-1-
Η Ελπίδα Στα Μάτια Της
"Άσε με μόνη πια!" Φώναξα.
Με κοίταξε λοξά. Δεν είπε τίποτα.
"Γιατί δεν καταλαβαίνεις; Τι σου έκανα και δεν με αφήνεις στην ησυχία μου;"
Ένα δάρκυ έπεσε από τα μάτια της.
"Τόσο τρανή σαδίστρια έγινες;"
Με αυτό, κούνησε αρνητικά το κεφάλι της και με κοίταξε για αρκετή ώρα. Αρκετή για να καταλάβει ο εαυτός μου, πολύ βαθιά μέσα εκεί που οι πληγές ακόμα ματώνουν, πως έκανα ένα τεράστιο λάθος.
Γύρισε τη πλάτη της προς εμένα και άρχισε γοργά να περπατάει προς το λάμπερο κόκκινο αυτοκίνητό της.
Ήθελα τόσο πολύ να της φωνάξω, "Περίμενε, μαμά! Γύρνα πίσω, σε αγαπώ! Δεν τα εννοούσα αυτά! Δεν εννοούσα τίποτα."
Αλλά δεν μπορούσα.
Κάθε κόκαλο του σώματός μου είχε παγώσει, ο λαιμός μου ήταν ξερός, ακόμα δεν είχα συνειδητοποίησει τι γινόταν.
Μπήκε στο αυτοκίνητο, άρχισε το μηχανή και ξεκίνησε να οδηγάει προς τη γέφυρα.
Τα μάτια μου ήταν κολλημένα στο αυτοκίνητο που κινήταν πάνω στη γέφυρα, σιγά-σιγά αφήνοντας πίσω το παρελθόν.
Στο τέλος, το αυτοκίνητο έκανε μια αριστερή στροφή. Όχι επειδή αριστερά υπήρχε ένας τσιμεντένιος δρόμος, αλλα επειδή υπήρχε ένας βαθύς ωκεανός.
Έπεσα μέσα στη θάλασσα, πετώντας νερό πάνω μέχρι και 4 μέτρα. Η μητέρα μου βρισκόταν ακόμη μέσα. Το νερό θα έμπαινε στο αυτοκίνητο και επόμενο στη σειρά θα ερχόταν το χειρότερο μέρος της ζωής.
Καθώς βυθιζόταν το αυτοκίνητο με τη μητέρα μου μέσα, δάκρυα άρχιζαν να ξεχειλίζουν από τα μάτια μου. Άρχισα να τρέχω τόσο γρήγορα, που μου φάνηκε σαν ο κόσμος γύρω μου ήταν απλώς μια σκιά. Δεν κοίταξα πίσω, δεν κοίταξα δεξιά ή αριστερά. Τα μάτια μου ήταν εστιασμένα στο κόκκινο αυτοκίνητο.
"Μαμά, μαμά! Συγγνώμη!" Ούρλιαζα στον δρόμο σαν μανιακή, αρνώντας να αφήσω τη μητέρα μου να πνιγεί.
Μόλις έφτασα στη γέφυρα, πήδηξα στον βαθύ ωκεανό. Το δέρμα μου έκαιγε μετά τη πτώση και έτσουζε απο τη χαμηλή θερμοκρασία του νερού.
Παρά το τρέμουλό μου, συνέχισα τη μάχη. Βούτηξα μέσα στο νερό και προσπάθησα να βρω το κόκκιβο αυτοκίνητο. Το είδα να πέφτει όλο και πιο βαθιά. Προσπάθησα να κολυμπήσω πιο βαθιά για να την σώσω, αλλά η πίεση του νερού με πίεζε και με έσπρωχνε πάνω, στην επιφάνεια του νερού.
Είδα μια φιγούρα να βγαίνει από το αυτοκίνητο. Καθώς η μητέρα μου κολυμπούσε όλο και πιο κοντά μου, ελπίδα γέμισε την καρδιά μου.
Τα μάτια της έλαμπαν. Ένιωθα σαν να έβλεπα ολόκληρη τη ζωή της να περνά από τα μάτια της σαν μια κινηματογραφική ταινία, επειδή ακριβώς αυτο γινόταν.
Έβλεπε τη ζωή της μπροστά από τα μάτια της. Μάλλον δεν άντεχε την έλλειψη οξυγόνου, ίσως η πίεση ήταν υπερβολική για εκείνη. Μία ήταν η τραγωδία.
Δεν μπορούσα να τη σώσω.
Από τα μάτια μου έβγαιναν αλατισμένα δάκρυα, αόρατα μέσα στο νερό.
Δεν μπορώ.
Δεν μπορώ.
Δεν. Μπορώ.
Μονάχα αυτές οι δύο λέξεις έτρεχαν από το μυαλό μου.
Γιατί δεν μπορώ;
Δεν μπορούσα να τη φτάσω για να της πιάσω το χέρι. Δεν μπορούσα να τη σηκώσω στην επιφάνεια για να πάρει άλλη μια άνασα. Λίγο ακόμα οξυγόνο. Λίγο χρόνο ακόμα.
Βγήκα στην επιφάνεια, παλεύοντας για οξυγόνο. Η επίθεση πανικού δεν βοηθούσε εκείνη τη στιγμή. Με τα δυο μου χέρια αγκάλιασα τον εαυτό μου. Δεν υπήρχε κανείς εκεί για εμένα.
Με χτύπησαν σκέψεις.
'Εγώ φταίω για όλα. Εγώ.'
'Γιατί υπάρχω; Τί δίνω στον κόσμο; Θάνατο. Μόνο θάνατο.'
'Μόλις δολοφόνησα την ίδια μου τη μητέρα με τα τσουχτερά λόγια μου.'
Τα λόγια είναι όντως μαχαίρια που αφήνουν πληγές.
Κλαμένη, άφησα τον εαυτό μου να πέσει στον ωκεανό. Τα μάτια μου άρχισαν να κλείνουν όλο και περισσότερο μέχρι που το μαύρο ήταν το μόνο χρώμα που μπορούσα να δω.
Και αφέθηκα στο κενό.
Ελπίζω να σας άρεσε :)
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro