
Α Μπε Μπα Μπλομ
Ο Οδυσσέας γελάει και καλύπτει το πρόσωπό του με τα χέρια του.
«Τι ντροπή, Θεέ μου!»
Ο Αλέξανδρος απομακρύνει τα χέρια του Οδυσσέα απ' το πρόσωπό του.
«Μην μου κρύβεις το τέλειο πρόσωπο σου»
«Τι κάνουμε τώρα, Αλέξανδρε;»
«Καταρχήν, πρέπει να ηρεμήσουμε»
«Εύκολο να το λες»
Ο Οδυσσέας κάνει μια παύση και αποφασίζει να κάνει μια ερώτηση για κάτι που τον απασχολεί.
«Νομίζεις ότι γίνομαι μελοδραματικός;»
«Μερικές φορές»
«Σου αρέσει αυτό;»
«Μου αρέσουν τα πάντα σε σένα»
«Πού ήσουν τόσα χρόνια;»
«Σε έψαχνα»
«Και τώρα που με βρήκες;»
«Δεν πρόκειται να σ' αφήσω ποτέ να φύγεις»
«Ποτέ;»
«Ποτέ!»
«Ω, Αλέξανδρε!»
«Δεν είμαι πια ο Αλέξανδρος»
«Και ποιος είσαι;»
«Είμαι ο Αλέκος σου»
«Ο Αλέκος μου! Μ' αρέσει αυτό»
«Και εσύ είσαι ο Οδυσσέας μου»
«Ο Οδυσσέας σου!»
Καθώς το σαγόνι του ακουμπάει στο στήθος του Οδυσσέα, ο Αλέξανδρος αρχίζει να τον φιλάει απαλά, κατεβαίνοντας προς τα κάτω.
«Απ' ότι φαίνεται, έχουμε διαφορετικό ορισμό για την ηρεμία»
«Θέλεις να σταματήσω;»
«Μην τολμήσεις!»
«Δεν είχα σκοπό!»
Χωρίς να χάσει χρόνο, ο Αλέξανδρος αυξάνει τα χάδια του και ο Οδυσσέας ανταποκρίνεται αμέσως. Αυτοί φιλιούνται, αγγίζονται και βογκάνε μαζί από ηδονή. Κάποια στιγμή, ο Αλέξανδρος σταματάει.
«Μωρό μου ...;»
«Στο συρτάρι στο δεξί κομοδίνο»
«Πώς το ...; Ξέχνα το!»
Ο Αλέξανδρος απλώνει το χέρι, ανοίγει το συρτάρι, αλλά διστάζει.
«Ένα ή δύο;»
«Δύο»
Ο Αλέξανδρος βγάζει δύο προφυλακτικά, ξαπλώνει ανάσκελα και ο Οδυσσέας, ακουμπισμένος στον αγκώνα του, του χαϊδεύει το στήθος.
«Ποιος θα ξεκινήσει;»
«Δεν έχω πρόβλημα»
«Ούτε εγώ»
«Ας τα βγάλουμε τότε. Μπουφ! Α μπε μπα μπλομ ...»
Ο Οδυσσέας ξεσπάει σε γέλια.
«'Έλα τώρα, ρε Αλέκο»
«Τι;»
«Α μπε μπα μπλομ; Πόσο χρονών είσαι; Πέντε;»
«Δεν τ' έχεις ξανακάνει;»
«Φυσικά, αλλά όταν έπαιζα κρυφτό. Όχι στο σεξ»
«Για όλα υπάρχει η πρώτη φορά»
«Σοβαρά;»
«Σοβαρότατα! Α μπε μπα ...»
«Δεν υπάρχει περίπτωση! Δώσ' τα μου αυτά!»
Ο Οδυσσέας αρπάζει τα προφυλακτικά, αφήνει το ένα στο κομοδίνο και ανοίγει το άλλο»
«Είσαι ο καλεσμένος οπότε εσύ πρώτος»
«Φόρεσε το μου»
Η παιχνιδιάρικη διάθεση μεταξύ των δύο αντρών αλλάζει καθώς ο Οδυσσέας ξετυλίγει το προφυλακτικό κατά μήκος στο σκληρό πέος του Αλέξανδρου με αργές κινήσεις, κάνοντας τον να βογκήξει δυνατά. Αμέσως μετά, ο Οδυσσέας ανεβαίνει πάνω του και ο Αλέξανδρος πλαισιώνει το πρόσωπό του με τα χέρια του.
«Σε περίμενα πολύ καιρό. Μη με κάνεις να περιμένω άλλο!»
Αναστενάζουν βαθιά μαζί τη στιγμή της πρώτης τους ένωσης. Αρκετή ώρα αργότερα και μετά την αλλαγή ρόλων, το ζευγάρι παραμένει ξαπλωμένο στο κρεβάτι, ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Ο Οδυσσέας είναι ξαπλωμένος στο στήθος του Αλέξανδρου, ο οποίος του χαϊδεύει το κεφάλι μπλέκοντας τα δάχτυλα του μέσα στα μακριά μαλλιά του.
«Πραγματικά δεν το περίμενα αυτό»
«Ποιο;»
«Ότι ο πιο γλυκός και αφράτος τύπος που ξέρω έχει μια άγρια πλευρά»
«Εμένα εννοείς;»
«Ποιον άλλον;»
«Με έχουν αποκαλέσει πολλά πράγματα, αλλά ποτέ αφράτο. Είμαι αφράτος; Αλήθεια;»
«Αλήθεια! Είσαι αφράτος σαν ένα λούτρινο αρκουδάκι που είχα όταν ήμουν μικρός»
«Το έχεις ακόμα;»
«Όχι. Δυστυχώς, απεβίωσε»
«Φυσικά αίτια ή δολοφονία;»
«Βάναυση δολοφονία. Πήγαινα Τετάρτη δημοτικού. Μια μέρα ο δάσκαλος μας ζήτησε να φέρουμε το αγαπημένο μας παιχνίδι στην τάξη και εγώ έφερα το αρκουδάκι. Μεγάλο λάθος!»
«Γιατί;»
«Υπήρχε ένα αγόρι της Έκτης. Ένας νταής που με μισούσε. Σε ένα διάλειμμα, αυτός μπήκε κρυφά στην τάξη μου και κυριολεκτικά έσφαξε το αρκουδάκι μου. Το κατακρεούργησε, σου λέω!»
«Και εσύ τι έκανες;»
«Εγώ τίποτα. Δεν χρειάστηκε. Το ανέλαβε ο Τζάκος»
«Τι έκανε;»
«Παρόλο που αυτό το κωλόπαιδο ήταν τεράστιο, ο Τζάκος τον έσπασε στο ξύλο και όταν αυτός άρχισε να ζητάει έλεος, τον ανάγκασε να φάει ότι έμεινε από το αρκουδάκι, ακόμα και το βαμβάκι, μπροστά σε όλο το σχολείο. Και φυσικά μου ζήτησε συγγνώμη γονατιστός»
«Δεν περίμενα ν' ακούσω κάτι διαφορετικό»
«Ο Τζάκος ήταν πάντα ο προστάτης μου, αλλά αρκετά με μένα. Τώρα θα μιλήσουμε για σένα. Μου είπες για την ενήλικη ζωή σου. Τώρα θέλω να μάθω για τα παιδικά σου χρόνια»
«Τι θέλεις να μάθεις;»
«Τα πάντα! Πως περνούσες στο σπίτι και στο σχολείο, τους φίλους σου και φυσικά τις ερωτικές σου περιπέτειες»
«Είσαι μεγάλος κουτσομπόλης και δεν σου φαίνεται!»
«Έλα, πες μου!»
«Λοιπόν, η σχολική μου ζωή ήταν καλή. Ήμουν αρκετά δημοφιλής και αγαπητός και ποτέ δεν είχα κανένα πρόβλημα με τους νταήδες»
«Και στο σπίτι; Οι γονείς σου ήταν πάντα ... ξέρεις!»
«Όχι. Μ' αγαπούσαν. Ειδικά η μαμά μου. Θα έλεγα ότι αυτή μ' αγαπούσε περισσότερο απ' τα αδέρφια μου. Αλλά όταν μπήκα στην εφηβεία, όλα άλλαξαν. Ο πατέρας μου άρχισε να υποψιάζεται ότι κάτι τρέχει γιατί ενώ ο αδερφός μου έφερνε πάντα κορίτσια στο σπίτι, εγώ δεν το έκανα ποτέ. Έτσι, άρχισε να με παρακολουθεί»
«Κανονικά;»
«Ναι. Έτσι κατάφερε να με τσακώσει στο πάρκο με αυτόν τον συμμαθητή μου. Τα υπόλοιπα τα ξέρεις. Εσύ;»
«Εγώ τι;»
«Οι γονείς σου ξέρουν;»
«Όχι»
«Δεν υποψιάζονται κάτι που εσύ δεν έχεις εμφανίσει γυναίκα δίπλα σου;»
«Όχι, γιατί στο σπίτι μας οι γυναίκες έκαναν παρέλαση. Συχνά ο Τζάκος προσκαλούσε περισσότερες από μία και έτσι αυτοί νόμιζαν ότι η δεύτερη ήταν για μένα»
«Δεν υποψιάζονταν ότι ο υιοθετημένος γιος τους ήταν ένας διεστραμμένος σάτυρος;»
Ο Αλέξανδρος γελάει.
«Όχι»
«Και τι σκοπεύεις να κάνεις; Θα τους το πεις;»
«Κάποια στιγμή, ναι»
«Και αν αυτοί αντιδράσουν άσχημα;»
Ο Αλέξανδρος σηκώνει τους ώμους αδιάφορα.
«Δεν με νοιάζει»
«Μην το λες αυτό. Μπορεί να μην το έχεις σκεφτεί ακόμα, αλλά αν σε απορρίψουν, θα πληγωθείς. Κάθε παιδί χρειάζεται την έγκριση των γονιών του, ακόμα κι αν αυτοί είναι δύο μπάσταρδοι ρατσιστές»
«Σε πονάει ακόμα, ε;»
«Μέχρι πριν από μια εβδομάδα, πολύ. Τώρα όχι και τόσο»
«Τι άλλαξε την τελευταία εβδομάδα;»
«Γνώρισα κάποιον»
«Αυτός ο κάποιος είναι καλός;»
«Βασικά, αυτός είναι υπέροχος. Αληθινό κελεπούρι, σου λέω»
«Πες μου γι' αυτόν»
«Είναι όμορφος, έξυπνος, πετυχημένος, ευγενικός, σέξι, και εξαιρετικά καλός στο κρεβάτι»
«Και τι; Σου αρέσει;»
«Πολύ! Τόσο πολύ ώστε νομίζω ότι έχω αρχίσει να τον ερωτεύομαι, αλλά ανησυχώ λίγο»
«Γιατί ανησυχείς;»
«Φοβάμαι ότι δεν είμαι άξιος να είμαι μαζί του. Βλέπεις, αυτός είναι ένας περήφανος αετός που πετάει ψηλά στον ουρανό ενώ εγώ είμαι ένα τίποτα! Πώς θα τον κρατήσω κοντά μου;»
«Τι στο διάολο, ρε Οδυσσέα; Έτσι βλέπεις την σχέση μας;»
«Είναι η αλήθεια, Αλέξανδρε»
«Ουάου! Τώρα έγινα πάλι Αλέξανδρος; Όχι πια Αλέκος;»
«Έλα τώρα!»
«Σήκω από πάνω μου!»
«Τι;»
«Είπα να σηκωθείς από πάνω μου. Δεν θέλω να σε σπρώξω»
Ο Οδυσσέας κυλάει το σώμα του στο πλάι και ο Αλέξανδρος σηκώνεται απότομα, αρπάζει το εσώρουχό του και μπαίνει στο μπάνιο, χτυπώντας την πόρτα πίσω του. Ο Οδυσσέας ξαπλώνει στο κρεβάτι, καλύπτοντας το πρόσωπο του με τα χέρια του.
«Μπράβο, ηλίθιε! Πότε θα μάθεις να κρατάς το γαμημένο σου στόμα κλειστό; Τα καταστρέφεις όλα!»
Αυτός τρίβει το πρόσωπό του, αλλά όταν ανοίγει τα μάτια του βλέπει την συσκευή του τηλεφώνου στο κομοδίνο. Χωρίς να το πολυσκεφτεί, αρπάζει το ακουστικό και πληκτρολογεί τον αριθμό της σουίτας ενώ ταυτόχρονα προσεύχεται στον Θεό να είναι εκεί ο Τζάκος. Για καλή του τύχη, τρία κουδουνίσματα μετά, η χαρούμενη φωνή του Τζάκου ακούγεται στην άλλη άκρη του σύρματος.
«Εμπρός;»
«Τζάκο, εγώ είμαι, ο Οδυσσέας»
«Αγαπούλη μου; Τι συμβαίνει; Έπαθε κάτι ο Αλέκος;»
«Ίσως. Έκανα μία βλακεία και χρειάζομαι τη βοήθειά σου για να λύσω το πρόβλημα»
«Είμαι πολύ καλός λύτης προβλημάτων. Τι έκανες;»
Ο Οδυσσέας εξηγεί στον Τζάκο τι ακριβώς συνέβη.
«Αυτό είναι όλο; Έτσι όπως έκανες εγώ νόμιζα ότι είχε συμβεί κάτι σοβαρό»
«Και τι; Αυτό δεν είναι σοβαρό για σένα; Αυτός έφυγε απ' το κρεβάτι, Τζάκο»
«Ναι, και πήγε στο μπάνιο. Δεν έγινε και μετανάστης»
«Ήθελα να 'ξέρα γιατί σε πήρα τηλέφωνο αφού ήξερα ότι θα με κορόιδευες. Τέλος πάντων! Ξέχνα το! Θα το λύσω μόνος μου όπως έκανα πάντα»
«Έλα, μωρέ. Το ξέρεις ότι αστειεύομαι. Μην είσαι τόσο ευαίσθητος»
«Καλά. Πες μου τι πρέπει να κάνω τώρα»
«Όταν ο Αλέκος είναι σ' αυτή την κατάσταση, νομίζει ότι θέλει να μείνει μόνος»
«Τι πάει να πει 'νομίζει';»
«Ότι παρόλο που λέει έτσι, αυτός χρειάζεται ακριβώς το αντίθετο»
«Δηλαδή;»
«Μπες στο μπάνιο, χωρίς να χτυπήσεις εννοείται, και ζόρισέ τον. Μίλα του, ζήτησε του συγγνώμη και παραδέξου ότι έκανες λάθος. Αυτός θα τσινήσει σαν μουλάρι, αλλά δεν πρέπει να τα παρατήσεις. Ό,τι και να σου πει, εσύ βράχος. Στο τέλος, αυτός θα καταλάβει ότι το εννοείς και θα σε συγχωρήσει»
«Είσαι σίγουρος;»
«Τον ξέρω καλύτερα από τον εαυτό μου. Είμαι σίγουρος. Κάνε αυτό που σου λέω και δεν θα χάσεις. Σε λιγότερο από δεκαπέντε λεπτά, εσείς οι δύο θα κυλιέστε ξανά στα ιδρωμένα σεντόνια του πάθους»
«Μχμμμ .... Επειδή αρχίζεις και παρεκτρέπεσαι, εγώ κλείνω το τηλέφωνο τώρα!»
«Αγαπούλη μου, περίμενε!»
«Τι;»
«Σ' ευχαριστώ»
«Για ποιο πράγμα;»
«Που πήρες εμένα για να ζητήσεις συμβουλές»
«Ελπίζω να μην το μετανιώσω»
«Αυτό είναι σίγουρο»
«Θα δούμε! Τέλος πάντων! Κάτι τελευταίο και κλείνω οριστικά. Φέρε την Θαλασσινή εδώ πριν το ραντεβού σου. Θα την φιλοξενήσω εγώ απόψε»
«Αλήθεια;»
«Δεν το κάνω για σένα. Για την Θαλασσινή νοιάζομαι»
«Όπως και να 'χει, σ' ευχαριστώ!»
«Τα λέμε αργότερα, Διεστραμμένε!»
«Γεια σου, Αγαπούλη μου!»
Ο Οδυσσέας κλείνει το τηλέφωνο, φοράει το εσώρουχο του και τρέχει στο μπάνιο. Ανοίγει την πόρτα χωρίς να χτυπήσει και μπαίνει μέσα. Εκεί, βρίσκει τον Αλέξανδρο, ο οποίος έχει φορέσει ένα από τα φούτερ του Οδυσσέα, να κάθεται ανακούρκουδα στο κλειστό καπάκι της λεκάνης και να κοιτάζει το είδωλο του στον απέναντι καθρέφτη. Ο Οδυσσέας πάει και στέκεται μπροστά του, αλλά ο Αλέξανδρος δεν σηκώνει το κεφάλι για να τον κοιτάξει.
«Γιατί φόρεσες το φούτερ μου;»
«Γιατί κρυώνω»
«Μα τα καλοριφέρ δουλεύουν στο φουλ»
«Ναι, αλλά εδώ πάνω που πετάω κάνει κρύο»
Ο Οδυσσέας μορφάζει.
«Άουτς! Αυτό πόνεσε!»
«Δεν φταίω εγώ. Έτσι είμαστε εμείς οι αετοί. Αδίστακτοι»
«Αλέκο μου, συγγνώμη! Αυτό που είπα ήταν λάθος»
«Καλύτερα να σταματήσεις, Οδυσσέα. Δεν θέλω ν' ακούσω άλλα. Θέλω απλά να μείνω μόνος»
«Εσύ μπορεί να το θέλεις αυτό, αλλά εγώ όχι. Είμαι πολύ καιρό μόνος μου και δεν αντέχω άλλο. Σε παρακαλώ, Αλέκο ... Αλέκο μου! Λυπάμαι πολύ. Είμαι ένας ηλίθιος ανασφαλής. Ό,τι είπα, το είπα μόνο και μόνο γιατί μου είναι δύσκολο να πιστέψω ότι η τύχη μου χαμογέλασε επιτέλους και ο Θεός άρχισε να είναι γενναιόδωρος μαζί μου»
«Δεν πρόκειται να μ' αφήσεις ήσυχο, έτσι;»
«Έτσι ακριβώς»
«Τι θέλεις από μένα, Οδυσσέα;»
«Να με συγχωρέσεις»
«Δεν έχω τίποτα να σου συγχωρήσω. Δεν είμαι θυμωμένος μαζί σου. Είμαι απλά λυπημένος. Λυπημένος και φοβισμένος.
«Γιατί;»
«Γιατί αν με βλέπεις έτσι, σαν ανώτερο, η σχέση μας δεν θα πετύχει. Ό,τι κι αν σου πω, πάντα θα έχεις στο πίσω μέρος του μυαλού σου ότι σου λέω ψέματα ή ότι παίζω μαζί σου. Δεν μπορώ να το κάνω αυτό, Οδυσσέα. Χρειάζομαι έναν σύντροφο και όχι έναν υποτακτικό. Δεν μπορώ να είμαι σε μια τέτοια σχέση»
«Δηλαδή μου λες ότι θέλεις να με χωρίσεις;»
Ο Αλέξανδρος σηκώνει το κεφάλι και κοιτάζει τον Οδυσσέα. Παίρνοντας τα χέρια του, τον αναγκάζει να κάτσει δίπλα του στην άκρη της μπανιέρας.
«Αν σου απαντήσω, θα με πιστέψεις;»
«Ναι»
«Όχι, δεν θέλω να σε χωρίσω. Το τελευταίο πράγμα που θέλω είναι να σε χάσω»
«Γιατί νιώθω ένα αλλά εδώ;»
«Γιατί όντως υπάρχει ένα»
«Ρίξ' το»
«Χρειάζομαι κάτι από σένα»
«Οτιδήποτε»
«Θέλω ν' αλλάξεις τον τρόπο που βλέπεις τον εαυτό σου. Προσπάθησε να δεις τον Οδυσσέα μέσα από τα δικά μου μάτια. Αν το κάνεις αυτό, θα καταλάβεις ποιος πραγματικά είσαι και τι σου αξίζει. Θα το κάνεις αυτό για μένα;»
«Θα με βοηθήσεις;»
«Με όλη μου την καρδιά!»
«Τότε εντάξει»
«Το υπόσχεσαι; Όχι άλλες μαλακίες για αετούς και άλλα τέτοια;»
«Το υπόσχομαι. Αν έχω εσένα, μπορώ να κάνω τα πάντα»
«Ωραία!»
Ο Οδυσσέας κοιτάζει με λαχτάρα τον Αλέξανδρο, περιμένοντας την αγκαλιά και το φιλί της συμφιλίωσης, αλλά αυτός αφήνει τα χέρια του και σηκώνεται όρθιος. Ο Οδυσσέας τον κοιτάζει με γουρλωμένα μάτια.
«Τι στο διάολο;»
«Τι;»
«Γιατί σηκώθηκες;»
«Τι έπρεπε να κάνω;»
«Να με πάρεις μια αγκαλιά ίσως; Να με φιλήσεις; Δεν ξέρω. Κάτι. Οτιδήποτε»
«Και γιατί να τα κάνω όλα αυτά;»
«Ρωτάς γιατί;»
«Ναι, Οδυσσέα. Ρωτάω γιατί»
Ο Οδυσσέας σηκώνεται επίσης και πιέζει το δάχτυλο του στο στήθος του Αλέξανδρου.
«Εμείς είχαμε τον πρώτο μας καβγά σαν αληθινό ζευγάρι και μόλις τα ξαναφτιάξαμε»
«Και αν συνεχίσεις έτσι, εμείς θα έχουμε και τον δεύτερο καυγά μας πολύ σύντομα»
«Ώστε έτσι, ε; Θέλεις καυγά; Πραγματικό καυγά;»
«Ναι, θέλω έναν πραγματικό καυγά»
«Να σου θυμίσω ότι έχω κάνει δυο χρόνια φυλακή;»
«Πω! Πω! Κοίτα με! Τώρα φοβάμαι τόσο πολύ! Τρέμω!»
«Πολύ καλά λοιπόν!»
Αν και ο Αλέξανδρος περιμένει μια ευθεία επίθεση, μια μπουνιά ή κάτι τέτοιο, ο Οδυσσέας τον αιφνιδιάζει και αντί για αυτό, του βάζει τρικλοποδιά και τον ρίχνει στο πάτωμα πέφτοντας επάνω του. Η πτώση τραντάζει τα πλευρά του Αλέξανδρου και τον κάνει να βογκήξει.
«Ωχ! Άουτς! Γαμώτο!»
«Σε πόνεσα, πριγκίπισσα;»
«Για τον Θεό, Οδυσσέα! Τι είναι αυτό που θέλεις;»
«Θέλω εσένα»
«Και γι' αυτό μου επιτέθηκες;»
«Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα, μωρό μου»
«Δεν το πιστεύω! Τι θα κάνω με σένα; Έλα εδώ, ρε τρελέ!»
Ο Αλέξανδρος αρπάζει το πίσω μέρος του λαιμού του Οδυσσέα, τον τραβάει κοντά του και πιέζει τα χείλη του στα δικά του, απαιτώντας ένα πολύ βαθύ και παθιασμένο φιλί.
«Είχε δίκιο τελικά ο Διεστραμμένος»
«Ο Τζάκος;»
«Βλέπω κατάλαβες αμέσως σε ποιον αναφέρομαι»
«Ναι, αλλά τι σχέση έχει ο Τζάκος;»
«Όταν άφησες το κρεβάτι, τον πήρα τηλέφωνο και τον ρώτησα τι να κάνω»
«Και τι σου είπε;»
«Να παραδεχτώ το λάθος μου, να ζητήσω συγγνώμη και να επιμείνω, ακόμα κι αν τσινήσεις σαν μουλάρι»
«Με είπε μουλάρι;»
«Ναι»
«Είναι πολύ μαλάκας!»
«Ναι, αλλά είχε δίκιο»
«Αυτό δεν αλλάζει το γεγονός ότι είναι μαλάκας»
«Του είπα να φέρει εδώ την Θαλασσινή για να την φιλοξενήσουμε απόψε»
«Και που θα κοιμηθεί;»
«Μαζί σου, στο κρεβάτι»
«Και εσύ;»
«Στον καναπέ»
«Αποκλείεται! Εδώ είναι το σπίτι σου. Δεν θα σ' εξορίσουμε απ' το κρεβάτι σου επειδή ο Τζάκος θέλει να γαμήσει»
«Έλα, μωρέ. Δεν πειράζει»
«Πειράζει και παραπειράζει. Εμείς οι δύο θα κοιμηθούμε κανονικά στο κρεβάτι και η Θαλασσινή θα πάρει τον καναπέ. Αυτή είναι μικροσκοπική και θα χωρέσει άνετα. Εσύ θα ξυπνήσεις πιασμένος»
«Είσαι υπερβολικός»
«Σιωπή! Θα το κάνουμε με τον δικό μου τρόπο»
«Τι θα μου δώσεις αν συμφωνήσω;»
«Τι λες για ένα αφρόλουτρο μαζί;»
«Απορώ γιατί είμαστε ακόμα εδώ;»
Λίγες ώρες αργότερα, λίγο πριν τις εννιά το βράδυ, ο Τζάκος έφερε την Θαλασσινή μαζί του και έμεινε για να πιει έναν καφέ πριν το ραντεβού του με τη Ζαφειρία.
«Λοιπόν, πιτσουνάκια μου; Όλα καλά, έτσι;»
«Αφού ο νέος σου κολλητός ακολούθησε τη συμβουλή σου»
«Παρακαλώ, δεν κάνει τίποτα!»
«Αυτό θα το συζητήσουμε όταν θα είμαστε μόνοι, μαλάκα!»
«Καλά όλα αυτά, αλλά δεν νιώθω άνετα να κοιμηθώ εδώ απόψε. Εσείς θα θέλετε να ... Και δεν θα μπορείτε αν είμαι κι εγώ εδώ»
«Μην το σκέφτεσαι, γλυκιά μου. Πραγματικά δεν υπάρχει πρόβλημα»
«Κι όμως. Εγώ θα μπορούσα να νοικιάσω ένα δωμάτιο στο ξενοδοχείο»
«Και να κοιμηθείς μόνη σου; Ξέχνα το, Ομορφιά μου!»
«Και ποιος σου είπε ότι θα κοιμηθώ μόνη μου;»
«Όπα! Όπα! Τι έχουμε εδώ; Έχεις γκόμενο;»
«Συγγνώμη, Τζάκο, αλλά αυτό δεν είναι δική σου δουλειά!»
«Φυσικά και είναι! Ποιος είναι; Πως τον λένε; Πόσο χρονών είναι; Τι δουλειά κάνει; Πού τον γνώρισες; Πόσο καιρό είστε μαζί; Του έκατσες ή ακόμα;»
«Έη! Για ηρέμησε λίγο, καουμπόι! Περιορίσου σε μία ερώτηση τη φορά»
«Σ' ευχαριστώ, Οδυσσέα μου, αλλά δεν πρόκειται να απαντήσω σε καμία ερώτηση τώρα. Θα μιλήσω όταν είμαι έτοιμη»
Ο Τζάκος κοιτάζει πρώτα τον Αλέξανδρο, που σηκώνει τους ώμους και μετά το ρολόι του.
«Έχε χάρη που πρέπει να φύγω, μικρή, αλλιώς ...»
«Αλλιώς τι; Θα με βασάνιζες για να σου αποκαλύψω τα μυστικά μου;»
«Κάτι τέτοιο»
«Είσαι βλαμμένος!»
«Συμφωνώ!»
«Κι εσύ, Βρούτε Αγαπούλη;»
«Ω, ναι!»
«Συμφωνώ κι εγώ!»
«Η σιωπή μου προς απάντησή σας, κρετίνοι!»
Οι τρεις τους, ο Αλέξανδρος, ο Οδυσσέας και η Θαλασσινή, γελάνε ενώ ο Τζάκος φοράει το σακάκι του και κατευθύνεται προς την πόρτα.
«Τζάκο, περίμενε λίγο!»
«Τι είναι;»
Ο Αλέξανδρος πλησιάζει τον Τζάκο και του μιλάει χαμηλόφωνα.
«Αύριο θα φέρω την Θαλασσινή στο ξενοδοχείο»
«Εντάξει»
«Και θα πω στον Οδυσσέα να έρθει για ν' αράξουμε στην πισίνα»
«Τέλεια ιδέα, αλλά γιατί μου τα λες εμένα; Χρειάζεσαι την άδεια μου;»
«Χρειάζομαι την παρουσία σου»
«Γιατί;»
«Γιατί θέλω να συζητήσω κάτι μαζί σου»
«Σχετικά με τι;»
«Σκέφτομαι να μιλήσω στους γονείς μας»
«Για την ιδιαιτερότητα σου;»
«Ναι»
«Καιρός ήτανε. Από μένα τι θες;»
«Θέλω να είσαι εκεί να με υποστηρίξεις και να με βοηθήσεις αν τα πράγματα πάνε στραβά»
Ο Τζάκος πλαισιώνει τα μάγουλα του αδερφού του.
«Θα το κάνω, αδερφέ. Δεν θα σε άφηνα ποτέ να πολεμήσεις μόνος σου το θηρίο»
«Δεν μιλάς για τον Γέρο-Γιώργο, έτσι;»
«Σίγουρα όχι! Και για κάθε ενδεχόμενο, θα πάρω μαζί μου έναν ή δύο μπρατσομένους σεκιουριτάδες από την εταιρία»
«Καλή σκέψη! Άντε τώρα, πήγαινε γιατί θ' αργήσεις στο ραντεβού σου. Καλά να περάσεις!»
«Κι εσύ, αδερφέ!»
«Σ' ευχαριστώ και να προσέχεις με αυτό το κτήνος που οδηγείς!»
«Πάντα!»
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro