
Αγγελικές Ανακρίσεις ...
~ ΕΠΟΜΕΝΗ ΜΕΡΑ ~ ΤΕΤΑΡΤΗ, 27 ΜΑΡΤΙΟΥ 2019 ~ ΠΡΩΙ ~
~ ΚΤΗΜΑ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ~ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗ ~
~ ΠΑΛΑΤΙ του ΠΡΙΓΚΙΠΑ ~
Ο Τζάκος, η Μαίρη, ο Σπύρος, η Αναστάζια, η γιαγιά Άρτεμις, ο Νικόλας, η Εύα, ο Ιάσονας, η Αναΐς, ο Στέφανος και η Άρτεμις είναι μαζεμένοι στην κουζίνα και παίρνουν πρωινό. Βασικά, οι θνητοί τρώνε, γιατί οι άγγελοι, μη έχοντας ανάγκη από φαγητό, πίνουν μόνο καφέ και όχι επειδή τον χρειάζονται, αλλά απλώς από συνήθεια.
Η Άρτεμις πίνει μια γουλιά απ' τον χυμό της.
«Δηλαδή εσείς δεν θα φάτε ποτέ ξανά;»
Ο Τζάκος της χαμογελάει καθώς ρίχνει στο στόμα του ένα αφράτο παν κέικ βανίλιας.
«Όχι, κόρη μου. Δεν είναι αυτό. Όπως βλέπεις, εμείς μπορούμε να φάμε αν θέλουμε»
Ο Σπύρος αλείφει μια φρυγανιά με βούτυρο και μαρμελάδα και την δίνει στην γυναίκα του.
«Ναι, αλλά δεν χρειάζεται να τρώτε για να ζήσετε, έτσι;»
Η Μαίρη του εξηγεί.
«Για την ακρίβεια, εμείς δεν χρειαζόμαστε τίποτα ανθρώπινο πια. Ούτε φαγητό, ούτε νερό, ούτε ύπνο, ούτε καν πλύσιμο. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι δεν θα τα κάνουμε. Απλά τώρα θα τα κάνουμε μονάχα για ευχαρίστηση και όχι για επιβίωση»
Ο Ιάσονας παίρνει ένα τρομαγμένο ύφος.
«Μαμά Μαίρη, δεν πιστεύω αυτό να γίνει η αφορμή να σταματήσεις να μας μαγειρεύεις;»
Η Αναΐς γυρίζει τα μάτια της.
«Έλεος, Νάκο μου!»
«Τι; Είμαι εθισμένος στη μαγειρική της μαμάς»
Η Μαίρη του ανακατεύει τα μαλλιά.
«Μη φοβάσαι, μωρό μου. Δεν πρόκειται να σταματήσω ποτέ να σου μαγειρεύω»
«Ευχαριστώ!»
Ο Στέφανος γεμίζει ένα κρουασάν βουτύρου με ζαμπόν και τυρί και ταΐζει την Άρτεμις.
«Εμένα άλλο με απασχολεί. Πως θα δικαιολογήσουμε στον κόσμο την αλλαγή στην εμφάνιση σας. Αν δεν το πρόσεξες, Μπαμπά, μοιάζουμε συνομήλικοι»
Ο Τζάκος τον καθησυχάζει.
«Μην ανησυχείς, Τίγρη. Μόνο αυτοί που γνωρίζουν την αλήθεια μας βλέπουν όπως πραγματικά είμαστε. Για τον υπόλοιπο κόσμο η εμφάνιση μας δεν αλλάζει. Είναι ένας τρόπος να προστατευτούν οι θνητοί. Εκτός φυσικά αν κάποιος θνητός έχει την Ενόραση. Εκεί δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα»
«Και αν συναντήσουμε κάποιον απ' αυτούς;»
«Τότε θα αναλάβει ο Φύλακας να τον ψυχαναγκάσει να μας ξεχάσει, αλλά μεταξύ μας, δεν νομίζω να μας τύχει κάτι τέτοιο γιατί οι προικισμένοι άνθρωποι είναι πολύ λίγοι»
Η γιαγιά Άρτεμις πίνει μια γουλιά απ' τον καφέ της.
«Τζάκο, μιας και ανέφερες τον Άρη. Ισχύει το ίδιο και γι' αυτόν; Εννοώ, οι ανάγκες του»
Ο Τζάκος χαμογελάει.
«Όχι. Αυτός, η Σελήνη και τα παιδιά τους χρειάζονται κάποια πράγματα για να επιβιώσουν ...»
~ ΔΙΠΛΑΝΗ ΠΟΡΤΑ ~ ΦΩΛΙΑ του ΛΥΚΟΥ ~ ΚΡΕΒΑΤΟΚΑΜΑΡΑ ~
Ο Άρης και η Σελήνη κοιμούνται. Ναι, σε αντίθεση με τους αγγέλους που δεν κοιμούνται ποτέ, τα υβρίδια χρειάζονται ύπνο. Όχι τόσο όσο οι θνητοί, πολύ λιγότερο, περίπου δύο ώρες κάθε βράδυ ή τέσσερις κάθε δύο βράδια, αλλά αν παραστεί ανάγκη, αυτοί μπορούν να παραμείνουν ξύπνιοι για αρκετές νύχτες με το μειονέκτημα ότι όσες περισσότερες τόσο περισσότερο μειώνονται οι δυνάμεις τους.
Ξαφνικά, ανοίγει η πόρτα και μπαίνει η μικρή Έλενα τρίβοντας τα μάτια της. Το κορίτσι πλησιάζει το κρεβάτι και σκουντάει τον Άρη στον ώμο.
«Μπαμπάκα! Μπαμπάκα! Ξύπνα!»
Ο Άρης ανοίγει αμέσως τα μάτια του και ανακάθεται στο στρώμα.
«Τι συμβαίνει, Κουταβάκι μου; Τι έπαθες;»
«Διψάω, Μπαμπά. Ήπια νερό, αλλά δεν με βοήθησε. Ακόμα διψάω. Ο λαιμός μου καίει. Κάνε κάτι, Μπαμπά!»
Αυτός την παίρνει στην αγκαλιά του και βγάζει τα μαλλιά απ' τα μάτια της.
«Μην ανησυχείς, μωρό μου. Ο μπαμπάς θα κάνει τη δίψα να φύγει. Πάμε κάτω στην κουζίνα»
Οι δυο τους κατεβαίνουν τις σκάλες και μπαίνουν στην κουζίνα. Τότε, ο Άρης, αφού βάζει το κορίτσι στο τραπέζι όπως κάνει κάθε πρωί, παίρνει κάτι απ' το ψυγείο και το βάζει στο φούρνο μικροκυμάτων. Όταν τελειώνει ο χρόνος θέρμανσης και ακούγεται το χαρακτηριστικό σφύριγμα, αυτός ρίχνει το κόκκινο υγρό στο αγαπημένο φλιτζάνι της Έλενας και της το δίνει.
«Ορίστε, Κουταβάκι. Άσπρο πάτο!»
Το κορίτσι παίρνει το φλιτζάνι, το φέρνει στη μύτη της και το μυρίζει μερικές φορές.
«Μμμμ, Μπαμπά! Μυρίζει υπέροχα!»
«Το ξέρω, μωρό μου. Έλα, πιες το όλο!»
«Αυτό σημαίνει όχι πια γάλα;»
Ο Άρης γελάει.
«Ναι, μωρό μου. Όχι πια γάλα»
«Γιούπι!»
Το κορίτσι πίνει το ζεστό αίμα σχεδόν μονορούφι και καθώς το αίσθημα καύσου στο λαιμό της εξαφανίζεται, όπως είπε ο πατέρας της, το πρόσωπο της παίρνει μια έκφραση απόλυτης ικανοποίησης.
«Σου άρεσε, Κουταβάκι;»
«Πάρα πολύ, Μπαμπάκα»
«Η δίψα έφυγε, έτσι δεν είναι;»
«Ναι. Ο λαιμός μου δεν καίει πια»
«Ωραία! Τι θα έλεγες για λίγο μπέικον τώρα;»
«Ναι, αλλά μην το ψήσεις πολύ. Μ' αρέσει καλύτερα ωμό»
«Εννοείται!»
Αυτός σηκώνεται, γελώντας, για να ετοιμάσει το μπέικον, έχοντας προηγουμένως αδειάσει ένα φλιτζάνι ζεστό αίμα. Τώρα θα με ρωτήσετε πώς ακριβώς βρέθηκε το αίμα στο ψυγείο. Λοιπόν ... Ο Άρης το φρόντισε χθες το βράδυ. Ζήτησε απ' το πιο κοντινό του άτομο μια μικρή δωρεά μέχρι να κανονίσει την τακτική προμήθεια της οικογένειας. Ναι, σωστά καταλάβατε. Το αίμα είναι του Ορέστη, ο οποίος με χαρά βοήθησε τον κολλητό του, γιατί ναι, ο Άρης μπορεί τώρα να είναι ένας ισχυρός υπερφυσικός Φύλακας Πολεμιστής, αλλά δεν θα πάψει ποτέ να είναι ο καλύτερός του φίλος.
Αλλά για να μην παρεξηγηθούμε, η ανάγκη του Άρη και της οικογένειάς του για αίμα δεν έχει καμία σχέση με αυτό που όλοι γνωρίζουμε για τους βρικόλακες. Αυτοί δεν έχουν την ανάγκη να κυνηγήσουν και να σκοτώσουν ανθρώπους. Αυτοί απλώς χρειάζονται μια μικρή ποσότητα ανθρώπινου αίματος κάθε μέρα για να επιβιώσουν και να διατηρήσουν τις δυνάμεις τους. Επίσης, αυτοί χρειάζονται και κρέας. Ωμό κρέας, αλλά όχι ανθρώπινο. Στην πραγματικότητα, αυτό δεν έχει και μεγάλη διαφορά απ' την προηγούμενη ζωή τους ως θνητοί. Όλοι αυτοί, ο Άρης, η Σελήνη, και τα παιδιά, έτρωγαν πάντα το κρέας τους ψημένο ελάχιστα, σχεδόν ωμό.
~ ΛΙΓΗ ΩΡΑ ΑΡΓΟΤΕΡΑ ~ ΠΑΛΙ Στο ΠΑΛΑΤΙ ~
Όλη η αγέλη είναι συγκεντρωμένη στο σαλόνι, λίγο πριν την αναμενόμενη άφιξη του Παύλου, και όπως καταλαβαίνεται, είναι όλοι κάπως ανυπόμονοι. Ειδικά ο Στέφανος, που παίζει με την Ουράνια Φωτιά ανάμεσα στα δάχτυλά του και χαϊδεύει την κοιλιά της Άρτεμις που κάθεται δίπλα του. Ο Τζάκος γυαλίζει το σπαθί του με τη βοήθεια του Αλέκου, ενώ η Μαίρη σαχλαμαρίζει με τον Οδυσσέα, παίζοντας με τα φτερά τους. Ο Άρης διδάσκει τον Ερμή και τον Νικόλα μερικές τακτικές μάχης, ενώ η Σελήνη μαθαίνει την Έλενα πώς να χρησιμοποιεί το αδαμάντινο μαστίγιο της. Η Αναΐς, η Πανδώρα και η Εύα εξασκούνται με τα φτερά τους ενώ ο Ιάσονας, ο Μάξιμος και ο Σάκης τις χαζεύουν με τα σάλια τους να τρέχουν.
Όλοι οι άλλοι, οι θνητοί της αγέλης, κάθονται μαζί, και θαυμάζουν τα υπέροχα Ουράνια μέλη της οικογένειάς τους. Όλοι εκτός απ' την Μαργαρίτα, την οποία έστειλαν στο δωμάτιο της, τιμωρία για το ξέσπασμα της πριν λίγη ώρα, όταν ο Άρης αρνήθηκε να την αλλάξει μέχρι να ενηλικιωθεί. Αυτή άρχισε να ουρλιάζει και να σπάει πράγματα και ο Ορέστης αναγκάστηκε να την τιμωρήσει.
Όταν χτυπάει το κινητό του Άρη, όλοι σταματούν και καρφώνουν τα μάτια τους στη συσκευή. Αυτός ρίχνει μια ματιά στο μεγάλο ρολόι τοίχου πάνω απ' το τζάκι.
«Λοιπόν, αγέλη ... Ώρα για δράση!»
Αυτός σηκώνει το τηλέφωνο, στο οποίο δεν είναι άλλος απ' τον Νέγρο.
«Πες μου, Νέγρο ... Τους πιάσατε; ... Μπράβο! Καλή δουλειά, παιδιά! ... Ναι. Πάρτε τους στο Λημέρι και θα έρθουμε κι εμείς ... Όχι! Όχι η Άρτεμις. Η ανάκριση της σκύλας θα γίνει απ' τη Λύκαινα μου, τη Μαίρη και τη Δώρα ... Εντάξει. Τα λέμε αργότερα!»
Αυτός κλείνει το τηλέφωνο και κοιτάζει τον Στέφανο, που περνάει το χέρι του μέσα απ' τα μαλλιά του.
«Τα καταφέραμε, Τίγρη. Τους πιάσαμε και τους δύο. Όλα έγιναν όπως ακριβώς συνέβη στο όραμα της Έλενας»
«Τέλεια! Πάμε τότε να βάλουμε λίγο μυαλό στο άδειο κεφάλι αυτού του μαλάκα»
Η Πανδώρα χαμογελάει χαιρέκακα.
«Και να κάνουμε λίγο πιο σφιχτό τον αυθάδικο κώλο αυτής της σκύλας!»
Η Σελήνη χαμογελάει.
«Γι' αυτό μ' αρέσει αυτό το κορίτσι!»
Καθώς οι ανακριτές ετοιμάζονται να φύγουν, ο Βίκος, που είναι λίγο πιο ψύχραιμος απ' αυτούς, απευθύνεται στον Άρη.
«Εεεε ... Με συγχωρείς, Λύκε ... Φύλακα ... Άρη ... Γαμώτο! Δεν ξέρω καν πώς να σε αποκαλώ πια»
«Όπως θέλεις, Δράκε. Δεν έχει σημασία. Εγώ θα είμαι πάντα ο προστατευόμενος σου»
Δάκρυα έρχονται στα μάτια του Βίκου, αλλά τα σκουπίζει και συνεχίζει μ' αυτό που ήθελε να πει.
«Τι σκοπεύεις να κάνεις με τ' αγόρια της συμμορίας; Θα τους αποκαλύψεις τη νέα σου φύση;»
«Όχι σε όλους. Θα το πω μόνο στους πέντε. Στον Νέγρο, στον Μικρούλη, στον Γιάννη, στον Έντι και στον Φράνκο. Είναι οι μόνοι που εμπιστεύομαι ότι θα κρατήσουν το μυστικό μας»
Ο Στέφανος επεμβαίνει.
«Πρέπει να το μάθει και ο Γιατρός μιας και έχει ήδη αναλάβει την εγκυμοσύνη της Άρτεμις»
Ο Άρης γνέφει καταφατικά και ο Βίκος συμφωνεί.
«Κι εγώ έτσι νομίζω. Καλή απόφαση. Μπράβο!»
Λίγο πριν φύγουν, η Άρτεμις παίρνει παράμερα την Πανδώρα.
«Δώρα, σε ικετεύω! Κάνε αυτή την σκύλα να μετανιώσει την ώρα και τη στιγμή που σκέφτηκε να πληγώσει τον Στέφανο μου»
Αυτή της χαμογελάει.
«Μην ανησυχείς, Τάτη. Αυτή η σκύλα θα πληρώσει για όλα όσα έκανε στον αδερφό μου. Εμπιστεύσου με!»
«Ευχαριστώ, Δώρα»
Ο Άρης, ο Τζάκος, ο Στέφανος, ο Σπύρος, η Μαίρη, η Σελήνη και η Πανδώρα φεύγουν και οι υπόλοιποι κάθονται στους καναπέδες για να περιμένουν τις εξελίξεις. Η Άρτεμις αναπαύεται στην αγκαλιά της γιαγιάς της, η οποία χαϊδεύει τη φουσκωμένη κοιλιά της.
«Ξέρεις ... Ακόμα δεν μπορώ να πιστέψω ότι σε λίγους μήνες θα γίνω προγιαγιά. Θα αποκτήσω δισέγγονο. Απίστευτο! Μακάρι να ήταν κι ο παππούς σου εδώ. Θα το λάτρευε αυτό το μωρό»
«Ναι, το ξέρω ότι θα το λάτρευε. Είναι κρίμα. Πραγματικά κρίμα»
Ο Οδυσσέας, που κάτι ξέρει παραπάνω, τους χαμογελάει.
«Σας βλέπει, Τάτη. Παρότι δεν είναι εδώ, αυτός σας βλέπει και καμαρώνει»
Η Άρτεμις τον κοιτάζει με απορία.
«Πώς το ξέρεις;»
«Απλώς το ξέρω, κορίτσι μου. Εμπιστεύσου με!»
Η γιαγιά Άρτεμις σκουπίζει τα υγρά μάτια της.
«Σε πιστεύω. Πολλές φορές τον νιώθω δίπλα μου. Αχ! Μου λείπει! Να ξέρατε πόσο μου λείπει!»
Η Εύα σκύβει και ψιθυρίζει στον Οδυσσέα.
«Είσαι ο Θελιέλ, ο Άγγελος της Αγάπης. Δεν μπορείς να κάνεις κάτι γι' αυτούς;»
«Ίσως και να μπορώ. Για να δούμε!»
Αυτός σηκώνεται και βαδίζει προς το κέντρο του δωματίου. Στέκεται εκεί και κλείνει τα μάτια του ενώ ενώνει τα χέρια του σε θέση προσευχής.
«Ζαχαρία, μ' ακούς; Εγώ είμαι, ο Θελιέλ και θέλω μια χάρη!»
Οι άλλοι τον βλέπουν να μορφάζει καθώς ακούει την απάντηση του Ζαχαρία, του φύλακα των ψυχών του Παραδείσου, μέσα στο κεφάλι του.
«Πως το ξέρεις; Με παρακολουθείς; ... Χμμμ! Αυτό είναι λίγο τρομακτικό και κάπως διεστραμμένο, αλλά δεν πειράζει. Θα μου την κάνεις την χάρη; ... Σύμφωνοι! Με την πρώτη ευκαιρία θα έρθω να σε δω! ... Ναι, Στέλιος Αυγερινός. Πέθανε πριν πέντε χρόνια ... Ευχαριστώ, Ζαχαρία!»
Αυτός ανοίγει τα μάτια και κοιτάζει την γιαγιά Άρτεμις.
«Μου χρωστάς, Σούπερ Γιαγιά! Έλα! Σήκω πάνω!»
Αυτή σηκώνεται, αλλά πριν προλάβει να εκφράσει την απορία που την έχει πλημμυρίσει, καλύπτει το στόμα της με τα χέρια της για να πνίξει την κραυγή της, όταν ένα γλυκό και ζεστό φως γεμίζει το δωμάτιο και μια αντρική σιλουέτα εμφανίζεται από το πουθενά και παίρνει σιγά-σιγά την μορφή του άντρα της καθώς αποκτά υλική υπόσταση.
«Στέλιο μου ... Δεν το πιστεύω!»
Ο ηλικιωμένος άντρας, με τα λευκά μαλλιά και τα γκρίζα μάτια, που μοιάζει πολύ με τον Σπύρο, της χαμογελάει.
«Γλυκιά μου γυναίκα ...»
Αυτή τον κοιτάζει, κλαίγοντας ασταμάτητα, και ο Οδυσσέας την πλησιάζει και της ψιθυρίζει.
«Καλύτερα να βιαστείς. Αυτό δεν θα κρατήσει πολύ»
Σαν να ξυπνάει από λήθαργο, αυτή πλησιάζει τον άντρα της κι εκείνος την αγκαλιάζει και πιέζει ένα απαλό φιλί στο μέτωπο της.
«Σ' αγαπάω, Άρτεμις, και θα σ' αγαπάω για πάντα»
«Πάρε με μαζί σου, Στέλιο μου. Η ζωή μου είναι άδεια χωρίς εσένα»
«Όχι ακόμα. Έχεις ακόμα πολλά να κάνεις εδώ»
«Μα μου λείπεις τόσο πολύ!»
«Και μένα, αλλά αξίζει τον κόπο η αναμονή. Μετά θα έχουμε την αιωνιότητα»
«Το υπόσχεσαι;»
«Ναι»
«Σ' αγαπάω»
Νιώθοντας την δανεική υλική του υπόσταση να διαλύεται, ο Στέλιος χαμογελάει με αγάπη στην γυναίκα του, σκύβει και χαϊδεύει την κοιλιά της εγγονής του και τέλος, γνέφει με ευγνωμοσύνη στον Οδυσσέα. Αμέσως μετά, αυτός εξαφανίζεται αφήνοντας πίσω του ένα άρωμα μύρου και λιβανιού. Οι λυγμοί της γιαγιάς Άρτεμις γίνονται πιο δυνατοί καθώς αυτή παίρνει τα χέρια του Οδυσσέα και τα φιλάει με ευγνωμοσύνη.
«Ευχαριστώ! Αυτό που έκανες μου έδωσε ζωή. Σ' ευχαριστώ!»
«Δεν ήταν τίποτα. Ειλικρινά. Απλά, λυπάμαι που δεν μπόρεσα να τον κρατήσω περισσότερο»
«Μην λυπάσαι. Ακόμα και τόσο λίγο ήταν αρκετό. Σ' ευχαριστώ, Θελιέλ»
«Όχι. Μη με λες έτσι. Οδυσσέας είναι τ' όνομά μου»
Η τελευταία φράση του Οδυσσέα κάνει τον Αλέκο να κλάψει από χαρά και να σκουπίσει διακριτικά τα μάτια του, προσπαθώντας να κρύψει τη συγκίνησή του απ' τους άλλους.
~ ΕΝΤΩΜΕΤΑΞΥ ~ Στο ΛΗΜΕΡΙ ~ ΜΙΚΡΟΛΙΜΑΝΟ ~ ΠΕΙΡΑΙΑΣ ~
~ ΥΠΟΓΕΙΟ ~ ΔΩΜΑΤΙΟ Νούμερο ΕΝΑ ~ ΑΝΑΚΡΙΣΗ του ΠΑΥΛΟΥ ~
Σε ένα από τα δύο δωμάτια στο υπόγειο του κλαμπ, ειδικά διαμορφωμένα για τις ανακρίσεις, κάθεται ο Παύλος, δεμένος σε μια καρέκλα, φιμωμένος και τυφλός εξαιτίας της μαύρης μονωτικής ταινίας που έχει τοποθετήσει ο Νέγρος γύρω απ' τα μάτια και το στόμα του.
Δίπλα στην καρέκλα υπάρχει ένας πάγκος με διάφορα εργαλεία, αλλά όταν λέω εργαλεία, δεν εννοώ εργαλεία. Θα ήταν πιο σωστό να πούμε ... Βοηθήματα ανάκρισης. Νυστέρια, πένσες, σφυριά και άλλα. Δεν υπάρχουν παράθυρα και οι σκούρο γκρι βαμμένοι τοίχοι είναι ηχομονωμένοι, έτσι ώστε οι φωνές και οι κραυγές να μην ακούγονται στο υπόλοιπο κτίριο. Ξέχασα να σας πω ότι υπάρχει και ένα μεγάλο κομμάτι νάιλον στο πάτωμα κάτω απ' την καρέκλα της ανάκρισης ... Ξέρετε ... Για το αίμα (!!!)
Όσο για τον Παύλο ... Είναι αρκετά ψηλός και λεπτός. Τα μαλλιά του είναι ανοιχτά καστανά, κουρεμένα κοντά. Τα μάτια του είναι μπλε και τα ζυγωματικά του είναι αρκετά έντονα. Αν δεν ήταν τόσο τρελός και ανατριχιαστικός, θα μπορούσες να τον πεις και γοητευτικό.
Ο Άρης, ο Τζάκος, ο Στέφανος και ο Σπύρος στέκονται παράμερα και μιλούν στον Νέγρο, ο οποίος είναι ο μόνος που επιτρέπεται να βρίσκεται στο υπόγειο εκτός απ' τον Μικρούλη, που αυτή τη στιγμή βρίσκεται στο διπλανό δωμάτιο με τα κορίτσια, και τους λέει τι ακριβώς συνέβη στο αεροδρόμιο.
«Να σου πω την αλήθεια, αφεντικό, η όλη επιχείρηση ήταν πολύ απλή. Δεν πρόλαβαν να κάνουν ούτε κιχ»
«Μετά την απαγωγή, όταν κατάλαβαν τι συνέβαινε, αντέδρασαν καθόλου;»
«Αυτός, καθόλου. Το κορίτσι κάπως το έκανε»
«Και πώς την ηρέμησες; Την χτύπησες;»
«Όπως ξέρεις, δεν βαράω ποτέ γυναίκες, αλλά αυτή ... Την χαστούκισα»
Ο Στέφανος τον χτυπάει φιλικά στην πλάτη.
«Ν' αγιάσει το χέρι σου!»
Ο Άρης τον στραβοκοιτάζει.
«Τέλος πάντων! Άντε, πάμε να τελειώνουμε!»
Ο Τζάκος ξεροβήχει.
«Άρη, δεν νομίζεις ότι πρέπει πρώτα να πούμε στον Νέγρο το μυστικό;»
Ο Άρης κουνάει το κεφάλι του και στρέφεται στον πιστό του υπαρχηγό.
«Κοίτα, Νέγρο ... Υπάρχει ένα μυστικό. Ένα βαρύ μυστικό που αν το μάθεις ίσως κινδυνέψεις. Συγγνώμη που σε αναγκάζω να συμμετέχεις, αλλά για να συνεχίσουμε να είμαστε μαζί, εσύ πρέπει να ξέρεις»
«Τι συμβαίνει εδώ, αφεντικό; Πες μου. Ξέρεις ότι δεν θα σε πρόδιδα ποτέ»
«Το ξέρω και γι' αυτό ...»
Αυτός παίρνει την αληθινή του μορφή, εμφανίζοντας τους κυνόδοντες και την ουρά του, ενώ ο Τζάκος με τον Στέφανο ανοίγουν τα φτερά τους. Ο Νέγρος τους κοιτάζει έκπληκτος, αλλά εντυπωσιασμένος ταυτόχρονα, και φυσικά, χωρίς ίχνος φόβου.
«Αγία μητέρα! Αφεντικό ... Είσαι πραγματικός λύκος, αλλά γιατί είσαι τόσο χλωμός; Κι εσείς ... Είστε αληθινοί άγγελοι! Άρα, υπάρχει Θεός τελικά! Γαμώ το στανιό μου! Αυτό είναι ... Αυτό είναι φοβερό! Αλλά πως; Εννοώ ... Πες τα μου όλα!»
Ο Άρης κρύβει τα δόντια του και χαμογελάει.
«Είναι πολλά. Θα τα μάθεις όλα όταν αποκαλύψω το μυστικό και στους υπόλοιπους»
«Εντάξει. Σε ποιους άλλους θα το πεις;»
«Μόνο στους άλλους τέσσερις ανωτέρους. Σε κανέναν άλλον»
Ο Στέφανος τον σκουντάει.
«Πάλι ξέχασες τον Γιατρό»
«Έχεις δίκιο, Τίγρη»
Ο Νέγρος βρίσκει ευκαιρία να ρωτήσει κάτι που πεθαίνει να μάθει.
«Τώρα που τον αναφέρεις, τι στο διάολο κάνει στο άλλο δωμάτιο; Κλείνεται εκεί μέσα με τις ώρες και κάτι χτίζει»
Ο Στέφανος παίρνει ένα περήφανο ύφος.
«Ετοιμάζει το δωμάτιο για τη γέννηση του γιου μου»
«Τι; Τι στο διάολο, αφεντικό;»
Ο Άρης του εξηγεί.
«Όχι κόλαση, Νέγρο. Παράδεισος!»
«Δεν καταλαβαίνω»
«Η Άρτεμις είναι έγκυος και το μωρό είναι ένας Νεφελίμ. Ο καρπός της ένωσης ενός αγγέλου και μιας θνητής γυναίκας. Αυτός είναι ήδη δυνατός και η γέννησή του ... Πώς να το πω αυτό; Η γέννησή του είναι κάπως επικίνδυνη για όλους μας. Πρέπει να λάβει χώρα σε ένα πλήρως ελεγχόμενο περιβάλλον»
«Εντάξει, αλλά δεν είναι λίγο νωρίς;»
Ο Στέφανος καγχάζει και τα φτερά του φωτίζουν το δωμάτιο.
«Όχι. Ο Τζέι-Τζέι θα γεννηθεί σε περίπου τρεις μήνες. Η εγκυμοσύνη ενός Νεφελίμ διαρκεί το μισό της ανθρώπινης. Άμα δεις την Άρτεμις μου ... Η κοιλιά της είναι ήδη τεράστια»
«Δεν ξέρω καν τι να πω! Συγχαρητήρια, Στέφανε! Με το καλό να υποδεχτούμε το νέο μέλος της αγέλης μας!»
«Ευχαριστώ, φίλε»
Ο Άρης χτυπάει τα χέρια του.
«Τέλεια! Και τώρα, αν τελειώσαμε μ' αυτά, τι λέτε ν' αρχίσουμε την ανάκριση;»
Ο Τζάκος συμφωνεί.
«Ναι. Κρύψε τα φτερά σου, γιε μου»
Οι δύο άγγελοι, πατέρας και γιος, κρύβουν τα φτερά τους. Στη συνέχεια, αυτοί, μαζί με τον Άρη, τον Σπύρο και τον Νέγρο, περπατούν προς τον δεμένο Παύλο. Ο Νέγρος πάει πίσω του και αφαιρεί απότομα την ταινία γύρω απ' τα μάτια και το στόμα του, αναγκάζοντας τον να βλεφαρίσει λόγω του απότομου φωτός που πέφτει στα μάτια του και να γλύψει τα σκασμένα και αφυδατωμένα χείλη του. Μόλις συνέρχεται, αυτός στενεύει τα μάτια και κοιτάζει με μίσος τους άντρες που έχει μπροστά του.
«Καθίκια του κερατά! Αφήστε με να φύγω! Τι στο διάολο θέλετε από μένα;»
Η γροθιά του Νέγρου που πέφτει στο πρόσωπό του σκίζει το κάτω χείλος του και τον κάνει να φτύσει αίμα στο πάτωμα.
«Μάζεψε το στόμα σου, ρε παλιοσκατό! Με την επόμενη προσβολή που θα βγει από εκεί μέσα, θα χάσεις όλα σου τα δόντια. Συνεννοηθήκαμε;»
Αντί για λόγια, ο Παύλος γρυλίζει και ο Νέγρος νεύει.
«Θα το εκλάβω αυτό ως ναι. Καλώς. Πάμε παρακάτω. Αφεντικό, σειρά σου»
Ο Άρης κάνει δύο βήματα και στέκεται ακριβώς μπροστά στον Παύλο, ο οποίος πρέπει να σηκώσει το κεφάλι του για να τον κοιτάξει.
«Τώρα, κύριε Παύλο Αναγνωστόπουλε, πριν ξεκινήσουμε, πες μου αν ξέρεις ποιοι είμαστε και γιατί σε καλέσαμε εδώ»
«Με καλέσατε, ε; Μαλακίες! Με απαγάγετε! Με φέρατε εδώ χωρίς τη θέλησή μου!»
«Αυτό είναι άσχετο! Απάντησε σ' αυτό που σε ρώτησα»
«Ναι. Ξέρω ποιοι είστε. Αναγνώρισα αυτόν εκεί»
Ο Παύλος δείχνει τον Στέφανο με τα μάτια του κι αυτός του χαμογελάει.
«Αλήθεια, ε; Μπράβο!»
«Φυσικά και σ' αναγνώρισα, ρε! Είσαι αυτός που τόλμησε ν' αγγίξει την κοπέλα μου. Σε είδα στη συνέντευξη»
Ο Στέφανος γελάει.
«Την κοπέλα σου; Φαντάζομαι εννοείς την Άρτεμις»
«Ναι, φυσικά. Ποια άλλη;»
Αυτός γονατίζει μπροστά του ώστε τα μάτια τους να είναι στο ίδιο επίπεδο.
«Εντάξει. Για να τελειώνουμε μια ώρα αρχύτερα. Βγάλε αυτή την ιδέα απ' το μυαλό σου και ξέχασε την Άρτεμις. Είναι δική μου. Δεν ήταν ποτέ δική σου. Όλα αυτά, η σχέση σου μαζί της, υπάρχουν μόνο στο μυαλό σου. Αποδέξου το, γιατί αν δεν το κάνεις, σε προειδοποιώ, δεν θα φύγεις ζωντανός απ' αυτό το δωμάτιο»
Αυτή τη φορά είναι ο Παύλος αυτός που γελάει.
«Ναι. Καλά. Θα με σκοτώσεις. Τώρα φοβήθηκα. Κοίτα με πως τρέμω απ' τον φόβο μου»
«Δεν με πιστεύεις, έτσι;»
«Όχι»
«Εντάξει!»
Αυτός σηκώνεται και περπατά ήρεμα προς τον πάγκο και, αφού το σκέφτεται για λίγο, παίρνει ένα αρκετά μεγάλο σφυρί και κάνει να πάει πίσω στον Παύλο, αλλά ο Τζάκος μπαίνει στο δρόμο του.
«Όχι! Όχι εσύ! Άσε με να το κάνω εγώ. Δώστο μου αυτό!»
Πριν ο Στέφανος προλάβει να φέρει αντίρρηση, ο Τζάκος αρπάζει το σφυρί και επιστρέφει στον Παύλο, ο οποίος, μιας και δεν ξέρει το μυστικό, τον βλέπει με την θνητή του μορφή και δεν του φαίνεται περίεργο που πατέρας και γιος έχουν την ίδια ηλικία.
«Λοιπόν ... Για να δούμε! Με τι λέτε να ξεκινήσω; Με τα δάχτυλα των χεριών ή των ποδιών;»
Ο Σπύρος, αγριοκοιτάζοντας τον Παύλο, λέει την γνώμη του.
«Εγώ λέω με τα γόνατα. Τα δάχτυλα δεν θα πονέσουν πολύ»
«Όχι ακόμα. Αυτά θα τα κρατήσω γι' αργότερα»
«Εντάξει. Εσύ ξέρεις καλύτερα»
Ο Τζάκος σηκώνει το σφυρί και είναι έτοιμος να το κατεβάσει στα δάχτυλα των χεριών του Παύλου, αλλά αυτός αρχίζει να ουρλιάζει.
«Όχι! Όχι! Μη! Τι πας να κάνεις;»
«Θα σου σπάσω τα δάχτυλα ένα-ένα. Ο πόνος θα καθαρίσει το μυαλό σου και θα σε βοηθήσει να συνειδητοποιήσεις πόσο λάθος έκανες που ήρθες στην Ελλάδα»
«Όχι! Όχι! Σε παρακαλώ, μην το κάνεις! Μην το κάνεις!»
«Δώσε μου έναν καλό λόγο»
«Τι θέλετε από μένα, ρε γαμώτο;»
«Να ξεχάσεις μια για πάντα την Άρτεμις και να γυρίσεις πίσω στην Αμερική»
«Όχι! Όχι αυτό! Κάνε ό,τι θέλεις μαζί μου. Σπάσε όλα μου τα δάχτυλα. Σπάσε τα γόνατα μου. Μπορείς και να με σκοτώσεις ακόμα, αλλά δεν θα ξεχάσω ποτέ την Άρτεμις. Μου ανήκει. Είναι δική μου. Είναι γραφτό να είμαστε μαζί»
Ακούγοντας αυτά τα λόγια, ο Στέφανος τσιμπάει την κορυφή της μύτης του και προσπαθεί να κατευνάσει τον θυμό του, αλλά δεν τα καταφέρνει και πολύ καλά γιατί ο Παύλος λέει τα λάθος λόγια αμέσως μετά.
«Με καταλαβαίνεις; Είναι δική μου. Μόνο ο θάνατος μπορεί να μας χωρίσει. Θα πεθάνει. Αν δεν μπορώ να την έχω εγώ, κανένας άλλος δεν θα την έχει. Θα τη σκοτώσω και μετά θ' αυτοκτονήσω. Θα τη σκοτώσω!»
Εκείνη τη στιγμή, ο διακόπτης στο κεφάλι του Στέφανου γυρίζει και τον κάνει να χάσει τον έλεγχο. Η Ουράνια Φωτιά που καίει ήδη μέσα στα βιολετί του μάτια, κάνοντάς τα να φαίνονται χρυσαφένια σαν του πατέρα του, δεν μπορεί πια να συγκρατηθεί μέσα στο σώμα του και ξεχύνεται με δύναμη τυλίγοντας το σώμα του και τα χρυσά φτερά του που απλώνονται πίσω απ' την πλάτη του. Εκείνη τη στιγμή, αυτός είναι πραγματικά τρομακτικός!
Ο Παύλος τον κοιτάζει, άναυδος, ενώ ο Τζάκος και ο Άρης τρέχουν κοντά του και προσπαθούν να τον σταματήσουν. Μπορούν; Δεν νομίζω! Αυτός είναι κάπως ασταμάτητος!
«Στέφανε, όχι! Σταμάτα!»
«Στέφανε, ηρέμησε! Μη μ' αναγκάσεις να χρησιμοποιήσω τις δυνάμεις μου εναντίον σου!»
Αυτός παλεύει να τους ξεφύγει.
«Αφήστε με! Φύγετε από μπροστά μου! Αυτό το κάθαρμα απείλησε την σύντροφο μου. Πρέπει να πεθάνει! Θα τον κάψω ζωντανό!»
«Γιε μου, σε παρακαλώ!»
«Ναι! Άσε με να προσπαθήσω εγώ μαζί του. Σε παρακαλώ, Στέφανε. Και σου ορκίζομαι! Αν δεν μπορέσω να το κάνω, τότε θα σ' αφήσω να τον αποτελειώσεις»
Αυτός γυρίζει και κοιτάζει τον Άρη κατευθείαν στα μάτια.
«Υπόσχεση του Λύκου;»
«Υπόσχεση του Λύκου!»
«Πολύ καλά!»
Με πολλές βαθιές ανάσες, ο Στέφανος υποχωρεί, κρύβοντας τα φτερά του και απορροφώντας την Ουράνια Φωτιά στο σώμα του. Ο Τζάκος του τρίβει τον λαιμό για να τον ηρεμήσει ακόμα γρηγορότερα.
«Έτσι, Τίγρη μου. Ηρέμησε! Όλα θα πάνε καλά! Ο Φύλακας θα φροντίσει τα πάντα»
«Συγγνώμη, Μπαμπά. Δεν μπόρεσα να συγκρατηθώ. Όταν τον άκουσα να λέει ...»
«Σσσσ! Δεν πειράζει. Είχες απόλυτο δίκιο»
«Ναι, αλλά πρόδωσα το μυστικό μας. Κι αν αυτός ...»
«Μην ανησυχείς γι' αυτό. Αν φύγει ζωντανός από δω, ο Φύλακας θα σιγουρευτεί ότι δεν θα θυμάται τίποτα»
Καθώς πατέρας και γιος συζητούν ήσυχα, ο Άρης πλησιάζει τον τρομοκρατημένο Παύλο, ο οποίος αρχίζει να ουρλιάζει.
«Όχι! Όχι! Μην με πλησιάζεις! Είστε τέρατα! Τρομακτικά φρικιά! Μείνε μακριά μου!»
Ο Άρης γελάει.
«Ω, καταραμένο κάθαρμα! Δεν έχεις δει τίποτα ακόμα!»
Μια κραυγή φρίκης και απελπισίας ξεφεύγει απ' το στόμα του Παύλου όταν ο Άρης παίρνει την αληθινή του μορφή, απελευθερώνοντας και τα στιλέτα ανάμεσα στα δάχτυλα του εκτός απ΄ την ουρά, τ' αφτιά και τους κυνόδοντες του.
«Τα βλέπεις αυτά τα στιλέτα; Είναι φτιαγμένα από αδάμαντα, ένα άθραυστο θεϊκό υλικό και μπορούν να σκίσουν το δέρμα σου σαν χαρτί. Θέλεις να δοκιμάσω;»
«Όχι! Όχι! Όχι!»
«Εντάξει, αλλά για να γίνει αυτό, θέλω να μου πεις όλα όσα σου είπε αυτή η σκύλα που συνάντησες στο αεροδρόμιο»
«Ποια; Αυτή η τρελή γκόμενα που με περίμενε στην αίθουσα αφίξεων; Για αυτήν λες;»
«Ναι. Η Αφροδίτη Μαρκουλάκη. Πώς έμαθε για σένα;»
«Δεν ξέρω. Δεν μου είπε τίποτα γι' αυτό»
«Τι σου είπε τότε; Τι σου ζήτησε να κάνεις;»
«Να τη βοηθήσω να εκδικηθεί τον πρώην της»
«Για να κερδίζεις τι; Τι σου έταξε για αντάλλαγμα;»
«Την Άρτεμις. Μου είπε ότι αυτή θα επέστρεφε σε μένα όταν θα έβγαινε αυτός από τη μέση. Μου είπε ότι την κρατούσε με το ζόρι και ότι αν τη βοηθούσα, θα έσωζα τη γυναίκα που αγαπώ»
«Μάλιστα. Κι εσύ τι της είπες; Δέχτηκες τη συμφωνία;»
«Πώς θα μπορούσα να πω όχι; Αν υπήρχε έστω και μια πιθανότητα στο εκατομμύριο όλα αυτά να ήταν αλήθεια, έπρεπε να σώσω την Άρτεμις»
«Σου είπε πώς θα βγάλετε τον Στέφανο απ' τη μέση;»
«Όχι. Δεν πρόλαβε. Όταν άρχισε να μου εξηγεί, οι άντρες σου μας τσουβάλιασαν»
«Μου λες την αλήθεια, έτσι δεν είναι;»
«Ναι. Δεν έχω πια λόγο να σου πω ψέματα. Απ' ότι βλέπω δεν έχω καμία ελπίδα με την Άρτεμις. Είστε πολύ ισχυροί για να σας νικήσω. Αν ήσασταν άνθρωποι ...»
«Λυπάμαι»
«Ναι, κι εγώ λυπάμαι»
«Και τι θα κάνεις τώρα; Θα γυρίσεις πίσω;»
«Τι άλλο μπορώ να κάνω; Θα πάω εκεί που ανήκω»
Η τελευταία πρόταση του Παύλου είναι λίγο αμφίβολη και δυστυχώς, ούτε ο Άρης, ούτε κανείς άλλος καταλαβαίνει το αληθινό νόημα και έτσι, κανείς δεν μπορεί να αποτρέψει αυτό που συμβαίνει στη συνέχεια.
Μετά από ένα νεύμα του Άρη, ο Νέγρος ελευθερώνει τον Παύλο απ' τα δεσμά του κι αυτός σηκώνεται τρίβοντας τους πονεμένους καρπούς του. Μετά, κοιτάζοντας τριγύρω, οπισθοχωρεί και πλησιάζει τον πάγκο με τα εργαλεία χωρίς να γίνει αντιληπτός, μιας και ο Άρης μιλάει με τους άλλους.
Αυτός κάθεται εκεί περιμένοντας την κατάλληλη ευκαιρία, και μόλις αυτή έρχεται, αρπάζει ένα μεγάλο μαχαίρι και το βάζει στο λαιμό του. Ο πρώτος που τον βλέπει είναι ο Στέφανος, ο οποίος φωνάζει προσπαθώντας να τον σταματήσει.
«Όχι! Μην το κάνεις!»
Όμως ο Παύλος είναι αποφασισμένος και πολύ γρήγορος. Πριν κάποιος απ' αυτούς προλάβει να τον πλησιάσει, ακόμα και ο Άρης με την σούπερ ταχύτητα του, αυτός καρφώνει το μαχαίρι στο πλάι του λαιμού με μια αποφασιστική και αστραπιαία κίνηση. Το αίμα πετάγεται σαν σιντριβάνι προς όλες τις κατευθύνσεις και αυτός, τρεκλίζοντας προς τα πίσω, ακουμπάει στον τοίχο και γλιστράει κάτω στο πάτωμα.
Όλοι τρέχουν δίπλα του. Ο Άρης τραβάει το μαχαίρι και καλύπτει την πληγή με το ένα του χέρι ενώ φέρνει το άλλο στο στόμα του, σκίζει τις φλέβες του με τα δόντια του και το βάζει στο στόμα του Παύλου.
«Πιες! Το αίμα μου θα σε γιατρέψει!»
Ο Παύλος αρνείται κρατώντας πεισματικά το στόμα του κλειστό. Ο Άρης επιμένει.
«Πιες, ρε ηλίθιε! Μη τα παρατάς!»
Αναπνέοντας με δυσκολία, αυτός σπρώχνει το χέρι του Άρη και στρέφεται στον Στέφανο, που έχει ήδη γονατίσει δίπλα του.
«Να την προσέχεις! Μην αφήσεις κανέναν να την πληγώσει. Φαίνεται δυνατή, αλλά δεν είναι. Είναι εύθραυστη σαν πορσελάνη. Δεν ξέρω ακριβώς τι είσαι, αλλά είσαι δυνατός και τουλάχιστον θα είναι ασφαλής μαζί σου. Αν ήξερες πόσο σε ζηλεύω. Θα έδινα τα πάντα για να μπορούσα να την κρατήσω στην αγκαλιά μου έστω και μια φορά»
Ο Στέφανος προσπαθεί να τον λογικέψει.
«Σε παρακαλώ, πιες το αίμα. Είναι κρίμα να πεθάνεις!»
«Είμαι ήδη νεκρός. Την έχασα και δεν έχω λόγο να ζω πια»
«Μην το λες αυτό. Υπάρχει σίγουρα κάποια άλλη για σένα εκεί έξω»
«Είναι αργά για μένα. Υποσχέσου μου ότι θα τη φροντίσεις. Εγώ θα φύγω και δεν θα σας ξαναενοχλήσω. Το μόνο που ζητάω είναι να μου υποσχεθείς»
«Στο υπόσχομαι»
«Ευχαριστώ»
Τα λόγια του διακόπτονται από έναν παροξυσμικό βήχα καθώς το αίμα τρέχει όλο και λιγότερο απ' την πληγή στον λαιμό του, αλλά αυτός συνεχίζει.
«Απόψε το βράδυ, πες της ν' ακούσει την αγαπημένη της εκπομπή στο ραδιόφωνο. Θα καταλάβει πόσο πολύ την αγάπησα και με πόση ειλικρίνεια της εύχομαι να έχει μια υπέροχη ζωή μαζί σου»
«Εντάξει. Θα φροντίσω να την ακούσει»
Τότε, μιας και το αίμα του έχει πια αδειάσει, η καρδιά του Παύλου σταματάει να χτυπάει και η ψυχή του αφήνει το σώμα του. Τα άδεια μάτια του κοιτάζουν το κενό, μη μπορώντας να δουν τίποτα πια, ενώ στα χείλη του υπάρχει ένα αχνό κουρασμένο χαμόγελο.
Ο Άρης βάζει τα δάχτυλα του στην άλλη πλευρά του λαιμού του για να ελέγξει, για πολύ τυπικούς λόγους, τον σφυγμό του, ο οποίος φυσικά έχει σιωπήσει για πάντα, και κοιτάζει το ρολόι του.
«Ώρα θανάτου ... 2:49 μ.μ. Θυμηθείτε το! Θα χρειαστεί για το πιστοποιητικό θανάτου»
Αυτός κλείνει τα μάτια του νεκρού και μετά στρέφεται στον Νέγρο.
«Νέγρο, πες στον Έντι να μας φέρει κάτι να πιούμε. Όλοι το χρειαζόμαστε μετά απ' όλα αυτά. Γαμώτο! Γιατί δεν το πρόβλεψα; Ίσως αν ...»
«Χωρίς να θέλω να φανώ κακός, ίσως είναι καλύτερα έτσι, αφεντικό. Ήταν ένα ψυχικά διαταραγμένο άτομο. Το μέλλον του ήταν ήδη δυσοίωνο. Γλύτωσε τον εαυτό του από περιττά βάσανα. Μπορούμε να πούμε ότι λυτρώθηκε κατά κάποιο τρόπο»
«Δεν ξέρω, ρε Νέγρο. Ήταν τόσο νέος. Ίσως μπορούσαμε ...»
«Όχι, αφεντικό. Δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα. Αν το σκεφτείς λίγο καλύτερα, θα δεις ότι έχω δίκιο. Πάω για τα ποτά τώρα»
«Ναι, πήγαινε»
Καθώς ο Νέγρος φεύγει απ' το δωμάτιο, ο Άρης πίνει μερικές γουλιές ζεστό ζωντανό αίμα απ' το θερμός που έφερε μαζί του για να σβήσει την δίψα που του έφερε όλη αυτή η αιμορραγία, ενώ ο Τζάκος βάζει το χέρι του στον ώμο του Στέφανου, ο οποίος δεν έχει πάρει τα μάτια του απ' το άψυχο πια σώμα του Παύλου.
«Πώς είσαι, γιε μου;»
«Δεν έχω ιδέα. Δεν ξέρω πως να νιώσω. Προσπαθώ να θρηνήσω τον θάνατο του, αλλά ... δεν μπορώ. Τι στο διάολο μου συμβαίνει, ρε Μπαμπά; Είμαι τόσο κακός;»
«Όχι, Τίγρη μου, δεν είσαι κακός. Είναι απολύτως κατανοητό ότι δεν θρηνείς το άτομο που προσπάθησε να πληγώσει τη γυναίκα που αγαπάς»
«Εσύ πώς ένιωσες όταν πέθανε η Λίζα;»
«Ανακούφιση. Δικαίωση. Δεν χάρηκα, φυσικά, γιατί ο τρόπος που πέθανε ήταν αρκετά σκληρός, αλλά δεν λυπήθηκα ούτε λεπτό»
«Κι αυτός ... Πιστεύεις ότι αγαπούσε πραγματικά την Άρτεμις;»
«Με έναν διαστρεβλωμένο τρόπο ναι, αλλά, όπως είπε κι ο Νέγρος, ήταν ένα ψυχικά διαταραγμένο άτομο. Δεν μπορούσε να νιώσει ούτε πραγματική αγάπη, ούτε άλλα συναισθήματα. Το μυαλό του ήταν άρρωστο»
«Θα το έκανα, ξέρεις»
«Ποιο;»
«Θα τον έκαιγα ζωντανό αν δεν με σταματούσατε»
«Το ξέρω ότι θα το έκανες. Θα έκανα κι εγώ το ίδιο αν ήμουν στη θέση σου»
«Τι θα πω στην Άρτεμις;»
«Τα πάντα, όπως ακριβώς έγιναν. Αυτή πρέπει να ξέρει, γιε μου»
Εκείνη τη στιγμή, ο Νέγρος επιστρέφει μαζί με τον Έντι, ο οποίος ούτε καν βλεφαρίζει στη θέα του νεκρού άντρα στο πάτωμα και σερβίρει τους παρευρισκόμενους από το δίσκο που κρατάει στο χέρι του. Ουίσκι Johnny Blue για τον Άρη, μπέρμπον για τον Τζάκο και τον Σπύρο και τεκίλα για τον Στέφανο. Με συγχρονισμένες κινήσεις, όλοι τους πίνουν τα ποτά τους μονορούφι και μετά, ο Νέγρος κάνει την ερώτηση του ενός εκατομμυρίου.
«Και τώρα τι, αφεντικό; Τι θα τον κάνουμε;»
Ο Άρης ξεφυσάει.
«Δεν έχω ιδέα αυτή τη στιγμή. Πρέπει να σκεφτώ»
Ο Στέφανος προτείνει κάτι.
«Πρέπει να μάθουμε αν έχει οικογένεια πίσω στην Αμερική»
Ο Νέγρος ξέρει την απάντηση.
«Ο Διονύσης μου είπε ότι δεν έχει κανέναν. Οι γονείς του πέθαναν όταν ήταν μικρός και δεν έχει αδέρφια ή ξαδέρφια»
«Αν είναι έτσι, ξέρω τι πρέπει να κάνουμε. Πρέπει να τον αποτεφρώσουμε και ν' αφήσουμε την Άρτεμις να αποφασίσει τι θα κάνει με τις στάχτες του»
Ο Άρης συμφωνεί.
«Σωστό μου ακούγεται. Αυτό θα κάνουμε. Νέγρο, θα το αναλάβεις;»
Ο Νέγρος νεύει.
«Φυσικά, αφεντικό. Μείνε ήσυχος. Όλα θα γίνουν όπως πρέπει»
«Ωραία!»
~ ΔΩΜΑΤΙΟ Νούμερο ΔΥΟ ~ ΑΝΑΚΡΙΣΗ Της ΑΦΡΟΔΙΤΗΣ ~
Το δωμάτιο δύο είναι ακριβώς ίδιο με το άλλο, με τη μόνη διαφορά ότι η Αφροδίτη είναι αυτή που κάθεται στη καρέκλα με τα χέρια της δεμένα με ταινία στα μπράτσα, φιμωμένη και τυφλή. Οι γυναίκες, στέκονται λίγο πιο μακριά και μιλούν στον Μικρούλη για τη μέθοδο ανάκρισης που θα χρησιμοποιήσουν. Βασικά, η Πανδώρα κάνει μια δήλωση που δεν σηκώνει αντιρρήσεις.
«Λοιπόν! Δεν ξέρω τι λέτε εσείς, αλλά εγώ θα χρησιμοποιήσω βία και δεν δέχομαι το όχι ως απάντηση»
Η Σελήνη χαμογελάει.
«Δεν θα σου λέγαμε όχι, Δώρα. Έχεις το ελεύθερο να κάνεις ό,τι θέλεις σ' αυτή τη σκύλα!»
«Εσύ συμφωνείς, Μαμά Μαίρη;»
«Ναι, φυσικά. Πήγαινε να βγάλεις το άχτι σου. Μόνο ... Κάνε τη να πονέσει!»
Ακούγοντας αυτόν τον διάλογο, πανικός πλημμυρίζει τον Μικρούλη.
«Συγγνώμη, Κυρά μου, αλλά το αφεντικό έχει συμφωνήσει μ' αυτό;»
Η Σελήνη του χαμογελάει αθώα.
«Φυσικά! Πως θα μπορούσα να κάνω κάτι ενάντια στη θέληση του;»
Ο Μικρούλης καλύπτει τα μάτια του με το χέρι του και κουνάει το κεφάλι του με απελπισία, κάνοντας τις τρεις γυναίκες να γελάσουν. Μετά, η Πανδώρα σηκώνει τα μανίκια του μωβ μεταξωτού της πουκάμισου και πλησιάζει την Αφροδίτη, η οποία παλεύει να ελευθερωθεί απ' τα δεσμά της και γρυλίζει ασταμάτητα. Της βγάζει την ταινία γύρω απ' τα μάτια και το στόμα κι αυτή βλεφαρίζει μερικές φορές και γλείφει τα ξερά της χείλη. Καθώς η όραση της επιστρέφει και τα μάτια της προσαρμόζονται στις νέες συνθήκες, αγριοκοιτάζει τη Πανδώρα που στέκεται ακριβώς μπροστά της.
«Εσύ! Έπρεπε να το περιμένω! Η οικογένεια μαφιόζων! Πώς τολμήσατε να μου το κάνετε αυτό; Θα σας κάνω να το πληρώσετε! Όταν φύγω από δω μέσα ...»
Η Πανδώρα σκύβει λίγο, την πιάνει απ' τα μαλλιά και την αναγκάζει να σωπάσει.
«Άκου να σου πω κάτι, μωρή γαμημένη σκύλα! Δεν θα φύγεις ζωντανή απ' αυτό το δωμάτιο αν δεν μου πεις όλα όσα θέλω να μάθω. Και σε προειδοποιώ! Κανείς δεν πρόκειται να σε σώσει αυτή τη φορά! Έχω πάρει το ελεύθερο και αν με δυσκολέψεις, θα σε κάνω να υποφέρεις. Λοιπόν, από δω και πέρα, εγώ ρωτάω και εσύ απαντάς. Συνεννοηθήκαμε;»
Η απάντηση της Αφροδίτης έρχεται με τη μορφή γρυλίσματος και η Πανδώρα χαμογελάει.
«Θα το εκλάβω ως ναι. Τέλεια! Ας ξεκινήσουμε!»
Αυτή αφήνει τα μαλλιά της Αφροδίτης και αρχίζει την ανάκριση κάνοντας την πρώτη ερώτηση.
«Τι σχεδιάζεις να κάνεις στον Στέφανο;»
Η Αφροδίτη κουνάει το κεφάλι της αρνητικά.
«Τι; Τίποτα. Δεν σχεδιάζω τίποτα»
«Α! Α! Α! Όχι ψέματα, μωρή σκύλα»
«Δεν λέω ψέματα»
«Τότε τι έκανες στο αεροδρόμιο;»
«Πήγα να υποδεχτώ έναν φίλο μου»
«Έναν φίλος σου; Εννοείς τον Παύλο;»
«Ναι. Αυτόν»
«Από που τον ξέρεις;»
«Αυτό δεν σε αφορά»
«Μάλιστα! Δεν συνεργάζεσαι. Αυτό περίμενα!»
«Τι; ... Τι σημαίνει αυτό;»
«Αυτό σημαίνει ότι ήρθε η ώρα να πονέσεις, μωρή καριόλα!»
Χωρίς να χάσει χρόνο, αυτή σκύβει, πιάνει το ένα χέρι της Αφροδίτης που είναι δεμένο με ταινία στο μπράτσο της καρέκλας και με μια μικρή κίνηση του καρπού της, σπάει και τα τέσσερα δάχτυλα της μαζί.
Ο ήχος από το σπάσιμο των οστών κάνει τις τρεις γυναίκες ν' ανατριχιάζουν από ευχαρίστηση και τον Μικρούλη να μορφάσει σκεπτόμενος την αντίδραση του Άρη. Εντωμεταξύ, η Αφροδίτη ουρλιάζει απ' τον πόνο, αλλά η Πανδώρα δεν την αφήνει να πάρει ανάσα.
«Μίλα, μωρή πουτάνα! Μίλα γιατί θα σου σπάσω ένα-ένα όλα σου τα κόκκαλα! Μίλα! Τι στο διάολο προσπαθείς να κάνεις στον αδερφό μου; Πες μου, μωρή γαμημένη σκύλα, γιατί δεν θα σε πάρουν ζωντανή απ' τα χέρια μου!»
Ο έντονος πόνος στα σπασμένα της δάχτυλα φέρνει δάκρυα στα μάτια της Αφροδίτης και η ανάσα της βγαίνει κοφτή και βαριά απ' τα πνευμόνια της, καθώς σηκώνει το κεφάλι και κοιτάζει παρακλητικά τις άλλες δύο γυναίκες.
«Σας παρακαλώ! Σταματήστε την! Βοηθήστε με!»
Η Μαίρη καγχάζει.
«Σοβαρά, μωρή σκύλα; Σκέφτηκες έστω και για ένα γαμημένο δευτερόλεπτο ότι θα σε βοηθήσω όταν εσύ σχεδίαζες να πληγώσεις τον γιο μου; Είσαι τόσο αξιολύπητη!»
Η Σελήνη προσπαθεί να την δελεάσει.
«Αν θέλεις να τελειώσει το μαρτύριο σου, μίλα! Πες μας αυτό που θέλουμε να μάθουμε και θα γυρίσεις σπίτι σου πολύ σύντομα»
Όμως η Αφροδίτη δεν λογικεύεται.
«Δεν έχω τίποτα να σας πω»
Η Πανδώρα αποφασίζει να το πάει παρακάτω και πηγαίνει στον πάγκο που έχει τα ίδια εργαλεία με τον πάγκο του άλλου δωματίου και παίρνει ένα φορητό φλογοβόλο, το οποίο ανάβει με έναν αναπτήρα που βρήκε εκεί.
Δεδομένου ότι δεν υπάρχουν παράθυρα στο δωμάτιο, η φλόγα του φλογοβόλου φαίνεται πορτοκαλί-μοβ κάτω από τα φώτα φθορισμού στην οροφή. Αυτή την κοιτάζει και περνάει από μέσα τα δάχτυλα της μερικές φορές πριν γονατίσει μπροστά στην Αφροδίτη, η οποία λούζεται με κρύο ιδρώτα στη θέα αυτού του επικίνδυνου όπλου στα χέρια της ανακρίτριας της και τα άκρα της αρχίζουν να τρέμουν ανεξέλεγκτα παρόλο που είναι σφιχτά δεμένα, ενώ η φωνή της βγαίνει απ' το στόμα της με ακόμα μεγαλύτερη δυσκολία από πριν.
«Τι ... Τι πας να κάνεις; Όχι! Όχι!»
Χωρίς να πει λέξη, η Πανδώρα βγάζει την γόβα απ' το αριστερό πόδι της Αφροδίτης και σκίζει το καλσόν της ώστε να είναι εντελώς εκτεθειμένο το πέλμα της. Μετά την κοιτάζει με μίσος.
«Θα μιλήσεις;»
«Όχι! Δεν έχω τίποτα να πω!»
«Τότε θα ουρλιάξεις!»
«Όχι! Όχι! Όχι!»
Αλλά καμία φωνή, καμία κραυγή, καμία παράκληση δεν μπορεί να σταματήσει τη Πανδώρα από το να γλιστρήσει το φλογοβόλο στο πλάι του ποδιού της Αφροδίτης, σχηματίζοντας μια συνεχόμενη γραμμή καμένης σάρκας ξεκινώντας από μπροστά στα δάχτυλα της και φτάνοντας μέχρι πίσω στη φτέρνα της. Οι απελπισμένες κραυγές της Αφροδίτης αντηχούν στο δωμάτιο, αλλά μένουν εκεί μέσα λόγω της τέλειας ηχομόνωσης.
Όταν η Πανδώρα τραβάει το φλογοβόλο, η Αφροδίτη βρίσκεται στα πρόθυρα λιποθυμίας. Η Σελήνη παίρνει ένα μπουκάλι νερό απ' τον πάγκο και ρίχνει μια μεγάλη ποσότητα στο πρόσωπο της.
«Μην τολμήσεις να λιποθυμήσεις ακόμα. Δεν έχουμε τελειώσει μαζί σου. Σύνελθε!»
Η Αφροδίτη ανοίγει με δυσκολία τα κατακόκκινα μάτια της και την κοιτάζει.
«Σας παρακαλώ! Δεν αντέχω άλλο! Σταματήστε να με βασανίζετε!»
«Θα μιλήσεις;»
«Ναι! Ναι! Θα σας πω τα πάντα!»
Η Πανδώρα σβήνει τη φλόγα και βάζει το φλογοβόλο στον πάγκο.
«Λοιπόν, σκύλα ... Είμαστε όλο αυτιά. Ξέρασε τα όλα!»
Η Αφροδίτη παίρνει μερικές γρήγορες, κοφτές ανάσες καθώς προσπαθεί να απαλύνει τον πόνο στα σπασμένα της δάχτυλα και στο καμένο πόδι της. Δευτερόλεπτα πριν ανοίξει το στόμα της για να αποκαλύψει όλα όσα κρύβει, η πόρτα ανοίγει και οι άντρες μπαίνουν στο δωμάτιο.
Όταν ο Άρης βλέπει την κατάσταση στην οποία βρίσκεται η κρατούμενη, γρυλίζει στη Σελήνη κι εκείνη του χαμογελάει παιχνιδιάρικα εκνευρίζοντάς τον ακόμη περισσότερο.
«Λοιπόν! Πριν αρχίσω να δαγκώνω, πες μου τι στο διάολο έγινε εδώ»
«Χαλάρωσε, Λύκε μου! Δεν έγινε τίποτα. Απλώς αυτή η πουτάνα δεν ήταν και πολύ συνεργάσιμη και γι' αυτό τη βοηθήσαμε ν' αλλάξει γνώμη»
«Εντάξει. Θα μιλήσουμε αργότερα για τον ορισμό που έχεις για την βοήθεια»
«Όποτε θες!»
Ο Τζάκος πηγαίνει στη Μαίρη και την κοιτάζει έκπληκτος κι αυτή σηκώνει τους ώμους της αδιάφορα.
«Ήταν πραγματικά απαραίτητα όλα αυτά;»
«Ναι»
«Αφού το λες εσύ!»
Ο Σπύρος κοιτάζει γύρω του κάπως αδιάφορος, μιας και δεν γνωρίζει την Αφροδίτη ή τι ακριβώς έκανε στην οικογένεια. Ο Νέγρος πλησιάζει τον Μικρούλη και οι δύο άντρες ανταλλάσσουν ένα ανήσυχο βλέμμα όταν βλέπουν τα μάτια του αφεντικού τους να γυαλίζουν. Αυτοί ξέρουν τι σημαίνει αυτό. Αυτός είναι θυμωμένος!
«Ο άλλος;»
Ο Νέγρος κουνάει το κεφάλι του χωρίς να μιλήσει.
«Ποιος το έκανε;»
«Μόνος του. Κάρφωσε ένα μαχαίρι στο λαιμό του»
«Το σώμα;»
«Το ανέθεσα στον Γιάννη. Θα πάει για αποτέφρωση. Εδώ τι συνέβη;»
«Η Πανδώρα συνέβη»
«Δεν χρειάζεται να πεις κάτι άλλο»
Και όσο για τον Στέφανο, αυτός χαμογελάει βλέποντας τη γυναίκα που μισεί να υποφέρει και γι' αυτό πηγαίνει στην Πανδώρα και της αγκαλιάζει τη μέση. Αυτή ακουμπάει το κεφάλι της στον ώμο του και χαμογελάει επίσης.
«Εσύ το έκανες αυτό, Πραγματάκι;»
«Ναι»
«Σ' αγαπάω!»
«Κι εγώ σ' αγαπάω, Ομορφόπαιδο»
Ο Άρης περπατάει μαζί με την Σελήνη και στέκονται μπροστά στην Αφροδίτη.
«Τουλάχιστον η βοήθεια σας πέτυχε;»
«Φυσικά. Η σκύλα είναι έτοιμη να μιλήσει»
«Για να δούμε!»
Όλοι κοιτάζουν την Αφροδίτη, η οποία αρχίζει να αποκαλύπτει το σχέδιό της.
«Όταν μου πήρατε τον γιο μου, η μάνα μου έκανε αίτηση διαζυγίου και ο πατέρας μου με πέταξε έξω απ' το σπίτι. Για άλλη μια φορά, ήμουν στο δρόμο, άφραγκη. Έμεινα μ' έναν φίλο για λίγο και μετά βρήκα έναν γέρο που με σπίτωσε. Όλα πήγαιναν καλά μέχρι τη μέρα που είδα τη συνέντευξη του Στέφανου. Δεν σχεδίαζα να πάρω εκδίκηση. Τ' ορκίζομαι! Αλλά όταν άκουσα ότι σκοπεύει να παντρευτεί αυτή τη σκύλα ...»
Τα λόγια της διακόπτονται από το δυνατό χαστούκι της Μαίρης, το οποίο την κάνει κυριολεκτικά να φτύσει αίμα.
«Αν ακούσω μια ακόμα βρισιά για την καινούργια μου κόρη και θα σε γδάρω ζωντανή πριν σε κόψω φέτες και σε πετάξω στα σκυλιά. Συνεννοηθήκαμε, μωρή πουτάνα;»
«Ναι! Ναι! Συγγνώμη!»
«Συνέχισε τώρα»
Ο Στέφανος σχηματίζει με τα χείλη του ένα ευχαριστώ και η Μαίρη του στέλνει ένα φιλί. Η Αφροδίτη συνεχίζει ασθμαίνοντας.
«Όπως σας είπα, φρίκαρα όταν άκουσα για τον επερχόμενο γάμο. Δεν ξέρω γιατί. Ίσως ζήλεψα, ίσως ... Ειλικρινά δεν ξέρω. Έτσι απλά αποφάσισα να κάνω ό,τι μπορώ για να τον ακυρώσω»
Ο Άρης ζητάει μια διευκρίνηση.
«Ακόμα και φόνο;»
«Ναι, ακόμα κι αυτό»
Η Σελήνη σιγοντάρει.
«Αυτό ήταν λοιπόν το σχέδιο σου; Να σκοτώσεις την Άρτεμις;»
«Στην αρχή ναι»
Ακούγοντας αυτά τα λόγια, ο Στέφανος κάνει να της ορμήσει, αλλά το χέρι του Τζάκου στο στήθος του τον σταματά.
«Ηρέμησε, γιε μου. Αυτή είπε στην αρχή. Κάτσε να μάθουμε τι διάολο σημαίνει αυτό»
Η Αφροδίτη τους εξηγεί.
«Σημαίνει ότι άλλαξα γνώμη όταν έμαθα για τον άντρα που την καταδίωκε»
Ο Στέφανος της απευθύνει για πρώτη φορά τον λόγο.
«Πώς το έμαθες αυτό;»
«Εντελώς τυχαία. Άκουσα κάτι κοπέλες να συζητάνε για την συνέντευξη και μια απ' αυτές είπε στις άλλες ότι η Άρτεμις ήρθε εδώ για να ξεφύγει από κάποιον. Μετά απ' αυτό, έκανα μια μικρή έρευνα και έμαθα τα πάντα»
Η Μαίρη ρωτάει αυτό που αναρωτιούνται όλοι.
«Ποια ήταν αυτή; Πώς ήξερε για τον Παύλο;»
«Αν κατάλαβα καλά, ήταν συγγενής της Άρτεμις και γι' αυτό το ήξερε»
Ο Στέφανος γρυλίζει.
«Η Λαμπρινή! Γαμώτο!»
Η Πανδώρα μπαίνει στο κυρίως θέμα.
«Και μετά τι; Ποιο ήταν το μεγάλο σχέδιο;»
«Έψαξα και βρήκα τον Παύλο. Επικοινώνησα μαζί του και του ζήτησα να με βοηθήσει»
Ο Άρης την αγριοκοιτάζει.
«Ναι, τα ξέρουμε. Του είπες ψέματα και εκμεταλλεύτηκες την εύθραυστη ψυχική του κατάσταση. Αυτό είναι τουλάχιστον απαράδεκτο»
Ο Στέφανος σιγοντάρει.
«Ο Παύλος μας είπε ότι ήσουν έτοιμη να του πεις το σχέδιό σου πριν σας πιάσουν οι άντρες μας. Τι θα του ζητούσες να κάνει;»
«Να σε σκοτώσει»
Η Πανδώρα και η Μαίρη την βρίζουν, ενώ η Σελήνη της γρυλίζει απειλητικά.
«Αυτό ήταν! Δεν θα φύγεις ζωντανή απ' αυτό το δωμάτιο! Θα σου ξεριζώσω την καρδιά και θα στην δώσω να την φας!»
Η απειλή της είναι πραγματικά τρομακτική και ακόμη και ο Άρης δεν νοιάζεται γιατί νιώθει το ίδιο. Όμως η Αφροδίτη δεν φαίνεται να φοβάται. Το αντίθετο μάλιστα. Αυτή σηκώνει τους ώμους αδιάφορα.
«Κάντο! Σκότωσε με εδώ και τώρα. Χάρη θα μου κάνεις. Έχω χάσει τα πάντα. Ο πατέρας μου με μισεί γιατί δεν τον έκανα πλούσιο. Η μητέρα μου με μισεί και δεν θέλει να με ξαναδεί. Ο γιος μου αποκαλεί μια άλλη γυναίκα μαμά και δεν με θυμάται καν. Οι φίλοι μου με παράτησαν. Και όσο για τον άντρα που αγαπάω ...»
Αυτή κοιτάζει τον Στέφανο, ο οποίος παίρνει μια έκφραση αηδίας.
«Σταμάτα να μιλάς, σκύλα! Θα ξεράσω!»
«Όχι, Στέφανε ... Στεφανάκο μου ... Θέλω να σου πω»
«Τι να μου πεις; Ότι μ' αγαπάς; Ποτέ σου δεν μ' αγάπησες, μωρή σκύλα. Το πορτοφόλι μου ήθελες. Το χρήμα είναι ο μόνος θεός που πιστεύεις»
«Δεν είναι έτσι. Δεν ήταν ποτέ έτσι»
«Ξέρεις κάτι; Ήταν δεν ήταν, χέστηκα! Εγώ σε μισώ!»
«Τότε σκότωσε με. Εσύ. Με τα χέρια σου»
«Όχι. Δεν πρόκειται να σου κάνω αυτή τη χάρη. Δεν θα σε βγάλω εγώ απ' τη μιζέρια σου»
«Αν δεν με σκοτώσεις, τι σκοπεύεις να κάνεις;»
«Να πάρω πίσω μερικά απ' τα χρήματα που ξόδεψα για σένα»
«Πώς; Δεν έχω τίποτα να σου δώσω»
«Κι όμως έχεις. Το σώμα σου. Θα δουλέψεις για μένα»
«Τι λες, Στέφανε; Τι δουλειά θα κάνω;»
Αυτός την αγριοκοιτάζει σταυρώνοντας τα χέρια.
«Αυτό που ξέρεις καλά. Θα γίνεις πουτάνα»
Η Πανδώρα σφυρίζει επιδοκιμαστικά.
«Μ' αρέσει πολύ έτσι όπως εξελίσσετε η κουβέντα!»
Η Σελήνη συμφωνεί.
«Κι εμένα!»
Η Αφροδίτη κουνάει με δύναμη το κεφάλι της.
«Όχι! Όχι αυτό! Όχι!»
Ο Στέφανος συνεχίζει.
«Γιατί αρνείσαι; Εσύ είπες ότι δεν έχεις που να πας. Εγώ λοιπόν σου προσφέρω ένα μέρος να μείνεις, φαγητό, ρούχα και το 2% των κερδών. Σκέψου το γιατί η εναλλακτική δεν είναι καθόλου δελεαστική»
«Ποια είναι η εναλλακτική;»
«Φυλακή για αρκετά χρόνια. Έχουμε κόσμο στην αστυνομία. Με μια λέξη από μένα, θα σου φορτώσουν ακόμα και για τη δολοφονία του Καποδίστρια. Έχεις ένα λεπτό για να το σκεφτείς. Ο χρόνος σου ξεκινάει τώρα»
Αυτός κοιτάζει το ρολόι του και όλοι οι άλλοι παραμένουν σιωπηλοί, περιμένοντας το τέλος του χρόνου και την απόφαση της Αφροδίτης. Ένα λεπτό αργότερα, αυτός σηκώνει το κεφάλι και την κοιτάζει.
«Τέλος χρόνου! Ακούω την απόφαση σου»
Αυτή παίρνει μια βαθιά ανάσα.
«Εντάξει. Θα το κάνω. Θα δουλέψω για σένα»
«Σοφή απόφαση»
«Μπορώ να σου ζητήσω κάτι;»
«Τι;»
«Θα ήθελα να δω τον Παύλο. Να του εξηγήσω»
Οι άντρες κοιτάζονται λίγο αμήχανα πριν της απαντήσει ο Άρης.
«Πολύ φοβάμαι ότι αυτό δεν μπορεί να γίνει»
«Γιατί;»
«Γιατί ο Παύλος δεν είναι πια μαζί μας»
«Τον σκοτώσατε;»
Ο Τζάκος της φωνάζει.
«Όχι εμείς, μωρή σκύλα! Εσύ το έκανες. Εσύ τάισες αυτό το μοχθηρό τέρας στο κεφάλι του και τον τρέλανες εντελώς. Πήρε ο ίδιος τη ζωή του, αλλά το αίμα του είναι στα χέρια σου»
«Όχι! Δεν φταίω εγώ! Ήταν τρελός!»
Ο Στέφανος είναι έξαλλος.
«Ήταν ένας ψυχικά άρρωστος, μωρή καριόλα, κι εσύ τον αποτρέλανες. Ελπίζω πραγματικά το φάντασμα του να σε στοιχειώνει για το υπόλοιπο της ζωής σου. Πάρτε την από μπροστά μου! Δεν μπορώ να τη βλέπω πια! Με αηδιάζει!»
Ο Άρης απευθύνεται στον Μικρούλη.
«Μικρούλη, πήγαινε τη στο Γιατρό για να φροντίσει τις πληγές της και μόλις τελειώσει, παρέδωσε την στον Αρθούρο. Εξήγησε του τι ακριβώς συνέβη κι αυτός θα φροντίσει για τα υπόλοιπα. Ξέρει τι πρέπει να κάνει. Μόνο πες του να της βάλει ένα βραχιόλι παρακολούθησης και αν τολμήσει να το σκάσει, έχει εντολή να την βρει και να την σκοτώσει αργά και βασανιστικά»
«Αμέσως, αφεντικό»
Αυτός κόβει την ταινία γύρω απ' τους καρπούς και τους αστραγάλους της Αφροδίτης και την σέρνει έξω για να εκτελέσει τις οδηγίες του αφεντικού του. Ο Νέγρος φεύγει επίσης για να βοηθήσει τον Γιάννη με την αποτέφρωση του Παύλου. Όταν η οικογένεια μένει μόνη, ο Στέφανος εκπνέει με ανακούφιση.
«Πάει κι αυτή!»
Ο Άρης ρωτάει για να σιγουρευτεί.
«Τίγρη, είσαι σίγουρος γι' αυτό;»
«Ναι, Λύκε, είμαι. Αυτή μου χρωστάει και μόνο έτσι θα πάρω τα λεφτά μου πίσω»
Ο Τζάκος τον κοιτάζει.
«Δεν πιστεύω να κρατήσεις τα λεφτά που θα βγάλει αυτή, έτσι;»
«Όχι βέβαια, ρε Μπαμπά. Σκοπεύω να τα δίνω σε μια φτωχή οικογένεια. Η Θαλασσινή θα μπορέσει να με βοηθήσει σ' αυτό»
Ο Σπύρος, που όλο αυτό το διάστημα παρέμεινε σιωπηλός, πλησιάζει τον Στέφανο και βάζει το χέρι του στον ώμο του.
«Μπράβο, γιε μου. Δεν ξέρω τι ακριβώς σου έκανε αυτό το κορίτσι, αλλά ο τρόπος που το χειρίστηκες ήταν υπέροχος. Τουλάχιστον ας βγει κάτι καλό απ' όλο αυτό το χάλι»
«Ευχαριστώ, κύριε»
Ο Σπύρος συνοφρυώνεται.
«Μη με λες κύριο. Γκάστρωσες την κόρη μου. Νομίζω ότι έχουμε ξεπεράσει αυτές τις ηλίθιες τυπικότητες, έτσι δεν είναι;»
«Ναι, κι εγώ έτσι νομίζω»
«Μπράβο!»
Η Μαίρη κοιτάζει τον Τζάκο.
«Μπορώ να ρωτήσω τι στο διάολο συνέβη με τον Παύλο;»
Αυτός αναστενάζει.
«Θα το συζητήσουμε όταν φτάσουμε σπίτι, Αγγελούδι. Πρέπει να ενημερώσουμε και τους άλλους, και ειδικά την Άρτεμις. Ας μην τα λέμε δύο φορές. Αυτό που συνέβη είναι αρκετά φρικτό για να επαναληφθεί»
Ο Άρης συμφωνεί.
«Ακριβώς! Άντε, πάμε σπίτι»
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro