
Φύλακας & Φεγγαρογέννητη ...
Αφού όλοι οι άγγελοι πήραν την πραγματική τους μορφή, ο Τζάκος στρέφεται στον Άρη.
«Και τώρα, Φύλακα, η σειρά σου!»
Αυτός τον κοιτάζει με απορία.
«Τι σημαίνει αυτό;»
«Σημαίνει ότι ήρθε η ώρα εσύ και η Φεγγαρογέννητη να πάρετε την αληθινή σας μορφή»
Ο Τζάκος δείχνει την Σελήνη κι εκείνη τον κοιτάζει επίσης με απορία.
«Εγώ είμαι η Φεγγαρογέννητη;»
Η Μαίρη της χαμογελάει.
«Αυτό είναι το όνομα σου. Σε ονόμασε έτσι η ίδια η Νύχτα, η Θεά αδερφή του Θεού, όταν σε δημιούργησε για να σε δώσει για δώρο στα πρώτα γενέθλια του Φύλακα»
Η Σελήνη μορφάζει.
«Α! Άρα, δεν είμαι τίποτα περισσότερο από ένα δώρο γενεθλίων, ε;»
Ο Οδυσσέας καγχάζει.
«Δεν θα το έθετα ακριβώς έτσι. Είσαι το δώρο! Είσαι αυτή που τον κρατά στη μεριά του καλού. Δεν ξέρω τι θα είχε συμβεί αν δεν υπήρχες»
Αυτή χαμογελάει αυτάρεσκα.
«Αν είναι έτσι, το δέχομαι!»
Αυτοί γελάνε, αλλά ο Άρης τους διακόπτει.
«Και τι σημαίνει αυτό που είπες πριν; Δεν είναι αυτή η αληθινή μας μορφή;»
Ο Οδυσσέας του εξηγεί.
«Όχι ακριβώς. Είστε αρκετά νεότεροι και έχετε κάποια όπλα επάνω σας»
«Δεν καταλαβαίνω»
Ο Τζάκος μαζεύει τα φτερά του κοντά στο σώμα του, κρύβει το σπαθί του και τον στραβοκοιτάζει.
«Τι τρέχει, Φύλακα; Άλλαξε κάτι; Μήπως σταμάτησες να μ' εμπιστεύεσαι;»
«Τίποτα δεν έχει αλλάξει, Φτερωτέ. Σ' εμπιστεύομαι ακόμα και για να σου το αποδείξω ...»
Αυτός κάνει αποφασιστικά τα βήματα που τους χωρίζουν και στέκεται μπροστά του.
«Ορίστε. Κάνε ότι θέλεις μαζί μου!»
Ο Τζάκος χαμογελάει και κοιτάζει τον Οδυσσέα.
«Τα ίδια λόγια κάθε φορά. Δεν αλλάζει τίποτα. Γι' αυτό το λατρεύω αυτό το τσογλάνι!»
Τα μάτια του Άρη ανοίγουν διάπλατα.
«Όπα! Όπα! Τι εννοείς; Το έχουμε ξανακάνει αυτό;»
«Δεν μπορείς να φανταστείς πόσες φορές»
«Εντάξει. Ας τελειώνουμε. Θα το επεξεργαστώ αργότερα»
Χαμογελώντας ακόμα, ο Τζάκος βάζει το χέρι του στο μέτωπο του Άρη και αμέσως μετά ακούγεται ένα ουρλιαχτό. Το ουρλιαχτό ενός πραγματικού λύκου που βγαίνει απ' το στόμα του Άρη τη στιγμή που σωριάζεται στο πάτωμα και αρχίζει να σφαδάζει καθώς τα κόκκαλα του σπάνε και κολλάνε ξανά ενώ αγγελικό ιχώρ αντικαθιστά το μυελό των οστών του.
Αυτός ουρλιάζει και η Σελήνη θέλει να πάει κοντά του, αλλά ο Τζάκος δεν την αφήνει.
«Όχι! Άφησε τον ν' αλλάξει!»
«Μα υποφέρει!»
«Έτσι πρέπει! Κάνε υπομονή! Δεν θα κρατήσει πολύ»
Πράγματι, λίγα δευτερόλεπτα μετά, το βασανιστήριο τελειώνει και ο αναγεννημένος και πολύ νεότερος Άρης σηκώνεται όρθιος και βλεφαρίζει μερικές φορές προσπαθώντας να συνέλθει απ' το ξαφνικό ξύπνημα. Οι άλλοι τον κοιτάζουν μαγεμένοι να αγγίζει τους μακριούς βαμπιρικούς κυνόδοντες με τη γλώσσα του και τα μυτερά λυκίσια αφτιά του με τα χέρια του.
Αμέσως μετά, την προσοχή του τραβάνε τα ίδια τα χέρια του και οι έξι, τρεις σε κάθε χέρι, αιχμηρές λεπίδες που βγαίνουν ανάμεσα στις αρθρώσεις του και αστράφτουν κάτω απ' το φως. Και ενώ αυτός κοιτάζει τα χέρια του με περιέργεια, ξαφνικά τρέχει και σταματάει μπροστά στην μπαλκονόπορτα και κοιτάζει την αντανάκλαση του στο τζάμι. Τότε, μία μακριά λεπτή ουρά με ακόμα ένα στιλέτο στην άκρη της σκίζει λίγο το παντελόνι του και αρχίζει να ξεδιπλώνεται αργά, κάνοντας ενστικτωδώς τους αγγέλους να κάνουν ένα βήμα πίσω. Ο Αλέκος τους κοιτάζει με απορία.
«Γιατί το κάνατε αυτό; Τον φοβάστε;»
Ο Τζάκος σπεύδει να εξηγήσει.
«Όχι, δεν είναι αυτό. Ο Φύλακας δεν θα μας έκανε ποτέ κακό. Είναι αυτό το υλικό ... Τα στιλέτα του, όπως τα κόκκαλα του και τα δόντια του, είναι φτιαγμένα από Αδάμαντα»
«Το υλικό του Παραδείσου; Απ' αυτό που φτιάχνονται τα ξίφη των αγγέλων;»
Ο Οδυσσέας χαμογελάει.
«Ακριβώς, Φωτεινέ μου Παντογνώστη! Αυτά τα στιλέτα μπορούν να κόψουν τα πάντα και επίσης, μπορούν να σκοτώσουν οποιοδήποτε υπερφυσικό ον, συμπεριλαμβανομένων των αγγέλων»
Η φωνή που βγαίνει απ' τον Άρη δεν είναι πολύ διαφορετική απ' την προηγούμενη. Είναι λίγο πιο βαθιά και πολύ, πολύ πιο επιβλητική. Γι' αυτό όλοι στρέφονται αμέσως προς το μέρος του και τον κοιτάζουν να στέκεται εκεί κουνώντας τα δάχτυλα του ανάμεσα στα στιλέτα του ενώ η ουρά του χορεύει αργά πίσω του. Αυτός δεν είναι πια ο Άρης ο Λύκος. Είναι ο Φύλακας. Ο Ανώτατος Πολεμιστής. Ο προστάτης των αγγέλων. Το μοναδικό στο είδος του υβρίδιο που έχει την ψυχή του Λύκου Πολεμιστή και τη δύναμη ενός Βαμπίρ!
Ναι, ακριβώς! Ναι, ναι, ναι! Το ξέρω. Αυτό είναι κάτι καινούργιο και σας ακούγεται κάπως περίεργο, αλλά θα μιλήσουμε παρακάτω αναλυτικά για την καταγωγή του Φύλακα και, το πιο σημαντικό, πώς ακριβώς δημιουργήθηκε! Τώρα πίσω στην ιστορία μας.
Ο Τζάκος χαμογελάει.
«Καλώς ήρθες πίσω, Φύλακα!»
«Χαίρομαι που βρίσκομαι εδώ, Ιωνάθαν. Αυτή τη φορά μας πήρε λίγο περισσότερο, ε;»
«Υπήρχε λόγος γι' αυτό, υποθέτω»
Ο Τζάκος δείχνει τον Ερμή και την Έλενα που είναι κολλημένοι ο ένας στον άλλον, και κοιτάζουν τη νέα εκδοχή του πατέρα τους με θαυμασμό. Ο Άρης τους χαμογελάει.
«Τα κουτάβια μου! Επιτέλους, κατάφερα να κάνω παιδιά! Το όνειρο μου έγινε πραγματικότητα!»
Αυτός γονατίζει και απλώνει τα χέρια του, κρύβοντας φυσικά πρώτα τα στιλέτα. Τα δύο παιδιά τρέχουν και πέφτουν στην αγκαλιά του. Ο Ερμής επεξεργάζεται τα μυτερά αφτιά και την ουρά του.
«Ω, Μπαμπά! Πάντα ήσουν απίστευτος, αλλά τώρα ... Έχεις ουρά!»
Ο Άρης μορφάζει.
«Ναι. Αυτό ... Μην τολμήσεις να με κοροϊδέψεις γι' αυτό, εντάξει;»
«Ναι, φυσικά»
Καθώς ο Ερμής γελάει, η Έλενα αγγίζει με περιέργεια τους κυνόδοντες του πατέρα της.
«Είναι υπέροχοι, Μπαμπά, αλλά δεν μοιάζουν με του Τιτάνα»
«Ναι, είναι λίγο διαφορετικοι, αλλά σου αρέσουν, έτσι δεν είναι, μωρό μου;»
«Πολύ και μ' αρέσει και η ουρά σου»
Η Σελήνη, το ίδιο άφοβη όπως τα παιδιά, έρχεται πιο κοντά και βάζει το χέρι της στον ώμο του Άρη. Αυτός γυρίζει και την κοιτάζει με τα υπέροχα γαλάζια μάτια του.
«Φεγγαρογέννητη ...»
Αυτή μορφάζει.
«Ναι. Όχι ακόμα!»
Αυτός γελάει, ευτυχώς με τον ίδιο τρόπο που κάνει πάντα, με το κεφάλι του γερμένο προς τα πίσω.
«Ναι, έχεις δίκιο. Όπως πάντα. Επίτρεψε μου να το διορθώσω αυτό»
Όταν αυτός σηκώνεται και την παίρνει στην αγκαλιά του, ο Τζάκος ανοίγει τα φτερά του πανικόβλητος.
«Παιδιά, γρήγορα! Κρυφτείτε πίσω απ' τα φτερά μου και κλείστε τ' αυτιά σας! Τώρα!»
Τα παιδιά κάνουν αυτό που τους λέει ενώ οι άλλοι τον κοιτούν έκπληκτοι. Ο Ορέστης ρωτάει να μάθει.
«Γιατί το έκανες αυτό;»
«Απλά εμπιστεύσου με!»
Η Μαίρη γελάει καθώς ο Οδυσσέας καλύπτει τα μάτια του και αναστενάζει.
«Ω, Πατέρα! Όχι πάλι!»
Ο Αλέκος τον κοιτάζει.
«Μα καλά, τι ακριβώς θα γίνει και κάνετε έτσι;»
Η απάντηση έρχεται όταν ο Άρης κάνει έναν περίεργο θόρυβο, κάτι σαν γουργουρητό, που θα μπορούσαμε εύκολα να το ονομάσουμε κάλεσμα ζευγαρώματος και η Σελήνη στενάζει. Αμέσως μετά, αυτός φέρνει τον καρπό του στο στόμα του και σκίζει το δέρμα του με τους κυνόδοντες του. Όταν το κατακόκκινο αίμα του αρχίζει να τρέχει, αυτός βάζει το χέρι του στο ανοιχτό στόμα της και αφήνει μερικές σταγόνες να στάξουν στη γλώσσα της.
«Πιες, Φεγγαρογέννητη! Πιες το αίμα μου και έλα σε μένα!»
Αυτή πιάνει τον καρπό του σφιχτά και με τα δύο της χέρια και αρχίζει να πίνει το κόκκινο υγρό πρόθυμα. Τότε, το πρόσωπο του παίρνει μια έκφραση απόλυτης ηδονής καθώς παράγει θορύβους ακόμα μεγαλύτερης απόλαυσης. Ο Ορέστης καγχάζει.
«Εντάξει! Αυτό είναι πάρα πολύ ακόμα και γι' αυτούς!»
Ο Οδυσσέας κουνάει το κεφάλι του.
«Σ' εμάς το λες! Κάθε φορά το ίδιο πράγμα!»
«Υπάρχει κάτι που μπορούμε να κάνουμε για να τους σταματήσουμε;»
«Δυστυχώς, όχι. Τουλάχιστον όχι μέχρι να ολοκληρωθεί η μεταμόρφωση της»
Ξαφνικά, η Μαίρη αρχίζει να γελάει δυνατά και ο Τζάκος την κοιτάζει.
«Γιατί γελάς, Μαριάμ;»
«Μόλις θυμήθηκα αυτό που συνέβη στο χωριό των Άμις. Θυμάσαι;»
«Πότε λες; Τον 17ο αιώνα; Όταν ήσουν η κόρη εκείνου του ηλίθιου Ελβετού ευγενή με τη μεγάλη κοιλιά και την περούκα;»
«Ναι. Κι εσύ δούλευες στους στάβλους μας»
Ο Οδυσσέας μορφάζει.
«Ω, Πατέρα! Μη μου το θυμίζεις αυτό!»
Ο Τζάκος τον κοιτάζει.
«Γιατί, Θελιέλ; Ήταν διασκεδαστικό. Τουλάχιστον μέχρι να εμφανιστεί ο Ναθάνιελ»
Το πρόσωπο του γεμίζει θυμό, αλλά και πόνο, καθώς αναφέρει το όνομα του εχθρού του και τα κορίτσια, προσπαθούν να του αποσπάσουν την προσοχή. Η Αναΐς απευθύνεται στην Μαίρη.
«Τι έγινε σ' εκείνο το χωριό, Μαμά; Άντε, πες μας!»
«Όπως είπε ο μπαμπάς, ήμουν η μοναχοκόρη ενός ευγενή κι εκείνος ήταν ένα φτωχό αγόρι που δούλευε στους στάβλους, οπότε ήταν αδύνατο να είμαστε μαζί»
Η Πανδώρα κοιτάζει τον Τζάκο.
«Πώς ερωτευτήκατε;»
«Μια μέρα που καθάριζα τους στάβλους, αυτή ήρθε να δει το καινούργιο της άλογο, έναν μαύρο επιβήτορα που ονόμασε Κεραυνό. Ήταν μόλις δεκαέξι χρονών και όμορφη σαν το αστέρι του αυγής. Όταν την είδα ...»
Ο Ιάσονας χαμογελάει.
«Έπεσες ξερός, ε;»
Ο Οδυσσέας κάνει μερικές διευκρινήσεις.
«Στην πραγματικότητα, αυτός γλίστρησε και έπεσε με τα μούτρα στην κοπριά του αλόγου, αλλά δεν έχει σημασία»
Ο Τζάκος χαμογελάει αμήχανα.
«Ναι. Δεν ήταν και η καλύτερη μου στιγμή»
Η Μαίρη τον πλησιάζει.
«Αλλά παρόλο που ήταν καλυμμένος με κακά αλόγων, έλαμπε σαν τον ήλιο. Ήταν ό,τι πιο όμορφο είχα δει ποτέ»
Αυτός της χαμογελά καθώς το φτερό του χαϊδεύει τρυφερά το δικό της. Η Άρτεμις χαϊδεύει την κοιλιά της.
«Και τι έγινε τελικά;»
Η Μαίρη παίρνει μια πονηρή έκφραση.
«Αρχίσαμε να βρισκόμαστε κρυφά τα βράδια στον στάβλο ... Ξέρετε! Και φυσικά, ένα βράδυ μας έπιασε στα πράσα ο πατέρας μου. Εμένα με έκλεισε στο κελάρι και έστειλε τον Ιωνάθαν στη φυλακή. Ο ανίδεος νόμιζε ότι όλα είχαν τελειώσει, αλλά δεν είχε υπολογίσει τον αμαξά μας»
Ο Οδυσσέας δείχνει τον εαυτό του.
«Αυτός ήμουν εγώ»
Ο Αλέκος τον κοιτάζει.
«Τι έκανες;»
«Βοήθησα τον Ιωνάθαν να δραπετεύσει απ' τη φυλακή και μετά μαζί ελευθερώσαμε τη Μαριάμ. Αποδράσαμε νύχτα και περπατούσαμε για μέρες μέχρι που βρήκαμε καταφύγιο σ' ένα χωριό Άμις κοντά στα σύνορα με την Αυστρία. Εκεί βρήκαμε τον Φύλακα και την Φεγγαρογέννητη»
Ο Ορέστης κοιτάζει τον φίλο του.
«Ο Άρης σ' ένα χωριό Άμις; Δυσκολεύομαι να το πιστέψω»
Η Μαίρη γελάει.
«Και μάλιστα ήταν απ' τους πιο φανατικούς. Φυσικά, μέχρι που η συνάντηση μας ξύπνησε την αγγελική μας φύση και φέραμε αμέσως πίσω τον Φύλακα, που με τη σειρά του έφερε πίσω την Φεγγαρογέννητη, κάτω απ' την καμπάνα, στη μέση της μεγάλης πλατείας του χωριού»
Ο Στέφανος αγωνιά να μάθει.
«Και μετά τι έγινε;»
«Μας τιμώρησαν όπως τιμωρούσαν τότε τη λαγνεία. Μας λιθοβόλησαν μέχρι θανάτου»
Όλοι γελούν, αλλά το γέλιο τους διακόπτεται απ' το ουρλιαχτό της Σελήνης, που σωριάζεται στο πάτωμα και αρχίζει ν' αλλάζει με τον ίδιο τρόπο όπως ο Άρης. Όταν τα επώδυνα και βασανιστικά δευτερόλεπτα περνούν και η μεταμόρφωση ολοκληρώνεται, αυτή σηκώνεται και δείχνει τους κυνόδοντες, τ' αυτιά και την ουρά της που είναι παρόμοια με του Άρη.
Η μόνη τους διαφορά είναι στο όπλο. Το δικό της είναι διαφορετικό, αλλά εξίσου θανατηφόρο για τους εχθρούς της. Ένα μαστίγιο - Τυχαίο; Δεν Νομίζω! - φτιαγμένο από ελαστικό Αδάμαντα που τυλίγεται γύρω απ' το λαιμό της σαν φίδι όταν δεν το χρησιμοποιεί. Ο Άρης την πλησιάζει και στέκεται δίπλα της, αφήνοντας την ουρά του να μπλεχτεί με την δική της σε έναν παράξενο, συναρπαστικό, υπερφυσικό χορό.
«Ορίστε, Φεγγαρογέννητη μου! Εδώ είναι η αγέλη που έφτιαξα για σένα!»
Αυτή κοιτάζει έναν-έναν την οικογένεια της.
«Γεια σε όλους!»
Ο Τζάκος την ακουμπάει με το φτερό του.
«Καλώς ήρθες σπίτι, Φεγγαρογέννητη!»
«Χαίρομαι που βρίσκομαι εδώ, Ιωνάθαν»
Τότε, ο Οδυσσέας σκουντάει τον Τζάκο.
«Χμμμ ... Ιωνάθαν, δεν νομίζεις ότι λείπει κάτι;»
«Φυσικά! Έχεις δίκιο»
Αυτός χτυπάει τα δάχτυλα του και αμέσως μετά, ανάμεσα στο χαχανητό της Σελήνης, τα γρυλίσματα του Άρη και τα δυνατά γέλια των άλλων, εμφανίζεται ένα λουρί. Ένα αστραφτερό λουρί φτιαγμένο από φεγγαρόσκονη, με το ένα άκρο γύρω απ' τον καρπό της Σελήνης και το άλλο γύρω απ' το λαιμό του Άρη (!!!) Ο Ορέστης δεν πιστεύει στα μάτια του.
«Πλάκα μου κάνεις! Το λουρί! Το λουρί του Λύκου!»
Ο Άρης τον αγριοκοιτάζει και μετά στρέφεται στον Τζάκο.
«Σκάσε, ηλίθιε! Κι εσύ, ξεκαρδιστικέ Άγγελε, σταμάτα το πριν σου ξεριζώσω τα ηλίθια χρυσά φτερά σου!»
Ο Τζάκος τον κοιτάζει με πραγματική απορία.
«Γιατί εκνευρίζεσαι τόσο πολύ κάθε φορά; Το λουρί υπάρχει έτσι κι αλλιώς. Εγώ απλώς το κάνω ορατό»
«Τότε πάψε να το κάνεις!»
«Εντάξει! Καλά! Ούτε ένα αστείο δεν αντέχεις;»
Αυτός χτυπάει ξανά τα δάχτυλα του και το λουρί εξαφανίζεται. Τότε, ο Άρης δείχνει τα δόντια του.
«Όποιος τολμήσει να το αναφέρει ξανά ... Τέλος πάντων!»
Η Σελήνη τον χτυπάει απαλά στην πλάτη.
«Ας καθίσουμε καλύτερα»
Αυτός ζαρώνει τη μύτη του και πηγαίνει να καθίσει, αλλά ο Ερμής, που έχει βγει πίσω απ' τα φτερά του Τζάκου μαζί με τα άλλα παιδιά όταν τελείωσε η μεταμόρφωση της Σελήνης, μπαίνει στο δρόμο του.
«Μπαμπά ...;»
«Τι συμβαίνει, Κουτάβι;»
«Τι θα γίνει με μας;»
«Τι εννοείς;»
«Έτσι θα μείνουμε; Άνθρωποι; Δεν θα μεταμορφωθούμε;»
Ο Άρης κοιτάζει πρώτα τη Σελήνη, που σηκώνει τους ώμους, και μετά τους άλλους. Ο Οδυσσέας ξύνει το κεφάλι του.
«Λοιπόν! Αυτό είναι καινούργιο! Εσύ τι λες, Ιωνάθαν;»
Ο Τζάκος σηκώνει τους ώμους.
«Με τα παιδιά μου ήξερα τι να κάνω. Ξέρω πώς λειτουργούν οι άγγελοι, αλλά με τη φύση του Φύλακα, δεν έχω ιδέα!»
Η Μαίρη έχει μια ιδέα.
«Φύλακα, γιατί δεν δοκιμάζεις το αίμα σου; Πιάνει με την Φεγγαρογέννητη. Γιατί όχι με τα παιδιά σου; Τι έχεις να χάσεις;»
«Έχεις δίκιο. Για να δούμε!»
Αυτή τη φορά, όταν ο Άρης σκίζει ξανά τον καρπό του, αφού η προηγούμενη πληγή έχει ήδη επουλωθεί, και δίνει στα παιδιά να πιουν, οι άγγελοι κοιτάζουν με έκπληξη και θαυμασμό μαζί με τους άλλους, και αυτό που βλέπουν είναι πραγματικά συναρπαστικό!
Τα δύο παιδιά ουρλιάζουν μαζί και αγκαλιάζονται καθώς πέφτουν στο πάτωμα και αρχίζουν να υπομένουν την επώδυνη μεταμόρφωση. Όταν ολοκληρώνεται, αυτοί, δείχνοντας μεγαλύτεροι απ' την πραγματική τους ηλικία, σηκώνονται και δείχνουν με περηφάνια τα δόντια, τ' αφτιά και τις ουρές τους. Η Έλενα δεν έχει κάποιο όπλο γιατί πολύ απλά δεν το χρειάζεται. Αυτή έχει τα οράματα της και ξέρει πως να νικήσει κάποιον. Όσο για τον Ερμή, εκτός απ' τον έλεγχο των στοιχείων, η Θεά τον προίκισε με ακόμα μια ικανότητα, την τηλεκινησία.
Και μάλιστα, την συγκεκριμένη ικανότητα την αποκαλύπτει στους άλλους με έναν αρκετά αστείο τρόπο. Όταν συνειδητοποιεί τι μπορεί να κάνει, κοιτάζει τον Νικόλα, που είναι έτοιμος να καθίσει σε μια καρέκλα. Τότε, με απίστευτη ευκολία και χρησιμοποιώντας μόνο το μυαλό του, σπρώχνει λίγο την καρέκλα προς τα πίσω και ο Νικόλας πέφτει στο πάτωμα φαρδύς-πλατύς κάνοντας τους πάντες να γελάσουν. Αυτός σηκώνεται και κοιτάζει τριγύρω ξαφνιασμένος.
«Ποιος το έκανε αυτό; Ποιος μετακίνησε την καρέκλα;»
Ο Ερμής σηκώνει το χέρι.
«Βασικά, εγώ το έκανα»
Ο Άρης τον κοιτάζει έκπληκτος.
«Τι; Πώς το έκανες;»
«Με το μυαλό μου»
Ο Νικόλας φωνάζει.
«Τρελάθηκες, ρε;»
Ο Ερμής σηκώνει τους ώμους.
«Κάπως έπρεπε να το τσεκάρω»
«Και έπρεπε να το τσεκάρεις με μένα;»
«Κι εσύ έπρεπε ν' αφήσεις τον εαυτό σου να πέσει; Έχεις φτερά, ηλίθιο φρικιό! Χρησιμοποίησε τα!»
«Κοίτα ποιος μιλάει! Το φρικιό με την ουρά!»
Ο Τζάκος μπαίνει ανάμεσα τους.
«Όπα! Όπα! Για ηρεμήστε λίγο, παιδάκια!»
Ο Ερμής χαμογελάει.
«Μην ανησυχείς, θείε. Απλώς παίζουμε»
Ο Νικόλας συμφωνεί.
«Ναι, Μπαμπά. Απλά διασκεδάζουμε»
Ο Τζάκος γυρίζει τα μάτια.
«Ξέρετε κάτι; Κάντε ό,τι θέλετε, φρικιά!»
Μετά απ' αυτό, όλη η αγέλη, θνητοί και Ουράνιοι, κάθονται για να συζητήσουν την καινούργια κατάσταση, αλλά ο Οδυσσέας έχει μια καλύτερη ιδέα.
«Έχω να προτείνω κάτι. Επειδή όλα όσα συνέβησαν σήμερα είναι πάρα πολλά και κάποιοι από μας μπορεί να χρειάζονται λίγο χρόνο για την επεξεργασία των πληροφοριών, τι θα λέγατε να ξεκουραζόμαστε για μερικές ώρες και μετά να επιστρέψουμε με πιο καθαρό μυαλό;»
Ο Τζάκος εκφράζει μια απορία του.
«Έτσι λένε το πήδημα τώρα; Επεξεργασία πληροφοριών;»
Ο Οδυσσέας ξεφυσάει με αγανάκτηση.
«Όταν ήμουν θνητός, αναρωτιόμουν πώς μπορεί ένας άνθρωπος να είναι τόσο διεστραμμένος όσο εσύ. Κανονικά δεν πρέπει να σε λένε Άγγελο του Ήλιου, αλλά Άγγελο της Διαστροφής!»
«Εσύ φταις γι' αυτό, Αγαπούλη μου. Τα κόκκινα φτερά σου πάντα με ερέθιζαν»
Ο Οδυσσέας γυρίζει τα μάτια.
«Διεστραμμένε Σάτυρε!»
Ο Αλέκος συνειδητοποιεί κάτι.
«Περιμένετε λίγο! Τι στο καλό συμβαίνει εδώ; Αυτό το παιχνιδάκι μεταξύ σας δεν υπήρχε μόνο στη θνητή σας ζωή;»
Η Μαίρη τον κοιτάζει με κατανόηση.
«Αχ, Αλέκο μου! Δεν μπορείς να φανταστείς!»
Αυτός παίρνει ένα απελπισμένο ύφος.
«Δεν το πιστεύω! Δεν θα το ξεφορτωθώ ποτέ!»
Αυτοί γελούν και μετά, ο Άρης δίνει το ελεύθερο για να διαλυθούν δίνοντας ραντεβού για το επόμενο πρωί. Λίγο πριν αυτοί αποχωρήσουν, ο Στέφανος παίρνει τον Τζάκο παράμερα για μια μικρή συζήτηση.
«Τι συμβαίνει, γιε μου;»
«Θέλω να σε ρωτήσω κάτι»
«Ρώτα με»
«Λοιπόν! Τι παίζει με το σεξ; Μπορούμε να το κάνουμε κανονικά; Εννοώ ... Το όργανο μας λειτουργεί, ε;»
Ο Τζάκος αρχίζει να γελάει.
«Ναι, Στέφο. Το όργανο μας λειτουργεί κανονικά»
Ο Στέφανος αναστενάζει ανακουφισμένος.
«Ουφ! Μου έφυγε ένα βάρος!»
«Δεν χρειάζεται ν' ανησυχείς για τίποτα, γιε μου. Μπορεί να είμαστε Ουράνια Όντα, αλλά η ψυχή μας μας επιτρέπει να χαιρόμαστε όλα τα υπέροχα πράγματα των ανθρώπων»
«Η ψυχή μας; Μα οι άγγελοι δεν έχουν ψυχή»
«Οι άλλοι άγγελοι, Τίγρη. Όχι εμείς»
«Τι εννοείς;»
«Αύριο, γιε μου. Αύριο θα σου τα εξηγήσω όλα. Πήγαινε να ξεκουραστείς τώρα»
«Εντάξει, αλλά για να ξέρεις, μ' αρέσει πολύ όλο αυτό»
«Σ' ευχαριστώ, γιε μου»
«Καληνύχτα, Μπαμπά. Σ' αγαπάω!»
«Κι εγώ σ' αγαπάω, γιε μου. Καληνύχτα!»
Ο Στέφανος παίρνει την Άρτεμις απ' το χέρι και αποσύρονται σε έναν απ' τους ξενώνες, ενώ ο Τζάκος χαμογελάει και πηγαίνει στο δωμάτιο του να βρει τη Μαίρη, που έχει ήδη πάει εκεί. Πριν όμως συνεχίσουμε, θα μιλήσουμε λίγο για τον Φύλακα και την Φεγγαρογέννητη και συγκεκριμένα για την προέλευση τους. Είμαι σίγουρη ότι πεθαίνετε να μάθετε ...
Είμαστε πολύ, πολύ πίσω στο παρελθόν, λίγο καιρό αφότου ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο. Οι θνητοί έχουν αρχίσει να πολλαπλασιάζονται και να πλημμυρίζουν τη γη, και ο Δημιουργός κάθεται στον Μεγάλο Θρόνο μαζί με τη δίδυμη αδερφή του την Νύχτα, και καμαρώνει περήφανος την ομορφιά της δημιουργίας του.
«Κοίτα τους, αδερφή! Είναι τέλειοι! Νομίζω ότι είναι το μεγαλύτερο μου επίτευγμα»
Ή Νύχτα μορφάζει.
«Έλα τώρα, αδερφέ! Κατέβα απ' το καλάμι σου. Αυτοί απέχουν πολύ απ' το τέλειο. Είναι γεμάτοι αδυναμίες. Όλα αυτά τα συναισθήματα. Οι ψυχές τους»
«Τι συμβαίνει με τις ψυχές τους;»
«Η ψυχή κρατάει τον άνθρωπο πίσω. Έκανες λάθος όταν έβαλες ψυχή στο σώμα τους. Κοίτα τους αγγέλους! Αυτοί είναι το μεγαλύτερο επίτευγμά σου»
«Τι λες; Οι άγγελοι δεν είναι παρά δολοφονικές μηχανές. Ρομπότ χωρίς ψυχή που δεν ξέρουν τίποτα άλλο απ' το να ακολουθούν εντολές. Είναι παιδιά μου και τους αγαπάω, αλλά οι άνθρωποι ... Οι άνθρωποι είναι πολύ ανώτεροι απ' τους αγγέλους»
«Ξέρεις τι σκέφτηκα μόλις τώρα; Τι θα έλεγες για ένα πείραμα;»
«Τι είδους πείραμα; Τα φοβάμαι τα πειράματα σου. Την τελευταία φορά πλημμύρησες το μισό πλανήτη»
Ο Θεός αρχίζει να γελάει και κάνει τα λουλούδια γύρω του ν' ανθίσουν και η Νύχτα συνοφρυώνεται.
«Τι αστείος τύπος! Τέλος πάντων. Το πείραμα που σκεφτόμουν ήταν να βάλουμε ψυχή σ' έναν άγγελο. Τι λες;»
Ο Θεός κοιτάζει την αδερφή του με στενά μάτια.
«Ένας άγγελος με ψυχή, ε; Γιατί όχι; Αυτό θα είναι ενδιαφέρον!»
«Τέλεια! Θα πάρουμε κάποιον που ήδη υπάρχει ή θα δημιουργήσουμε έναν καινούργιο;»
«Θα δημιουργήσουμε ένα καινούργιο. Ο Ήλιος μου ζήτησε έναν και αν κάποιος αξίζει έναν άγγελο με ψυχή, αυτός είναι ο Ήλιος, η πηγή της ζωής»
«Ας το κάνουμε, αδερφέ! Ας δημιουργήσουμε τον Άγγελο του Ήλιου»
Ο Θεός πιάνει το χέρι της Νύχτας.
«Γενηθήτω ο ... Ιωνάθαν!»
Έτσι γεννήθηκε ο Ιωνάθαν, ο πρώτος άγγελος με ψυχή, ο Άγγελος του Ήλιου με τα χρυσά μάτια και φτερά, ο αγαπημένος μας Τζάκος. Τώρα θα με ρωτήσετε γιατί σας μιλάω για τον Τζάκο ενώ σας είπα ότι θα σας μιλήσω για τον Άρη και την Σελήνη. Λοιπόν! Ο λόγος είναι ότι ο Ιωνάθαν ήταν η αφορμή για τη δημιουργία του Φύλακα και συγκεκριμένα, οι πολυάριθμες απόπειρες δολοφονίας εναντίον του.
Όταν διαδόθηκε η είδηση του καινούργιου αγγέλου, όλοι οι άλλοι άγγελοι θέλησαν να τον δουν από κοντά και κάποιοι απ' αυτούς δεν πήραν καλά τα νέα της δημιουργίας του. Ένας άγγελος με ψυχή, συναισθήματα και ελεύθερη βούληση δεν είναι μικρό πράγμα. Είναι κάτι άγνωστο και όπως γνωρίζουμε πολύ καλά, το άγνωστο εμπνέει δέος και γιατί όχι, φόβο. Το άγνωστο είναι πάντα αρκετά τρομακτικό. Και γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο, ο Θεός ζήτησε την βοήθεια της αδερφής του ...
«Νύχτα, χρειάζομαι τη βοήθειά σου!»
«Ξανά! Τι θέλεις αυτή τη φορά, αδερφέ;»
«Πρόκειται για τον Ιωνάθαν. Αυτός χρειάζεται έναν προστάτη»
«Έλα τώρα! Ο Ιωνάθαν είναι αρκετά ικανός να υπερασπιστεί τον εαυτό του»
«Το ξέρω, αλλά ...»
«Έχεις ένα σχέδιο γι' αυτόν, ε;»
«Με ξέρεις πολύ καλά»
«Καλύτερα απ' ότι ξέρεις εσύ τον εαυτό σου. Πες μου τι έχεις στο μυαλό σου»
Ο Θεός της αποκαλύπτει το σχέδιο του για τον Ιωνάθαν κι εκείνη κουνάει το κεφάλι της.
«Δεν ξέρω, αδερφέ. Αυτό είναι αρκετά σκληρό ακόμα και για σένα. Δεν τον συμπονάς καθόλου;»
«Ξέρω τι κάνω. Αυτός μπορεί να το χειριστεί. Εσύ μπορείς να με βοηθήσεις;»
«Φυσικά και μπορώ. Δώσε μου μερικές ώρες και θα σου φτιάξω τον Υπέρτατο Φύλακα για τον πολύτιμο άγγελο σου»
Και αυτή το είπε και το έκανε! Λίγες ώρες αργότερα του παρουσιάζει την τέλεια δημιουργία της.
«Ορίστε, αδερφέ! Σου παρουσιάζω τον Υπέρτατο Φύλακα»
Ο Θεός κοιτάζει με δυσπιστία τον όμορφο, μελαχρινό άντρα με τα φωτεινά μπλε μάτια.
Η Νύχτα, φυσικά, το παρατηρεί αμέσως.
«Βλέπω μια μικρή δυσπιστία στα μάτια σου σχετικά με τα προσόντα του;»
«Όχι! Όχι! Δεν είναι αυτό! Εγώ απλά ...»
Αυτή στρέφεται στον Φύλακα.
«Δείξτου, Φύλακα. Δείξτου τι μπορείς να κάνεις!»
Το στόμα του Θεού ανοίγει διάπλατα, όπως και τα μάτια του, καθώς ο Φύλακας δείχνει ένα προς ένα τα όπλα με τα οποία τον εξόπλισε η Νύχτα.
«Λοιπόν, αδερφέ; Είσαι ακόμα δύσπιστος;»
«Όχι, αδερφή. Είναι καταπληκτικός. Έκανες εξαιρετική δουλειά. Αυτός ο συνδυασμός ... Η ψυχή του Λύκου, η δύναμη των Βαμπίρ και τα όπλα από Αδάμαντα, κάνουν τον Φύλακα ανίκητο»
«Ακριβώς!»
«Πώς σου ήρθε αυτή η ιδέα; Εννοώ αυτός ο συνδυασμός»
«Αυτό είναι μυστικό του επαγγέλματος, αδερφέ»
Αυτή φεύγει, με τον Φύλακα να την ακολουθεί, κλείνοντας το μάτι στον αδερφό της, ο οποίος της χαμογελά με χαρά.
«Σ' ευχαριστώ για όλα, αδερφή. Η βοήθεια σου ήταν ανεκτίμητη»
Ένα χρόνο αργότερα, στα πρώτα γενέθλια του Φύλακα, η Νύχτα ζήτησε απ' το Φεγγάρι λίγο χώμα και δημιούργησε το καλύτερο δώρο για εκείνον.
Έτσι γεννήθηκε η Φεγγαρογέννητη, η αιώνια σύντροφος του Φύλακα στους αιώνες των αιώνων ... ΑΜΗΝ !!!
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro