμμα του. Μόλις η Στέισι τον ενημέρωσε πως η οικοδέσποινα ξάπλωσε επειδή δεν αισθανόταν καλά, εκείνος σχεδόν έτρεξε ως τον επάνω όροφο για να δει πώς είναι, κάτι που αν θέλει να είναι ειλικρινής με τον εαυτό της, πρέπει να παραδεχτεί πως έκανε την καρδιά της να βουλιάξει στο στήθος της.
«Πώς είσαι όμορφη;» κάθεται στο πλάι της της, αφήνοντας ένα απαλό φιλί στο μέτωπο της σχεδόν σαν μεγάλος αδερφός. Εκείνη του χαμογελάει και η αναπνοή του σταματάει ακαριαία. Είναι μαγικός ο τρόπος που κάνει αυτήν την κοπέλα να ακτινοβολεί μέσα στις βελούδινες πιτζάμες της.
Είναι τα μάτια της;
Είναι γενικότερα το πρόσωπο της;
Είναι τα συναισθήματα που έχουν αρχίσει να αναπτύσσονται στην καρδιά του ήρωα της με τα φωτεινά πράσινα μάτια;
Ό,τι κι αν είναι αυτό, την κάνει να φαίνεται η πιο όμορφη γυναίκα του γνωστού και αγνώστου κόσμου. Και ο Τζέισον δεν χορταίνει να την κοιτάει.
«Καλά είμαι, εσύ;» η απαλή φωνή της είναι σαν τραγούδι γι'αυτόν. Σαν την σειρήνα του Οδυσσέα, όμως εκείνος δεν κλείνει τα αυτιά του, δεν θέλει να το κάνει. Είναι έτοιμος να της υποταχθεί ολοκληρωτικά.
«Καλά. Έχεις πυρετό;» βάζει τρυφερά το χέρι του στο μέτωπο της για να τσεκάρει τη θερμοκρασία της. Η Στέισι, που στέκεται ακόμα άβολα στην πόρτα του δωματίου, νιώθει αμήχανα σε αυτή την πραγματικά γλυκιά κίνηση. Δεν χωράει σε αυτή τη σκηνή. Και το νιώθει.
«Όχι, μωρέ! Μια χαρά είμαι, μια απλή αδιαθεσία ήταν. Απλά η Στέισι ανησύχησε λίγο περισσότερο.» ανασηκώνει τους ώμους μ' ένα αθώο χαμόγελο. Η ξανθιά πνίγει ένα γελάκι· θα της το χτυπάει για πάντα.
«Άρα, μπορείς να βγεις μια βόλτα;» κάνει αυτή την ερώτηση δειλά, διστακτικά. Τα χέρια του έχουν ιδρώσει από το άγχος και ο λαιμός του έχει στεγνώσει. Η κοπέλα το σκέφτεται για λίγο και έπειτα χαμογελάει πλατιά. Ο Τζέισον αρχίζει ήδη να φουσκώνει από χαρά στη σκέψη της θετικής της απάντησης, μα η προσγείωση είναι κάτι παραπάνω από ανώμαλη.
«Ναι, νομίζω θα ήταν τέλειο να βγούμε όλοι μαζί μετά από όλα αυτά που έγιναν. Σου είπε ο Άλεκ, έτσι;» τον κοιτάει με αγνή απορία. Το μυαλό της δεν πλησίασε ούτε στο ελάχιστο την έννοια του ραντεβού και τον τσούζει. Όχι περισσότερο από το γεγονός ότι ανέφερε πάλι τον Άλεκ, αλλά τον τσούζει. Παίρνει μια βαθιά ανάσα και προσπαθεί να της χαμογελάσει όσο πιο αληθινά μπορεί.
Η Στέισι, στηριγμένη ακόμα στην πόρτα, κοιτάει την απογοητευμένη έκφραση του Τζέισον με τη δική της απογοήτευση να μεγαλώνει όλο και περισσότερο και εκείνη ακριβώς τη στιγμή, άθελά τους μοιράζονται μια σκέψη. Ο καθένας απευθύνεται σε διαφορετικό πρόσωπο, μα τα λόγια είναι ίδια.
'Μόνο και να έβλεπες μπροστά σου.'
«Ναι, ναι. Μου είπε. Άρα, να τον πάρω τηλέφωνο;» βγάζει το κινητό από την τσέπη του απρόθυμα, όμως ο τρόπος που του γνέφει θετικά δεν του αφήνει άλλη επιλογή.
Η έξοδος, λοιπόν, κανονίστηκε για βραδάκι. Όταν η ώρα στο μεγάλο ρολόι τοίχου στο δωμάτιο της Βάλερι δείξει οκτώ και μισή, η κοπέλα απλώνει προσεκτικά το απαλό με μια υποψία ροζ λιπ γκλος στα όμορφα χείλη της και ψεκάζει τον εαυτό της με το αγαπημένο της άρωμα, με τη γλυκιά φρουτένια γεύση. Φοράει μια μαύρη καμπάνα παντελόνα και από πάνω ένα σατέν μπεζ μπλουζάκι με λίγη μαύρη δαντέλα στο διακριτικό της μπούστο.
Τακούνια δεν μπορεί να βάλει, ο Φρέντι ήταν κατηγορηματικός σε αυτό όταν τον είχε ρωτήσει. Για τον πρώτο μήνα τουλάχιστον ούτε να τα βλέπει, οπότε αποφάσισε να φορέσει κάτι μαύρες μπαλαρίνες που είχε σε μια γωνιά στην παπουτσοθήκη της. Ξεχασμένες από καιρό, μα αρκετά όμορφες. Τα μαλλιά της πέφτουν ίσια, στους ώμους της, όπως πάντα. Η Στέισι πάντοτε της έλεγε πως τη ζήλευε που δεν χρειαζόταν να τα ισιώνει. Το κινητό της που χτυπάει την ξυπνάει, μα δεν το βρίσκει με την πρώτη. Με λίγο ψάξιμο το ανακαλύπτει κάτω από το μαξιλάρι.
«Ναι;»
«Έλα, εγώ είμαι!» η φωνή της Στέισι γεμίζει το ακουστικό της πεδίο.
«Είμαι από κάτω, σε περιμένω.» η Βάλερι τερματίζει την κλήση απαντώντας μ' ένα βιαστικό «κατεβαίνω» και παίρνοντας την μικρή τσάντα της με τις χρυσές λεπτομέρειες, κατεβαίνει προσεκτικά τις σκάλες.
Αφήνει ένα φιλί στη μουσούδα του Ταζ που χαλαρώνει στον καναπέ και βγαίνει έξω κλείνοντας και κλειδώνοντας την πόρτα πίσω της. Περπατάει όσο πιο γρήγορα μπορεί μέχρι το αμάξι της καλύτερης της φίλης με το μπαστούνι να τη στηρίζει όλο και λιγότερο πια. Ο βηματισμός της είχε βελτιωθεί πράγματι θεαματικά! Τόσο οι φυσικοθεραπείες όσο και η καλή φυσική της κατάσταση την έχουν βοηθήσει αρκετά.
«Καλώς την!» της χαμογελάει πλατιά μόλις κάτσει και ανταλλάσσουν ένα φιλί στο μάγουλο. Η όμορφη η Στέισι. Έχει φορέσει ένα λευκό φόρεμα μέχρι το γόνατο. Είναι στενό εκεί που πρέπει και ανοίγει όσο φτάνει στα πόδια της. Στη μικρή λαιμόκοψη, φαίνεται ένα χρυσό κολιέ με μια διπλή καρδιά, δώρο της Βάλερι στην πρώτη παράσταση που πρωταγωνιστούσε, που της πάει πολύ. Οι μπεζ γόβες της είναι πεταμένες κάπου πίσω για να μην την δυσκολεύουν στην οδήγηση, μαζί με την ίδιου χρώματος τσάντα της.
«Πάμε; Τα αγόρια μας περιμένουν.» ρωτάει, περνώντας μια ελαφριά μπουκλίτσα πίσω από το αυτί της και η κοπέλα με τα κεχριμπαρένια μάτια γνέφει θετικά.
Η ώρα κυλάει ομαλά με τα δύο κορίτσια να τραγουδούν και να μιλάνε χαλαρά, ενώ περίπου δέκα λεπτά αργότερα το αυτοκίνητο σταματάει έξω από ένα μπαράκι με πέτρινους τοίχους. Η Στέισι παρκάρει, βάζει τα παπούτσια της και βγαίνουν επιτέλους από το σιέλ αυτοκίνητο.
O Άλεκ εντοπίζει την μορφή της μπαλαρίνας σχεδόν αμέσως. Ένα κομμάτι του τον κάνει να θέλει να τρέξει στο μέρος της, όμως το χαμόγελο του Τζέισον που φωτίζει τα πάντα δίπλα τους μόλις την βλέπει, τον ακινητοποιεί για τα καλά. Εκείνη μόλις τους βλέπει χαμογελάει με ένα γλυκό χαμόγελο, που στέλνει επιτόπου τους δύο άνδρες στην εντατική. Πιάνει τη Στέισι από το χέρι και τους πλησιάζουν με αργά βήματα.
Η Βάλερι περπατάει αργά προς το μέρος τους. Το βλέμμα της δεν μπορεί να ξεκολλήσει από αυτόν τον τόσο γοητευτικό άνδρα που κάθε φορά κάνει την καρδιά της να χτυπάει χωρίς σταματημό! Φοράει ένα μαύρο πουκάμισο που το έχει συνδυάσει με ένα απλό τζιν, τα πρώτα κουμπιά του πουκαμισου είναι ανοιχτά τρελαίνοντας τις ορμόνες πολλών γυναικών. Μαζί και των δικών της.
«Καλησπέρα!» η φωνή της βγαίνει σταθερή, ενώ το χαμόγελο της λάμπει καθώς περνάει μια τούφα πίσω από το αυτί της.
«Καλώς τες!» ο Τζέισον κάνει ένα βήμα μπροστά, δίνοντας από μια αγκαλιά κι ένα φιλί στα κορίτσια, όσο ο Άλεκ απλά γνέφει με ένα μικρό χαμόγελο. Φοβάται να πλησιάσει περισσότερο τη μια από τις δύο μπαλαρίνες. Για λίγο δεν μιλάει κανείς τους, απλώς στέκονται στην είσοδο κοιτώντας ο ένας τον άλλον. Η ξανθιά στριφογυρίζει τα μάτια.
«Θα μπούμε ή θα κάτσουμε εδώ;» η Στέισι, που παρατηρεί πρώτη την άβολη κατάσταση που κυριαρχεί, δείχνει προς τα μέσα και, επιτέλους, μπαίνουν στο μαγαζί.
Το «Clarendon Cocktail Cellar» στο Πίμλικο δεν είναι ιδιαίτερα μεγάλο μαγαζί. Παρόλα αυτά, δεν δυσκολεύεται καθόλου να γεμίσει τις θέσεις του. Έχει πέτρινους τοίχους με μοντέρνους μικρούς πίνακες και έναν ζεστό χαμηλό φωτισμό, που κάνει το περιβάλλον ακόμα πιο φιλικό και ζεστό απ' όσο είναι. Οι κόκκινες δερμάτινες ψηλές καρέκλες ταιριάζουν με την ξύλινη επιφάνεια των τραπεζιών και του μπαρ και κάνουν κάθε θαμώνα να μη θέλει να φύγει. Και το καλύτερο, στον αέρα πλανάται ένα γλυκόξινο, φρουτώδες άρωμα κρασιού που άτομα όπως η Βάλερι, εκτιμούν απεριόριστα.
Μια κοπέλα τους ρωτάει με χαμόγελο αν προτιμούν μπαρ ή τραπέζι και ύστερα από ένα λεπτό, τους δείχνει ένα ψηλό ξύλινο τραπέζι σε σκούρο χρώμα, με τέσσερις από τις κόκκινες δερμάτινες καρέκλες που έκαναν εντύπωση στη Βάλερι από τη στιγμή που μπήκε. Ο Άλεκ χαιρετάει τον μπάρμαν με μια φιλική χειρονομία και, επιτέλους, κάθονται στο τραπέζι τους. Μόλις η Βάλερι καθίσει, ο Τζέισον σχεδόν τρέχει και βολεύεται δίπλα της, με αποτέλεσμα ο Άλεκ να κάτσει απέναντι της, δίπλα στη Στέισι, που χρειάζεται να πάρει μια βαθιά ανάσα για να αντέξει το αποψινό. Κάτι πηγαίνει τραγικά λάθος με αυτές τις θέσεις.
Σχεδόν αμίλητοι, πιάνουν τους καταλόγους με την ξύλινη επένδυση και ούτε πέντε λεπτά αργότερα, ένας ευγενικός σερβιτόρος τους πλησιάζει για να πάρει την παραγγελία τους, με τη γνωστή ερώτηση: «Είστε έτοιμοι;». Η παρέα γνέφει θετικά. Ή τουλάχιστον, τρεις από τους τέσσερις.
«Εγώ θέλω μια μπύρα Murphy's. Τη μεγάλη.» αρχίζει πρώτος με την κλασσική του επιλογή, κλείνοντας τον κατάλογο και ο σερβιτόρος το σημειώνει. Οι μαύρες μπύρες είναι οι αγαπημένες του από τότε που ξεκίνησε να έχει επαφή με το αλκοόλ, δηλαδή γύρω στα δεκαέξι. Η πικρή και ταυτόχρονα καπνιστή γεύση της Ιρλανδικής μπύρας, την έκανε σε πολύ γρήγορο χρόνο να την ξεχωρίζει από τις υπόλοιπες χωρίς δυσκολία.
«Θα μας φέρεις και ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί. Ημίγλυκο;» κοιτάει για επιβεβαίωση τη Στέισι κι εκείνη γνέφει θετικά.
«Και ένα πλατό τυριών.» συμπληρώνει, κλείνοντας κι αυτός με τη σειρά του τον κατάλογο του.
Τώρα ο σερβιτόρος κοιτάει την τελευταία της παρέας, η Βάλερι όμως κοιτάει ακόμα κάπως αναποφάσιστα και νευρικά τον κατάλογο. Η Στέισι θέλει να γελάσει στο πόσο έχει κοκκινίσει αυτή τη στιγμή η κολλητή της, μα πριν καν η Βάλερι προλάβει να ανοίξει το στόμα της για να απολογηθεί για τη μικρή της καθυστέρηση, μια γυναικεία φωνή μιλάει από πίσω τους, τραβώντας τα βλέμματα πάνω της.
«Κόκκινο κρασί να πάρεις, γλυκιά μου. Αρέσει πολύ και στον Άλεκ!» για ακόμα μια φορά, η εντυπωσιακή Ρωσίδα κλέβει την παράσταση χωρίς καμία τύψη. Ο Άλεκ γουρλώνει τα μάτια όταν την ακούσει και γυρίζει αστραπιαία το κεφάλι του. Μένει σαστισμένος να κοιτάει την πρώην αρραβωνιαστικιά του, με το εκνευριστικά μεγάλο θράσος. Γρυλίζει.
«Γκαλένα; Τι κάνεις εδώ;» ρωτάει μέσα από τα δόντια του έξαλλος. Μόλις το όνομα της βγει από τα χείλη του, η μπαλαρίνα απέναντι του ανοίγει το στόμα της ελάχιστα από την έκπληξη. Αντίθετα, η Γκαλένα χαμογελάει ειρωνικά. Ο Άλεκ πιστεύει πως η αγαπημένη της ασχολία είναι να του σπάει τα νεύρα σε καθημερινή βάση και αυτή η πεποίθηση ακούγεται και στον τρόπο που της μιλάει.
Η Βάλερι την παρατηρεί για λίγο. Είναι αρκετά εντυπωσιακή γυναίκα. Ψηλή, γύρω στο ένα ογδόντα, με γυμνασμένο σώμα. Λευκή αριστοκρατική επιδερμίδα και γκρι μάτια. Το κόκκινο στενό φόρεμα που φοράει δείχνει να έχει φτιαχτεί για εκείνη και τα κατάξανθα πλούσια ελαφρώς σγουρά μαλλιά της, είναι σαν να βγήκαν από φωτογραφία κομμωτηρίου. Μπορεί να ασχολείται με οικονομικά, αλλά όποιος τη γνωρίζει την περνάει για μοντέλο. Όμως αυτό που την κάνει πραγματικά εντυπωσιακή, είναι η αυτοπεποίθηση που πηγάζει αβίαστα από μέσα της.
«Βόλτα! Απαγορεύεται;» υψώνει το φρύδι. Γυρίζει και πάλι στην μπαλαρίνα.
«Ώστε, αυτή είναι η καινούργια σου κοπέλα.» σχεδόν μονολογεί σαν διαπίστωση, κοιτώντας με βλέμμα που της δίνει την εντύπωση πως τη θεωρεί κατώτερη από εκείνη. Η κοπέλα θέλει να γελάσει δυνατά σε αυτό.
«Στο περιοδικό έδειχνες κάπως πιο...πώς να το πω, εντυπωσιακή!» συμπληρώνει δίχως δεύτερη σκέψη, απευθυνόμενη στην όμορφη μπαλαρίνα που αδίκως δέχεται πυρά. Τα μάτια του Τζέισον ανοίγουν διάπλατα σε αυτό. Εν τω μεταξύ, ο σερβιτόρος στέκεται ακόμα άβολα στο τραπέζι.
«Θα μπορούσα να πω το ίδιο, όμως τα περιοδικά δεν μιλούν για σένα. Βασικά, τώρα που το σκέφτομαι, κανείς δεν μιλάει για σένα. Ποια είπες ότι είσαι;» η Βάλερι απαντάει κυνικά, αλλά ειρωνικά ταυτόχρονα. Η απάντηση της προκαλεί γέλιο στον Τζέισον και εγκεφαλικό στην Γκαλένα, που κάνει ένα βήμα μπροστά εκνευρισμένη.
«Τι είπες;» γρυλίζει, κάνοντας κίνηση να την πλησιάσει. Ο Άλεκ, που τόση ώρα κοιτάει άφωνος, σηκώνεται σαν αστραπή και μπαίνει μπροστά από την πρώην του. Την κοιτάει σοβαρός, ενώ με το βλέμμα του της το λέει ξεκάθαρα: εσύ φεύγεις τώρα.
«Ω, έχεις πρόβλημα ακοής!» δήθεν μιλάει στον εαυτό της, λες και έκανε γκάφα. Ξέρει ότι ρίχνει το επίπεδο της, μα θεωρεί πως μόνο έτσι θα μπορέσει να συνεννοηθεί μαζί της. Ο Τζέισον, εν τω μεταξύ, παλεύει όλο και περισσότερο να κρατήσει το γέλιο του με μεγάλη δυσκολία.
«Χίλια συγγνώμη!» μιλάει λίγο πιο αργά και δυνατά, συνεχίζοντας το σπάσιμο νεύρων. Μπορεί να δείχνει πως το διασκεδάζει, αλλά για κάποιον που την ξέρει όπως η Στέισι, είναι φανερό πως από λεπτό σε λεπτό κάνει όλο και περισσότερο την υπομονή της. Ο σερβιτόρος ψελλίζει ένα «με συγχωρείται», φεύγοντας από το τραπέζι. Να μια εμπειρία που θα έχει να λέει στις συναδέλφους του.
«Άκου να σου πω κοριτσάκι μου, κοίταξε να το χαρείς τώρα όσο μπορείς γιατί, θυμήσου την ώρα που σου το λέω, αυτός ο άνδρας ήταν, είναι και θα είναι δικός μου!» η έπαρση της προκαλεί δυσφορία σε όποιον την ακούει, αγνοώντας τον τόνο της φωνής της που ουρλιάζει πως θα κάνει τα πάντα για να πάρει αυτό που θέλει. ο Άλεκ από την άλλη, την κοιτάζει κάτι παραπάνω από εκνευρισμένος.
'Είμαι μπροστά που να με πάρει η ευχή!' θέλει να ουρλιάξει.
Η κοπέλα με τα μαύρα, ίσια μαλλιά σχεδόν γελάει στα λόγια της. Αυτή η γυναίκα είναι πραγματικά τραγική.
«Ξέρεις κάτι; Σε βαρέθηκα. Λίγο με νοιάζει τι θα κάνετε οι δυο σας. Κράτα τον, πέτα τον, κάνε τον μπρελόκ και βάλε τον στα κλειδιά σου αν θες, εγώ πραγματικά αδιαφορώ! Κάνε, λοιπόν, για λίγο ακόμα το κομμάτι σου και χάρισμα σου!» χάνει τόσο την όρεξη, όσο και την υπομονή της και, εκνευρισμένη, σπρώχνει την καρέκλα της, πιάνει το παλτό και την τσάντα της από την πλάτη της καρέκλας και, με τη βοήθεια του μπαστουνιού βγαίνει έξω. Όλοι κοιτούν σοκαρισμένοι αυτό που διαδραματίστηκε ακριβώς μπροστά τους. Η Βάλερι λύγισε. Η Στέισι, αφήνοντας μια ανάσα, κάνει επί τόπου κίνηση να σηκωθεί, όμως ο Άλεκ την σταματάει.
«Θα πάω εγώ.» πρακτικά της το ζητάει και, η κοπέλα κάπως διστακτικά το δέχεται και κάθεται πάλι κάτω. Λίγο πριν απομακρυνθεί πολύ από το τραπέζι τους, ακούει τη Γκαλένα να ψελλίζει σχεδόν με απογοήτευση: «Μα, πού πάει;»
Η Βάλερι στέκεται έξω από το μαγαζί θυμωμένη. Θυμωμένη με εκείνη, με τα ηλίθια πόδια της που δεν είναι ακόμα έτοιμα για οδήγηση, με τα ηλίθια ταξί που δεν περνάνε έξω από αυτό το μπαρ! Είναι θυμωμένη με τον ηλίθιο Άλεκ που φέρεται έτσι και δεν είπε τίποτα στην ακόμα πιο ηλιθια Γκαλένα και γενικά είναι θυμωμένη μέχρι και με τον αέρα που αναπνέει! Χτυπάει το χέρι της στον πέτρινο τοίχο με δύναμη, αλλά αμέσως αυτό μουδιάζει. Κλείνει τα μάτια της σφιχτά, κι ακόμα πιο σφιχτά κρατάει τη λαβή του μπαστουνιού. Η σκέψη ότι πιο πολύ το χρησιμοποιεί σαν αγχολυτικό μπαλάκι παρά για να στηρίζεται, της προκαλεί ένα μικρό νευρικό γελάκι.
«Γαμώτο!» ψελλίζει σιγανά, σφίγγοντας τα δόντια της.
«Μπράβο! Κάνε μαλακίες να σπάσεις και το χέρι σου τώρα!» η βαριά φωνή του την κάνει να τιναχτεί και να σιχτιρίσει κάτω από την ανάσα της. Γυρίζει το σώμα της και τον κοιτάει εκνευρισμένη.
«Ό,τι θέλω θα κάνω!» σχεδόν φωνάζει επιθετικά. Την πλησιάζει σοβαρός, μ' ένα αρκετά αυστηρό βλέμμα. Τα χέρια της τρέμουν ενώ η καρδιά της κοντεύει να σπάσει.
«Μπορείς να μου πεις γιατί έφυγες έτσι;» είναι ψύχραιμος. Την ενοχλεί που είναι τόσο ψύχραιμος. Γελάει δυνατά στην ερώτηση του.
«Από όλα αυτά που έγιναν εσένα σε πείραξε που έφυγα;» η ειρωνεία είναι ξεκάθαρη στο ηχόχρωμα της φωνής της, τα μάτια της έχουν αρχίσει ήδη να κοκκινίζουν ελαφρώς και η ίδια ξέρει πως δεν θα μπορεί να συγκρατηθεί για πολύ. Την ενοχλεί όταν λυγίζει, μα ξέρει πως δεν μπορεί να το αποφεύγει για πάντα. Αν το κάνει, απλά κάποια στιγμή θα τρελαθεί. Και σιγά μην τους κάνει τη χάρη να τρελαθεί!
«Ναι! Ήταν τρόπος τώρα αυτός;» δεν ξέρει αν τα λέει επειδή τα πιστεύει, ή αν απλά νιώθει την ανάγκη να την ενοχλήσει αγνοώντας την ψυχολογική κατάσταση στην οποία βρίσκεται σήμερα. Οπότε, όπως ήταν αναμενόμενο, η απάντηση του στέλνει τεράστια κύματα εκνευρισμού σε όλο της το είναι που την πνίγουν απευθείας. Είναι σαν μια μεγάλη ωρολογιακή βόμβα που έχει ώρες πριν ενεργοποιηθεί και τώρα πια είναι έτοιμη να εκραγεί.
Και μετά;
Μπουμ!
«Μου κάνεις γαμημένη πλάκα, έτσι δεν είναι;» η φωνή της ανεβαίνει κι άλλο.
«Ξέρεις κάτι, Άλεκ; Όχι! Απλά όχι! Δεν με νοιάζει! Βρέθηκα, κουράστηκα! Ακούς; Κουράστηκα! Είχα μια πάρα πολύ δύσκολη μέρα και το τελευταίο πράγμα που χρειάζομαι είναι το ηλίθιο κήρυγμα σου! Κουράστηκα πάρα πολύ να περιμένουν όλοι από μένα να κάνω πάντα το σωστό! Κανένας δεν μου φέρθηκε σωστά για να το κάνω εγώ! Εντάξει;» περπατάει πάνω κάτω σαν τρελή. Η φωνή της τρέμει στην ενθύμηση της πρωινής συνάντησης με τη Μαργαρίτα. Από εκείνη την ώρα, νιώθει ότι περπατάει σε ένα τεντωμένο σκοινί. Και μαζί με την τρεμάμενη φωνή της, τρέμει και η καρδιά του.
«Έχω κουραστεί με έναν τρόπο που το αθώο μυαλό σου δεν μπορεί καν να σκεφτεί! Τα γεγονότα με χτυπάνε το ένα μετά το άλλο και περιμένεις, τι; Να μην ειρωνευτώ την πρώην σου! Ειλικρινά, ΑΔΙΑΦΟΡΏ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΏΗΝ ΣΟΥ!» αυτό το τελευταίο το ουρλιάζει και εκείνος χρειάζεται να κοιτάξει δεξιά και αριστερά για να βεβαιωθεί πως κανένας γνωστός δεν τους ακούει. Τώρα θα είχαν λόγο να τους περάσουν για ζευγάρι.
«Κουράστηκα να τα βάζω όλα κάτω από το χαλί! Και πιο πολύ, κουράστηκα να προσποιούμαι πως έχω ξεχάσει αυτό το ΗΛΊΘΙΟ φιλί που μου έδωσες, που δεν ξέρω καν για ποιο λόγο το έκανες, αλλά ΜΟΥ ΈΧΕΙ ΚΆΨΕΙ ΤΟ ΜΥΑΛΌ ΚΑΙ....και...και...» οι φωνές, οι κοφτές ανάσες, οι ασυναρτησίες, σταματούν. Τώρα όλα σταματούν. Τα μάγουλα της είναι κατακόκκινα και τα κεχριμπαρένια μάτια της τον κοιτούν σοκαρισμένα. Σχεδόν έχει ιδρώσει.
Από το ατύχημα και μετά, αυτές οι κρίσεις είναι κάτι το συνηθισμένο για τον οργανισμό της. Αν μη τι άλλο, έχουν έρθει τα πάνω κάτω. Η ανάσα της βγαίνει βαριά, ελπίζοντας να ανοίξει τώρα η γη και να την καταπιεί. Γιατί μόλις ξεστόμισε κάτι που σίγουρα δεν έπρεπε να πει. Ο Άλεκ την κοιτάει ακόμα πιο σαστισμένος από πριν. Αυτή η τόσο περίεργη και αλλοπρόσαλλη και δυναμική και τόσο, μα τόσο γοητευτική γυναίκα έχει ανοιχτεί ελάχιστα μπροστά του και δεν έχει ιδέα πώς πρέπει να το διαχειριστεί.
«Ε-εσύ» η φωνή του σβήνει.
«σκέφτεσαι το φιλί;» κάνει ένα βήμα πιο κοντά της. Μικρό, αλλά το κάνει. Ένα μεγάλο κομμάτι μέσα του της ζητάει απεγνωσμένα να το παραδεχτεί ξανά, όμως το κρύβει όσο πιο καλά μπορεί πίσω από το εντελώς μπερδεμένο γαλάζιο βλέμμα του.
«Ξέχνα το! Κάνε σαν να μην το άκουσες ποτέ!» σχεδόν τον διατάζει. Μάλλον, πιο πολύ το απαιτεί. Γυρνάει το σώμα της για να σταματήσει ένα ταξί που περνάει εκείνη ακριβής τη στιγμή, όμως ο Άλεκ την πιάνει με δύναμη από το μπράτσο και την κολλάει πάνω του. Τα μέσα της τρελαίνονται. Πόλεμος ξεσπάει και τα καίει όλα!
«Το άκουσα όμως!» ψιθυρίζει και το αμέσως επόμενο δευτερόλεπτο, τα χείλη του αγκαλιάζουν τα δικά της σε ένα λυτρωτικό σχεδόν φιλί. Εκείνη αμέσως, δίχως δεύτερη σκέψη, ανταποκρίνεται και τυλίγει τα χέρια της γύρω από τον λαιμό του. Ρουφάει όσο περισσότερο μπορεί ο ένας απο τον άλλον, οι καρδιές τους πάλλονται ταυτόχρονα κάτω από τα στήθη τους. Το φιλί τους έχει άρωμα κεράσι και καπνό και κάτι ακόμα, κάτι πιο εξωτικό. Το άρωμα του εισβάλει και πάλι στα ρουθούνια της, τρελαίνοντας τη μια από τις αισθήσεις της. Είναι κάτι σαν...σαν...
Βανίλια!
Το άρωμα του είναι βανίλια.
Τώρα τον φιλάει ακόμα πιο έντονα. Πιο παθιασμένα. Κι όσο εκείνοι αφήνουν το πάθος να τους κυριεύσει, όσο η φωτιά τυλίγει τα κορμιά τους, δεν παρατηρούν τον πρασινομάτη άνδρα που τους κοιτάζει πληγωμένος μόλις λίγα μέτρα μακριά.
Γειά σας κοτοπουλάκια μου!🐥
Τι κάνετε; Πώς είστε;
Ελπίζω καλά!
Πείτε μου τα νέα σας! Εμείς σήμερα πήγαμε τα μικρακια μας εκδρομή και τώρα είμαι στο δρόμο προς το σινεμά.
Πάμε στο κεφάλαιο;
Από τα αγαπημένα μου! Και τι δεν είχε! Άλεκ, Βάλερι, Στέισι, Τζέισον και, φυσικά, Γκαλένα! Περνάνε καταπληκτικά κι αυτοί.
Ακόμα ένα φιλί.
Για να δούμε πώς θα πάει αυτό.
Ααυταααα.
Αν σας άρεσε το κεφάλαιο ψηφίστε και σχολιάστε.
Αντιιιοοοοοςςςςς🥰🍟.
-Δέσπ.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro