
Πείραξε την Γατούλα, και θ' αντιμετωπίσεις τον Λύκο
~ ΕΠΟΜΕΝΟ ΠΡΩΙ ~ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 19 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2010 ~
~ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΑΡΗ ~ ΚΑΣΤΕΛΑ ~
Αν και βρισκόμαστε στην καρδιά του χειμώνα, η μέρα είναι αρκετά ζεστή και ο ήλιος λάμπει ψηλά στον ουρανό. Έτσι, οι ήρωες μας κάθονται στο μπαλκόνι, πίνουν τον καφέ τους και απολαμβάνουν τη θέα στη θάλασσα. Είναι κουρασμένοι, άυπνοι και έχουν ανόητα χαμόγελα στα πρόσωπά τους. Το ανόητο χαμόγελο που έχουν όλοι όσοι έχουν απολαύσει μια νύχτα αγάπης, ευχαρίστησης και σεξ. Ξαφνικά, ο Άρης αρχίζει να γελάει δυνατά με το κεφάλι ριγμένο πίσω. Η Σελήνη, και όχι μόνο αυτή, τον κοιτάζει με απορία.
«Τι σ' έπιασε, Άρη μου; Γιατί γελάς;»
«Πρέπει να βάλω μια αφίσα στην πόρτα που να λέει 'Καλώς ήρθατε στο σπίτι όπου όλοι πηδιούνται!'»
«Μωρό μου, τι λες; Πώς το ξέρεις;»
«Αχ, αθώα μου Γατούλα! Το μυρίζω επάνω τους. Και επίσης, κοίτα τα μούτρα τους. Υπάρχει μόνο ένας λόγος γι' αυτό το ηλίθιο χαμόγελο. Το πήδημα»
Η Σελήνη κοιτάζει προσεκτικά τα πρόσωπα των φίλων της. Ο Μάρκος και η Τζένη, εντάξει. Είναι λογικό. Αυτό περίμενε μετά τη βοήθεια του Άρη. Αλλά η Χλόη και ο Ορέστης, γιατί; Αυτή τους κοιτάζει καχύποπτα.
«Μήπως έχετε κάτι να μου πείτε; Χλόη;»
Η Χλόη κοκκινίζει και κοιτάζει τον Ορέστη πριν κατεβάσει το κεφάλι της.
«Γιατί σε κοιτάζει αυτή, Ορεστάκο; Τι στο διάολο συμβαίνει εδώ; Υπάρχει κάτι που δεν ξέρω;»
«Γατούλα, μη ρωτάς. Απλά παρατήρησε τη γλώσσα του σώματός τους. Αυτοί προσπαθούν να το κρύψουν, αλλά τα σώματα δεν λένε ποτέ ψέματα»
Η Σελήνη κοιτάζει τον Άρη και εκείνος της κλείνει το μάτι παιχνιδιάρικα. Αυτή μπαίνει κατευθείαν στο θέμα και δίνει ένα θυμωμένο πρόσωπο στον Ορέστη.
«Τι έκανες στην ξαδέρφη μου, Ορέστη Ριζόπουλε;»
«Κούκλα, να σου εξηγήσω. Δεν ... Εννοώ ... Εγώ ...»
Η Χλόη ανοίγει το στόμα της για να υπερασπιστεί τον εραστή της, αλλά η Σελήνη τη σταματάει, σηκώνοντας απότομα το χέρι της.
«Εσύ, σιγανοπαπαδιά, σκάσε και άσε αυτόν να μιλήσει. Γιατί, Ορεστάκο; Εγώ σ' εμπιστεύτηκα και εσύ με πρόδωσες. Δεν το περίμενα αυτό από σένα»
«Κούκλα, συγγνώμη»
Ο Ορέστης κατεβάζει το κεφάλι του ντροπιασμένος και τότε η Σελήνη πηδάει πάνω του με μια κραυγή και τυλίγει τα χέρια της γύρω απ' το λαιμό του. Αυτός την κοιτάζει έκπληκτος.
«Τι;»
«Πίστεψες πραγματικά ότι θα είχα πρόβλημα μ' αυτό, χαζούλη; Είμαι τόσο χαρούμενη! Εσύ και η Χλόη είστε τόσο ταιριαστοί. Σωστά, Λύκε μου;»
«Κοίταξέ με, Βήτα»
Ο Άρης χρησιμοποιεί την άλλη του φωνή και ο Ορέστης γυρίζει αμέσως το κεφάλι του και τον κοιτάζει. Τα μάτια τους φωτίζονται για λίγα δευτερόλεπτα και αμέσως μετά ο Άρης σπάει την επαφή με λίγες λέξεις.
«Φυσικά, Γατούλα. Αυτοί είναι φτιαγμένοι ο ένας για τον άλλον»
Ο Μάρκος σκύβει προς την Τζένη.
«Τι συνέβη μόλις τώρα;»
«Ενδοεπικοινωνία. Έτσι μιλούν αυτοί. Το κάνουν αυτό από τότε που ήταν παιδιά»
«Μιλάνε χωρίς λόγια; Αυτό είναι καταπληκτικό!»
«Ναι, όντως!»
Εντωμεταξύ, η Χλόη αγκαλιάζει την Σελήνη.
«Με τρόμαξες λίγο, μωρή σκύλα, αλλά δεν πειράζει. Σε συγχωρώ!»
«Έκανες καλή επιλογή, ξαδέρφη»
«Το ξέρω»
Τότε, ο Άρης εκφράζει μια απορία.
«Μπορώ να ρωτήσω πού συνέβη, ό,τι κι αν ήταν αυτό; Και τα δύο κρεβάτια ήταν κατειλημμένα»
«Στο τραπέζι της τραπεζαρίας, αλλά μην το δοκιμάσετε. Το καταραμένο είναι πολύ σκληρό. Τα γόνατα και οι αγκώνες μου με πεθαίνουν»
«Κι εμένα η πλάτη μου, αλλά δεν πειράζει! Άξιζε τον κόπο!»
Ο Άρης παίρνει μία χαριτωμένη έκφραση αηδίας που εκνευρίζει τον Ορέστη.
«Δεν αγγίζω ποτέ ξανά αυτό το τραπέζι!»
«Άντε χάσου, ρε!»
«Σ' αυτή την περίπτωση, πρέπει να δούμε τι θα κάνουμε. Ίσως μπορούμε να μικρύνουμε κάπως το σαλόνι και να φτιάξουμε ένα ακόμα δωμάτιο»
Η Σελήνη σουφρώνει τα χείλη, στην προσπάθεια της να σκεφτεί, αλλά αποδεικνύεται ότι δεν χρειάζεται να το κάνει. Ο Μάρκος δίνει την λύση.
«Δεν χρειάζεται να κάνετε τίποτα, Σελήνη. Εμείς θα φύγουμε απόψε. Θα πάμε σ' ένα ξενοδοχείο, μέχρι να γυρίσουμε στην Θεσσαλονίκη»
«Γιατί;»
Η Τζένη σιγοντάρει τον σύντροφο της.
«Γιατί πρέπει. Το σπίτι είναι πολύ μικρό για έξι άτομα. Δεν θέλουμε να γινόμαστε βάρος. Εξάλλου, το δωμάτιο ανήκει στον Ορέστη και αυτός το χρειάζεται τώρα πια»
Η Σελήνη προσπαθεί να διαμαρτυρηθεί, αλλά δεν τα καταφέρνει. Το χτύπημα του κινητού της τη διακόπτει. Αυτή πιάνει τη συσκευή με απορία για το ποιος είναι, αλλά όταν βλέπει το νούμερο στην οθόνη, το όμορφο πρόσωπό της γίνεται κόκκινο από θυμό, αναστατώνοντας τον Άρη.
«Γιατί κοκκίνισες, Γατούλα μου; Ποιος είναι;»
«Ο μπάσταρδος ο πατέρας μου. Που στο διάολο βρήκε το νούμερο μου;»
Ο Ορέστης λέει αυτό που σκέφτονται όλοι.
«Μάλλον απ' τον διευθυντή της τράπεζας όταν τον ενημέρωσε για την ακύρωση του διακανονισμού»
Η Χλόη έχει να προτείνει κάτι.
«Απάντησε του και άσε τον Άρη να μιλήσει»
Η Σελήνη κοιτάζει τον Άρη και αυτός γνέφει καταφατικά. Έτσι, αυτή πατάει το κουμπί και βάζει την κλήση σ' ανοιχτή ακρόαση.
«Τι;»
Ο Άρης, αυτή τη στιγμή, δεν είναι ο ερωτευμένος άντρας που μιλάει στη γυναίκα που αγαπάει. Είναι το άλφα αρσενικό, ο αρχηγός της αγέλης, που υπερασπίζεται την περιοχή του. Ο Λέανδρος Νουβάκης, έκπληκτος απ' τη φωνή του άντρα, αργεί να μιλήσει και εκνευρίζει τον Άρη.
«Είπα, τι;»
«Αυτό δεν είναι το τηλέφωνο της Σελήνης; Δως τη μου. Θέλω να της μιλήσω. Είμαι ο πατέρας της»
«Η Σελήνη δεν θέλει να σου μιλήσει. Μίλα σε μένα»
«Και ποιος είσαι εσύ δηλαδή;»
«Ο άντρας που πρόκειται να παντρευτεί»
«Ποιος; Αποκλείεται! Και ο Πέτρος; Όχι! Όχι! Εμείς δεν το εγκρίνουμε αυτό»
Η Σελήνη είναι έτοιμη να εκραγεί. Ανοίγει το στόμα της να μιλήσει, αλλά η Χλόη την αγκαλιάζει και τη φιμώνει, αφήνοντας τον Άρη να βάλει τον πατέρα της στην θέση του.
«Τι λες, ρε μαλάκα; Πώς τολμάς να λες κάτι τέτοιο μετά απ' όλα όσα της κάνατε; Εσύ και η πουτάνα η γυναίκα σου παραλίγο να την καταστρέψετε. Αφήσατε αυτό το παράσιτο τον Πέτρο να την εκμεταλλευτεί και να την βασανίσει»
«Και ποιος είσαι εσύ για να κρίνεις εμάς και τον Πέτρο;»
«Ποιος είμαι; Είμαι αυτός που την έσωσε, ρε αρχίδι. Αυτός που εκτίμησε τον θησαυρό που κρύβει μέσα της και θα της δώσει όλα όσα της αξίζουν. Αυτός είμαι»
«Εσύ της είπες να ακυρώσει τον διακανονισμό με την τράπεζα;»
«Δεν είμαι σαν εσάς. Αυτή παίρνει τις αποφάσεις πια»
«Αυτό θα μας καταστρέψει. Αυτό θέλει;»
«Ναι, αυτό θέλει, κι αυτό θα κάνει. Θα σας εκδικηθεί όλους. Όσους την πλήγωσαν, και εγώ θα τη βοηθήσω να το πετύχει»
«Να της πεις ότι είναι αχάριστη»
«Άκου να σου πω, ρε μπάσταρδε. Μην τολμήσεις να ξαναενοχλήσεις τη Σελήνη γιατί θα σε βρω και θα σε θάψω ζωντανό. Το κατάλαβες αυτό; Και αν νομίζεις ότι λέω λόγια του αέρα, ρώτα αυτόν τον μαλάκα τον Πέτρο να σου πει ποιος είμαι και τι μπορώ να κάνω. Άντε μου στο διάολο τώρα!»
Μόλις ο Άρης κλείνει το τηλέφωνο, η Σελήνη τρέχει στην αγκαλιά του, ενώ ο Ορέστης απορεί για κάτι.
«Τι μαλάκας! Πραγματικά αναρωτιέμαι πώς ένας άνθρωπος σαν αυτόν γέννησε ένα πλάσμα σαν τη Σελήνη μας»
«Δεν έχεις δει τίποτα ακόμα, μωρό μου. Περίμενε μέχρι να γνωρίσεις την μητέρα της, ή τους γονείς μου και την αγαπημένη μου αδερφή. Μπλιαχ!»
«Εγώ τους ξέρω, δυστυχώς, και συμφωνώ με την Χλόη. Μπλιαχ!»
«Και όταν εγώ ήμουν έφηβη, νόμιζα ότι οι γονείς μου ήταν τέρατα γιατί δεν μ' άφηναν να μείνω έξω μέχρι αργά. Πόσο ηλίθια ήμουν!»
Καθώς οι άλλοι τέσσερεις μιλούν μεταξύ τους, ο Άρης νοιάζεται μονάχα για την Σελήνη του.
«Πώς νιώθεις, ψυχή μου;»
«Ευτυχισμένη. Αυτοί αρχίζουν να υποφέρουν, και το ευχαριστιέμαι τόσο πολύ. Άρη, σ' ευχαριστώ. Αν δεν ήσουν εσύ, θα ήμουν ακόμα ένα πρόβατο στο μαντρί της κόλασης. Είσαι ο καλός λύκος στο παραμύθι μου»
«Κι εσύ είσαι η μικρή μου γατούλα»
Ο Ορέστης δίνει μια ελαφριά αγκωνιά στον κολλητό του.
«Η αφίσα που είπες πριν κανονικά πρέπει να λέει κάτι σαν 'Πείραξε την Γατούλα, και θ' αντιμετωπίσεις τον Λύκο'»
Η Χλόη πηγαίνει και κάθεται στα πόδια του Ορέστη.
«Γιατί κάθε μικρή γατούλα χρειάζεται τον δικό της λύκο»
Αυτός την αγκαλιάζει.
«Και κάθε τέρας χρειάζεται την πεντάμορφη του»
«Εσύ είσαι το τέρας; Και τι; Θα μεταμορφωθείς σε πρίγκιπα;»
Ο Άρης γελάει και ο Ορέστης δείχνει τα δόντια του.
«Γιατί, ρε ηλίθιε; Έχεις κάποιο πρόβλημα;»
Η Σελήνη πηγαίνει και κάθεται κι αυτή στα πόδια του Άρη.
«Έη! Έη! Αντί να τσακώνεστε, γιατί δεν μιλάμε για κάτι πιο ευχάριστο;»
«Σαν τι, Φεγγαράκι;»
«Για παράδειγμα, τι ακριβώς κάνατε εσύ, αγαπημένη μου ξαδέρφη, και η άλλη η δεσποινίδα από κει χθες το βράδυ. Πεθαίνω ν' ακούσω τις λεπτομέρειες»
«Εσύ είσαι πρόθυμη να μοιραστείς τις δικές σου μαζί μας;»
«Εννοείται»
Ο Άρης πανικοβάλλεται κάπως.
«Ουάου! Τώρα σοβαρεύουνε τα πράγματα. Καλύτερα να πηγαίνουμε, παιδιά. Έχουμε δουλειά να κάνουμε»
«Γιατί, Λύκε μου; Ντρέπεσαι για κάτι;»
Αυτός σηκώνεται, στέκεται μπροστά στη Σελήνη και την αρπάζει απ' το πηγούνι.
«Ξέρεις ότι αυτό δεν είναι αλήθεια. Φεύγω γιατί αν σ' ακούσω να περιγράφεις με λεπτομέρειες τι σου 'κάνα χθες βράδυ, θα με καυλώσεις και θα σε γαμήσω τόσο σκληρά, εδώ και τώρα, πάνω στο τραπεζάκι του σαλονιού, μπροστά σ' όλους μέχρι να με παρακαλέσεις για έλεος»
«Ω!»
«Ακριβώς! Πάμε, παιδιά!»
Τ' αγόρια αφήνουν τα κορίτσια στο μπαλκόνι και μπαίνουν στο σαλόνι.
«Λοιπόν, εγώ θα πάω πρώτα στο κλαμπ να βρω τον Νέγρο και να πάρω τις επιταγές του Πέτρου. Προτιμώ να τις έχω εδώ παρά εκεί. Μετά θα περάσω μια βόλτα απ' την αντιπροσωπεία για να δω τι παίζει και μετά θα γυρίσω εδώ. Εσύ, Μάρκο;»
«Θα συναντηθώ με τον ιδιοκτήτη του σπιτιού και θα πάω μαζί του στον συμβολαιογράφο για να υπογράψει ένα προσύμφωνο για την αγορά και μετά θα επιστρέψω εδώ για να βοηθήσω την Τζένη να πακετάρει»
«Μάρκο, πραγματικά δεν χρειάζεται να φύγετε. Θα βρούμε μια λύση με τα δωμάτια»
«Πρέπει να φύγουμε, Άρη. Όχι μόνο για σας, αλλά και για μας. Πρέπει να μείνουμε μόνοι για λίγο. Ελπίζω να καταλαβαίνεις. Και επίσης, θέλω να σ' ευχαριστήσω ξανά για όλα. Μου φέρθηκες σπαθί ενώ εγώ ... Τέλος πάντων! Θέλω να ξέρεις ότι μπορείς να βασιστείς σε μένα αν χρειαστείς οτιδήποτε»
«Μη μ' ευχαριστείς. Εγώ ήθελα να σε τσιμεντώσω και να σε πετάξω στο Πόρτο Λεόνε, αλλά η Σελήνη δεν μ' άφησε»
«Ίσως δεν έπρεπε να την ακούσεις»
«Κοίτα! Η Σελήνη σε συγχώρεσε, οπότε δεν μένει τίποτα για μένα. Επίσης έχεις βοηθήσει πολύ με το σπίτι. Ας αφήσουμε λοιπόν το παρελθόν εκεί που ανήκει. Πίσω μας»
«Εντάξει»
Ο Άρης στρέφεται στον Ορέστη.
«Τι γίνεται με σένα, κρυφέ εραστή; Τι θα κάνεις;»
«Εγώ, μεγάλε πηδηχταρά, θ' αφήσω την φωτογραφική μηχανή για συντήρηση και μετά θα πάω στο στούντιο να κανονίσω κάποιες λεπτομέρειες για τ' αυριανό δείπνο»
«Αύριο, ε; Μχμμμ ... Τι θα κάνεις με την Χλόη;»
«Θα έρθει μαζί μας. Θα ενημερώσω τη Μαίρη ότι θα είμαστε ένα άτομο ακόμα»
«Χαίρομαι πολύ για σένα, Βήτα. Η αγέλη μεγαλώνει, και αυτό είναι υπέροχο»
~ ΜΕΣΗΜΕΡΙ ΤΗΣ ΙΔΙΑΣ ΜΕΡΑΣ ~ ΞΑΝΑ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΑΡΗ ~ ΚΑΣΤΕΛΑ ~
~ ΔΩΜΑΤΙΟ ΤΟΥ ΟΡΕΣΤΗ ~
Ο Μάρκος και η Τζένη έχουν ήδη φύγει και ο Ορέστης πήρε πίσω το δωμάτιό του, αλλά με μια διαφορά. Τώρα έχει συγκάτοικο. Μια γυναίκα με κόκκινα μαλλιά και μελί μάτια που αστράφτουν κάθε φορά που τον κοιτάζει. Όπως τώρα, που αυτή τακτοποιεί τα ρούχα της στην ντουλάπα, φορώντας μονάχα ένα διάφανο νυχτικό, και αυτός είναι ξαπλωμένος στο κρεβάτι και απολαμβάνει τη θέα.
«Η ντουλάπα σου είναι χάλια, βρε μωρό μου. Πώς μπορείς και βρίσκεις τα ρούχα σου εδώ μέσα;»
«Είναι ταλέντο»
«Άστα αυτά. Είσαι ακατάστατος. Είδα και την ντουλάπα του Άρη. Ουράνια τελειότητα»
«Αυτός είναι control freak. Ένας ψυχαναγκαστικός μανιακός. Φαντάσου ότι με επιπλήττει αν πιέσω την οδοντόκρεμα στη μέση ή βάλω το χαρτί υγείας ανάποδα»
Η Χλόη γελάει.
«Πώς μπορεί το χαρτί να είναι ανάποδα;»
«Έλα ντε; Εσύ πες μου. Με την άκρη προς τα μέσα λέει. Μαλακίες. Μια φορά ξέμεινα από αφρό ξυρίσματος και δανείστηκα το δικό του. Όταν το επέστρεψα, το έβαλα με την ετικέτα προς τα πίσω και ξέρεις τι μου έκανε; Κάλυψε την λεκάνη με μεμβράνη. Μπορείς να μαντέψεις τι συνέβη όταν πήγα να κατουρήσω. Καταστροφή! Δύο ώρες σφουγγάριζα μετά»
Αυτή γελάει ακόμα πιο δυνατά.
«Καημενούλη μου!»
«Ναι! Ναι! Με βασανίζει όλη την ώρα»
«Δεν χρειάζεται να φοβάσαι πια. Τώρα έχεις εμένα να σε προστατεύω»
«Τώρα ησύχασα!»
Αυτός γελάει επίσης.
«Μη γελάς! Σοβαρολογώ»
«Το ξέρω, μωρό μου! Έλα εδώ!»
«Έχω δουλειά όπως βλέπεις»
«Είπα έλα εδώ! Μη μ' αναγκάσεις να έρθω εγώ εκεί»
Αυτή του βγάζει τη γλώσσα και συνεχίζει να τακτοποιεί τα ρούχα της.
«Εντάξει, ομορφιά μου. Απλά θυμήσου ότι πήγες γυρεύοντας!»
Μ' ένα άλμα, φτάνει πίσω της και τυλίγει τα χέρια του γύρω απ' τη μέση της.
«Ορέστη, σταμάτα! Έχω δουλειά να κάνω»
«Μπορείς να το κάνεις αργότερα αυτό. Εγώ όμως δεν μπορώ να περιμένω»
Αρχίζει να τη φιλάει, απ' τον ώμο μέχρι τον λαιμό. Εκείνη γέρνει το κεφάλι της στο πλάι.
«Είσαι ανυπόμονος και αχόρταγος και ...»
«Και τι άλλο;»
«Όμορφος και καυτός και σέξι»
Τα χέρια του θωπεύουν τον ζουμερό πισινό της.
«Και με θέλεις;»
«Πολύ»
«Πάρε με τότε»
«Ξέρεις κάτι; Αυτό ακριβώς θα κάνω. Ξάπλωσε! Και εννοώ τώρα!»
«Ουάου! Μ' αρέσει όταν μου δίνεις τέτοιες διαταγές»
Αυτός ξαπλώνει ξανά και αυτή πλησιάζει αργά και αισθησιακά το κρεβάτι, ανεβαίνει πάνω του και τον καβαλάει.
«Ορέστη, θέλω να σε ρωτήσω κάτι»
«Τώρα; Δεν μπορεί να περιμένει;»
«Βασικά, όχι»
«Κουνήσου λίγο και ρώτα με ό,τι θέλεις»
Αυτή γελάει καθώς αρχίζει να τρίβεται πάνω του, νιώθοντας την απόδειξη του πόθου του για κείνη να σκληραίνει ανάμεσα στα πόδια της.
«Ρώτα με τώρα»
«Εσύ και ο Άρης έχετε τις ίδιες προτιμήσεις;»
«Προτιμήσεις;»
«Στο κρεβάτι, εννοώ»
«Α, μάλιστα!»
«Η Σελήνη μου έδειξε τα παιχνίδια τους»
«Και τι; Σου άρεσαν;»
«Δεν ξέρω. Δεν έχω ξανακάνει κάτι τέτοιο, αλλά η Σελήνη μου είπε πόσο φοβερό είναι»
Αυτός την σπρώχνει λίγο πίσω και αρχίζει να πειράζει την κλειτορίδα της με τον αντίχειρά του πάνω απ' την κιλότα της. Αυτή κάνει καμάρα την πλάτη της και συνεχίζει να τρίβεται πάνω του, μουγκανίζοντας.
«Σ' αρέσει αυτό;»
«Πολύ»
«Πες μου τώρα τι θέλεις πραγματικά»
«Θέλω αυτό που θέλεις, ό,τι κι αν είναι αυτό. Θέλω να γίνω αυτό που χρειάζεσαι. Μια υποτακτικός ή μία αφέντρα. Μπορώ να γίνω ό,τι θέλεις»
«Κι αν θέλω έναν ισότιμο σύντροφο; Ούτε από πάνω μου, ούτε από κάτω μου, αλλά δίπλα μου; Αν θέλω ν' αποφασίζουμε μαζί αν θέλουμε να κάνουμε έρωτα ρομαντικά και ήρεμα ή να πηδηχτούμε άγρια και πρόστυχα. Μπορείς να μου το δώσεις αυτό;»
«Μπορώ να σου δώσω τα πάντα»
«Τότε έχουμε συμφωνία»
Αυτή βγάζει το νυχτικό και την κιλότα της και τον βοηθάει ν' απαλλαγεί και απ' τα δικά του.
«Χθες βράδυ έκανες εσύ όλη τη δουλειά, και αφού είμαστε ίσοι, σήμερα είναι η σειρά μου. Σωστά;»
«Σωστά, μωρό μου»
«Τότε, αγαπημένε μου ισότιμε σύντροφε, επίτρεψε μου να πάρω αυτό το φοβερό καβλί σου στο στόμα μου»
«Με μεγάλη μου χαρά»
«Ευχαριστώ!»
Αυτή γέρνει επάνω του, παίρνει το πέος του στο στόμα της και αρχίζει να πιπιλάει τη βάλανο ενώ τον ικανοποιεί με το χέρι της. Το φρέσκο άρωμα βανίλιας μπαίνει στα ρουθούνια της και η γλυκιά του αρρενωπή γεύση πλημμυρίζει το στόμα της. Τ' αυτιά της γεμίζουν με τα βαθιά μουγκρητά που βγαίνουν απ' το στόμα του και το δέρμα στο λαιμό της τρέμει κάτω απ' το απαλό άγγιγμά του.
Σηκώνει το βλέμμα της και τον κοιτάζει να της χαμογελά και να δαγκώνει τα χείλη του. Η απόλαυση είναι γραμμένη σ' όλο του το πρόσωπό και τα αξιολάτρευτα καστανά του μάτια έχουν χάσει το χρώμα τους επειδή οι κόρες είναι τόσο διεσταλμένες απ τον πόθο του, που έχουν καταπιεί τις ίριδες. Αυτός είναι ο Ορέστης της. Ο άντρας με την κρυμμένη γλυκιά δύναμη. Ο άντρας που είναι πρόθυμος να γίνει πρίγκιπας μόνο για εκείνη.
Και μιλώντας για δύναμη, ξαφνικά, χωρίς αυτή να το περιμένει, αυτός την αρπάζει απ' τα μαλλιά και την αναγκάζει να τον ξανακοιτάξει.
«Αρκετά μ' αυτό. Έλα να γαμηθούμε τώρα»
Αυτή πηδάει πάνω του, γελώντας και κάνοντας κι αυτόν να γελάσει, πριν βογκήξουν και οι δύο όταν αυτός βυθίζεται μέσα της. Τα μουγκρητά τους εντείνονται όταν αυτός, που την κρατάει ακόμα απ' τα μαλλιά, αρχίζει να κινείται πάνω-κάτω και εκείνη συγχρονίζεται μαζί του.
«Γαμώτο! Είσαι τόσο υγρή»
«Για σένα. Μόνο για σένα»
«Με τρελαίνεις»
«Κι εσύ είσαι τόσο σκληρός»
«Για σένα. Μόνο για σένα»
Αυτοί μοιράζονται τον έλεγχο. Ο ένας δίνει και η άλλη παίρνει και το αντίστροφο. Εκείνη του δίνει ευχαρίστηση και εκείνος της δίνει ικανοποίηση. Μοιράζονται τα πάντα! Σωματικά υγρά, φιλιά, αγάπη και οργασμούς!
*
Λίγο αργότερα, έχοντας ηρεμήσει απ' την ένταση της συνεύρεσης, ο Ορέστης είναι ξαπλωμένος ανάσκελα και η Χλόη ακουμπάει το κεφάλι της στο στήθος του.
«Ορέστη;»
«Μμμμ ...;»
«Πιστεύεις ότι θα μπορέσεις να μ' αγαπήσεις μια μέρα;»
«Γιατί το ρωτάς αυτό;»
«Γιατί φοβάμαι»
«Τι φοβάσαι;»
«Ότι αν δεν καταφέρω να σε κάνω να μ' αγαπήσεις, κάποια στιγμή θα με βαρεθείς και θα μ' αφήσεις»
«Δεν χρειάζεται να φοβάσαι»
«Τι σημαίνει αυτό;»
«Σημαίνει ότι κρατάς ένα λουρί στο χέρι σου και εγώ είμαι πρόθυμος να σκύψω για να το περάσεις στο λαιμό μου»
«Εννοείς αυτό που νομίζω ότι εννοείς;»
«Ναι, ομορφιά μου! Αυτό ακριβώς εννοώ. Πριν σε γνωρίσω, γελούσα με τον Άρη και την αγάπη του για τη Σελήνη και εκείνος μου έλεγε ότι θα καταλάβω τι σημαίνει όταν ερωτευτώ»
«Και; Ερωτεύτηκες;»
«Ναι, μωρό μου! Ερωτεύτηκα. Εσένα. Απ' την πρώτη στιγμή»
«Αχ, Ορέστη! Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο χαρούμενη με κάνεις»
«Αυτό σημαίνει ότι είσαι κι εσύ ερωτευμένη μαζί μου;»
«Φυσικά, χαζούλη! Ήσουν τόσο χαριτωμένος έτσι όπως σου έτρεχαν τα σάλια. Δεν μπόρεσα ν' αντισταθώ»
Αυτή γελάει κι εκείνος συνοφρυώνεται.
«Έτσι, ε;»
«Έτσι»
«Ναι, αλλά, ξεχνάς κάτι»
«Τι;»
«Ξέρω πού γαργαλιέσαι»
«Δεν θα τολμήσεις!»
«Κοίτα με!»
Και χωρίς δισταγμό, αυτός αρχίζει να την γαργαλάει χαμηλά στα πλευρά, και αυτή γελάει υστερικά.
«Ορέστη, σταμάτα!»
«Ικέτευσε και θα το σκεφτώ»
«Σε ικετεύω! Σε ικετεύω, σταμάτα!»
«Όχι!»
~ ΔΩΜΑΤΙΟ ΤΟΥ ΑΡΗ ~
Η Σελήνη, φορώντας μονάχα ένα πουκάμισο του Άρη, κάθεται οκλαδόν στο κρεβάτι και κοιτάζει τις επιταγές του Πέτρου και το προσύμφωνο του σπιτιού. Ο Άρης, φορώντας μόνο ένα σλιπάκι, κάνει push-ups στο πάτωμα. Το θέαμα είναι τόσο εντυπωσιακό που δεν την αφήνει αδιάφορη. Αυτή βάζει τα χαρτιά στο κομοδίνο και, γυρνώντας το σώμα της, ξαπλώνει μπρούμητα και ακουμπάει το σαγόνι της στα χέρια της καθώς καρφώνει τα μάτια της στον πισινό του.
«Θα γυμνάζεσαι για πολύ ακόμα;»
«Γιατί, Γατούλα; Σ' ενοχλώ;»
«Ναι. Δεν μπορώ να σε βλέπω να κινείσαι έτσι χωρίς να είμαι από κάτω σου»
Αυτός γυρίζει το κεφάλι και την κοιτάζει σηκώνοντας ένα φρύδι.
«Και τι σ' εμποδίζει να έρθεις;»
Αυτή σηκώνεται απ' το κρεβάτι τόσο απότομα που σχεδόν πέφτει στο πάτωμα επειδή τα πόδια της μπερδεύονται με τα σεντόνια. Αυτός γελάει.
«Ήρεμα, Γατούλα. Μην βιάζεσαι. Δεν πάω πουθενά»
«Πολύ αστείο! Απλά παραπάτησα»
«Ναι. Ναι. Σε πιστεύω! Έλα, μπες από κάτω μου»
Αυτή γλιστράει κάτω απ' το σώμα του και αυτός αρχίζει να κάνει ξανά push-ups. Τις λίγες στιγμές που το σώμα του αγγίζει το δικό της, αυτή νιώθει ανατριχίλες σ' όλο της το κορμί, ενώ τις στιγμές που αυτός απομακρύνεται, δυσφορία απλώνεται πάνω της. Το βλέμμα της πλανιέται στο σώμα του. Θαυμάζει το τέλεια σχηματισμένο στήθος του, τους φαρδιούς ώμους του, τους ατσάλινους δικέφαλους στα μπράτσα του, τις φλέβες που πάλλονται στους πήχεις του. Το γνωστό αίσθημα καψίματος ανάμεσα στα πόδια της κάνει την εμφάνιση του και απλώνεται σ' όλο της το σώμα με γρήγορους ρυθμούς.
«Αφέντη μου, ζεσταίνομαι»
«Θέλεις να σου βγάλω αυτό που φοράς;»
«Ναι»
Αυτός γονατίζει από πάνω της και κρατά τους μηρούς της αιχμάλωτους με τους δικούς του. Με τα επιδέξια δάχτυλά του, ξεκουμπώνει το ένα κουμπί του πουκαμίσου μετά το άλλο, εκθέτοντας το γυμνό στήθος της με τις σκληρές ρόγες, τις οποίες πειράζει ακόμη περισσότερο με τους αντίχειρές του, αναγκάζοντας την ν' αναστενάξει.
«Είσαι καυλωμένη, Γατούλα;»
«Πολύ»
«Και τι θέλεις;»
«Τον αφέντη μου»
«Τι θέλεις να σου κάνω;»
«Να μ' αγγίξεις χωρίς να χρησιμοποιήσεις τα χέρια σου»
«Μμμμ ... Η μικρή μου γατούλα θέλει να τη γλείψει ο κακός της λύκος;»
«Ναι»
«Για να δούμε λοιπόν»
Αυτός σηκώνεται και της προσφέρει τα χέρια του. Αυτή του δίνει τα δικά της και την σηκώνει, αφήνοντας το πουκάμισο να πέσει απ' τους ώμους της. Προχωρώντας αργά και χαϊδεύοντας τα πόδια της, της βγάζει την κιλότα, την φέρνει κοντά στη μύτη του και παίρνει μια βαθιά ανάσα.
«Μμμμ ... Μπορώ να μυρίσω την καύλα σου στην κιλότα σου»
Αυτή τον κοιτάζει, βλεφαρίζοντας καθώς αυτός πετάει το εσώρουχο πάνω απ' τον ώμο του και την σπρώχνει στο κρεβάτι.
«Σήκωσε τα πόδια σου»
Με έναν βαθύ αναστεναγμό, αυτή εκτελεί την εντολή του και βάζει τα πόδια της στους ειδικούς κρίκους που κρέμονται απ' το ταβάνι με αλυσίδες. Έχοντας πλήρη θέα, αυτός σκύβει και φέρνει τη μύτη του κοντά στην κλειτορίδα της, εισπνέοντας ξανά.
«Λατρεύω τη μυρωδιά του μουνιού σου. Με καυλώνει τόσο πολύ!»
Η καυτή του ανάσα, μαζί με τα λόγια του, την κάνουν να δονείται.
«Αλλά περισσότερο απ' οτιδήποτε άλλο, είναι η γεύση σου. Είσαι νόστιμη, Γατούλα και θέλω να σε καταβροχθίσω κομμάτι-κομμάτι!»
Αυτή, χωρίς να μιλάει, τον κοιτάζει καθώς της δένει τα χέρια μεταξύ τους με χειροπέδες και της κλείνει τα μάτια με ένα μεταξωτό μαντήλι. Τυφλή πια, τον αισθάνεται να ξεφορτώνεται το σλιπάκι του, που το μόνο που κάνει είναι να περιορίζει την καυλωμένη του στύση, να γονατίζει και να βυθίζει το πρόσωπό του ανάμεσά στα πόδια της.
Αυτή φωνάζει όταν αυτός χώνει τη γλώσσα του βαθιά στον κόλπο της και ρουφάει δυνατά. Κάθε κίνηση της γλώσσας του μέσα της φέρνει τον οργασμό όλο και πιο κοντά. Το σώμα της γυαλίζει απ' τον ιδρώτα και η αναπνοή της τρέχει μέσα κι έξω απ' τους πνεύμονές της, καθώς πολλαπλοί οργασμοί συγκλονίζουν το κορμί της. Μια ακόμα κραυγή φεύγει απ' το στόμα της όταν αυτός, γρυλίζοντας, τραβάει τα πόδια της απ' τους κρίκους, τη σηκώνει και την ρίχνει κυριολεκτικά στους ώμους του, σπρώχνοντας τη γλώσσα του ακόμα πιο βαθιά μέσα της.
Και ενώ αυτή έχει χάσει το μέτρημα των οργασμών της, αυτός δεν έχει ικανοποιήσει ακόμα την πείνα του. Έτσι, την αφήνει να γλιστρήσει και να προσγειωθεί στο πέος του, περνώντας το κεφάλι του μέσα στα δεμένα χέρια της. Αυτή βογκάει όταν όλο του το μήκος εισβάλει μέσα της με δύναμη.
«Και τώρα, Γατούλα, ο αφέντης σου θα σε πάει βόλτα»
Χωρίς δυσκολία, αυτός σηκώνεται απ' το κρεβάτι και αρχίζει να περπατάει γύρω-γύρω στο δωμάτιο με εκείνη να κινείται πάνω-κάτω στο πέος του. Τα μουγκρητά της ηδονής του φτάνουν στ' αυτιά της καθώς ο πόνος ανάμεσα στα πόδια της δυναμώνει. Τα δυνατά χέρια του σφίγγουν τον κώλο της καθώς την σπρώχνει δυνατά και χώνεται βαθιά μέσα της, κάνοντάς την να λαχανιάσει πριν σκύψει πάνω απ' τ' αυτί της και της ψιθυρίσει κάτι.
«Δεν το χορταίνω το μουνί σου. Αν μπορούσα, θα σε γαμούσα ασταμάτητα. Όλη μέρα κι όλη νύχτα. Χωρίς ανάσα. Χωρίς σταματημό. Είσαι το καλύτερο μουνί που έχω γαμήσει ποτέ, και είσαι δικιά μου. Μόνο δικιά μου»
Αυτή κουνάει το κεφάλι της, αλλά δεν του είναι αρκετό. Με μια κίνηση, τραβάει το μαντήλι και την κοιτάζει βαθιά στα μάτια.
«Πες το μου. Θέλω να σ' ακούσω να το λες»
Αυτή παίρνει μια βαθιά ανάσα και μιλάει πάνω στα χείλη του.
«Είμαι δικιά σου. Μόνο δικιά σου. Για πάντα δικιά σου. Είσαι ο αφέντης μου και είμαι η σκλάβα σου»
Αυτός πέφτει ξανά στο κρεβάτι και κρύβει το πρόσωπό του στο λαιμό της, συνεχίζοντας να μιλάει.
«Είσαι το φεγγάρι που φωτίζει τον ουρανό μου με τη λάμψη σου κι εγώ είμαι ο λύκος που ουρλιάζει με λαχτάρα για την ψυχή σου»
Εκείνη, έχοντας πάρει την άδεια να μιλήσει, του εξομολογείται κάτι πολύ όμορφο.
«Κι εγώ θα κάνω ότι μπορώ για να σε κάνω να καταλάβεις ότι κάθε γυναίκα πριν από μένα ήταν ένα λάθος και κάθε γυναίκα μετά από μένα θα είναι καταστροφή»
«Δεν μπορώ να σβήσω το παρελθόν μου, αλλά μπορώ να σου υποσχεθώ ότι δεν θα υπάρξει ποτέ άλλη γυναίκα μετά από σένα. Είσαι ο τελευταίος μου σταθμός, Σελήνη. Το λιμάνι μου. Το σπίτι μου»
«Μου αρκεί, Αφέντη»
«Κράτα με σφιχτά»
Αυτή τον σφίγγει πάνω της καθώς εκείνος εκρήγνυται καυτός μέσα της, δίνοντάς της έναν τελευταίο οργασμό.
*
Και όπως κάθε φορά, ικανοποιημένοι, με τη γλυκιά κούραση της συνεύρεσης στα πρόσωπά τους, το κορμί της Σελήνης ηρεμεί μέσα στην αγκαλιά του Άρη, που είναι έτοιμος ν' αποκοιμηθεί.
«Άρη;»
«Μμμμ ...;»
«Ξέρω ότι σε ρώτησα ξανά και δεν μου απάντησες, αλλά μιας και τ' ανέφερες πριν, θέλω να μου απαντήσεις τώρα»
«Και τώρα εγώ πρέπει να βγάλω νόημα απ' αυτό που είπες και μάλιστα ν' απαντήσω και σε κάτι. Ποιος νομίζεις ότι είμαι, Γατούλα; Ο μάντης Κάλχας; Ρώτα με ευθέως αυτό που θέλεις να μάθεις»
«Με πόσες γυναίκες έχεις πάει πριν από μένα;»
«Μάλιστα»
«Πες μου. Εσύ ξέρεις για μένα. Εγώ γιατί να μην ξέρω για σένα;»
«Είναι τόσο σημαντικό για σένα;»
«Ναι, είναι. Σε παρακαλώ, Λύκε, πες μου»
«Με πολλές»
«Πόσες; Πες μου έναν αριθμό»
«Δεν τις μέτρησα»
«Πες μου στο περίπου. Εκατό; Διακόσες; Τριακόσες; Περισσότερες ...;»
«Δεν θα σταματήσεις, ε;»
«Όχι αν δεν μου πεις»
«Εντάξει, πεισματάρα Γατούλα. Αφού θέλεις τόσο πολύ να μάθεις, περίπου χίλιες. Ευχαριστήθηκες τώρα;»
Αυτός την νιώθει να παίρνει μια βαθιά ανάσα και βρίζει τον εαυτό του.
«Το ήξερα ο μαλάκας. Δεν έπρεπε ν' ανοίξω το στόμα μου. Γαμώτο!»
Αυτή ξαναβρίσκει την φωνή της.
«Όχι. Όχι! Απλώς ... Ήταν λίγο ξαφνικό, αυτό είναι όλο. Ήξερα ότι ήταν πολλές, αλλά όχι τόσες πολλές»
«Συγγνώμη»
«Μην είσαι ανόητος. Δεν έχεις λόγο να ζητάς συγγνώμη. Πες μου κάτι άλλο τώρα»
«Δεν υπάρχει περίπτωση!»
Αυτή γελάει.
«Μην κάνεις σαν μωρό»
«Εντάξει, αλλά μη με κάνεις να το μετανιώσω»
«Το υπόσχομαι»
«Άντε πες»
«Τι έχω εγώ που δεν είχαν οι άλλες;»
«Κοίτα! Δεν μπορώ εύκολα να το εκφράσω με λόγια. Όλες οι άλλες ερεθίζανε απλά το σώμα μου. Εσύ επηρεάζεις τα πάντα. Το σώμα, το μυαλό, την καρδιά, την ψυχή, τις αισθήσεις μου. Τα πάντα»
«Ουάου! Ήξερα ότι ήμουν cool, αλλά όχι τόσο πολύ. Ένα ζήτω για την Σελήνη!»
Αυτός καλύπτει τα μάτια του με το χέρι του και κουνάει το κεφάλι του, καγχάζοντας.
«Τι θα κάνω μαζί σου;»
«Θα μ' αγαπάς, θα μ' αγκαλιάζεις, θα με φιλάς, θα με προστατεύεις, θα μ' ανέχεσαι και θα με γαμάς, κάθε μέρα, για το υπόλοιπο της ζωής σου»
«Έτσι, ε;»
«Ναι, έτσι. Λυπάμαι, Λύκε, αλλά κόλλησες μαζί μου και θα πρέπει να μ' ανεχτείς»
Αυτός γελάει κι εκείνη τον μιμείται.
«Σ' αγαπάω, ρε γαμώτο!»
«Κι εγώ σ' αγαπάω!»
«Έλα, δώσε μου ένα φιλί! Γρήγορα! Γρήγορα!»
«Αμέσως, Αφέντη μου!»
*
~ ΑΡΓΑ Τ' ΑΠΟΓΕΥΜΑ ~ ΣΤΟ ΣΑΛΟΝΙ ~
Ο Ορέστης κάθεται στη μεγάλη πολυθρόνα, με την Χλόη στην αγκαλιά του, και παίζει με τα μαλλιά της. Ο Άρης είναι ξαπλωμένος στον καναπέ, με τη Σελήνη αραγμένη πάνω του, και έχει τα χέρια του στον πισινό της μέσα απ' τις πιτζάμες της. Ξαφνικά, ο Ορέστης έχει μία επιφοίτηση.
«Γαμώτο! Το ξέχασα! Σκατά! Τι ώρα είναι;»
«Γιατί; Θα πάρεις χάπι;»
«Όχι, ρε μαλάκα. Ξέχασα να τηλεφωνήσω στη Μαίρη για να της πω για τη Χλόη. Πέστε μου τι ώρα είναι!»
Η Σελήνη κοιτάζει το ρολόι της.
«Μην ανησυχείς, Ορεστάκο. Μπορείς να της τηλεφωνήσεις τώρα. Είναι μόνο οχτώ και μισή. Είναι νωρίς ακόμα»
Ο Ορέστης ξεφυσάει με ανακούφιση.
«Χλόη, μωρό μου, σε παρακαλώ, πιάσε μου το τηλέφωνο»
«Τι γλυκό! Είπε παρακαλώ»
«Εσύ γιατί δεν πας να γαμηθείς;»
Η Σελήνη, γελώντας, απευθύνεται στην Χλόη.
«Γιατί είναι τόσο τσιτωμένος αυτός; Δεν τον ικανοποίησες σήμερα;»
«Πολλές φορές, αλλά το μωρό μου είναι αχόρταγο»
«Θα ξεράσω!»
Οι τρεις τους γελούν και ο Ορέστης γυρίζει τα μάτια του.
«Είστε ένα μάτσο ηλίθιοι. Τώρα σκάστε και αφήστε με να τηλεφωνήσω»
Η Σελήνη ανασηκώνεται και κάθεται ανάμεσα στα πόδια του Άρη.
«Βάλτο ανοιχτή ακρόαση. Θέλω ν' ακούσω τη φωνή της»
Ο Ορέστης καλεί τον αριθμό του σπιτιού της Μαίρης και πατάει το κουμπί της ανοιχτής ακρόασης, αλλά τρία ντριν μετά, αντί για τη φωνή της Μαίρης, μια άλλη πολύ γλυκιά φωνούλα βγαίνει απ' το τηλέφωνο.
«Εμπρός;»
«Γεια σου, γλυκιά μου»
«Γεια»
«Πώς σε λένε;»
«Εύα Ηλιοπούλου. Εσένα;»
«Εμένα με λένε Ορέστη;»
«Και τι θέλεις, Ορέστη;»
«Θέλω να μιλήσω στη μαμά σου»
«Η μανούλα μου δεν είναι εδώ. Είμαι μόνο εγώ, ο μπαμπάς μου και ο Τηλέμαχος, ο σκύλος μου, εδώ τώρα»
«Τότε δώσε μου να μιλήσω στον μπαμπά σου»
«Εντάξει ... Μπαμπά ...; Μπαμπάκα ...;»
Μια μελωδική ανδρική φωνή ακούγεται απ' το βάθος.
«Τι θέλεις, Πριγκίπισσα;»
«Ο Ορέστης είναι στο τηλέφωνο και σε ζητάει»
«Ποιος; Πριγκίπισσα, πόσες φορές σου είπα να μην σηκώνεις το τηλέφωνο;»
«Αφού χτυπούσε, βρε Μπαμπακούλη»
«Έχεις πάντα μια απάντηση για όλα, ε; Ίδια η μάνα σου είσαι»
«Σ' αγαπάω, Μπαμπακούλη»
«Κι εγώ σ' αγαπάω, Πριγκίπισσα. Δώσε μου το τηλέφωνο τώρα . . . Εμπρός; Ποιος είναι;»
«Καλησπέρα, κύριε. Με συγχωρείται για την ενόχληση. Είμαι ο Ορέστης Ριζόπουλος, ο φωτογράφος. Θα ήθελα να μιλήσω με την κυρία Αυγέρη»
«Λυπάμαι, αλλά η γυναίκα μου δεν είναι ... Για μισό λεπτό! Αγγελούδι, έλα, είναι για σένα. Ο φωτογράφος ...»
Ένα φιλί ακούγεται στην άλλη άκρη της γραμμής πριν η Μαίρη σηκώσει το τηλέφωνο, κάνοντας τα κορίτσια να χαμογελάσουν. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Για την Σελήνη τουλάχιστον. Όταν αυτή άκουσε τη φωνή του συζύγου της Μαίρης, ένιωσε κάτι περίεργο. Κάτι που δεν είχε νιώσει ποτέ πριν, αλλά δεν μπορούσε να πει τι ακριβώς ήταν. Φυσικά, δεν είπε τίποτα στους άλλους, γιατί δεν ήθελε να νομίζουν ότι είναι τρελή.
«Γεια σου, Ορέστη»
«Καλησπέρα, κυρία Μαίρη»
«Μη μου μιλάς τόσο επίσημα, βρε αγόρι μου. Είμαστε συνεργάτες»
«Όπως θες, Μαίρη»
«Αυτό είναι καλύτερο. Λοιπόν; Είμαι όλη αυτιά. Τι μπορώ να κάνω για σένα;»
«Αν μπορείς και θέλεις, να προσκαλέσεις ακόμα ένα άτομο αύριο στο τραπέζι»
«Αυτό είναι όλο; Εννοείται. Κανένα πρόβλημα. Πρόκειται για την κοπέλα σου, σωστά;»
«Ναι»
«Εντάξει. Ω, γαμώτο! Ορέστη, περίμενε ένα λεπτό! ... Πρίγκιπα, τρέξε στην πισίνα. Η Πηνελόπη τρώει πάλι τις σεζλόνγκ»
Η ίδια αντρική φωνή ακούγεται απ' το βάθος.
«Γιατί πρέπει να είμαι πάντα εγώ αυτός που τρέχει; Έλα, Τηλέμαχε. Πάμε να σκοτώσουμε αυτόν τον ηλίθιο!»
Η Μαίρη επιστρέφει στο τηλέφωνο.
«Ορέστη, συγγνώμη, αλλά πρέπει να κλείσω. Έχουμε ένα θεματάκι εδώ και αν δεν πάω να τον συγκρατήσω, ο άντρας μου θα βασανίσει μέχρι θανάτου τον κουνιάδο του. Είναι εντάξει για αύριο. Ένα ακόμα άτομο. Καληνύχτα, Ορέστη ... Τζάκο, όχι! Δεν φταίει ο Οδυσσέας! Ήταν ο σκύλος!»
Μόλις η Μαίρη κλείνει το τηλέφωνο, οι άλλοι χαμογελούν, και περισσότερο απ' όλους η Σελήνη.
«Δεν ξέρω για σας, παιδιά, αλλά έχω την αίσθηση ότι θα διασκεδάσουμε τόσο πολύ αύριο! Αυτή η οικογένεια είναι υπέροχη»
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro