Ένα ταξίδι στα Νότια Προάστια
~ ΕΠΟΜΕΝΟ ΠΡΩΙ ~ ΠΕΜΠΤΗ 18 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2010 ~
Όλοι κοιμούνται στο σπίτι του Άρη. Τι λέτε να τους αφήσουμε να κοιμηθούν λίγο ακόμα και να κάνουμε ένα μικρό ταξίδι μέχρι το Δάσος της Φασκομηλιάς στην Βουλιαγμένη; Και γιατί όχι να μην μείνουμε εκεί όλη μέρα; Για να δούμε ...
~ ΟΙΚΕΙΑ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΥ ή αλλιώς ΤΟ ΠΑΛΑΤΙ ΤΟΥ ΠΡΙΓΚΙΠΑ ~
~ ΚΡΕΒΑΤΟΚΑΜΑΡΑ ~
Η Μαίρη, όμορφη και κολασμένα σέξι παρά τα σαράντα της χρόνια, κάθεται στο κρεβάτι και χτενίζει τα μαλλιά της μικρής της κόρης, της κατάξανθης Εύας, η οποία είναι ήδη έξι ετών και όσο μεγαλώνει μοιάζει όλο και περισσότερο στον πατέρα της. Ο Τηλέμαχος, ο τετράποδος φύλακας άγγελος και προστάτης της μικρής από τότε που γεννήθηκε, χουζουρεύει στα πόδια της.
«Μαμά, πού είναι η Αναΐς;»
«Στο δωμάτιο της, μωρό μου, με την Πανδώρα»
«Και ο Στέφανος;»
«Ο Στέφ ...»
Εκείνη τη στιγμή, πριν η Μαίρη τελειώσει τη φράση της, ο γιος της, ο Στέφανος μπαίνει στο δωμάτιο, μαζί με τον καλύτερό του φίλο, τον Ιάσονα. Τα όμορφα πρόσωπα τους είναι γεμάτα φόβο.
«Μαμά! Μαμά! Κόκκινος Συναγερμός! Πού είναι ο μπαμπάς;»
«Ήρεμα, Τίγρη. Ο μπαμπάς είναι στο μπάνιο. Τι συμβαίνει με σάς τους δύο;»
«Κάτι δεν πάει καλά, Μαμά Μαίρη»
«Και θέλουμε να μιλήσουμε στον μπαμπά γι' αυτό το κάτι»
«Γιατί όχι σε μένα;»
«Γιατί είναι κάτι μεταξύ ανδρών. Εσύ δεν χρειάζεται να ξέρεις»
«Μεταξύ ανδρών, ε; Εντάξει τότε. Άντε, πηγαίντε, αλλά χτυπήστε πρώτα»
«Γιατί;»
«Γιατί ο πατέρας σου μπορεί να είναι γυμνός»
Τ' αγόρια γυρίζουν ταυτόχρονα τα μάτια τους.
«Έλα τώρα, βρε Μανούλα!»
«Τον έχουμε δει γυμνό πολλές φορές, Μαμά Μαίρη»
«Και εξάλλου, έχουμε τα ίδια πράγματα εκεί κάτω»
Η Μαίρη σουφρώνει τα χείλη της.
«Α, ναι. Το είχα ξεχάσει αυτό!»
Τ' αγόρια τρέχουν στο μπάνιο και ανοίγουν την πόρτα χωρίς να χτυπήσουν. Ο Τζάκος είναι ακόμα στο ντους. Αυτός, αν και είναι σαράντα δύο χρονών, το σώμα του είναι σ' εξαιρετική φόρμα και δεν προδίδει στο παραμικρό την ηλικία του. Αυτός παραμένει το απόλυτο χάρμα οφθαλμών.
Ο Στέφανος, με το γλυκό, φοβισμένο του πρόσωπό, κάθεται στην λεκάνη και περνάει τα χέρια του μέσα απ' τα ξανθά μαλλιά του, αναστενάζοντας. Ο Ιάσονας κάθεται στο πάτωμα και ακουμπάει το πιγούνι του στα χέρια του, επίσης σε απόγνωση. Ο Τζάκος βγαίνει από το ντους, αρπάζει μια πετσέτα και, ενώ σκουπίζει το σώμα του, ρίχνει μια ματιά στα δύο αγόρια.
«Τι συμβαίνει, παιδιά; Γιατί εισβάλατε έτσι στο μπάνιο;»
«Μπαμπά, κάτι τρέχει με μας»
«Ναι. Νομίζουμε ότι είμαστε άρρωστοι»
«Και οι δύο;»
Τ' αγόρια μιλούν με μία φωνή.
«Ναι!»
Ο Τζάκος έχει συνηθίσει πλέον σε τέτοια ξεσπάσματα, και δεν αναστατώνεται καθόλου.
«Σοβαρά, ε; Και τι ακριβώς έχετε; Πέστε μου τα συμπτώματα για να δούμε τι μπορούμε να κάνουμε»
«Μπαμπά, μην αστειεύεσαι. Είναι σοβαρό»
«Μας συμβαίνει το ίδιο πράγμα κάθε πρωί»
Ο Τζάκος καταλαβαίνει αμέσως περί τίνος πρόκειται και ένα χαμόγελο εμφανίζεται στα χείλη του.
«Για συνεχίστε»
«Κάθε πρωί, όταν ξυπνάμε, νιώθουμε έναν πόνο εκεί κάτω»
«Πού ακριβώς;»
«Ξέρεις ... Ανάμεσα στα πόδια μας»
Το χαμόγελο του Τζάκου πλαταίνει ακόμα περισσότερο, και η περηφάνια του χτυπάει κόκκινο. Τ' αγοράκια του γίνονται άντρες!
«Μου λέτε ότι πονάει το πέος σας, έτσι δεν είναι;»
«Ναι. Ξέρεις τι είναι;»
«Και πολύ καλά μάλιστα»
«Είναι σοβαρό;»
«Δεν πιστεύω να μας το κόψουν;»
«Τίποτα απ' τα παραπάνω. Δεν είστε άρρωστοι, παιδιά. Είστε απλώς άντρες και αυτό που σας συμβαίνει ονομάζεται στύση»
Τ' αγόρια κοιτάζονται μεταξύ τους.
«Στύση; Σου συμβαίνει και σένα αυτό;»
«Κάθε πρωί από τότε που ήμουν στην ηλικία σας»
«Ω! Και τι έκανες τότε;»
«Ξέρετε τι είναι ο αυνανισμός;»
«Ναι. Ξέρουμε τι είναι. Μας το εξήγησε ο G-Man»
Σε περίπτωση που απορείτε, G-Man φωνάζει ο Στέφανος τον Οδυσσέα. G απ' το αγγλικό Godfather που σημαίνει νονός.
«Αυτό πρέπει να κάνουμε;»
«Μόνο αν το θέλετε. Αλλιώς, κάνετε υπομονή και πολλά κρύα ντους. Αυτό έκανα εγώ όταν ήμουν μικρός»
«Και τώρα που μεγάλωσες τι κάνεις;»
«Τώρα κοιμάμαι με τη μαμά»
«Άρα, αν κοιμηθούμε κι εμείς με τη Μαμά Μαίρη, θα μας περάσει;»
«Έη! Έη! Δεν εννοώ αυτό»
«Τότε, τι εννοείς; Εξήγησέ μας το»
«Εντάξει. Ξέρετε πώς γεννιέται ένα παιδί;»
«Ναι. Μας το είπε και αυτό ο G-Man»
«Σας εξήγησε τη διαδικασία;»
«Αν εννοείς το σεξ, ω, ναι!»
«Ναι, Ιάσονα. Το σεξ εννοώ»
«Αυτό εννοούσες πριν όταν είπες ότι κοιμάσαι με τη μαμά;»
«Ναι»
Η φωνή του Στέφανου ανεβαίνει λίγες οκτάβες.
«Κάνεις σεξ με την Μαμά μου;»
«Ήρεμα, Τίγρη. Φυσικά και κάνω. Αν δεν έκανα, εσύ και οι αδερφές σου δεν θα ήσασταν εδώ. Κοίτα, είσαι μεγάλος πια. Και οι δύο είστε μεγάλοι. Είστε άντρες και πρέπει να το βάλετε καλά στο μυαλό σας. Το σεξ είναι το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο. Όποιος σας πει το αντίθετο λέει ψέματα ή είναι απ' αυτούς τους ηλίθιους που θεωρούν αμαρτία την απόλαυση»
«Ο G-Man μας είπε ότι πρέπει ν' αγαπάς κάποιον για να κάνεις σεξ μαζί του. Είναι αλήθεια;»
«Όχι πάντα, αλλά τις περισσότερες φορές, ναι»
«Εσύ αγαπάς τη μαμά, ε;»
«Περισσότερο απ' τη ζωή μου»
«Και τι γίνεται με μας; Θα βρούμε κάποια σαν τη μαμά;»
«Αν είσαστε τυχεροί, ναι»
«Και πότε πρέπει να κάνουμε σεξ;»
«Εξαρτάται. Αν είστε σαν εμένα, σ' ένα χρόνο περίπου»
«Και πώς θα ξέρουμε ότι πρέπει να κάνουμε σεξ;»
«Θα το ξέρεις, Τίγρη μου. Θα στο πει το σώμα σου. Το μυαλό σου. Η καρδιά σου. Και να θυμάστε, αν έχετε οποιοδήποτε πρόβλημα, θα είμαι εδώ και για τους δύο. Θα είμαι πάντα εδώ για σας, αγόρια μου»
Ο Στέφανος σηκώνεται και αγκαλιάζει τον πατέρα του.
«Ευχαριστώ, Ντάντα»
«Εγώ σ' ευχαριστώ, Τίγρη, που ήρθες στη ζωή μου. Σ 'αγαπάω τόσο πολύ»
«Κι εγώ σ' αγαπάω, Μπαμπά. Περισσότερο απ' όλους τους άλλους»
Ο Ιάσονας τους κοιτάζει με λυπημένα μάτια και ο Τζάκος σπεύδει να τ' αλλάξει αυτό.
«Έλα κι εσύ, αγορίνα μου. Δως μου μια αγκαλιά»
Ο Ιάσονας πετάγεται όρθιος και αγκαλιάζει σφιχτά τον Τζάκο. Ένα πλατύ χαμόγελο εμφανίζεται στο όμορφο πρόσωπό του, γιατί η μεγαλύτερη ανάγκη του, η πατρική αγκαλιά, έχει πλέον καλυφθεί, χάρη στον Τζάκο. Και όσο ο φίλος του απολαμβάνει την αγκαλιά που έχει ανάγκη, ο Στέφανος λέει κάτι τελευταίο.
«Εεεε ... Μπαμπά ...;»
«Τι είναι πάλι, Τίγρη μου;»
«Μην πεις τίποτα στη μαμά, εντάξει;»
«Εντάξει, κι εσείς μην το πείτε στα κορίτσια. Είναι ακόμα μικρές για να ξέρουν σχετικά μ' αυτό»
«Εντάξει»
«Και να θυμάστε ότι όταν παίζουμε, κλειδώνουμε την πόρτα»
«Εννοείται, Μπαμπά. Τι μας πέρασες; Μωρά;»
«Όχι, Τίγρη μου. Το ξέρω ότι δεν είστε μωρά. Είστε άντρες»
Τ' αγόρια φεύγουν αρκετά χαρούμενα και ο Τζάκος, ακόμα πιο χαρούμενος, πηγαίνει στην κρεβατοκάμαρα να βρει τη Μαίρη. Όταν όμως πατάει το πόδι του στο δωμάτιο, η Εύα τρέχει και πηδάει πάνω του.
«Μπαμπάκα μου! Κοίτα τα μαλλιά μου. Η μαμά τα έκανε τόσο όμορφα»
«Ναι, Πριγκίπισσα μου. Είσαι τόσο όμορφη όσο η μανούλα»
Η Μαίρη, με την ανησυχία να την τρώει, δεν χάνει καιρό και ρωτάει αυτό που θέλει να μάθει.
«Πρίγκιπα, τι συμβαίνει με τ' αγόρια;»
«Θα σου πω»
«Πρέπει ν' ανησυχώ;»
«Όχι»
Η μικρή Εύα έχει αρχίσει να βαριέται.
«Άσε με κάτω, Μπαμπάκα. Θέλω να πάω να βρω τα κορίτσια»
«Εντάξει, αλλά πάρε και τον σκύλο σου μαζί σου. Πουθενά χωρίς τον Τηλέμαχο»
«Πουθενά χωρίς τον Τηλέμαχο»
«Μπράβο το κοριτσάκι μου»
Ο Τηλέμαχος, ακούγοντας τ' όνομά του, σηκώνεται αμέσως και ακολουθεί τη μικρή πριγκίπισσα καθώς αυτή βγαίνει χοροπηδώντας απ' το δωμάτιο. Αμέσως μετά, ο Τζάκος κλείνει και κλειδώνει την πόρτα, κάνοντας την Μαίρη ν' απορήσει.
«Γιατί κλειδώνεις;»
«Γιατί ποτέ δεν ξέρεις ποιος θα μπουκάρει εδώ μέσα»
«Σωστά. Πες μου τώρα για τ' αγόρια»
«Αγγελούδι μου, τ' αγοράκια μας γίνονται άντρες»
«Σοβαρά; Νωρίς δεν είναι; Ο Στέφανος μόλις έκλεισε τα δεκατέσσερα και ο Ιάσονας δεν είναι ακόμα δεκαπέντε»
«Δεν είναι νωρίς, μωρό μου. Κι εγώ στα δεκατέσσερα ξεκίνησα. Γαμώτο! Είμαι τόσο περήφανος! Αυτοί οι δύο είναι η συνέχεια μου»
Η Μαίρη γελάει.
«Οι γυναίκες είναι καταδικασμένες»
«Μέχρι να βρουν την δική τους Μαίρη»
«Αν ο Στέφανος σου μοιάζει πραγματικά, θα πρέπει να προσέχουμε τις υπηρέτριες. Κι όσο για τον Ιάσονα, αυτός έχει βρει ήδη την Μαίρη του»
Ο Τζάκος στενεύει τα μάτια του που έχουν αρχίσει να γίνονται χρυσά.
«Αν η γυναίκα που θ' αγαπήσει ο Τίγρης είναι σαν εσένα, δεν με νοιάζει καθόλου το επάγγελμά της. Όσο για τον άλλον ... Έτσι κι αγγίξει το κοριτσάκι μου ...»
«Σταμάτα τις απειλές, Ηλιόπουλε και άσε με να μελαγχολήσω για τ' αγοράκι μου. Δεν μπορώ να πιστέψω ότι είναι ήδη δεκατέσσερα. Θυμάμαι τη μέρα που γεννήθηκε σαν να ήταν χθες»
«Κι εγώ θυμάμαι. Ήταν μια απ' τις καλύτερες μέρες της ζωής μου»
«Μία απ' τις καλύτερες, ε; Ποιες είναι οι άλλες;»
«Λοιπόν ... Η μέρα που σε γνώρισα. Η επόμενη μέρα που κάναμε έρωτα για πρώτη φορά. Φυσικά, η μέρα που ξύπνησες απ' το κώμα. Η μέρα του γάμου μας και οι μέρες που γεννήθηκαν τα κορίτσια. Ω! Και το ταξίδι μας στην Σαντορίνη»
«Μα καλά, έχουμε πάει σε τόσα μέρη του κόσμου, εσύ την Σαντορίνη θυμάσαι;»
«Ναι, ακούγεται τρελό, αλλά, δεν ξέρω γιατί, αυτό το μέρος έχει μείνει χαραγμένο στη μνήμη μου. Το δωμάτιό μας μέσα στο βράχο. Το ηλιοβασίλεμα απ' το μπαλκόνι μας. Η βόλτα με σκάφος με τον γυάλινο πάτο. Το ηφαίστειο. Εκείνος ο αξιαγάπητος γέρος με την ταβέρνα και τις ιστορίες του. Εγώ μέσα σου όταν κολυμπούσαμε στα καυτά κόκκινα νερά. Το νερό και ο κόλπος σου είχαν την ίδια θερμοκρασία»
Η Μαίρη γελάει ακόμα περισσότερο.
«Θυμάσαι πραγματικά την θερμοκρασία του κόλπου μου; Είσαι τόσο διεστραμμένος»
«Ναι, είμαι και κοίτα τι σου έχω εδώ!»
Ο Τζάκος πετάει την πετσέτα στο πάτωμα και στέκεται μεγαλοπρεπής μπροστά στη Μαίρη, η οποία ακουμπάει παιχνιδιάρικα στους αγκώνες της και σηκώνει ένα φρύδι.
«Πάλι αυτό; Μου το δείχνεις συνεχώς τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια»
«Πώς τολμάς, γυναίκα; Θα τιμωρηθείς για την ύβρη προς τον Θεό σου»
«Θεέ μου, δείξε μου λίγο έλεος»
«Ποτέ! Κανένα έλεος για σένα! Βγάλε τα ρούχα σου και πέσε στα τέσσερα. Τώρα!»
Η Μαίρη, προσπαθώντας να καταπνίξει το γέλιο της, κοιτάζει το ρολόι της.
«Βασικά, Θεέ μου, ότι είναι να κάνεις, κάντο γρήγορα, γιατί σε μισή ώρα ο Οδυσσέας θα είναι εδώ για να μιλήσουμε για την έκθεση»
«Ω! Έλα τώρα! Σοβαρά; Γαμώτο! Γιατί συμφώνησα να μείνουμε όλοι μαζί; Γιατί δεν σε πήρα να πάμε να ζήσουμε οι δυο μας πάνω σ' ένα βουνό; Γιατί; Γιατί;»
Η Μαίρη σηκώνει τους ώμους της.
«Τέλος πάντων! Έλα εδώ! Θα είμαι γρήγορος»
«Εσύ; Δυσκολεύομαι να το πιστέψω»
«Θα δεις»
Η Μαίρη ανοίγει την αγκαλιά της και τον προσκαλεί μέσα, όπως κάθε φορά, κάθε μέρα, τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια.
~ ΜΙΣΗ ΩΡΑ ΜΕΤΑ ~ ΚΑΤΩ ΣΤΟ ΣΑΛΟΝΙ ~
Ο Τζάκος κάθεται στον καναπέ, διαβάζει τις ειδήσεις στον υπολογιστή του και πίνει καφέ. Ο Στέφανος είναι ξαπλωμένος στο πάτωμα και ακούει μουσική με το κινητό του, μόνος του, γιατί ο Ιάσονας έφυγε πριν από λίγο και η Μαίρη περπατάει γύρω-γύρω απ' το τραπέζι, πάνω στο οποίο είναι απλωμένα τα δείγματα των πινάκων της, καθώς και τα δείγματα της δουλειάς του φωτογράφου με τον οποίο θα συνεργαστεί.
«Πρίγκιπα μου, πες μου τι πιστεύεις γι' αυτό»
«Για ποιο;»
«Γι' αυτόν τον φωτογράφο. Έκανα καλά που συμφώνησα να συνεργαστώ μαζί του;»
«Νομίζω πως ναι. Η δουλειά του είναι εξαιρετική. Οι φωτογραφίες της Πανδώρας ήταν αριστουργήματα»
Εκείνη τη στιγμή, ο Οδυσσέας, ακόμα όμορφος όπως παλιά, αλλά και με την γοητεία της ωριμότητας των σαράντα χρόνων, μπαίνει στο σαλόνι, μαζί με την ουρά του. Και όταν λέω ουρά, εννοώ τα κορίτσια, την κόρη του την Πανδώρα, την μεγάλη κόρη του Τζάκου την Αναΐς και την Εύα, τα δίδυμα του Βίκου, Αδάμ και Γιώργο, και τα σκυλιά, τους Γερμανικούς Ποιμενικούς, τον Τηλέμαχο που ανήκει στην Εύα και την Πηνελόπη που ανήκει στην Πανδώρα. Αυτό συμβαίνει συνέχεια. Τα παιδιά τον ακολουθούν όπου κι αν πάει. Αυτό είναι το τίμημα του να είσαι τόσο αξιολάτρευτος όσο αυτός.
Υπήρχαν ακόμα δύο σκυλιά, δύο ξανθά Λαμπραντόρ, αλλά δυστυχώς πέθαναν πριν λίγα χρόνια από Καλαζάρ.
Τα δίδυμα κάθονται στο πάτωμα δίπλα στον Στέφανο, η Πανδώρα και η Εύα τρέχουν στη Μαίρη ενώ η Αναΐς τρυπώνει στην αγκαλιά του Τζάκου.
«Μπισκοτάκι, ο Οδυσσέας είναι εδώ. Είσαι έτοιμη;»
«Για σένα, πάντα!»
Ο Τζάκος, πάντα έτοιμος να πειράξει τον Οδυσσέα, μπαίνει στην κουβέντα.
«Αγαπούλη μου, είμαι κι εγώ εδώ»
«Δεν με νοιάζει, ρε!»
«Έλα να μου δώσεις ένα φιλάκι»
«Προτιμώ να ράψω τα χείλη μου, Διεστραμμένε!»
Η Μαίρη προσπαθεί μάταια να τους σταματήσει.
«Θα σταματήσετε εσείς οι δύο; Δεν χορτάσατε ο ένας τον άλλον όλα αυτά τα χρόνια;»
Ο Τζάκος και ο Οδυσσέας, σαν μια τέλεια συγχρονισμένη χορωδία, μιλούν μαζί.
«Ποτέ!»
Η Εύα αρχίζει να χαχανίζει.
«Μανούλα, ο μπαμπάκας και ο θείος είναι πολύ αστείοι»
«Ναι, μωρό μου. Είναι ξεκαρδιστικοί»
Ο Οδυσσέας πλησιάζει το τραπέζι, κάθεται σε μια καρέκλα και παίρνει στα πόδια του την κόρη του.
«Μπισκότο, πότε είναι το δείπνο για τον Ορέστη;»
«Το Σάββατο»
«Βρήκε μοντέλα για τις φωτογραφίες του;»
«Ναι. Τον καλύτερό του φίλο και την κοπέλα του»
«Μόνο αυτούς;»
«Αυτοί θα είναι το κύριο ζευγάρι. Θα υπάρξουν κι άλλοι. Θα μας πει τις λεπτομέρειες στο δείπνο»
«Τέλεια»
Η Μαίρη απευθύνεται στον Τζάκο, ο οποίος παίζει με τα μακριά μαλλιά της κόρης του.
«Πρίγκιπα, ειδοποίησες τον Διονύση για το Σάββατο;»
«Ναι, Αγγελούδι, αλλά δυστυχώς, δεν θα μπορέσουν. Τα παιδιά έχουν ανεμοβλογιά και δεν μπορούν να τ' αφήσουν μόνα»
Η Αναΐς σουφρώνει τα χείλη της.
«Ο Κοσμάς και η Αλίκη είναι άρρωστοι; Τι κρίμα»
Η Πανδώρα, που μοιάζει τόσο πολύ στον Οδυσσέα, παρόλο που δεν είναι βιολογικό του παιδί, μπαίνει στην κουβέντα για να εκνευρίσει τον Τζάκο.
«Θείε Τζάκο, το ξέρεις ότι ο Κοσμάς είναι ερωτευμένος με τη Αναΐς;»
«Σαχλαμάρες. Μην την ακούς, Μπαμπά»
Ο Τζάκος, με δυσκολία, καταφέρνει να μην σχολιάσει, αλλά ο Αδάμ δεν τον αφήνει.
«Και δεν είναι ο μόνος, θείε Τζάκο. Υπάρχουν κι άλλοι»
Η Αναΐς προσπαθεί να τ' αποφύγει.
«Αδάμ, σκάσε!»
Αλλά, αυτή τη φορά, ο Τζάκος δεν μένει αμέτοχος.
«Όχι, Αδάμ, μίλα!»
«Ο Ιάσονας. Κάθε μέρα αφήνει σημειώματα στο θρανίο της. Τον έχω δει»
Ο Τζάκος κοιτάζει την κόρη του, η οποία αγριοκοιτάζει τον Αδάμ.
«Τι είναι αυτά που ακούω, Πολύτιμη;»
«Έλα, καλέ Μπαμπά! Τον ξέρεις τον Ιάσονα. Του αρέσει να γράφει ποιηματάκια και μου τα δίνει για να τα διαβάσω»
«Και ο αδερφός σου τι κάνει;»
Ο Οδυσσέας, διασκεδάζοντας αφάνταστα μ' αυτή την συζήτηση, ρίχνει κι άλλο λάδι στη φωτιά.
«Και τι να κάνει το παιδί; Να τον δείρει;»
«Το λιγότερο! Αυτός παρενοχλεί την αδερφή του»
Η Μαίρη, ίσως η μόνη που μπορεί να ηρεμήσει τον Τζάκο, κάνει μια προσπάθεια.
«Σοβαρέψου, Πρίγκιπα. Μιλάμε για τον Ιάσονα»
«Ο οποίος κυνηγάει την κόρη μου. Θα του κόψω τα πόδια, την γλώσσα και τα χέρια»
«Βρε Μπαμπά πια!»
Ο Στέφανος, που έμεινε αμέτοχος όλη αυτή την ώρα, αποφασίζει να επέμβει.
«Μπαμπά, χαλάρωσε! Τον έχω υπό έλεγχο»
«Είσαι σίγουρος, Τίγρη;»
«Ναι. Δεν μ' εμπιστεύεσαι;»
«Εσένα, ναι. Τον άλλον, όχι»
Ο Οδυσσέας δίνει ένα χεράκι στην Μαίρη.
«Έλα τώρα, Τζάκο. Τον ξέρουμε τον Ιάσονα. Εδώ μέσα μεγάλωσε. Είναι υπέροχο παιδί»
«Δεν με νοιάζει!»
Η Μαίρη κουνάει το κεφάλι της.
«Αν ξεκινήσουμε από τώρα, είμαστε χαμένοι»
Η Αναΐς αγκαλιάζει τον λαιμό του πατέρα της.
«Μπαμπά, όταν μεγαλώσω, θέλω να βρω κάποιον σαν εσένα. Τόσο όμορφο και δυνατό!»
Ο Οδυσσέας γυρίζει τα μάτια του.
«Μπισκότο, στο είπα ότι αυτό το κορίτσι δεν έχει καθόλου γούστο»
«Γιατί, θείε; Ο μπαμπάς μου είναι ο καλύτερος!»
Η Πανδώρα επεμβαίνει προς υπεράσπιση.
«Οι δικοί μου οι μπαμπάδες είναι οι καλύτεροι»
Ο Γιώργος, ο άλλος δίδυμος, έχει άλλη γνώμη.
«Λέτε όλοι βλακείες. Ο καλύτερος απ' όλους είναι ο δικός μας μπαμπάς. Αυτός είναι ένας δράκος!»
Η Μαίρη αναστατώνεται λίγο.
«Πού τ' άκουσες αυτό, Αδάμ;»
«Δεν είμαι ο Αδάμ, Μαμά Μαίρη. Είμαι ο Γιώργος»
«Εγώ είμαι ο Αδάμ»
Ο Οδυσσέας χαχανίζει.
«Δεν πρέπει ποτέ να χρησιμοποιείς ονόματα με τις Σταγόνες, Μπισκοτάκι!»
«Μχμμμ ... Τέλος πάντων! Γιώργο, που τ' άκουσες αυτό;»
«Άκουσα τη μαμά να τον λέει έτσι. Ένα βράδυ που σηκώθηκα να πιώ νερό, την άκουσα να λέει 'Μη με φας, Δράκε'»
Τα άλλα παιδιά κοιτάζουν τον Γιώργο με το στόμα ανοιχτό, ενώ ο Τζάκος και ο Οδυσσέας γελάνε δυνατά. Η Μαίρη περνάει το χέρι της μέσα απ' τα μαλλιά της.
«Ω, Θεέ μου! Πρέπει να πούμε στην Θαλασσινή να ηχομονώσει την κρεβατοκάμαρα ή να κλείσει το στόμα της. Τώρα!»
«Εσύ φταις, Μπισκοτάκι»
«Εσύ της έμαθες αυτά τα κόλπα, Αγγελούδι! Δεν θυμάσαι την μπανάνα;»
Αυτή η λέξη αναστατώνει τα παιδιά και ιδιαίτερα τα δίδυμα.
«Τι λες, θείε; Ποια μπανάνα;
«Η μαμά σου, Σταγόνα, δεν ήξερε πώς να φάει μια μπανάνα, και η Μαμά Μαίρη της έδειξε μερικούς τρόπους»
Η Εύα, με την αθωότητα των έξι της χρόνων, κάνει μία πολύ σωστή δήλωση, που την επικροτούν και ο Τζάκος και ο Οδυσσέας.
«Μ' αρέσουν πολλοί οι μπανάνες»
«Κι εμένα, Πριγκίπισσα»
«Σ' όλους μας αρέσουν, Καραμελίτσα»
Ο Οδυσσέας και ο Τζάκος ξεκαρδίζονται στα γέλια όταν η Μαίρη ακουμπάει το χέρι της στο μέτωπο της με θεατρικό τρόπο.
«Ω, Θεέ μου! Τι έκανα;»
***
~ ΑΡΓΟΤΕΡΑ ~ ΑΡΓΑ ΤΟ ΒΡΑΔΥ ~ ΣΤΗΝ ΔΙΠΛΑΝΗ ΠΟΡΤΑ~
~ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΑΛΕΚΟΥ & ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ ή αλλιώς Η ΕΔΕΜ ~
Ο Οδυσσέας είναι στο μπάνιο και ο Αλέκος, του οποίου η ομορφιά έγινε πολύ πιο αρρενωπή με τα χρόνια, τακτοποιεί κάποια ρούχα στην ντουλάπα. Αυτός πανικοβάλλεται λίγο όταν ο σύντροφος του βγαίνει απ' το ντους, εντελώς γυμνός, και σκουπίζει τα μαλλιά του.
«Μωρό μου, τρελάθηκες; Πως βγαίνεις έτσι; Το Αστέρι μας σου μοιάζει πολύ και σ' αυτό. Δεν χτυπάει ποτέ»
«Χαλάρωσε, τρελό αγόρι. Η Πανδώρα θα κοιμηθεί με την Αναΐς απόψε»
«Δηλαδή είμαστε μόνοι στο σπίτι;»
«Εντελώς. Αλλά αν έχεις σκοπό να εκμεταλλευτείς το γεγονός για να μ' αποπλανήσεις, κλείδωσε την πόρτα. Για παν ενδεχόμενο»
Ο Αλέκος κλειδώνει την πόρτα, χαμογελώντας, βγάζει τα ρούχα του και πηγαίνει προς τον Οδυσσέα. Παίρνει την πετσέτα και σκουπίζει απαλά τα μακριά μαλλιά του. Ο Οδυσσέας τυλίγει τα χέρια του γύρω από τη μέση του Αλέκου και χουφτώνει τον πισινό του.
«Μου έλειψες σήμερα. Δεν σε 'χω δει όλη μέρα»
«Κι εμένα μου έλειψες, αλλά είχα πολλή δουλειά στο γραφείο»
«Το καλό που σου θέλω, κύριε Γενικέ Διευθυντή, να μ' αποζημιώσεις τώρα»
«Θα βάλω τα δυνατά μου»
Ο Αλέκος πλαισιώνει τα μάγουλα του Οδυσσέα και πιέζει τα χείλη του στα δικά του. Το στόμα του Οδυσσέα ανοίγει, επιτρέποντας στη γλώσσα του Αλέκου να πειράξει τον ουρανίσκο του, κάτι που απολαμβάνουν εξίσου και οι δύο. Μετά, ο Αλέκος παίρνει μια βαθιά ανάσα.
«Μυρίζεις τόσο ωραία»
«Καινούργιο αφρόλουτρο με άρωμα σανταλόξυλο»
«Λατρεύω το σανταλόξυλο»
«Γι' αυτό τ' αγόρασα»
«Με τρελαίνεις, γαμώτο! Σε θέλω τόσο πολύ!»
«Πες μου! Πες μου τι θέλεις. Πεθαίνω να σ' ακούω να μου μιλάς»
«Αυτό που θέλω αυτή τη στιγμή δεν περιλαμβάνει και πολύ κουβέντα»
Ο Οδυσσέας γελάει.
«Γιατί γελάς; Κατάλαβες για τι πράγμα μιλάω;»
«Εσύ τι νομίζεις; Έλα»
Ο Οδυσσέας πιάνει το χέρι του Αλέκου και τον οδηγεί στο κρεβάτι.
«Σε ξέρω τόσο καλά, που καταλαβαίνω τι θέλεις ακόμα και πριν αποφασίσεις ότι το θέλεις»
«Ορίστε;»
«Άστο! Δεν πειράζει! Θα στο εξηγήσω αργότερα. Τώρα ξάπλωσε»
Ο Αλέκος πέφτει στο κρεβάτι και ο Οδυσσέας ξαπλώνει ανάποδα πάνω του και του δίνει αυτό που ζήτησε. Ένα άψογο και απόλυτα αισθησιακό 69. Περιποιούνται ο ένας τον άλλον, μέχρι που ο Αλέκος πιέζει τον κώλο του Οδυσσέα με το χέρι του. Ο Οδυσσέας ξέρει ακριβώς τι σημαίνει αυτό και, μ' ένα άλμα, ξαπλώνει ανάσκελα και ανοίγει τα πόδια του.
«Έλα, μωρό μου. Πάρε με»
Ο Αλέκος, εντελώς χαμένος στη λαγνεία, ξαπλώνει πάνω του και μ' ένα βαθύ μουγκρητό, αρχίζει να τον γαμάει δυνατά και γρήγορα. Αν και τα βογκητά τους είναι σχετικά ήσυχα, το κρεβάτι τους τρίζει και βουίζει σαν να είναι συνδεδεμένο στην πρίζα.
«Μωρό μου, πιο σιγά. Θα σπάσεις το κρεβάτι»
«Νομίζεις ότι με νοιάζει το γαμημένο το κρεβάτι αυτή τη στιγμή;»
«Εγώ απλώς λέω ...»
«Γύρνα!»
Η αλλαγή θέσης δεν βοήθησε και πολύ. Ο Αλέκος συνεχίζει με τον ίδιο σταθερό, γρήγορο και λίγο βίαιο ρυθμό που κάνει το κρεβάτι να δονείται μέχρι που δεν αντέχει άλλο και σπάει! Αυτοί προσγειώνονται στο πάτωμα, ευτυχώς πάνω στο στρώμα, με τα σπασμένα κομμάτια του κρεβατιού σκορπισμένα γύρω τους.
«Γαμώτο, ρε Αλέκο! Στο είπα! Κοίτα τι έκανες τώρα!»
«Γιατί κατηγορείς εμένα; Εσύ επέμεινες να πάρουμε ξύλινο κρεβάτι. Εγώ ήθελα σιδερένιο»
«Σοβαρά τώρα;»
Ο Οδυσσέας γυρίζει θυμωμένος και κοιτάζει τον Αλέκο, ο οποίος επίσης τον αγριοκοιτάζει. Κοιτάζονται για λίγο έτσι και μετά ξεσπούν σε γέλια. Ο Αλέκος ξαπλώνει πίσω και περνάει τα χέρια του μέσα απ' τα μαλλιά του.
«Δεν το πιστεύω, ρε γαμώτο!»
Ο Οδυσσέας ξαπλώνει δίπλα του.
«Είχαμε χρόνια να σπάσουμε κρεβάτι»
«Τι κάνουμε τώρα;»
«Θέλει ρώτημα; Συνεχίζουμε. Θα ασχοληθούμε με το κρεβάτι αργότερα»
Ο Οδυσσέας ανεβαίνει πάνω στον Αλέκο και πολλή ώρα αργότερα, έχοντας τελειώσει και οι δυο, ξαπλώνουν αγκαλιά, ακόμα στο πάτωμα. Ο Οδυσσέας ακουμπάει το κεφάλι του στο στήθος του Αλέκου και, με το δάχτυλο του, παίζει με τις τριχούλες που σχηματίζουν μία κάθετη γραμμή κάτω απ' τον αφαλό του.
«Ανεξαρτήτως του κρεβατιού, ήσουν καταπληκτικός ξανά»
«Κάνω ό,τι μπορώ για να σε ικανοποιώ»
«Σκεφτόσουν ποτέ ότι θα καταλήγαμε έτσι; Εσύ κι εγώ, αρραβωνιασμένοι, με μια πανέμορφη κόρη, να ζούμε μαζί με τους άλλους και να θέλουμε τόσο πολύ ο ένας τον άλλον που μπορούμε να σπάμε ακόμα και κρεβάτια;»
«Μόνο για το τελευταίο ήμουν σίγουρος. Απ' την πρώτη στιγμή που σε είδα σ' εκείνο το μπιστρό, ήξερα ότι θα σε ήθελα μέχρι την τελευταία μου πνοή. Τα υπόλοιπα είναι μπόνους»
«Τι θα κάνουμε με το κρεβάτι;»
«Θα παραγγείλουμε καινούργιο. Σιδερένιο αυτή τη φορά»
«Ίσως θα ήταν καλύτερο να το χτίσουμε με κάποιο τρόπο»
Ο Αλέκος γελάει.
«Καλή ιδέα, αλλά πρέπει να προετοιμαστούμε. Ο Τζάκος θα δώσει ρεσιτάλ όταν μάθει πώς ακριβώς το σπάσαμε»
«Μην ανησυχείς. Μπορώ ν' αντιμετωπίσω τον Διεστραμμένο. Ω, Θεέ μου. Το ξέχασα! Έμαθες για τον Στέφανο και τον Ιάσονα;»
«Τι;»
«Άρχισαν να έχουν στύση»
«Αυτό τ' αγόρι είναι σαν τον πατέρα του. Είναι κλώνος, όχι γιος. Όσο για τον Ιάσονα, απ' ότι φαίνεται η επιρροή του Τζάκου έκανε δουλειά»
«Έπρεπε να δεις την περηφάνια στα μάτια του Τζάκου. Με συγκίνησε ο μαλάκας!»
«Πότε θα σταματήσεις να πειράζεις τον αδερφό μου;»
«Ποτέ!»
***
~ ΤΗΝ ΙΔΙΑ ΣΤΙΓΜΗ ~ ΣΤΗΝ ΑΛΛΗ ΔΙΠΛΑΝΗ ΠΟΡΤΑ ~
~ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΒΙΚΟΥ & ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΙΝΗΣ ή αλλιώς Η ΦΩΛΙΑ ΤΟΥ ΔΡΑΚΟΥ ~
Τα δίδυμα κοιμούνται εδώ και ώρα, αφήνοντας τον Βίκο και την Θαλασσινή, που παραμένουν ένα όμορφο και ταιριαστό ζευγάρι, ν' απολαύσουν ένα χαλαρωτικό αφρόλουτρο στη μεγάλη μπανιέρα. Ο Βίκος έχει την Θαλασσινή ανάμεσα στα πόδια του και της κάνει μασάζ στην πλάτη.
«Ω! Βίκο μου ... Αυτό είναι πολύ καλό!»
«Είσαι πολύ σφιγμένη. Κουράστηκες σήμερα;»
«Οι γιοι σου μ' εξάντλησαν. Ευτυχώς, πήγαν στο Παλάτι τ' απόγευμα, οπότε είχα λίγο χρόνο για τον εαυτό μου»
«Ναι, το ξέρω. Είδα τον Τζάκο όπως ερχόμουν. Έμαθες για τον Στέφανο και τον Ιάσονα;»
«Εννοείται. Ο αδερφός μου χοροπηδάει απ' την χαρά του»
«Μπορώ να ταυτιστώ μ' αυτό, ξέρεις. Όταν έρθει η ώρα για τις Σταγόνες μας, το ίδιο θα κάνω. Ή ίσως αντιδράσω ακόμα χειρότερα, γιατί θα είμαι διπλά ενθουσιασμένος»
Ο Βίκος γελάει όταν η Θαλασσινή γυρίζει τα μάτια της.
«Άντρες!»
«Πες μου κάτι άλλο. Ο φωτογράφος με τον οποίο θα συνεργαστεί η Μαίρη λέγεται Ορέστης, έτσι δεν είναι;»
«Ναι. Γιατί ρωτάς;»
«Θα σου πω. Ξέρεις ποιο είναι το επίθετό του;»
«Ριζόπουλος, νομίζω»
"Μα την πίστη μου! Και είπε ότι το μοντέλο στις φωτογραφίες θα είναι ο καλύτερός του φίλος;»
«Ναι. Άρης κάτι. Δεν έπιασα το επώνυμο»
«Λυκουρόπουλος, ίσως;»
«Ναι, αυτό είναι. Πώς το ξέρεις;»
«Σου έχω πει για έναν προστατευόμενο που είχα όταν ήμουν ακόμα στη συμμορία, έτσι δεν είναι;»
«Αυτόν τον έφηβο που βοήθησες όταν έχασε τους γονείς του;»
«Ναι. Ο μικρός μου Λύκος. Ο μικρός αδερφός που πάντα ήθελα»
«Μη μου πεις ότι ...»
«Ναι, μωρό μου. Αυτός είναι. Δεν μπορώ να το πιστέψω! Η μοίρα με βοήθησε να κρατήσω τον λόγο μου τελικά. Θα ξαναδούμε ο ένας τον άλλον. Μόνο, πες στη Μαίρη να μην πει τίποτα στον Ορέστη. Ανυπομονώ να δω το πρόσωπο του Άρη όταν με δει το Σάββατο. Ελπίζω να μην θυμηθεί το όνομα του Τζάκου και καταλάβει ότι θα είμαι κι εγώ εδώ. Θεέ μου! Μου έλειψε τόσο πολύ. Ήταν παιδί όταν τον άφησα, και τώρα είναι ο αρχηγός της συμμορίας. Αναρωτιέμαι αν θα αναγνωρίσει την μυρωδιά μου όταν μπει στο σπίτι»
«Βίκο, δεν στο έχω ξαναπεί αυτό, αλλά θέλω να σου ζητήσω συγγνώμη»
«Για ποιο πράγμα;»
«Που έπρεπε να τα παρατήσεις όλα εξαιτίας μου. Δεν χρειαζόταν να το κάνεις αυτό»
«Θαλασσινή, σταμάτα! Μην το ξαναπείς ποτέ αυτό. Αυτό που έκανα το ήθελα, και επιπλέον, μπορεί ν' άφησα πίσω όλη μου τη ζωή, αλλά αυτό δεν είναι τίποτα σε σύγκριση μ' αυτό που πήρα σε αντάλλαγμα. Εσύ και τ' αγόρια μου είσαστε τα πάντα για μένα και δεν θα σας άλλαζα με τίποτα στον κόσμο. Δεν το μετανιώνω, μωρό μου, και δεν θα το μετανιώσω ποτέ. Σ 'αγαπάω τόσο πολύ!»
«Κι εγώ σ' αγαπάω, Βίκο, και δεν θα σταματήσω ποτέ»
Αυτός την σφίγγει επάνω του κι εκείνη του φιλάει τα χέρια που είναι τυλιγμένα γύρω απ' το σώμα της.
«Βασίλισσα μου, σου είπε ο Τζάκος τι είπε ο Γιώργος τ' απόγευμα;»
«Όχι. Τι;»
«Σ' άκουσε να με αποκαλείς Δράκο ένα βράδυ»
«Ωχ! Σκατά! Και τώρα;»
«Δεν κατάλαβε τίποτα. Νομίζει ότι είναι απλώς ένα παρατσούκλι γιατί είμαι πολύ φοβερός»
«Δεν ξέρω για σένα, ταπεινέ και μετριόφρονα Βασιλιά μου, αλλά πρέπει να ηχομονώσουμε την κρεβατοκάμαρα το συντομότερο δυνατό»
«Δεν θα σου φαινόταν καλύτερο να χαμηλώσεις τη φωνή σου;»
«Όχι»
«Δόξα τω Θεώ! Θα φωνάξω συνεργείο αύριο κιόλας».
«Και τι γίνεται απόψε, Δράκε;»
«Μην ανησυχείς, μωρό μου. Απόψε, θα κρατήσω το στόμα σου απασχολημένο και δεν θα μπορείς να φωνάξεις»
«Σοβαρά; Και πώς θα το κάνεις αυτό;»
«Κάπως έτσι!»
Και χωρίς να της δώσει την ευκαιρία ν' απαντήσει, αυτός φιμώνει το στόμα της με το χέρι του κι εκείνη δαγκώνει τα δάχτυλά του καθώς τη σηκώνει όρθια και μπαίνει μέσα της σχεδόν βίαια, όπως ακριβώς της αρέσει. Κύμα σηκώνεται στην μπανιέρα, σκορπίζοντας το νερό στο πάτωμα.
«Συγγνώμη για το χάος, Βασίλισσα μου, αλλά αυτό συμβαίνει όταν αναδύεται ο Δράκος. Αυτός δημιουργεί παφλασμό!»
Αυτή του τραβάει το χέρι και γυρίζει πίσω για να τον κοιτάξει.
«Μην ασχολείσαι με τέτοια ασήμαντα πράγματα και μην σταματάς! Άναψε τη φωτιά σου!»
***
~ ΑΚΟΜΑ ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΣΤΟ ΠΑΛΑΤΙ ΤΟΥ ΠΡΙΓΚΙΠΑ ~
Τα παιδιά κοιμούνται και οι μεγάλοι είναι, κι αυτοί, στην μπανιέρα, κάτι που με κάνει ν' αναρωτιέμαι πόσα πληρώνουν για το νερό. Ο Τζάκος κάθεται ανάμεσα στα πόδια της Μαίρης και αυτή του λούζει τα μαλλιά και του κάνει μασάζ στους κροτάφους και στον λαιμό, γιατί, όπως όλοι γνωρίζουμε, στο μικρό αγγελούδι αρέσει να κακομαθαίνει τον πρίγκιπά του, ο οποίος αναστενάζει.
«Αχ, Αγγελούδι μου! Τα χέρια σου είναι μαγικά!»
«Μ' αρέσει να σε κακομαθαίνω και, εξάλλου, ξέρεις πόσο αγαπάω τα μαλλιά σου»
«Ακόμα και τώρα που αρχίζουν να γκριζάρουν στους κροτάφους;»
«Τώρα και πάντα»
« Άγγελε, νομίζω ότι γερνάω»
«Μαλακίες!»
«Έη! Πρόσεχε πως μιλάς, βρομόστομο Αγγελούδι!»
«Εσύ μ' αναγκάζεις όταν λες βλακείες. Είσαι ακόμα πολύ νέος. Και εγώ είμαι πολύ νέα. Και όλοι είμαστε πολύ νέοι»
«Ναι, αλλά για πόσο καιρό ακόμα;»
«Για όσο ... Έη! Τι είναι αυτό τώρα; Κρίση μέσης ηλικίας; Για σοβαρέψου λίγο, ρε Τζάκο»
«Και να σοβαρευτώ, κάποια μέρα θα συμβεί»
«Και λοιπόν;»
«Φοβάμαι ότι δεν θα με θέλεις όταν γεράσω»
«Μαλακίες!»
«Έλεος, ρε Μαίρη!»
«Δεν φταίω εγώ. Εσύ φταις. Μχμμμ ... Ξέρεις κάτι; Τσαντίστηκα τώρα!»
Αυτή σηκώνεται και περνάει από πάνω του, χύνοντας νερό σ' όλο το πάτωμα.
«Έη! Κοίτα τι έκανες τώρα!»
«Χέστηκα για το πάτωμα! Το μόνο που με νοιάζει είσαι εσύ!»
Αυτή γονατίζει μπροστά του, του πιάνει τα μάγουλα και τον αναγκάσει να την κοιτάξει.
«Άκουσέ με και άκουσέ με καλά, Ηλιόπουλε. Για μένα, όσο χρονών κι αν πας, θα είσαι πάντα ο Θεός μου. Δεν με νοιάζει τι χρώμα μαλλιά έχεις. Δεν με νοιάζει τίποτα. Το μόνο που έχει σημασία για μένα είναι να είσαι εδώ, δίπλα μου και να μ' αγαπάς. Συνεννοηθήκαμε;»
«Απολύτως, Αυγέρη»
«Πανέμορφα! Και τώρα, σοφέ μου γέροντα, θα ήθελα να με πηδήξεις. Εκτός κι αν δεν μπορείς και χρειάζεσαι να σου φέρω μερικά μπλε χαπάκια;»
Αυτή ξεσπάει σε γέλια όταν αυτός την αγριοκοιτάζει.
«Α, όχι! Αυτό πάει πάρα πολύ! Αυθαδιάζεις, μικρέ Άγγελε και πρέπει να τιμωρηθείς παραδειγματικά»
«Και ποιος θα με τιμωρήσει; Εσύ; Ας γελάσω! Μόλις μου είπες ότι γερνάς, πώς ακριβώς θα το κάνεις;»
Αυτός πιάνει το χέρι της και το βάζει ανάμεσα στα πόδια του.
«Με αυτό! Εγώ μπορεί να γερνάω, αλλά αυτό είναι ακόμα νέο. Νέο και δυνατό»
Αυτή τυλίγει τα δάχτυλά της ακριβώς κάτω από τη βάλανο και πειράζει την άκρη του πέους του με τον αντίχειρά της, κάτι που ξέρει ότι του αρέσει πάρα πολύ.
«Αυτό δεν είναι μόνο νέο και δυνατό. Είναι επίσης μεγάλο και σκληρό και το θέλω τώρα!»
«Σου έχω αρνηθεί ποτέ κάτι;»
Χωρίς άλλη καθυστέρηση, αυτός την σηκώνει, την βάζει να καθίσει πάνω του και γλιστράει όλο του το μήκος μέσα της. Αυτή αρχίζει να κουνιέται, βογκώντας βαθιά.
«Είσαι Θεός, Ηλιόπουλε! Μ' ακούς; Θεός!»
«Μην μ' αφήσεις ποτέ να το ξεχάσω αυτό, Αυγέρη»
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro