Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Αμαρτίες Γονέων Τέκνα Παιδεύουσι

Αφιερωμένο σε marypap

Βερολίνο Απρίλιος 1934
   Συννεφιασμένη Κυριακή μοιάζεις με την καρδιά μου
που έχει πάντα συννεφιά, συννε-φιά
Χριστέ και Πα-, Χριστέ και Παναγιά μου

 
Η μελωδική φωνή του αγαπημένου Τσιτσάνη δίνει ζωή στο σιωπηλό   αρχοντικό και φέρνει δάκρυα στα σμαραγδένια μάτια  της  22χρονης  κοπέλας , που διακοσμεί  τον χώρο χωρίς όρεξη καθώς θυμάται το χαρούμενο πατρικό της στη Θεσσαλονίκη που πάντα ακουγόταν τραγούδια  από τα χείλη του πολυαγαπημένου της πατέρα.
Ωστόσο, και μια άλλη κοπέλα ντυμένη με τη άχαρη  στολή της υπηρέτριας αναστενάζει και κάνει κρυφά τον σταυρό της ευχόμενη να σταματήσουν σύντομα τα βάσανα της κολλητής της που βρίσκεται στο σαλόνι προετοιμάζοντας το για την επικείμενη γιορτή   καθώς  η ίδια μαγειρεύει για το δείπνο που θα οργανώσει στο σπίτι του ο Ρούντολφ Ες, ο τρομερός διοικητής και αρχηγός των  SS στο φοβερότερο στρατόπεδο συγκεντρώσης, το Άουσβιτς.
  Για όλα έφταιγε η μητέρα της Νατάσσας,η Ελισάβετ. Από τον  υπερβολικό της ζήλο για δόξα, είχε προετοιμάσει από χρόνια την φυγή της , αφού πρώτα είχε επικοινωνήσει με φίλους  από τη  Γερμανία νοικιάζοντας μια μονοκατοικία  στην πρωτεύουσα. Εγκατέλειψε  τον  βιομήχανο   σύζυγο της με ένα γράμμα  μεταναστεύοντας  στην χώρα των ονείρων της βρίσκοντας δουλειά ως δασκάλα σε γερμανικό σχολείο. Φυσικά, έπεισε και την κόρη της να την ακολουθήσει   με διάφορες υποσχέσεις για σπουδές  δίνοντας της τη βεβαίωση ότι θα τον  επισκεπτόταν    χωρίς ποτέ να τηρηθεί το τελευταίο σκέλος της πρότασης της.
  Πριν δύο χρόνια, οργάνωσε μια δεξίωση για τα γενέθλια της με στόχο τόσο να γνωρίσει την γερμανική ελίτ της κοινωνίας όσο και για να βρει γαμπρό για την κόρη της . Και όντως τον βρήκε στα μαύρα ψυχρά μάτια του Ρούντολφ Ες, ο οποίος παρατηρούσε όλο το βράδυ την Νατάσα με πόθο, ενδιαφέρον και θαυμασμό.
Ορθά - κοφτά την ζήτησε από την Ελισάβετ, την μητέρα της χωρίς να μπει  στον κόπο να της ζητήσει να γνωριστούν ή έστω να χορέψουν μαζί ένα βαλς. Εκείνη δέχτηκε με πολύ μεγάλη χαρά σκεφτόμενη ότι τα χρήματα δεν θα έλειπαν πια από τις δύο τους και ότι τώρα θα είχε όλα τα λούσα και την κοινωνική αναγνώριση που αναζητούσε απεγνωσμένα. Με το που άκουσε η Νατάσα ότι θα παντρευτεί τον πιο αιμοσταγή άνδρα έπεσε να πεθάνει. Δεν έτρωγε, δεν έβγαινε έξω, με το ζόρι της έπαιρνες μια κουβέντα.
Ως την καρδιά θλιμμένη, έστειλε ένα γράμμα στη φίλη της, την Μυρτώ όπου της εξηγεί τα καθέκαστα. Με την Μυρτώ ήταν συμμαθήτριές από το παρθεναγωγείο, είχε μάθει ότι  δούλευε ως γραμματέας σε γραφείο πολύ γνωστού δικηγόρου , και αλληλογραφούσαν συχνά από τότε που έφυγε με το ζόρι από την Ελλάδα.Στα γράμματα της τής  έλεγε ότι είχε γίνει μέλος σε μια αντιστασιακή  οργάνωση και της περιέγραφε τις περιπέτειες της με κάθε λεπτομέρεια. Τρομαγμένη  λοιπόν από το ύφος της η Μυρτώ έφτασε  στην Γερμανία με πλαστό γερμανικό  όνομα, χαρτιά και συστάσεις οικιακής βοηθού. Παρουσιάστηκε στην έπαυλη των  Ες ζητώντας δουλειά και η αίτηση της έγινε δεκτή. Της είχαν παραχωρήσει δική της κάμαρα και δικά της ρούχα. Εκείνη φρόντιζε να είναι ευγενική και να εκτελεί τα καθήκοντα της άψογα. Δύο χρόνια τώρα είχε υποστεί κάθε είδους υποτιμητικό χαρακτηρισμό από τους ναζί που μπαινόβγαιναν στο σπίτι του, εκείνη όμως τους χαμογελούσε ευγενικά ρίχνοντας τους κατάρες από μέσα της. Ο μόνος λόγος που  δέχτηκε να έρθει σε αυτή την χώρα  ήταν για να βοηθήσει την φίλη της να συνέλθει κάνοντας της τη ζωή ευκολότερη  και στη συνέχεια να διαφύγουν μαζί.

  Έτσι και έγινε. Η Νατάσσα παντρεύτηκε τον Ρούντολφ και θα έλεγε κανείς ότι ήταν ένα ευτυχισμένο ζευγάρι. Όμως, η πραγματικότητα ήταν άλλη. Η Νατάσσα τον  παρακάλεσε  να την αφήσει να ολοκληρώσει τις σπουδές της στην  μουσική παίρνοντας ένα κατηγορηματικό όχι από τον απαίσιο σύζυγό της ο οποίος την ήθελε μόνο για τον εαυτό του και το σπίτι του, όπως της είπε χαρακτηριστικά. Υπάκουσε πειθήνια.
Τουλάχιστον, κάθε μέρα της έδινε χρήματα, τα οποία αποταμίευε με ευλάβεια όπως και η Μυρτώ που κρατούσε ένα πολύ μικρό μέρος του μισθού που της πλήρωνε κάθε μήνα ο εργοδότης της για να διευθετεί τα θέματα του νοικοκυριού. Τα έβαζαν σε ένα μικρό μπαουλάκι που έκρυβε η Μυρτώ κάτω από το κρεβάτι της μαζί με τα διάφορα κοσμήματα που  είχε κάνει δώρο  ο Ρούντολφ στη γυναίκα τουκατά καιρούς. Έκαναν υπομονή μέχρι να μαζέψουν το κατάλληλο ποσό που θα έφτανε για να εκδόσουν πλαστές ταυτότητες  για την Αμερική καθώς και για τα πρώτα έξοδα εκεί.
   Σταδιακά, οι σχέσεις της με την μητέρα έπαυσαν να υπάρχουν. Ποτέ της δεν την συγχώρεσε που  την άρπαξε και έφυγαν σαν τους κλέφτες παρατώντας τόσο την πατρίδα της όσο και τον μπαμπά της ούτε που δεν υποστήριξε την γνώμη της για σπουδές, ούτε που δεν κοιτούσε την δική της ευτυχία παντρεύοντας την πάρα την θέληση της με έναν άνδρα ανίκανο να  της προσφέρει την αγάπη.

Επανερχόμαστε στο τώρα.
  Ο Ρούντολφ ήθελε πάρα πολύ να κάνει παιδιά μαζί της, η ίδια δεν ήθελε καθόλου.
Ήξερε ότι δεν ήθελε να δημιουργήσει πραγματικά μια οικογένεια μαζί της   αλλά επειδή έπρεπε σύμφωνα με τις επιταγές της κυβέρνησης να τεκνοποιήσει όσο πιο πολλές φορές γινόταν. Και όλο αυτό για να γίνουν τα παιδιά της  στρατιώτες συνεχίζοντας την "καριέρα" τους ως εγκληματίες πολέμου.
  Όσο περνούσε ο καιρός προσπαθούσε  όλο και πιο συχνά να την  αφήσει έγκυο. Κάθε βράδυ γυρνούσε μεθυσμένος και ασελγούσε επάνω της. Πονούσε πάρα πολύ κατά την διάρκεια της πράξης. Πού να ήξερε ότι η γυναίκα του κατανάλωνε καθημερινά τεράστιες ποσότητες χαμομηλιού και μαύρου τσαγιού περιορίζοντας έτσι την ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη και τρίβωντας το σώμα της για ώρες με το σαπούνι. Η περίοδος της ήταν σταθερή. Στην συνέχεια, άρχισε σταδιακά να αλλάζει προς το χειρότερο. Γυρνούσε περίεργες ώρες, πότε με πουκάμισα πιτσιλισμένα με σταγόνες αίματος και πότε με ίχνη από κραγιόν στους γιακάδες, όπως την ενημέρωνε η φίλη της. Μάλιστα είχε βρει και ένα βελούδινο κουτάκι με ένα δαχτυλίδι στην τσέπη ενός σακακιού του. Ψύλλοι μπήκαν στα αφτιά της.
Βρες μπας και είχε βρει ερωμένη??? Και αν ναι ποια να ήταν??? Η Μυρτώ αποκλείεται. Θα προτιμούσε να αυτοκτονήσει παρά την ερωτική συνεύρεση με έναν Γερμανό. Δεν βαριέσαι καμία Γερμανίδα θα ήταν ή καμιά ελεύθερων ηθών. Δεν άξιζε  να κουράζει το μυαλό της.
  Μπουχτισμένη από την θλίψη, ενημέρωσε την Μυρτούλα ότι θα έβγαινε μια βόλτα στους δρόμους της πόλης και ότι θα επέστρεφε σύντομα. Εκείνη πριν φύγει, της δήλωσε ότι σε λίγες μέρες θα είχαν ταυτότητες με αμερικανικα ονόματα και εισιτήρια στο όνομα τους. Πέταξε από χαρά.
Επιτέλους ένα καλό νέο!!!Μετά από τόσες στερήσεις, θα πραγματοποιούσαν το όνειρο τους :μια ελεύθερη ζωή.
  Περπατούσε λοιπόν και πρώτη φορά παρατηρούσε με τόση προσοχή τις εικόνες γύρω της. Τα σύννεφα σκίαζαν τον ουρανό μην αφήνοντας τον ήλιο να ζεστάνει τον κόσμο.. Οι κόκκινες σημαίες με την σβάστικα ανέμιζαν σε όλο το μήκος των σπιτιών της οδού οπού έμενε, ναζιστικά τραγούδια ακούγονταν από κάθε γωνιά, έβλεπε  παρελάσεις με Αρίους στρατιώτες σε τέλεια ευθυγράμμιση. Ξαφνικά, της ήρθε ναυτία.
Γιατί?? Γιατί είδε γυναίκες όλων των ηλικιών να χαιρετούν ναζιστικά την σημαία στη κεντρική πλατεία.  Ανάμεσα τους βρισκόταν και η μητέρα της.
Με μια κορδέλα  περασμένη  γύρω από το μπράτσο της, με το σήμα αυτών των τυράννων. Είχε μείνει με στόμα ανοικτό. Τα πόδια της λες είχαν ριζώσει στο έδαφος.Μια ριπή  αέρα  φύσηξε παρασέρνοντας τα ίσια μαλλιά της. Σαν να ένιωσε την παρουσία της, η μητέρα της γύρισε αργά το κεφάλι και την είδε. Τα καστανά μάτια συγκρούστηκαν με τα πράσινα σε μια άνιση μάχη. Μόνο τότε, η γυναίκα μπόρεσε να ξεφύγει από την στάσιμη κατάσταση της και  τρέχοντας όλο τον δρόμο για να φτάσει  στο  σπίτι του συζύγου της.
Όρμησε με κλάματα μέσα και έπεσε στην αγκαλιά της φίλης της.

Μυρτώ :"Τι συμβαίνει κοριτσάκι μου??? Γιατί κλαις???"
Νατάσσα :"Η μητέρα μου είναι μια από τις μέγαιρες του Χίτλερ. Την είδα με τα ίδια μου τα μάτια να χαιρετά την σημαία αυτών των κρετίνων".
Με σκληρό ύφος, συνέχισε :
"Επίσπευσε τις  διαδικασίες για την έκδοση ταυτοτήτων . Θέλω να φύγουμε όσο το δυνατόν πιο σύντομα από αυτό το τοξικό μέρος ".
Η Μυρτώ κατένευσε.
Η Νατάσσα σηκώθηκε, έπλυνε το πρόσωπο της και έπεσε με τα μούτρα στην προετοιμασία των εδεσμάτων που θα γλύκαιναν τον ουρανίσκο των καλεσμένων της. Ο κόμπος είχε φτάσει στο χτένι πια. Δεν άντεχε άλλο αυτήν την ζωή, όμοια με κόλαση. Απόψε, είχε αποφασίσει να φανερώσει στον άνδρα της ο, τι του είχε κρύψει χρόνια τώρα. Πρώτα, όμως θα  εντυπωσίαζε  το πλήθος με την ζαχαροπλαστική της ικανότητα. Έφτιαξε τρία ταψιά με μπακλαβά, το παραδοσιακό ελληνικό γλυκό, μπισκότα με σοκολάτα, σταφίδες και καρύδια. Το αποκορύφωμα, ήταν οι δύο τεράστιες τούρτες. Όταν τελείωσε, όλο το σπίτι μοσχοβολούσε ζάχαρη και γαργαλιστικές μυρωδιές. Η Μυρτώ που είχε πάει να αλλάξει στο δωμάτιο της, όταν μπήκε στην κουζίνα έμεινε άναυδη. Τρεις ώρες την είχε αφήσει μόνη της και τα είχε κάνει όλα αυτά! Αμέσως, έκανε το συνειρμό στο μυαλό της και ανέβηκε χαμογελώντας την μαρμάρινη σκάλα, ώστε να τα έχει την βαλίτσα έτοιμη.
Η Νατάσσα, μόνη στο δωμάτιο της έβαλε το χέρι της μέσα στην τσέπη ενός ρούχου και έβγαλε το βελούδινο κουτάκι σε σχήμα καρδιάς. Έβγαλε την τσάντα της και το αποθήκευσε εκεί.
  Έπειτα, αποφάσισε να φρεσκαριστεί λιγάκι.
Αφού έκανε ένα δροσερό μπάνιο, επέλεξε να φορέσει ένα κόκκινο φόρεμα με δαντέλα στις άκρες του μανικιού, αφήνοντας έναν ώμο γυμνό και την μισή πλάτη έξω. Έδενε με ένα κούμπωμα  πίσω από τον  λαιμό. Το συνδύασε με τα αγαπημένα της σκουλαρίκια
φτιαγμένα από αληθινά ρουμπίνια και κόσμησε τον λαιμό της με ένα φυλαχτό με αστέρια που της είχε κάνει δώρο η συγχωρεμένη η γιαγιά της. Ολοκλήρωσε το σύνολο φορώντας στα λεπτά της πόδια τις κόκκινες γόβες λουστρίνι και βάζοντας στα χείλη της κραγιόν με το ίδιο έντονο χρώμα. Τα μάτια της τα τόνισε με μαύρο μολύβι και ψέκασε τον λαιμό της με το άρωμα τριαντάφυλλο.
Φωτιά στα κόκκινα ήταν απόψε, φωτιά που απειλούσε να κάψει τα πάντα στο διάβα της και κυρίως όσους την πρόδωσαν...
  Ετοίμασε τον μπουφέ μαζί με την Μυρτώ κοιτάζοντας η μία την άλλη με ικανοποίηση.
Την ίδια στιγμή, χτύπησε το κουδούνι και έσπευσε εκείνη να ανοίξει την δίφυλλη πόρτα. Στο κατώφλι, αντίκρισε την μητέρα της μαζί με τον Ρούντολφ και από πίσω φάνηκαν μόνο δέκα κοπέλες, και έξι άνδρες με στρατιωτική στολή, προφανώς φίλοι του κυρίου του σπιτιού. Εκείνος την ενημέρωσε ότι θα γινόταν μόνο με αυτούς η γιορτή. Εκείνη, του χαμογέλασε και τον ακούμπησε καθησυχαστικά στον ώμο.
  Ύστερα, η ματιά της στράφηκε προς την Ελισάβετ. Μαύρο μακρύ φόρεμα, με ασορτί γόβες  και πασμίνα στο χρώμα της λεβάντας. Η απαίσια κορδέλα εξακολουθούμε να είναι τυλιγμένη γύρω από το χέρι της σαν φίδι. Η κοιλιά της τής φάνηκε ελαφρώς φουσκωμένη πράγμα που την ξένισε καθώς ήταν υπέρμαχος της υγιεινής διατροφής.
Την ίδια αμφίεση με μικρές διαφορές είχαν και όλες οι άλλες οι γυναίκες που τώρα την πλησίαζαν και συστήνονταν. Η μία νοσοκόμα, η άλλη δεσμοφύλακας, η τρίτη δακτυλογράφος στο γραφείο του Χίτλερ, η τέταρτη βοηθός στην εθελοντική μεταφορά τροφίμων στους Ναζί, η πέμπτη σκόπευε από την βεράντα του σπιτιού της Εβραιόπουλα μόνο και μόνο για την πλάκα... Τι ακούς Θεέ μου και δεν κατεβαίνεις στη γη? Συγκρατούσε  την αηδία της  με δυσκολία, καθώς συνειδητοποίησε  ότι αυτές οι γυναίκες έβαζαν το δικό τους λιθαράκι σε αυτό το έγκλημα κατά της ανθρωπότητας. Οι νοσοκόμες δηλητηρίαζαν  τις φλέβες των ασθενών με φαινόλη και βενζίνη, οι δακτυλογράφοι έγραφαν λίστες Εβραίων προς εξόντωση, οι δασκάλες όπως η μητέρα της  μετέφεραν  ρατσιστικές ιδέες, ωραιοποιώντας την έννοια της θυσίας.
Τολμούσε να πει ότι ίσως ξεπερνούσαν ακόμα και τα σκληροπυρηνικά μέλη του τάγματος των Ες Ες σε ωμότητα, βία και σκληρότητα.

  Η γιορτή κράτησε μονάχα τέσσερις ώρες.
Καθώς η Μυρτώ μάζευε τα τραπέζια και τα άπλυτα πιάτα, εκείνη πλησίασε τον Ρούντολφ που κάπνιζε αμέριμνος και του έριξε ένα  χαστούκι. Αυτό ήταν. Ήρθε η ώρα να πέσουν οι μάσκες.

Ρ:"Τι κάνεις γυναίκα??? Τρελάθηκες τελείως??"Αναφώνησε θυμωμένος πιάνοντας το μάγουλο του που έτσουζε από το παραδόξως δυνατό της χτύπημα.
Ν:"Εγώ όχι... Σου δίνω αυτό που σου αξίζει" Είπε με ήρεμη φωνή, που ερχόταν σε αντίθεση με το κύρτωμα των ώμων της και την λάμψη των ματιών της που γυάλιζαν θυμωμένα.
Ρ:"Τι εννοείς?" τη ρώτησε ξεκάθαρα απορημένος.
Ν:"Σε ποια σκοπεύεις να το δώσεις αυτό??"τον ρώτησε εμφανίζοντας με μια ταχυδακτυλουργική κίνηση την κομψή θήκη.
Ο Ρούντολφ δεν απάντησε. Ξαφνικά, ντράπηκε.
"Είναι η Ελισάβετ έτσι δεν είναι??"
Αργοκούνησε καταφατικά το κεφάλι του μην τολμώντας να την κοιτάξει.
" Πόσο??? "Ανέπνεε αργά και βαθιά προσπαθώντας  να μην χάσει τον έλεγχο του ίδιου της του εαυτού.
"Εδώ και δύο χρόνια" είπε βραχνά.
Ν:"ΘΑ ΣΕ ΣΚΟΤΏΣΩ ΡΕ ΚΑΘΑΡΜΑ!!!!. Πώς μπόρεσες ρε να μου  το κάνεις αυτό??? Τι σου έφταιξα εγώ??? Ένιωθες μεγάλο αρσενικό που κοιμόσουν με μάνα και κόρη???"
Ούρλιαζε σαν πληγωμένο αγρίμι και έκλαιγε σαν μωρό παδί, βίαια με λυγμούς να τραντάζουν το στήθος της. Δεν ήξερε όμως για ποιον έκλαιγε. Για τον εαυτό της που δύο χρόνια ζούσε σαν φυλακισμένη, για τα χαμένα της χρόνια που δεν θα γύριζαν ποτέ πια πίσω, για τον πατέρα της που δεν νοιάστηκε να μάθει νέα του  ή μήπως για την φίλη της η οποία υπέμενε αγόγγυστα τις δυσκολίες για χάρη της?
Ολος αυτός ο κυκεώνας συναισθημάτων είχε σαν αποτέλεσμα να την κυριεύσει μια σκοτοδίνη, με την  ίδια να σωριάζεται  λιπόθυμη μέσα στα χέρια της Μυρτώς που παρακολουθούσε την σκηνή από την πόρτα της κουζίνας  τρέχοντας δίπλα της την κατάλληλη στιγμή.
   Ξύπνησε μετά από ώρες στο σκοτεινό δωμάτιο με τις βαριές κόκκινες κουρτίνες κλειστές και αντικρίζοντας   την Μυρτώ να της τρίβει στοργικά τα χέρια. Η κοπέλα τής  χαμογέλασε , βοηθώντας την να ανακαθίσει και ταϊζοντας την  σούπα για να δυναμώσει. Της έδωσε να πιει ένα ποτήρι νερό και κάθισε κοντά της, περιμένοντας την να μιλήσει.Ήθελε να της πει τα τελευταία νέα που είχαν συμβεί μετά την λιποθυμία της τα οποία άλλαζαν τα δεδομένα.
Ν:"Πού είναι ο κάλπικος γαμπρός??"Ρώτησε με  σαρκασμό. Η Μυρτώ δεν μπορούσε  να καταλάβει αν ήταν στενοχωρημένη ή θυμωμένη από τον βραχνό  τόνο της φωνής της.
Μ:"Νατάσσα μου, μην τον αποκαλείς έτσι.
Μπορεί να έκανε ό, τι σου έκανε αλλά αν ακούσεις αυτά που έχω να σου πω και που τα ξέρω μέσω αυτού, τότε θα αλλάξεις γνώμη. Αρχικά, ήταν και αυτός θύμα της μητέρας σου. Εκείνη του είπε ψέμματα ότι τάχα τον αγαπάς και εκείνος πείστηκε. Επίσης, γλυκιά μου ο Ρούντολφ μας βοήθησε να αποκτήσουμε τις ταυτότητες και όσα έγγραφα χρειάζονται για την μετάβαση μας στην Αμερική. Η βαλίτσα μας είναι ήδη έτοιμη για αύριο. "
Ν:" Τι ώρα αναχωρεί το τρένο από Γερμανία?
Μ:", Αύριο κατά τις 4 το απόγευμα"
Ν:Έχω αρκετό χρόνο  για να υλοποιήσω την εκδίκηση μου "
Μ:" Η οποία  φαντάζομαι έχει να κάνει με την  παράνομη  εγκυμοσύνη της μητέρας σου? "
Ν:" Ακριβώς "της αποκρίθηκε περήφανα.
Μ:"Σε παρακαλώ, αγάπη μου, μην κάνεις κάτι που θα μετανιώσεις. Αρκετές πίκρες έχεις ήδη. Μην μαυρίζεις την ψυχή σου με τύψεις.
Ν:"Μυρτίτσα μου, άσε με και ξέρω τι κάνω" της αποκρίθηκε με γλυκό ύφος.
Μ:"Έχω να σου πω και κάτι άλλο πιο δυσάρεστο. Ο Ρούντολφ τα ξέρει όλα όσα υπέφερες εξαιτίας της Ελισάβετ. Η ίδια, του  είχε εξομολογηθεί ότι ο πατέρας σου ήταν καρδιοπαθής και τον εγκατέλειψε για τον λόγο του ότι η ίδια ήταν υπερβολικά περήφανη για να τον  περιθάλψει για όλη της τη ζωή πληρώνοντας τα φάρμακα του. Επίσης, είχε την εντύπωση ότι ήταν άχρηστος. Αυτός ήταν ο βασικός λόγος που σε πήρε και φύγατε. Πριν από κάποιους μήνες, έφτασε η πληροφορία ότι δεν άντεξε η καρδιά του και έπεσε στον δρόμο. Τον βρήκαν αργά. Μέχρι να τον μεταφέρουν στο νοσοκομείο, ξεψύχησε. Λυπάμαι, καρδούλα μου. "Οσο της τα έλεγε αυτά, τα δάκρυα έτρεχαν αρειμανίως από τα ροδαλά τους μάγουλα. Καμία φωνή δεν βγήκε, κανένα ουρλιαχτό δεν ακούστηκε. Η Νατάσσα  έπεσε στην αγκαλιά της ευχαριστώντας την που πάντα προλάβαινε τις ανάγκες της.
Μ:"Αυτός θα κοιμηθεί σε ένα φιλικό σπίτι.
Θα επιστρέψει αύριο. Σου εκφράζει την θλίψη του και την ειλικρινή του συγγνώμη για όλα τα δεινά που σε έκανε να περάσεις εν αγνοία του. Σου εύχεται να βρεις την ευτυχία "
Ν:"Τον ευχαριστώ και του εύχομαι ό, τι καλύτερο ".

  Εκείνο το βράδυ, οι δύο φίλες κοιμήθηκαν αγκαλιασμένες. Η Μυρτώ κοιμήθηκε αμέσως εν αντιθέσει με την Νατάσσα που δεν μπορούσε να κλείσει τα μάτια της  εξαιτίας των σκέψεων της.. Βυθίστηκε στην αγκαλιά του Μορφέα  νωρίς το ξημέρωμα.
   Ξύπνησε κατά τις 10 η ώρα  και ήπιε έναν σκέτο καφέ στην κουζίνα. Στο τραπέζι, βρήκε ένα γράμμα της κολλητής της πως την ενημέρωνε πως είχε πεταχτεί μέχρι το ταχυδρομείο.
  Χαμογέλασε ικανοποιημένη. Είχε έρθει η στιγμή της εκδίκησης της. Θα έφευγε από αυτό το καταραμένο μέρος με το κεφάλι ψηλά.
  Ανέβηκε στην κάμαρα της με σκοπό να φροντίσει την εμφάνιση της καθώς και για να ετοιμαστεί ψυχολογικά για την επικείμενη μάχη της οποίας η νικήτρια θα ήταν μία.
  Φόρεσε μια λευκή φούστα και ένα εξίσου λευκό πουκάμισο με λουλούδια. Δεν βάφτηκε καθόλου μόνο έβαλε ένα απαλό ροζ κραγιόν στα σαρκώδη της χείλη. Έβαλε τα λευκά της τακούνια, συμμάζεψε τα υπόλοιπα πράγματα  της και ανοίγοντας με αποφασιστικότητα την πόρτα, βγήκε έξω με κατεύθυνση το σπίτι που έμενε η Ελισάβετ.
Χτύπησε το κουδούνι περιμένοντας να της ανοίξει. Δεν άργησε καθόλου. Η γυναίκα τής άνοιξε και το θέαμα που αντίκρισε έκανε το στομάχι της να δεθεί κόμπος. Δεν περίμενε με τίποτα να δει την κόρη της στο κατώφλι της να την κοιτά με μάτια που πετούσαν σπίθες έχοντας σφίξει τα χέρια της σε μπουνιές . Παρόλα αυτά, την άφησε να περάσει οδηγώντας την προς το σαλόνι. Την ρώτησε αν ήθελε να πιει κάτι. Η απάντηση που πήρε την σόκαρε.
  Ν:"Δεν είμαι δα και ξένη, μητέρα". Η τελευταία λέξη ειπώθηκε με τέτοιο μίσος που την έκανε να σκιαχτεί. Στεκόταν η μία απέναντι από την άλλη με τα μάτια τους να κονταροχτυπιούνται με μένος προσπαθώντας να μαντέψουν η μία τις κινήσεις  της άλλης.
Ν:"Πώς μπόρεσες να μου  το κάνεις αυτό?" της ούρλιαξε ξαφνιάζοντας την καθώς ποτέ δεν είχε υψώσει τον τόνο της φωνής της σε αυτήν μέχρι σήμερα.
  Αντανακλαστικά, το χέρι της χτύπησε με μανία το τρυφερό μάγουλο της κόρης της κάνοντας το κεφάλι της να γυρίσει απότομα προς την δεξιά μεριά.
Ε:" Γιατί δεν εκτιμάς όσα έκανα για εσένα?
Προσπάθησα πάρα πολύ να εξασφαλίσω έναν καλό γάμο και μια ασφαλή ζωή για εσένα.
Προτιμούσες να σε αφήσω μαζί με τον άρρωστο  πατέρα σου να μαραζώσεις?" της αποκρίθηκε με ψυχρότητα που το ηχόχρωμα της μπορεί να έκοβε τον πάγο στα δύο.
Ν:" ΤΕΡΑΣ!!! Τολμάς εσύ να μου μιλάς για  καλή ζωή που με καταδίκασες να παντρευτώ έναν ξένο ο οποίος δεν σεβόταν τις επιθυμίες μου? Αλήθεια,  πώς αισθάνεσαι που άφησες καρδιοπαθή άνθρωπο στην τύχη του και έμεινες έγκυος από τον γαμπρό σου?" έσταξε το φαρμάκι της κάνοντας την Ελισάβετ να μείνει άναυδη χωρίς να έχει κάτι να πει.
Ν:" Δεν σε ένοιαζε η δική μου ευτυχία αλλά να αποκτήσεις πλούτη εσύ μέσω εμού. Ήμουν τόσο ηλίθια που δεν το κατάλαβα από νωρίς. Τώρα είναι πια πολύ αργά για συγγνώμες κυρίως για εσένα. Δεν κάθομαι ούτε στιγμή να αναπνέω τον ίδιο αέρα με μια πόρνη" τα σκληρά λόγια αντήχησαν στα αφτιά της μητέρας της που έκλεισε τα δάχτυλα της γύρω από το λαιμό της σφιχτά.
Ε: " Θα σε κάνω να μετανιώσεις αυτά που είπες "της αποκρίθηκε με τα μάτια της να έχουν μαυρίσει.
Ν:" Θα σε κάνω να καείς στη κόλαση ".

  Ξαφνικά, μια γόνατιά έκανε την μητέρα να ξαφνιαστεί. Ένα δυνατό χαστούκι έπεσε από το χέρι της κόρης της και ένα φτύσιμο στο πρόσωπο ακολούθησε κάνοντας την να την αφήσει. Όμως, η μικρή δεν σταμάτησε εκεί. Επιτέθηκε στη μητέρα της πιάνοντας την από τα μαλλιά όπως κι εκείνη. Παρόλα που η δεύτερη ήταν πιο γυμνασμένη, η δύναμη της άλλης γυναίκας είχε γίνει δεκαπλάσια από το συσσωρευμένο θυμό. Καθώς η Ελισάβετ είχε σκύψει, η Νατάσα της έδωσε μια δυνατή κλοτσιά ανάμεσα στα πόδια κάνοντας ένα ρυάκι αίματος να κυλήσει... Αυτό ήταν. Το μωρό έφευγε και η μητέρα της έπεσε  στο ξύλινο πάτωμα κλαίγοντας και κρατώντας την κοιλιά της.
Ε:"Νατάσα, παιδί μου μην με αφήνεις μόνη.
Ν:" Το όνομα μου είναι Αναστασία  και δεν έχω μήτε μητέρα μήτε πατέρα. Αντίο "της χαμογέλασε με δάκρυα στα μάτια φεύγοντας  από εκεί κλειδώνοντας την πόρτα και πετώντας το κλειδί σε ένα υπόνομο.

Όταν έφτασε στην οικία του πρώην της, η πόρτα άνοιξε χωρίς να χτυπήσει η ίδια και η Μυρτώ όρμησε να την αγκαλιάσει. Δεν αντέχει να βλέπει την φίλη της στενοχωρημένη. Ήξερε ότι δεν ήταν μια ψυχρή δολοφόνος και ότι αυτό που έπραξε πριν από λίγα μόλις λεπτά θα σημάδευε την μετέπειτα ζωή της. Πόση θλίψη να αντέξει μια ανθρώπινη ψυχή??
Οι δύο φίλες αγκαλιάστηκαν σφικτά χωρίς να μπουν στο κόπο να αρθρώσουν ούτε μια κουβέντα. Άλλωστε, ήταν περιττό.
  Άλλαξαν και οι δύο τα ρούχα τους επιλέγοντας να φορέσουν και οι δύο μαύρα φορέματα, πήραν τις βαλίτσες τους και κατευθύνθηκαν προς το σταθμό του τρένου. Η Μυρτώ χάρηκε πάρα πολύ όταν είδε ένα αχνό χαμόγελο να επανέρχεται στο πρόσωπο της Αναστασίας με το που ξεκίνησαν να απομακρύνονται . Μια νέα ζωή ξεκινούσε για τις δύο τους που είχαν όρεξη να ζήσουν όσα στερήθηκαν.Η Μυρτώ δίπλα ένιωθε γαλήνη και υποσχέθηκε στον εαυτό της να μην την αφήσει ποτέ αλλά να στέκεται κοντά της
σαν φύλακας άγγελος. 

Δέκα χρόνια αργότερα
   Το κλάμα της κόρης της ήχησε σαν σειρήνα κάνοντας την μητέρα να χαμογελάσει. Τοσο μικρή αλλά τόσο πεισματάρα. Η Αναστασία χαμογέλασε τρυφερά στην μικρή της που άκουγε στο όνομα Ζωή παίρνοντας την αγκαλιά και τοποθετώντας την στο στήθος της για να πιει γάλα. Ένας άντρας δίπλα της, ο σύζυγος της τον οποίο είχε ερωτευτεί κεραυνοβόλα τις κοιτούσε με αγάπη.
  Στο ακριβώς δίπλα σπίτι έμενε και η Μυρτώ μαζί με τον άντρα της και ήταν κιόλας έγκυος τεσσάρων μηνών σε κοριτσάκι και εκείνη .
  Η αλήθεια είναι όταν είχαν φτάσει στην Αμερική μετά κόπων και βασάνων, είχαν δυσκολευτεί να προσαρμοστούν στους γρήγορους ρυθμούς ζωής εκεί αλλά τα κατάφεραν θαυμάσια και οι δύο. Με τα χρήματα που είχαν πάρει φεύγοντας από την Γερμανία, είχαν νοικιάσει ένα σπίτι οι δύο τους. Και φυσικά η κάθε μία πραγματοποίησε τα όνειρα της. Η Αναστασία ολοκλήρωσε τις σπουδές της στην μουσική και αποφάσισε να σπουδάσει και ιατρική αφού κατείχε άριστη γνώση τόσο αγγλικής γλώσσας όσο και γαλλικής. Συγκεκριμένα, έγινε μαία και πολλές φορές έσωσε μητέρες και παιδιά απο του Χάρου τα δόντια κάνοντας τις γυναίκες πίνουν νερό στο όνομα της. Δούλευε ως υπάλληλος σε ένα κατάστημα ρούχων που ιδιοκτήτης ήταν ο άντρα της ο οποίος μαγεμένος από την ομορφιά, την ευγένεια και την χάρη της την παντρεύτηκε μετά την λήξη του πολέμου. Η ίδια δεν έμεινε αδιάφορη. Γοητεύτηκε από  τον ρομαντικό του χαρακτήρα, την φωνή του και τα μάτια του που την ατενιζαν με λατρεία.
Ετσι, ερωτεύτηκαν οι δύο τους και η ευτυχία συμπληρώθηκε με την γέννηση της κόρης τους.
  Η Μυρτώ δούλευε τα τρία πρώτα χρόνια ως σερβιτόρα σε ένα γνωστό εστιατόριο της οποίας ο κληρονόμος  την αγάπησε για την αφοσίωση της στην δουλειά της, για την ώριμη σκέψη της και την γλυκιά της φυσιογνωμία που άνθρωπο δεν αδίκησε  ποτέ. Παράλληλα, η Μυρτώ σπούδαζε στο πανεπιστήμιο λογοτεχνία με στόχο να εκδόσει ένα βιβλίο για τον ναζισμό που το είχε ζήσει από πρώτο χέρι. Στο καπάκι, αρραβωνιάστηκε με τον καλό της, βρίσκοντας την στήριξη στα πρόσωπα των πεθερικών της που την έκαναν κυριολεκτικά δεύτερο παιδί τους. Έτσι, απέκτησε μια οικογένεια και μια φουσκωμένη κοιλίτσα που θα μεγάλωνε την ευτυχία.
Οι δύο γυναίκες είχαν εξαλείψει  με τις πράξεις τους την περίπτωση να επωμιστούν  τα παιδιά τους τα κρίματα των πράξεων τους που είχαν διαπραχθεί στο ζοφερό παρελθόν.
Η Αναστασία έγινε μαία για να σώζει ζωές και έδωσε στην κόρη της παρόμοιο όνομα ως φόρο τιμής στο αγέννητο παιδί της μητέρας της. Η Μυρτώ όταν γεννούσε το παιδί της θα το βάφτιζε με ελληνικό όνομα. Ποιο θα ήταν αυτό??? Ελπίδα.
  
 

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro