
Χίλιες Φορές Ναι
Ο Αλέξανδρος σκύβει ξανά το κεφάλι. Παρότι νόμιζε το αντίθετο, τελικά είναι πολύ δύσκολο να αντιμετωπίσει την ντροπή του πατέρα του. Για την Κλημεντίνη δεν τον νοιάζει, αλλά ο Γιώργος είναι άλλη υπόθεση. Παρότι αυτός είναι έτοιμος να αντιμετωπίσει την απόρριψη της μητέρας του, αυτός δεν θ' αντέξει να μην έχει στη ζωή του τον πατέρα του και γι' αυτό είναι διατεθειμένος να τον παρακαλέσει ή και να τον ικετεύσει ακόμα.
«Μπαμπά ...;»
Ο Γιώργος γυρίζει και τον κοιτάζει. Το ύφος του είναι απλώς ανεξιχνίαστο.
«Απ΄ότι φαίνεται, εγώ και η μητέρα σου έχουμε αποτύχει παταγωδώς ως γονείς»
«Συγγνώμη, Μπαμπά. Εγώ ... Εγώ προσπάθησα, αλλά δεν ... Δεν μπόρεσα ...»
Ο Τζάκος δεν αντέχει να βλέπει τον αδερφό του σ 'αυτή την κατάσταση και παίρνει θέση. Αυτός σηκώνεται και πλησιάζει τον Γιώργο.
«Γιώργο, μην είσαι τόσο σκληρός μαζί του. Δεν είναι και τόσο μεγάλη υπόθεση. Όποιες και αν είναι οι προτιμήσεις του, αυτός είναι ακόμα ο γιος σου. Δεν έχει αλλάξει τίποτα»
Ο Γιώργος γυρίζει τα μάτια του.
«Θεούλη μου! Αυτή η ενοχλητική συνήθεια που έχεις να με διακόπτεις όλη την ώρα. Κλείσε το στόμα σου και άσε με να μιλήσω!»
«Ναι, αλλά ...»
Ο Αλέξανδρος σηκώνεται, πλησιάζει τον Τζάκο και τον πιάνει απ' το μπράτσο.
«Τζάκο, κάθισε κάτω, σε παρακαλώ και άσε τον πατέρα να μιλήσει»
Ο Τζάκος επιστρέφει στην πολυθρόνα, κάθεται ακουμπώντας πίσω την πλάτη του και σταυρώνοντας τα χέρια του μπροστά στο στήθος του. Αυτός στραβομουτσουνιάζει και κοιτάζει τον Γιώργο, έτοιμος να υπερασπιστεί ξανά τον αδερφό του αν χρειαστεί. Ο Γιώργος του ανταποδίδει το βλέμμα χαμογελώντας.
«Αχ, βρε Τζάκο! Να' ξέρες πόσο μου θυμίζεις τον πατέρα σου αυτή τη στιγμή. Έτσι ήταν κι αυτός, πάντα έτοιμος να υπερασπιστεί αυτούς που αγαπούσε»
«Άσε το μελόδραμα, Γιώργο. Δεν είμαστε εδώ για να μιλήσουμε για μένα ή τον πατέρα μου. Είμαστε εδώ για να μιλήσουμε για τον Αλέκο»
«Συγγνώμη, απλά μου λείπει ο φίλος μου. Τέλος πάντων! Εσύ έχεις δίκιο. Είμαστε εδώ για να μιλήσουμε για τον Αλέκο, αλλά το θέμα είναι ότι δεν υπάρχει κάτι να πούμε. Όταν είπα πριν ότι αποτύχαμε σαν γονείς, εννοούσα ότι ο γιος μας φοβάται να μας μιλήσει, έστω και για ένα τόσο ασήμαντο πράγμα»
Ο Αλέξανδρος σηκώνει απότομα το κεφάλι του και κοιτάζει πρώτα τον πατέρα του και μετά τον αδερφό του, που επίσης τον κοιτάζει με μια ηλίθια, μπερδεμένη έκφραση στο πρόσωπό του. Η αντίδραση των αγοριών κάνει δύσκολο στον Γιώργο να συγκρατήσει τα γέλια του.
«Τι έγινε, ρε παιδιά;»
Ο Τζάκος κουνάει το κεφάλι του προσπαθώντας να καταλάβει τι ήταν αυτό που μόλις άκουσε και ο Αλέξανδρος είναι τόσο μπερδεμένος που κοιτάζει τον πατέρα του με ανοιχτό το στόμα και με ένα βλέμμα που μοιάζει με ροφό. Αυτό είναι πραγματικά χαριτωμένο.
«Τι θα γίνει, αγόρια; Θα πείτε κάτι;»
Ο Τζάκος σπρώχνει τον Αλέξανδρο με τον αγκώνα του.
«Τι νομίζεις ότι είναι; Εγκεφαλικό ή απλά το σοκ της αποκάλυψης;»
«Δεν ξέρω. Θεούλη μου! Τι έκανα; Χάλασα το μυαλό του πατέρα μου!»
Ο Γιώργος δεν μπορεί να κρατηθεί άλλο και αρχίζει να γελάει.
«Μην ανησυχείτε, παιδιά μου. Το μυαλό μου είναι μια χαρά»
«Γιώργο, μόλις σου είπα ότι ο γιος σου είναι γκέι. Ξέρεις τι είναι γκέι, έτσι δεν είναι;»
«Ποιος νομίζεις ότι είμαι; Έζησα τη δεκαετία του '60 και του '70, πιτσιρίκο. Φυσικά και ξέρω»
«Και δεν έχεις τίποτα να πεις γι' αυτό;»
«Τι θέλεις να πω, Τζάκο; Ότι μου αρέσει που ο γιος μου προτιμάει τους άντρες; Όχι, δεν μου αρέσει. Σίγουρα, θα προτιμούσα να τον δω με μια όμορφη γυναίκα στο πλευρό του, αλλά αυτός είναι ο γιος μου και τον αγαπάω περισσότερο και από την ίδια μου την ζωή. Οπότε, αποδέχομαι αυτό που είναι και συνεχίζω να είμαι περήφανος γι' αυτόν»
Ο Αλέξανδρος κοιτάζει τον πατέρα του, κλαίγοντας σιωπηλά. Ο Γιώργος τον πλησιάζει και στέκεται μπροστά του. Με αργές κινήσεις, πλαισιώνει το πρόσωπό του με τα χέρια του και σκουπίζει τα δάκρυα του.
«Μην κλαις, παιδί μου. Είσαι ο μονάκριβος μου. Η κληρονομιά μου σ' αυτόν τον κόσμο. Η αγάπη μου για σένα είναι απεριόριστη και ανεξάντλητη, όποιες κι αν είναι οι προτιμήσεις σου. Να το θυμάσαι πάντα αυτό»
Ο Αλέξανδρος αγκαλιάζει τον πατέρα του, ο οποίος τον σφίγγει επάνω του, ενώ ταυτόχρονα κάνει νόημα στην Κλημεντίνη να πλησιάσει, αλλά αυτή, αντί να πάει κοντά τους, σηκώνεται και τρέχει έξω απ' το δωμάτιο χωρίς να πει τίποτα. Ο Γιώργος κάνει να την ακολουθήσει με την οργή φανερή στην έκφραση του, αλλά ο Αλέξανδρος τον σταματάει.
«Άφησε την. Δεν μ' ενδιαφέρει η δική της αποδοχή. Μόνο εσύ με νοιάζεις. Έλεγα σε όλους το αντίθετο, αλλά κατά βάθος φοβόμουν ότι θα με απορρίψεις»
«Πως θα μπορούσα να απορρίψω το παιδί μου;»
«Σ' ευχαριστώ, Μπαμπά. Για όλα»
«Να μην μ' ευχαριστείς. Κάνω αυτό που θα έκανε ο κάθε πατέρας»
«Μην το λες αυτό. Υπάρχουν και κάποιοι που βεβηλώνουν την λέξη 'πατέρας'»
Ο Γιώργος κάθεται στον καναπέ και τραβάει μαζί του τον Αλέξανδρο.
«Θέλεις να μου πεις σε ποιους αναφέρεσαι;»
«Ναι, αλλά όχι τώρα. Κάποια άλλη στιγμή»
«Όπως νομίζεις. Το μόνο που θέλω να ξέρεις είναι ότι θα είμαι πάντα εδώ για να σ' ακούσω»
«Εντάξει, αλλά τι θα κάνουμε με την μητέρα;»
«Θα το αναλάβω εγώ αυτό. Θα της μιλήσω και θα της αλλάξω γνώμη. Μέχρι και συγγνώμη θα την βάλω να σου ζητήσει»
«Μόνο αν αυτή το εννοεί. Αν το κάνει αναγκαστικά, δεν το θέλω»
«Θα το εννοεί, αγόρι μου»
Ο Αλέξανδρος αγκαλιάζει ξανά τον Γιώργο. Ο Τζάκος, βλέποντας την αγάπη ανάμεσα σε πατέρα και γιο, σηκώνεται από τη θέση του και περπατά όσο πιο ήσυχα μπορεί προς την πόρτα, αλλά πριν την ανοίξει, γυρίζει και κοιτάζει πίσω του άλλη μια φορά.
Η σκέψη ότι δεν θα έχει ποτέ ξανά την ευκαιρία για κάτι τέτοιο, μια απλή αγκαλιά από τον πατέρα του, κάνει τα μάτια του να βουρκώνουν. Τα σκουπίζει με τη ανάποδη του χεριού του και ανοίγει την πόρτα, αλλά ο Αλέξανδρος τον παίρνει χαμπάρι.
«Πού νομίζεις ότι πας;»
«Έξω, να μιλήσω στην Κλημεντίνη. Ας φανώ και κάπου χρήσιμος, αφού είναι φανερό ότι εσύ δεν με χρειάζεσαι πια»
Ο Αλέξανδρος σηκώνεται από τον καναπέ, τον πλησιάζει και τον αρπάζει από την μπλούζα.
«Αυτό να μην το ξαναπείς! Πάντα θα σε χρειάζομαι! Έλα, τσακίσου!»
Ο Αλέξανδρος τραβάει τον Τζάκο, ο οποίος δεν αντιστέκεσαι καθόλου, και τον καθίζει με το ζόρι στον καναπέ ανάμεσα σ' αυτόν και τον Γιώργο.
«Ξέρεις κάτι, Τζάκο; Όταν ο Αλέξανδρος ήταν δύο μηνών και η μητέρα σου, η Δαλιδά, ήταν έγκυος σε σένα, ο Στέφανος κι εγώ κάναμε μια συμφωνία. Αν κάποιος από μάς πέθαινε ξαφνικά, ο άλλος δεν θα επέτρεπε στα παιδιά του να μεγαλώσουν σε ξένα χέρια»
«Γι' αυτό με υιοθέτησες;»
«Όχι»
«Όχι;»
«Όχι, Τζάκο, δεν το έκανα γι' αυτό»
«Τότε γιατί το έκανες;»
«Γιατί απ' την αρχή σε ένοιωθα σαν γιο μου. Πάντα σ' αγαπούσα όπως αγαπούσα και τα δικά μου παιδιά. Ο Στέφανος ένοιωθε το ίδιο για τον Αλέξανδρο και την Θαλασσινή. 'Όταν κάποιος μας ρωτούσε πόσα παιδιά έχουμε, απαντούσαμε και οι δύο το ίδιο. Τρία, δύο αγόρια και ένα κορίτσι. Οπότε, μην διανοηθείς ποτέ ξανά ότι δεν είσαι μέλος της οικογένειάς μου. Με κατάλαβες;»
«Ποτέ, Πατέρα»
«Μπράβο τ' αγόρι μου! Και τώρα που τα λύσαμε όλα, εγώ θέλω να σας ζητήσω κάτι. Και τους δυο σας»
«Ότι θέλεις, Μπαμπά»
«Να κάνετε το ίδιο και με τα δικά σας παιδιά. Να μείνετε πάντα μαζί, σαν μία οικογένεια. Μπορεί να μην έχετε το ίδιο αίμα, αλλά είστε αδέρφια. Εσείς οι δύο και η Θαλασσινή μου. Θέλω οι τρεις σας να είστε πάντα τόσο κοντά όσο όταν ήσασταν παιδιά»
«Το υποσχόμαστε, Μπαμπά»
«Πάντα μαζί, σαν μια οικογένεια»
«Σας ευχαριστώ»
Αμέσως μετά, ο Γιώργος πήγε να μιλήσει με την Κλημεντίνη και, μισή ώρα αργότερα, επέστρεψε μαζί της στο δωμάτιο, όπου αυτή ζήτησε συγγνώμη από τον Αλέξανδρο για όλα όσα του έκανε, αλλά και για τον τρόπο που έφυγε νωρίτερα. Αυτή του ορκίστηκε ότι δεν έχει αλλάξει τίποτα μετά την αποκάλυψη της ιδιαιτερότητας του και ότι πάντα θα τον αγαπάει το ίδιο.
Λίγο πριν τ' αγόρια φύγουν από την έπαυλη, η Κλημεντίνη πήρε παράμερα τον Τζάκο και του είπε κάτι που τον έκανε να ξεσπάσει σε τρανταχτά γέλια. Ας δούμε τι ακριβώς του είπε ...
~ ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΑΥΛΗ ~
Τα αγόρια ετοιμάζονται να ανέβουν στην μηχανή. Βλέπεται, ο Αλέξανδρος είναι πολύ χαρούμενος έτσι όπως εξελίχθηκαν τα πράγματα με τους γονείς του, που δεν νοιάζεται πλέον για τις οδηγικές ικανότητες του Τζάκου.
«Ακόμα δεν μπορώ να πιστέψω πόσο καλά πήγε»
«Εμένα μου λες! Εγώ ήμουν σίγουρος ότι ο Γιώργος θα αντιδρούσε καλά, αλλά δεν περίμενα τέτοιο πράγμα»
«Και η μητέρα; Αυτή μου ζήτησε συγγνώμη. Το πιστεύεις;»
«Να σου πω την αλήθεια, παρότι το είδα με τα μάτια μου και το άκουσα με τ' αφτιά μου, δεν μπορώ να το πιστέψω»
«Πιστεύεις ότι δεν το εννοεί;»
«Δεν μπορώ να ξέρω. Αυτό που ξέρω όμως στα σίγουρα, είναι 'μηδένα προ του τέλους μακάριζε'»
«Δεν με νοιάζει, Τζάκο. Απ 'την στιγμή που με στηρίζει ο πατέρας, χέστηκα γι' αυτήν. Τέλος πάντων! Πες μου κάτι άλλο τώρα. Τι σου είπε όταν σε τράβηξε παράμερα;»
Ο Τζάκος αρχίζει να γελάει δυνατά.
«Έτσι αντέδρασες και τότε. Γιατί γελάς;»
«Γιατί αυτή με ρώτησε αν εσύ και εγώ έχουμε πηδηχτεί ποτέ»
Ο Αλέξανδρος αρχίζει κι εκείνος να γελάει.
«Σοβαρά τώρα; Αυτή σε ρώτησε τέτοιο πράγμα; Για όνομα! Και εσύ, τι της απάντησες;»
Το γέλιο του Τζάκου αλλάζει σε ένα αμήχανο χαμόγελο και ο Αλέξανδρος τον κοιτάζει με τρόμο.
«Δεν το πιστεύω! Τι στο διάολο της είπες;»
«Ότι με ήθελες πάρα πολύ και για να μην σου μείνω απωθημένο, σου έκανα την χάρη. Θυσιάστηκα για τον αδερφό μου»
«Αυτό ήταν! Θα σε σκοτώσω αργά και βασανιστικά!»
Ο Τζάκος χτυπάει τον αδερφό του στην πλάτη γελώντας ξανά.
«Πλάκα σου κάνω, αδερφούλη. Ηρέμησε! Φυσικά της είπα την αλήθεια. Ότι δεν μου την έπεσες ποτέ, παρόλο που είμαι τόσο ακαταμάχητος»
«Γιατί σε ανέχομαι ακόμα;»
«Γιατί είμαι τόσο ακαταμάχητος»
«Και πανίβλακας. Τέλος πάντων! Άντε τώρα! Αρκετά χασομερήσαμε»
«Καβάλα να φύγουμε»
Αυτοί φοράνε τα κράνη τους, καβαλάνε την μηχανή και γίνονται καπνός.
~ ΜΙΣΗ ΩΡΑ ΜΕΤΑ ~ ΓΥΡΩ ΣΤΙΣ ΕΝΝΙΑ ΤΟ ΒΡΑΔΥ ~ ΣΤΟ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟ ~
Όταν ο Αλέξανδρος και ο Τζάκος μπαίνουν στη σουίτα, ο Οδυσσέας και η Θαλασσινή τρέχουν κατά πάνω τους.
«Πού στο καλό ήσασταν; Είχαμε αρχίσει ν' ανησυχούμε για εσάς»
«Τι έγινε; Καταστροφή; Ηφαιστειακή έκρηξη; Τσουνάμι; Τι;»
«Έη! Ηρεμήστε, ζώα! Αφήστε μας να πάρουμε μια ανάσα»
«Δίκιο έχει ο Τζάκος. Αφήστε μας να βγάλουμε τα μπουφάν μας και θα σας τα πούμε όλα»
Η Θαλασσινή γυρίζει τα μάτια της και ο Οδυσσέας σταυρώνει τα χέρια του στο στήθος του.
«Πολύ καλά. Έχετε τρία λεπτά»
«Αγαπούλη μου, τρία λεπτά χρειάζονται τα ούρα για να βγουν απ' το πουλί μου»
«Τι είναι το πουλί σου, ρε; Το Κανάλι της Μάγχης;»
«Στο μήκος, ναι, πάνω-κάτω»
«Αι σιχτίρ, Διεστραμμένε!»
Ο Αλέξανδρος πετάει το μπουφάν του στην πολυθρόνα.
«Έη! Αν δεν σταματήσετε αμέσως θα με αναγκάσετε να μην σας ξαναφέρω σε επαφή!»
Ο Οδυσσέας και ο Τζάκος κοιτάζουν τον Αλέξανδρο, τρομοκρατημένοι, και μιλούν με μια φωνή.
«Ω, όχι!»
Η Θαλασσινή ξεσπάει σε γέλια.
«Χριστέ μου! Αυτοί οι δύο αγαπιούνται πραγματικά!»
«Αυτό βλέπω, αδερφούλα, και έχω αρχίσει ν' ανησυχώ»
«Μην γίνεσαι γελοίος! Μπορεί να λέω διάφορα, αλλά απ' τη στιγμή που αυτός είναι μαζί σου, για μένα είναι απαγορευμένη περιοχή. Και εξάλλου, προτιμώ τις γυναίκες»
«Και όσο για μένα, Αλέκο μου, εγώ αγαπάω μόνο εσένα!»
Τα λόγια του Οδυσσέα κάνουν τους πάντες να παγώσουν και να τον κοιτάξουν επίμονα, κάτι που με τη σειρά του τον κάνει ν' απορήσει.
«Τι έγινε, καλέ; Γιατί με κοιτάτε όλοι έτσι;»
«Εσύ μόλις είπες ...»
«Τι; Τι είπα, Θαλασσινή;»
Ο Αλέξανδρος απευθύνεται στον Τζάκο.
«Τζάκο, πάρε την Θαλασσινή και πηγαίνετε μέσα. Εγώ χρειάζομαι ένα λεπτό μόνος με τον Οδυσσέα»
«Ναι. Ναι. Φυσικά. Έλα, Ομορφιά μου»
Η Θαλασσινή ακολουθεί τον Τζάκο στο διπλανό δωμάτιο. Ο Οδυσσέας, πραγματικά έκπληκτος, στρέφεται στον Οδυσσέα.
«Τι έγινε, Αλέκο μου; Γιατί τους ξαπόστειλες;»
Ο Αλέξανδρος τον πλησιάζει και βάζει το χέρι του στο μάγουλό του. Αυτός κοιτάζει τα λαμπερά ανοιχτοπράσινα μάτια του Οδυσσέα και χαϊδεύει τα χείλη του με τον αντίχειρά του.
«Δεν κατάλαβες τι μου είπες μόλις τώρα, έτσι;»
«Ποιο απ' όλα; Εγώ είπα πολλά, γιατί ξέρεις πόσο μου αρέσει να μιλάω. Είναι μια συνήθεια που ...»
Η, κατά τα άλλα χαριτωμένη, λογοδιάρροια του Οδυσσέα διακόπτεται από το χέρι του Αλέξανδρου που του κλείνει το στόμα.
«Εσύ είπες πως μ' αγαπάς»
Τα μάτια του Οδυσσέα ανοίγουν διάπλατα καθώς τραβάει το χέρι του Αλέξανδρου.
«Το είπα δυνατά αυτό;»
«Ναι, το είπες, αλλά το ερώτημα είναι αν το εννοούσες πραγματικά ή ήταν απλά λόγια του αέρα»
«Αλέκο μου, εγώ ... Εννοώ ... Σε παρακαλώ, μη με κοιτάς έτσι»
Το έντονο βαθύ πράσινο βλέμμα του Αλέξανδρου κάνει τα μάγουλα του Οδυσσέα να κοκκινίσουν.
«Εγώ σε παρακαλώ, Οδυσσέα μου. Απλά πες μου. Το εννοούσες ή όχι;»
«Ναι, γαμώτο! Ναι! Φυσικά και το εννοούσα!»
«Πες το μου ξανά»
«Αλέκο μου, εγώ ...»
Ο Αλέξανδρος αρπάζει την μπλούζα του Οδυσσέα και τον τραβάει κοντά του. Οι μύτες τους αγγίζονται και τα χείλη τους απέχουν μονάχα μια ανάσα.
«Πες το μου ξανά!»
Ο Οδυσσέας σηκώνει τα χέρια και τυλίγει τα δάχτυλά του γύρω από τους καρπούς του Αλέξανδρου ενώ τον κοιτάζει κατευθείαν στα μάτια. Η φωνή του βγαίνει δυνατή και άγρια απ' τον λαιμό του, αλλά τα λόγια του είναι γλυκά και τρυφερά.
«Σ' αγαπάω, Αλέκο μου»
Ο Αλέξανδρος τον σπρώχνει δυνατά πάνω στον τοίχο και κολλάει το στόμα του στο δικό του. Τον φιλάει κτητικά και παθιασμένα και ο Οδυσσέας ανταποκρίνεται και με το παραπάνω.
Τώρα όμως θ' αφήνουμε για λίγο μόνο του το αγαπημένο μας ζευγάρι και θα πάμε στο διπλανό δωμάτιο για να δούμε τι κάνουν οι άλλοι δύο.
Πίσω από την κλειστή πόρτα, ο Τζάκος είναι γονατισμένος και προσπαθεί να δει μέσα από την κλειδαρότρυπα. Η Θαλασσινή στέκεται πίσω του, προσπαθώντας να δει και αυτή.
«Έλα, ρε Τζάκο! Άσε με να δω κι εγώ!»
«Είπα όχι!»
«Πες μου τουλάχιστον τι κάνουν»
«Σου είπα, αυτοί ακόμα μιλάνε»
«Μπορείς ν' ακούσεις τι λένε;»
Ο Τζάκος αγριοκοιτάζει την αδερφή του.
«Όχι, γιατί εσύ μιλάς συνέχεια»
«Νομίζεις ότι το εννοούσε; Ο Οδυσσέας εννοώ»
«Εννοείται! Δεν βλέπεις τον τρόπο που κοιτάζει τον Αλέκο;»
«Και ο Αλέκος;»
«Ο Αλέκος τι;»
«Θα το πει κι αυτός;»
«Αν κλείσεις το στοματάκι σου και μ' αφήσεις ν' ακούσω, θα το μάθουμε»
Αυτός σκύβει πάλι στην κλειδαρότρυπα.
«Ουάου! Πάνω του, αδερφέ!»
«Τι; Τι έγινε; Έλα, πες μου!»
«Ο Αλέκος κόλλησε τον Οδυσσέα πάνω στον τοίχο και τώρα τον φιλάει»
«Αλήθεια; Άσε με να δω!»
«Όχι. Είσαι πολύ μικρή για τέτοια!»
«Τζανέτο-Κοσμά Ηλιόπουλε, αν δεν πάρεις τον ηλίθιο κώλο σου από μπροστά μου και δεν μ 'αφήσεις να δω, ορκίζομαι ότι θα πάρω αυτό το φωτιστικό και θα το σπάσω στο ηλίθιο κεφάλι σου!»
«Ουάου, Calamity Jane! Ηρέμησε και έλα να ρίξεις μια ματιά»
«Σ' ευχαριστώ»
Ο Τζάκος κάνει πίσω και η Θαλασσινή παίρνει τη θέση του πίσω από την κλειδαρότρυπα. Ας δούμε τι ακριβώς βλέπει αυτή ...
Τελειώνοντας το φιλί, ο Αλέξανδρος αγγίζει τα χείλη του Οδυσσέα με τα δάχτυλα του.
«Κι εγώ σ' αγαπάω, Οδυσσέα μου»
«Ότι και να γίνει;»
«Ότι και να γίνει»
Οι δύο άντρες σκύβουν τα κεφάλια και αγγίζουν τα μέτωπα τους. Ο Αλέξανδρος ...
«Το βράδυ θέλω να σου κάνω το τραπέζι, εδώ στο ξενοδοχείο. Θα έρθεις; Υπάρχει κάτι που θέλω να σου πω»
«Κάτι καλό;»
«Νομίζω πως ναι»
«Δεν θα μου δώσεις κάποιο στοιχείο πριν το δείπνο;»
«Όχι»
Ο Οδυσσέας σουφρώνει την μύτη του.
«Γιατί μου το κάνεις αυτό; Γιατί με αφήνεις να περιμένω αφού ξέρεις πόσο το μισώ;»
Ο Αλέξανδρος γελάει.
«Είσαι τόσο αξιολάτρευτος!»
«Θα μου πεις τουλάχιστον τι έγινε με τους γονείς σου;»
«Αυτό μπορώ να σου το πω. Κάτσε να φωνάξω τους άλλους»
Ο Οδυσσέας χαμογελάει πονηρά.
«Τώρα που το ξανασκέφτομαι ...»
«Τι;»
«Εγώ μπορώ να περιμένω λίγο ακόμα για να μάθω. 'Έλα εδώ!»
Αυτή τη φορά, ο Οδυσσέας είναι αυτός που οδηγεί. Αυτός σπρώχνει τον Αλέξανδρο και τον ρίχνει στο πρώτο από τα τρία κρεβάτια που υπάρχουν στο δωμάτιο. Ανεβαίνει κι αυτός και γονατίζει ανάμεσα στα πόδια του Αλέξανδρου. Τα χέρια του γλιστρούν κάτω από την μπλούζα του και χαϊδεύουν το επίπεδο και σκληρό στομάχι του.
«Ποιος κοιμάται σ' αυτό το κρεβάτι;»
«Ο Τζάκος»
«Τέλεια! Αυτό ήθελα ν' ακούσω!»
«Με τρελαίνεις όταν γίνεσαι άτακτος»
«Και ακόμα δεν έχεις δει τίποτα!»
Ο Οδυσσέας βγάζει την μπλούζα του, ανοίγει το φερμουάρ του παντελονιού του και ξαπλώνει πάνω στον Αλέξανδρο, ο οποίος βάζει τα χέρια του μέσα στο παντελόνι του και χουφτώνει τον κώλο του.
«Γαμώτο! Ο κώλος σου είναι τόσο τέλειος!»
«Κάτι έχει πάρει τ' αφτί μου»
~ ΠΙΣΩ ΣΤΟ ΔΙΠΛΑΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ ~ ΛΙΓΑ ΛΕΠΤΑ ΠΡΙΝ ~
«Το είπε! Ο Αλέκος είπε στον Οδυσσέα ότι τον αγαπάει και αυτός! Γιου-χου!»
«Έλα, Ομορφιά μου, άσε με να δω»
«Εντάξει. Εγώ είδα αυτό που ήθελα»
Αυτοί αλλάζουν ξανά θέσεις.
«Μχμμμ ... Δεν άκουσα καλά, αλλά νομίζω ότι ο Αλέκος είπε στον Οδυσσέα να έρθει το βράδυ για δείπνο»
«Λες να του ζητήσει να μείνουν μαζί;»
«Τι άλλο;»
«Και αν ο Οδυσσέας πει όχι;»
«Δεν υπάρχει περίπτωση. Αυτός θα πει ναι»
«Πώς μπορείς να είσαι τόσο σίγουρος;»
«Είμαι! Έτσι θα γίνει. Έτσι πρέπει να γίνει. Γιατί αλλιώς ο Αλέκος ... Ω, όχι! Όχι! Όχι! Όχι στο κρεβάτι μου, διάολε!»
Ο Τζάκος χτυπάει το χέρι του στον τοίχο, γρυλίζοντας απειλητικά.
«Τι έπαθες στα καλά καθούμενα;»
«Αυτοί έπεσαν στο κρεβάτι. Στο δικό μου κρεβάτι!»
Η Θαλασσινή αρχίζει να γελάει.
«Σηκωθείτε απ' το κρεβάτι μου, ζώα! Θεέ! Θα τους σκοτώσω και τους δύο!»
«Ό,τι σπείρεις θα θερίσεις σ' αυτή την ζωή, αδερφέ»
«Γαμώτο!»
«Έλα τώρα. Ας τους αφήσουμε στην ησυχία τους να κάνουν ότι κάνουν στο κρεβάτι σου. Πάμε στο μπαλκόνι να απολαύσουμε την θέα»
«Εντάξει, πάμε, αλλά μην ξεχάσουμε να πούμε στην καμαριέρα να κάψει τα σεντόνια και το στρώμα!»
«Πόσο υπερβολικά μελοδραματικός μπορείς να γίνεις ακόμα;»
«Δεν φαντάζεσαι πόσο!»
Αρκετή ώρα αργότερα, και αφού ο Αλέξανδρος με τον Τζάκο είπαν στους άλλους τι ακριβώς συνέβη στην έπαυλη, ο Οδυσσέας πετάχτηκε σπίτι του για να ετοιμαστεί για το δείπνο. Ο Τζάκος πήρε την Θαλασσινή και πήγε σινεμά ενώ ο Αλέξανδρος έμεινε πίσω για να κανονίσει το δείπνο.
Πέντε λεπτά πριν τις δέκα, την προκαθορισμένη ώρα του ραντεβού τους, ο Οδυσσέας, κούκλος μέσα στο βαθύ πράσινο, σαν τα μάτια του Αλέξανδρου, κουστούμι του, περνάει την πόρτα του Χίλτον και διασχίζει το λόμπι κατευθυνόμενος προς τους ανελκυστήρες, όμως τα σχέδια του ανατρέπονται από έναν γκρουμ που τον πλησιάζει.
«Ο κύριος Αγγελόπουλος;»
«Ναι»
«Παρακαλώ ακολουθήστε με. Ο κύριος Φραγκόπουλος σας περιμένει στο Roof Garden»
Φυσικά, αυτός ακολουθεί τον γκρουμ και όταν η πόρτα του ασανσέρ ανοίγει του κόβεται η ανάσα. Ο Αλέξανδρος, θεσπέσιος μέσα στο μαύρο Armani κουστούμι του, στέκεται στην μέση του γυάλινου θόλου που φιλοξενεί το εστιατόριο στην ταράτσα του ξενοδοχείου, με ένα ποτήρι σαμπάνια στο χέρι και πίσω του, πλημμυρισμένος στο φως, στέκει αγέρωχος ο Ναός του Παρθενώνα.
Για μερικά δευτερόλεπτα, η προσοχή του Οδυσσέα αποσπάται από το γεγονός ότι το εστιατόριο είναι άδειο. Δεν υπάρχουν ούτε άλλοι άνθρωποι, εκτός απ' τον Αλέξανδρο, ούτε άλλα τραπέζια, εκτός από ένα υπέροχα στολισμένο με Ίριδες, τα λουλούδια του Φεβρουαρίου, που συμβολίζουν την πίστη, την ελπίδα και την σοφία και πήραν το όνομά τους από την ελληνική θεά Ίριδα που θεωρείται ότι είναι ο αγγελιοφόρος της αγάπης και χρησιμοποιεί το ουράνιο τόξο για να ταξιδέψει.
Επάνω στο τραπέζι υπάρχουν επίσης μία σαμπανιέρα, με δύο μπουκάλια μέσα, ένα ακόμα ποτήρι και δύο σερβίτσια με πορσελάνινα πιάτα και ασημένια μαχαιροπήρουνα. Δίπλα στο τραπέζι, υπάρχει ένα τρόλεϊ σερβιρίσματος με ρόδες με διάφορα πιάτα σκεπασμένα με τα ειδικά καπάκια σε ημικύκλιο σχήμα που κρατάνε ζεστά τα φαγητά. Τέλος, από αρκετά αόρατα μεγάφωνα, ακούγεται σε χαμηλή ένταση η μαγευτική φωνή της Μπόνι Τάιλερ να τραγουδάει για μία ολική έκλειψη της καρδιάς.
Τα μάτια του Οδυσσέα περιπλανιούνται στον χώρο, μέχρι που η φωνή του Αλέξανδρου, που απευθύνεται στον γκρουμ, τον κάνει να στρέψει την απόλυτη προσοχή του ξανά επάνω του.
«Σ' ευχαριστώ, Γρηγόρη. Εσύ μπορείς να πηγαίνεις»
«Φυσικά, κύριε Φραγκόπουλε. Αν εσείς χρειαστείτε κάτι ...»
«Δεν πρόκειται. Έχω όλα όσα χρειάζομαι»
Ο γκρουμ υποκλίνεται ελαφρώς πριν μπει ξανά στο ασανσέρ και αφήσει μόνους τους δύο άντρες. Ο Οδυσσέας δεν έχει κουνηθεί ούτε εκατοστό από την θέση του, κάτι που κάνει τον Αλέξανδρο να χαμογελάσει.
«Σκοπεύεις να έρθεις μέσα ή θα κάτσεις εκεί όλη νύχτα αφήνοντας αυτά τα πεντανόστιμα φαγητά να κρυώσουν;»
Ο Οδυσσέας ξυπνάει από την έκσταση του και περπατάει τα λίγα βήματα που τον χωρίζουν από τον Αλέξανδρο.
«Τι είναι όλα αυτά, Αλέκο μου; Γιατί μπήκες σε τόσο κόπο;»
«Για σένα τίποτα δεν θεωρείται κόπος. Εξάλλου, εγώ δεν έκανα τίποτα εκτός από το να δώσω μερικές εντολές»
«Και πάλι, όλα αυτά είναι υπερβολικά. Δεν ήταν ανάγκη να κλείσεις prive ολόκληρο το roof garden. Θα μπορούσαμε να πάμε σε κάποιο εστιατόριο με κόσμο γύρω μας»
«Και πως θα μπορούσα να κάνω αυτό;»
Ο Αλέξανδρος αγκαλιάζει την μέση του Οδυσσέα, τον τραβάει κοντά του και τον φιλάει με πάθος. Μετά το φιλί, ο Οδυσσέας δαγκώνει το κάτω χείλος του.
«Έτσι όπως το θέτεις, καλά έκανες και το έκλεισες prive»
«Το ήξερα ότι θα συμφωνούσες»
Ο Αλέξανδρος γεμίζει το δεύτερο ποτήρι με σαμπάνια και το προσφέρει στον Οδυσσέα.
«Σαμπάνια, ε;»
«Ταιριάζει στην περίσταση»
«Δεν νομίζετε, κύριε Φραγκόπουλε, ότι ήρθε η στιγμή να μάθω και εγώ τι συμβαίνει;»
«Φυσικά. Θα σου τα πω όλα αφού πρώτα πιούμε μια γουλιά σαμπάνια»
Αυτοί σηκώνουν τα ποτήρια τους.
«Σε τι θα πιούμε;»
«Σε εμάς, μωρό μου. Σε μια μεγάλη και ευτυχισμένη ζωή μαζί. Εσύ και εγώ»
«Ότι και να γίνει;»
«Ότι και να γίνει!»
Αυτοί τσουγκρίζουν και πίνουν το παγωμένο, γλυκό αφρώδη υγρό, κοιτάζοντας ο ένας τον άλλον στα μάτια. Μετά, αυτοί κάθονται στο τραπέζι και τον λόγο παίρνει ο Αλέξανδρος.
«Λοιπόν, πριν σου πω αυτά που θέλω, πες μου αν σου αρέσει εδώ πάνω»
Ο Οδυσσέας γυρίζει το κεφάλι του και κοιτάζει τη θέα της νυχτερινής Αθήνας μέσα από το σχεδόν αόρατο γυάλινο τοίχο.
«Είναι υπέροχα! Η θέα ... Όλα αυτά τα φώτα. Η πόλη κάτω από τα πόδια μας. Είναι σαν να στεκόμαστε στην κορυφή του κόσμου»
«Εκεί πρέπει να είσαι, μωρό μου, στην κορυφή του κόσμου»
«Έλα, βρε Αλέκο. Μη με βάζεις πιο ψηλά απ' όσο μου αξίζει»
«Πάλι τα ίδια;»
«Εντάξει. Εντάξει. Συγγνώμη. Θα προσπαθήσω πραγματικά να το αποβάλω όλο αυτό, απλά μου είναι κάπως δύσκολο. Εγώ δεν είχα ποτέ κάποιον ... Πώς να στο πω; Κάποιον που να με λατρεύει έτσι»
«Με δουλεύεις τώρα; Είσαι μοντέλο. Έχεις τους θαυμαστές σου που σε λατρεύουν. Κυριολεκτικά περπατάς και όλοι σε χειροκροτούν»
«Δεν είναι το ίδιο πράγμα, μωρό μου. Δεν λέω ότι δεν είναι καλό, αλλά όλοι χειροκροτούν τον Όντι, το μοντέλο, την ζωντανή κούκλα βιτρίνας που περπατάει μπροστά τους ντυμένος με όμορφα ρούχα και εσώρουχα. Δεν ξέρουν τον πραγματικό Οδυσσέα. Τον άνθρωπο Οδυσσέα»
«Μην ανησυχείς, μωρό μου. Από 'δω και πέρα θα σε λατρεύω εγώ. Εσένα, τον πραγματικό Οδυσσέα. Τον αξιολάτρευτο Οδυσσέα μου»
«Νομίζω ότι θα μπορούσα να το συνηθίσω αυτό»
«Το καλό που σου θέλω! Τέλος πάντων! Θέλεις να φάμε πρώτα πριν σου πω γιατί σε κάλεσα εδώ;»
«Όχι. Η περιέργεια μου υπερισχύει της πείνας μου. Πες μου τώρα»
«Λοιπόν ... Βασικά, υπάρχουν δύο λόγοι. Ο πρώτος είναι για να μιλήσουμε για το ταξίδι μας»
«Το ταξίδι μας; Πού;»
«Στο Παρίσι»
«Πότε;»
«Σε δεκαπέντε μέρες. Εγώ πρέπει να πάω εκεί για μια δουλειά της εταιρίας και αφού είπες ότι δεν έχεις πάει ποτέ και πεθαίνεις να πας, είπα να συνδυάσω την δουλειά με την διασκέδαση και επίσης να σε κάνω ευτυχισμένο. Έκανα λάθος; Μήπως δεν θέλεις να έρθεις μαζί μου;»
«Μην γίνεσαι γελοίος! Θα πήγαινα οπουδήποτε μαζί σου, ακόμα και στην κόλαση, αλλά ...»
«Αλλά τι; Δεν έχεις διαβατήριο; Εγώ μπορώ να κανονίσω ...»
«Έχω διαβατήριο. Δεν είναι αυτό το πρόβλημα»
«Ποιο είναι το πρόβλημα τότε;»
«Το πρόβλημα είναι ότι ενώ εσύ κάνεις τόσα πολλά για μένα, εγώ δεν κάνω τίποτα για σένα. Μου προσφέρεις τον κόσμο και εγώ δεν μπορώ να σου δώσω τίποτα σε αντάλλαγμα»
Ο Αλέξανδρος πιάνει το χέρι του Οδυσσέα.
«Μου δίνεις κάτι πολύ πιο σημαντικό. Κάτι που κανένα χρηματικό ποσό στον κόσμο δεν μπορεί να αγοράσει»
«Τι;»
«Το χαμόγελό μου, μωρό μου. Μου δίνεις πίσω το χαμόγελο της ευτυχίας μου. Μου δίνεις έναν λόγο να ξυπνάω το πρωί. Οπότε, μη νομίζεις ότι δεν μου προσφέρεις τίποτα σε αντάλλαγμα, γιατί μου δίνεις τα πάντα»
«Αχ, Αλέκο μου!»
«Πες μου ότι θα έρθεις μαζί μου στο Παρίσι»
«Θα ερχόμουν μαζί σου ακόμα και νεκρός»
«Ευχαριστώ, αλλά αν δεν σε πειράζει, θα σε προτιμούσα ζωντανό. Ζωντανό και ζεστό»
«Θα δω τι μπορώ να κάνω για σένα»
«Ωραία, αλλά μέχρι τότε, επίτρεψε μου να σου πω τον δεύτερο λόγο του αποψινού δείπνου»
«Είμαι όλος αφτιά»
«θέλω να μου πεις πώς οραματίζεσαι το τέλειο σπίτι για σένα»
«Γιατί; Μήπως, εκτός απ' το ταξίδι, έχεις σκοπό να μου αγοράσεις και σπίτι;»
«Όχι ακριβώς, αλλά κάτι τέτοιο»
«Θέλετε να με σπιτώσετε, κύριε Φραγκόπουλε;»
Ο Αλέξανδρος γυρίζει τα μάτια του και καγχάζει και ο Οδυσσέας χαχανίζει.
«Εντάξει. Εντάξει. Θα σου πω. Θα ήθελα μία μονοκατοικία κάπου στα βόρεια προάστια. Κηφισιά, Εκάλη, Φιλοθέη ή Ψυχικό. Δεν είναι ανάγκη να είναι πολύ μεγάλο. Τρία δωμάτια είναι αρκετά. Ένα καθιστικό με μεγάλα παράθυρα με θέα στον κήπο, μία κρεβατοκάμαρα με ένα τεράστιο κρεβάτι και έναν πιο μικρό ξενώνα για να φιλοξενώ τους φίλους μου. Το μπάνιο το θέλω με μπανιέρα, για δύο άτομα αν είναι εφικτό και στην κουζίνα πρέπει απαραίτητα να υπάρχει ένα ψυγείο που φτιάχνει παγάκια»
«Αυτό είναι όλο;»
«Ναι»
«Πολύ καλά. Τώρα θα ήθελα να μάθω, αν υπήρχε αυτό το σπίτι, αλλά με κάτι ακόμα μέσα, θα πήγαινες να ζήσεις εκεί;»
«Τι άλλο δηλαδή; Μία εσωτερική πισίνα, ας πούμε;»
«Όχι. Όχι. Καμία σχέση»
«Τότε τι;»
«Ένας άντρας. Ένας άντρας που σ' αγαπάει και θέλει να μοιράζεται το τεράστιο κρεβάτι και την μπανιέρα για δύο μαζί σου κάθε μέρα και νύχτα για το υπόλοιπο της ζωής του»
Τα μάτια του Οδυσσέα ανοίγουν διάπλατα.
«Συγγνώμη, αλλά μου ζητάς αυτό που νομίζω ότι μου ζητάς;»
«Τι νομίζεις ότι σου ζητάω;»
«Να μείνουμε μαζί»
«Ναι, Οδυσσέα. Αυτό ακριβώς σου ζητάω»
«Αλέκο, εγώ δεν ... Εννοώ ...»
«Κοίτα, αν δεν θέλεις, δεν πειράζει. Δεν σε πιέζω. Μπορεί να έχεις χίλιους λόγους για να αρνηθείς. Ότι και αν είναι, εγώ μπορώ να περιμένω»
«Αλέκο, αν θέλεις, σκάσε και άσε με να τελειώσω»
«Ω! Οκέι! Μίλα!»
«Αυτό που ήθελα να πω είναι ... Ο λόγος που δεν μπορώ να δεχτώ είναι ότι δεν έχω αρκετά χρήματα για να αγοράσω ένα σπίτι»
«Ποιος σου μίλησε για χρήματα;»
«Α, όχι! Όχι! Όχι! Αλέκο, αυτό πάει πολύ. Δεν μιλάμε για ένα πουκάμισο ή ένα prive δείπνο στο roof garden του Χίλτον ή ακόμα και για ένα ταξίδι στο Παρίσι. Μιλάμε για ένα σπίτι. Δεν μπορώ να το δεχτώ αυτό!»
«Μπορείς, αν θέλεις πραγματικά να ζήσεις μαζί μου»
«Φυσικά και θέλω να ζήσω μαζί σου, ρε ηλίθιε. Το να κοιμάμαι και να ξυπνάω δίπλα σου κάθε μέρα είναι η απόλυτη ευτυχία για μένα»
Το χαμόγελο του Αλέξανδρου φωτίζει τον χώρο περισσότερο απ' όλα τα φώτα γύρω τους.
«Τότε μπορούμε να κάνουμε έναν μικρούλι συμβιβασμό»
«Τι συμβιβασμό;»
«Θα αγοράσω εγώ το σπίτι ...»
«Στο όνομά σου»
«Στο όνομα και των δυο μας»
«Μα ...»
«Σιωπή! Αυτό δεν είναι διαπραγματεύσιμο!»
«Εντάξει. Εσύ θα αγοράσεις το σπίτι. Εγώ τι θα κάνω;»
«Εσύ θα αγοράσεις όλα τα υπόλοιπα. Έπιπλα, ηλεκτρικές συσκευές, λευκά είδη κλπ. Ότι χρειάζεται ένα σπίτι»
«Και θα μοιραζόμαστε τους λογαριασμούς. Φως, νερό, τηλέφωνο, φαγητό κ.λπ.»
«Εντάξει»
«Πολύ καλά λοιπόν»
«Αυτό σημαίνει ότι μπορώ να τηλεφωνήσω στον μεσίτη για ν' αρχίσει να ψάχνει για το σπίτι μας;»
«Το σπίτι μας. Τι ωραίο που ακούγεται αυτό! Ναι, Αλέκο μου. Χίλιες φορές ναι και μαζί ... άλλα τόσα ευχαριστώ»
«Ευχαριστώ για ποιο πράγμα;»
«Που υπάρχεις»
«Σ' αγαπάω, Οδυσσέα μου»
«Και εγώ, Αλέκο μου»
Αφού αυτοί επισφραγίζουν τη συμφωνία τους με ένα φιλί, πέφτουν με τα μούτρα στο φαΐ. Ο αστακός που παρήγγειλε ο Αλέξανδρος είναι πεντανόστιμος και ταιριάζει απόλυτα με την σάλτσα μαγιονέζας, τις στρογγυλές φέτες βραστών αυγών, τα αγγουράκια τουρσί και την κάπαρη που είναι γαρνιρισμένος.
Ο Οδυσσέας έχει ένα μικρό θεματάκι με το ψαλίδι του αστακού, αλλά με την βοήθεια του Αλέξανδρου, ο οποίος έχει πτυχίο σε όλα αυτά εξαιτίας της μητέρας του, αυτός καταφέρνει να φάει, ανάμεσα σε γέλια και πεταχτά φιλιά.
Το καλύτερο απ' όλα όμως είναι το επιδόρπιο. Στρογγυλές βόμβες σοκολάτας, γεμιστές με σιρόπι και κομματάκια φράουλας. Ο Οδυσσέας, σαν μέγας λάτρης της σοκολάτας, νιώθει μία ανατριχίλα όταν σπάει με το κουτάλι του την κορυφή του γλυκού και από μέσα ξεχύνεται πηχτό και κόκκινο το σιρόπι φράουλας.
«Καλέ μου Θεούλη! Αυτό περιέχει σιρόπι φράουλας!»
Ο Οδυσσέας βογκάει από ηδονή όταν βάζει στο στόμα του ένα κομμάτι του γλυκού και ο Αλέξανδρος καταπίνει με δυσκολία.
«Μωρό μου, αν θέλεις μην το κάνεις αυτό! Μπορεί το δείπνο μας να είναι prive, αλλά εξακολουθούμε να είμαστε σε δημόσιο χώρο»
Ο Οδυσσέας χαχανίζει.
«Ω, συγγνώμη! Ξέχασα το πρόβλημά σου»
«Όταν μείνουμε πραγματικά μόνοι, εγώ θα σου φρεσκάρω τη μνήμη πολλές φορές»
«Το υπόσχεσαι;»
«Το υπόσχομαι»
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro